Prog συγκροτήματα με ένα album (1969-1979) – μέρος III

Από τους: Πάρη Γραβουνιώτη, Δημήτρη Καλτσά, Κώστα Μπάρμπα, Πέτρο Παπαδογιάννη, Goran Petrić, Τάσο Ποιμενίδη, Κώστα Ρόκα, Θωμά Σαρακίντση, Παναγιώτη Σταθόπουλο

Μετάφραση: Αλέξανδρος Μαντάς, Δημήτρης Καλτσάς

 

Η σειρά άρθρων Prog συγκροτήματα με ένα album (1969-1979) είναι μέχρι σήμερα μεταξύ των πιο πολυδιαβασμένων από τους αναγνώστες του Progrocks.gr και είμαστε πολύ χαρούμενοι για αυτό, γιατί κάνουμε ό,τι καλύτερο μπορούμε για να αναδείξουμε όλα τα ιστορικά στοιχεία και την καλλιτεχνική αξία αυτών των -ως επί το πλείστο- παραγνωρισμένων- prog διαμαντιών.  

Όπως έγινε στο πρώτο και δεύτερο μέρος, τα “one-album wonders” παρουσιάζονται χωρίς χρονολογική σειρά, αλλά τυχαία και όπως τα δύο πρώτα μέρη, αυτό το άρθρο είναι ένα αδιάκοπο ταξίδι μπρος και πίσω στο χρόνο, που ελπίζουμε να είναι συναρπαστικό στην ανάγνωση όσο ήταν κάθε κομμάτι στη συγγραφή του.


 

Homer – Grown in U.S.A.
[Universal Recording Artists, 1972]

Μετά από τρία 45άρια τα οποία κινούνταν σε ξεκάθαρα ψυχεδελικά μονοπάτια, οι Homer με καταγωγή από το San Antonio εξέλιξαν και εμπλούτισαν τον ήχο τους με heavy και progressive στοιχεία και το 1970 κυκλοφόρησαν τον μοναδικό τους δίσκο Grown in U.S.A. Αν και δεν πρόκειται για αριστούργημα, στέκεται ως ένα αντιπροσωπευτικό ντοκουμέντο της σκηνής των late 60s / early 70s και ένα πολύ καλά κρυμμένο μυστικό για τους λάτρεις του συγκεκριμένου ήχου. Ισορροπώντας εξαιρετικά μεταξύ ψυχεδελικού και προοδευτικού ήχου, οι Homer με όχημα τις διπλές κιθάρες και τα διπλά φωνητικά μας προσφέρουν εμπνευσμένες συνθέσεις όπως τα αρκούντως heavy Survivor και Love’s Coming, τα psych Taking My Home, In the Beginning που μυρίζουν Αμερική από χιλιόμετρο, μα πάνω από όλα το μελωδικό κομψοτέχνημα Four Days And Nights ‘Without You’ (οι φίλοι των Uriah Heep ας δώσουν βάση εδώ) αλλά και το εναρκτήριο έπος Circles in the North με το mellotron χαλί που θα μπορούσε να βρίσκεται σε οποιαδήποτε psych / prog συλλογή. Δυστυχώς, μετά τη διάλυσή τους κανένα μέλος τους δεν έπαιξε αλλού. Ο κιθαρίστας Galen Niles πριν τους Homer ήταν μέλος στους garage psych The Outcasts, και ο μπασίστας Chet Himes ακολούθησε καριέρα μηχανικού ήχου κερδίζοντας μάλιστα Grammy για τον ομώνυμο δίσκο του Christopher Cross.

 

Cosmic Dealer – Crystallization
[Negram, 1972]

Οι Cosmic Dealer δημιουργήθηκαν στην Ολλανδία το 1968 και μετά από ένα μεγάλο κενό κυκλοφόρησαν τον πρώτο τους δίσκο το 1972. Αυτή η καθυστέρηση μοιάζει να επηρέασε τη μουσική που ακούμε στο Crystallization, το οποίο αποτελεί ένα πολύ ενδιαφέρον αμάλγαμα μουσικών ρευμάτων που εμφανίστηκαν τα τέσσερα αυτά χρόνια. Η βάση του ήχου είναι ξεκάθαρα το ψυχεδελικό rock, όπως και η αρχική πρόθεση των μουσικών, αν κρίνουμε και από το όνομα της μπάντας. Παρόλα αυτά, το progressive rock έχει ενσωματωθεί στον ήχο τους με ένα πολύ ιδιαίτερο και αρκετά μοναδικό τρόπο. Ένα heavy στοιχείο υπάρχει επίσης διάχυτο σε αρκετά κομμάτια. Τα παιξίματα είναι πολύ σφιχτά και ο ήχος πολύ καλός. Το πιο αξιοπρόσεκτο είναι η ποικιλία που υπάρχει στις συνθέσεις, αλλά και η ενορχηστρωτικές επιλογές με τη χρήση φλάουτου και εγχόρδων. Ο τρόπος με τον οποίο είχαν αφομοιώσει τη μουσική της Βρετανίας και των ΗΠΑ, ήταν πολύ πετυχημένος και ιδιαίτερος. Βέβαια το μεγαλύτερο προσόν του Crystallization είναι οι ίδιες του οι συνθέσεις και η φοβερή ροή του που το κατατάσσουν στα πιο απολαυστικά obscure διαμάντια των 70s και σε έναν καλύτερους rock δίσκους που βγήκαν από την Ολλανδία. Άλλα τρία κομμάτια ηχογραφήθηκαν το 1973, πριν η μπάντα διαλυθεί και μπορούν να βρεθούν στη συλλογή Child of Tomorrow.

