[InsideOut, 2018]
Intro: Dimitris Kaltsas
10 / 12 / 2018
Especially when we refer to bands whose formation is remembered as if it was yesterday, the sense of the time passed is much more strongly felt. In 1992, when brothers Neal and Alan Morse formed Spock’s Beard along with John Ballard (replaced by bassist Dave Meros) and Nick D’Virgilio, all signs were on their side. Being Mike Portnoy’s favorite new progressive rock band, the band from LA represented the modern face of a sound that was revived in a very healthy way.
This year, the band’s 13th album was released under very different conditions, although Alan Morse, Dave Meros, Nick D’Virgilio, Ryo Okumoto and Ted Leonard are here to prove they have still much to offer.
Falling further
Part of this review was written after I listened to the new Dream Theater song, which unfortunately confirms once more a rule that follows many bands which are tagged as “progressive”. The new album of Spock’s Beard, entitled Noise Floor, was released this year just for the sake of it, without adding anything to the band’s music, or the prog scene or music in general. A recording career which now lists 13 albums, sadly offers emotions rarer and rarer.
When the self-released X was released back in 2010, which was a pretty decent album, we had really enjoyed Spock’s Beard. In 2013 it was Brief Nocturnes and Dreamless Sleep which even though had its moments, overall it did not excite us, but we let it ride. But The Oblivion Particle, a mere two years later, confirmed our fears of a qualitative decline, with the album being the worst in their career until then. And this year they surpass themselves with Noise Floor. Unfortunately, this is a stop-gag album that after repeated listens does not manage to convey any emotion to the listener. And by saying nothing, I don’t mean the searing solos, the technical skills of the band members and so on. These are exalted each and every time, they are important, but let’s face it: they are not enough. It requires a minimum of good songs with features that can attract your interest. And regarding that matter, none of the eight songs the band came up with can do it.
Let’s take an example. What Happens of Me is a typical, rather easy composition of moderate duration and a pleasant feel. Many small details, 20+1 different transitions, disfigured one after another in a sequence that not only does not maintain a relative consistency but essentially cancels one another. Even if the chorus is enough (which is not bad, indeed), it is certain that the non-existent escalation will force you to skip the track, after some short solos on keys and guitar.
That’s how Spock’s Beard put together a whole album of mediocre compositions: by cramming a lot of themes into the songs without summarizing anything, pretty much like a copy-paste idea process (not necessarily bad ideas, for example in Box of Spiders the synth intro accompanied by the bass is a great way to start a prog composition) that does not help an artist to achieve their main goal: the creation should create emotion.
4 / 10
Alexandros Topintzis
[InsideOut, 2018]
Εισαγωγή: Δημήτρης Καλτσάς
10 / 12 / 2018
Ειδικά όταν αναφερόμαστε σε μπάντες που θυμόμαστε σαν χθες την ίδρυσή τους, η αίσθηση του περάσματος του χρόνου γίνεται ακόμα αισθητή. Το μακρινό πια 1992 όταν τα αδέρφια Neal και Alan Morse σχημάτιζαν τους Spock’s Beard μαζί με τους John Ballard (που αντικαταστάθηκε από τον μέχρι σήμερα μόνιμο μπασίστα Dave Meros) και Nick D’Virgilio όλοι οι οιωνοί ήταν με το μέρος τους. Όντας η αγαπημένη νέα progressive rock μπάντα του Mike Portnoy των τότε κραταιών Dream Theater, η μπάντα από το LA εκπροσωπούσε το εκσυγχρονιστικό πρόσωπο ενός παρεξηγημένου ήχου που αναβίωνε με τον πιο υγιή τρόπο.
Φέτος κυκλοφόρησε το 13ο άλμπουμ της μπάντας αυτής υπό εντελώς διαφορετικές συνθήκες, αν και οι Alan Morse, Dave Meros, Nick D’Virgilio, Ryo Okumoto και Ted Leonard είναι εδώ για να αποδείξουν πως έχουν ακόμα πολλά να προσφέρουν.