 

Locomotive – We Are Everything You See
[Parlophone, 1970]

Οι Locomotive σχηματίστηκαν το 1965 από τον Norman Haines. Ιδρυτικό μέλος και manager της μπάντας ήταν ο τρομπετίστας Jim Simpson που εκπροσωπούσε και τους συντοπίτες τους Black Sabbath. Το We Are Everything You See ηχογραφήθηκε στα τέλη του 1968 στα θρυλικά Abbey Road Studios και κυκλοφόρησε την 1η Φεβρουαρίου 1970 (μόλις 12 ημέρες πριν βγει το πρώτο album των Black Sabbath), όταν η pop/rock μουσική είχε ήδη αλλάξει σημαντικά.

Η μουσική είναι ένα μείγμα βρετανικής ψυχεδέλειας, πρώιμου progressive rock και έντονων jazz έως και soul στοιχείων με έντονη χρήση πνευστών (συμμετέχουν τρεις σαξοφωνίστες -συμπεριλαμβανομένου του Dick Heckstall-Smith- και δύο τρομπετίστες) με παντελή απουσία κιθάρας. Το υπέροχο Mr. Armageddon είναι μία από τις κορυφαίες στιγμές της αγγλικής ψυχεδέλειας, αλλά παραήταν σκοτεινό μουσικά και στιχουργικά για να γίνει επιτυχία. Η μουσική και ιστορική σημασία του δίσκου αναγνωρίστηκε αρκετά χρόνια αργότερα, όταν επανακυκλοφόρησε.  

Λίγο μετά, η μπάντα διαλύεται και από μέλη των Locomotive σχηματίστηκαν οι Norman Haines Band και οι Dog That Bit People (αμφότεροι με ένα και μοναδικό δίσκο το 1971), ο Mick Hincks έγινε μέλος των Tea and Symphony, ο Robert Lamb σχημάτισε τους The System στα 80s, ενώ ο Chris Wood ήταν στην αρχική τετράδα μιας άλλης μπάντας από το Birmingham. Το όνομα αυτών: Traffic.

 

Fantasia – Fantasia
[Hi-Hat, 1975]

Οι Fantasia σχηματίστηκαν το 1973 στην μικρή πόλη Pietarsaari στις δυτικές ακτές της Φινλανδίας από τις στάχτες των St.Marcus Blues Band, με μπροστάρηδες του σχήματος τον Hannu Lindblom (κιθάρα, φωνητικά) και τον Karl-Erik Rönngård (ντραμς). Το όνομά τους προέκυψε από το album Fantasia Lindum των Amazing Blondel (1971) και το 1974 κέρδισαν την πρώτη θέση στον εθνικό διαγωνισμό Finnish Rock Championship, γεγονός που τους χάρισε ένα συμβόλαιο με την Hi-Hat, εταιρεία στην οποία υπέγραψαν την ίδια περίοδο οι Kalevala.

Στο ομώνυμο και μοναδικό τους album σαξόφωνο παίζει ο Pekka Pöyry των Tasavallan Presidentti, ενώ την παραγωγή επιμελήθηκαν ο Mikael Wiik (Maru & Mikael) και ο ντράμερ των Wigwam, Ronnie Österberg. Αν και η μουσική έχει σαφείς επιρροές από τον jazzy ήχο των Wigwam, η βασική μουσική κατεύθυνση των Fantasia ήταν κατά βάση μελωδικό, ατμοσφαιρικό συμφωνικό progressive rock. Στο σύνολό τους, τα κομμάτια είναι κυρίως ορχηστρικά, τομέας στον οποίο οι Fantasia ήταν εντυπωσιακοί σε σημεία, σε αντίθεση με τα φωνητικά του Lindblom.