Περαιτέρω πτώση
Κομμάτι αυτής της κριτικής γράφτηκε αφού ακούσαμε το νέο κομμάτι των Dream Theater, το οποίο δυστυχώς συνεχίζει να επιβεβαιώνει έναν κανόνα που ακολουθούν πολλά συγκροτήματα που δραστηριοποιούνται κάτω από την ταμπέλα “progressive”. Το νέο album των Spock’s Beard με τίτλο Noise Floor κυκλοφορεί φέτος απλά για να κυκλοφορήσει, χωρίς να προσθέτει στην δισκογραφία του group, της σκηνής, της μουσικής εν γένει απολύτως τίποτα. Μιας δισκογραφικής καριέρας που απαριθμεί πλέον 13 album και προσφέρει συγκινήσεις όλο και πιο αραιά.
Όταν το 2010 κυκλοφόρησαν το αυτοχρηματοδοτούμενο X, το οποίο ήταν αξιοπρεπέστατο, χαρήκαμε για αυτούς. Όταν το 2013 βγήκε το Brief Nocturnes and Dreamless Sleep, είχε μεν τις στιγμές του αλλά γενικά δεν ενθουσίασε και δεν δώσαμε σημασία. Όμως το The Oblivion Particle, μόλις δύο χρόνια αργότερα επαλήθευσε τους φόβους μας για την ποιοτική πτώση, με το album να είναι ότι χειρότερο έχουν κυκλοφορήσει. Και φέτος ξεπερνούν τους εαυτούς τους, με το Noise Floor. Δυστυχώς πρόκειται για έναν διεκπεραιωτικό δίσκο που μετά από επανειλημμένες ακροάσεις δεν καταφέρνει να σου αφήσει τίποτα. Και όταν λέμε τίποτα, δεν απευθυνόμαστε στα τρομερά παιξίματα, την εκτελεστική ικανότητα κ.τ.λ. Αυτά εκθειάζονται κάθε φορά, είναι σημαντικά, αλλά με το συμπάθιο: δεν αρκούν. Απαιτείται μια ελάχιστη ύπαρξη καλών τραγουδιών με χαρακτηριστικά ικανά να σου προκαλέσουν ενδιαφέρον. Και αυτό δεν το πετυχαίνουν σε κανένα από τα οκτώ τραγούδια.
Ας πάρουμε ένα παράδειγμα. Το What Becomes of Me είναι μια τυπική, εύκολη σύνθεση του album με μέτρια διάρκεια και ευχάριστη αίσθηση. Πολλές μικρές λεπτομέρειες, 20+1 διαφορετικά transitions, πεταγμένα το ένα μετά το άλλο σε μια αλληλουχία που όχι μόνο δεν διατηρεί μια σχετική συνοχή, αλλά ουσιαστικά ακυρώνει το ένα το άλλο. Ακόμα κι αν το refrain σου αρκεί (το οποίο δεν είναι κακό, όντως) είναι σίγουρο ότι η ανύπαρκτη κλιμάκωση θα σε υποχρεώσει να το προσπεράσεις, μετά από κάποια σύντομα solos σε πλήκτρα και κιθάρα.
Κάπως έτσι, οι Spock’s Beard δημιουργούν ένα ολόκληρο album μέτριων συνθέσεων. Με πολλά θεματάκια μέσα στα τραγούδια, χωρίς να συνοψίζεται πουθενά τίποτα, σαν μια copy-paste διαδικασία ιδεών (όχι κατ’ ανάγκη κακών ιδεών, π.χ. στο Box of Spiders η synth εισαγωγή με το μπάσο είναι εξαιρετικός τρόπος να ξεκινήσεις μια prog σύνθεση) που δεν οδηγεί στο ζητούμενο οποιουδήποτε καλλιτέχνη: το δημιούργημα να δημιουργήσει συναίσθημα.
4 / 10
Αλέξανδρος Τοπιντζής
Be the first to comment