Ο δίσκος πούλησε μόλις 2000 αντίτυπα και η Hi-Hat δεν έδωσε την ευκαιρία στην μπάντα να ηχογραφήσει δεύτερο δίσκο. Στο διάστημα 1976-78 υπήρξαν πολλές αλλαγές μελών και τελικά διαλύθηκαν το 1979 και σχεδόν όλοι σταμάτησαν να παίζουν μουσική, εκτός του Rönngård.

 

Plat Du Jour – Plat Du Jour
[Speedball, 1977]

Ελάχιστα είναι γνωστά για αυτό το obscure γαλλικό σχήμα. Η βάση τους ήταν λίγο έξω από την Rouen και η ύπαρξή τους ήταν σύντομη (1974-1977) με το μοναδικό τους album να κυκλοφορεί από την επίσης βραχύβια Speedball. Το μόνο μέλος με γνωστή καταγεγραμμένη προϋπηρεσία ήταν ο Alain Potier που συμμετείχε στους So & Co του François Ovide, ο οποίος συμμετείχε στον δίσκο των Plat Du Jour ως guest.

Αν και πρόκειται για σκληροπυρηνικό underground συγκρότημα, το μουσικό κράμα των Plat Du Jour δεν ήταν άγουρο και σίγουρα όχι ανώριμο. Ήταν όμως obscure και προοριζόταν για εκπαιδευμένα αυτιά και για αρκετά συγκεκριμένα γούστα. Πρόκειται για μία ιδιότυπη και άκρως ενδιαφέρουσα εκδοχή ασυμβίβαστα πειραματικού jazz-rock / avant-prog / progressive rock με ψυχεδελικά σημεία με fuzz organ και spacey περάσματα. Η εξαιρετική τεχνική κατάρτιση των μελών, ο καταφανής live jamming χαρακτήρας σε τόσο απαιτητικά θέματα και η αρκούντως ακραία εκφορά κερδίζουν κάθε θιασώτη της underground 70s μουσικής, ειδικά όσων αρέσκονται στην σκοτεινή πλευρά αυτής, που ήταν κοινή στη γαλλική prog σκηνή της εποχής.

Ο μοναδικός δίσκος των Plat Du Jour παρέμεινε στην αφάνεια μέχρι την επανέκδοσή του το 2016 από την Mellotron Records σε βινύλιο και από την Paisley Press σε cd.

 

Life – Life
[Columbia, 1970]

Το τρίο των Life σχηματίστηκε το 1970 στην Στοκχόλμη. Δυο μέλη προέρχονταν από τους εξαιρετικούς King George Discovery που έπαιζαν psych / soul / blues rock. Την ίδια χρονιά κυκλοφορεί το ομώνυμο άλμπουμ το οποίο έμελλε να είναι και το μοναδικό τους. Αν ψάξουμε να βρούμε κάποιες επιρροές θα μας θυμίσουν λίγο τους Tear Gas ή τους Leaf Hound. Το αποτέλεσμα είναι ένα εκρηκτικό μείγμα hard ήχου με έντονα psych / prog στοιχεία. Σαν πρώτη δουλειά ενός τρίο ακούγεται ώριμο και αρκετά πρωτότυπο. Πανέξυπνες δολοφονικές κιθάρες, δυναμικά ντραμς και ένα πολύ «χορταστικό» μπάσο αποτελούν την γραμμή πυρός. Το hard blues rock συνυπάρχει αρμονικά με τον προοδευτικό ήχο, ενώ στο δεύτερο και τρίτο άκουσμα μπορούμε να διακρίνουμε σε πλήρη ισορροπία και κάποια soft συμφωνικά  στοιχεία με την ύπαρξη πιάνου και organ.

Αν και ο δίσκος είχε κυκλοφορήσει στα σουηδικά για εμπορικούς λόγους, την επόμενη χρονιά κυκλοφόρησε με τους στίχους στα αγγλικά. Τραγούδια όπως τα Sailing in the Sunshine, Many Years Ago, Living is Loving και One of Us χαρακτηρίζουν την ατμόσφαιρα και την μουσική αναζήτηση στις αρχές της δεκαετίας του ‘70. Η μπάντα διαλύθηκε τον Αύγουστο του 1972 και τα μέλη τους κατόπιν έπαιξαν σε μπάντες από την σκηνή της Στοκχόλμης όπως οι Nature, Resan και Βattre Lyss.

 

Junior’s Eyes – Battersea Power Station
[Regal Zonophone, 1969]

Αφού πέρασε από πολλά σχήματα, ο κιθαρίστας και τραγουδιστής Mick Wayne σχημάτισε τους Junior’s Eyes το 1968. Το ντεμπούτο τους, που έμελλε να είναι και το κύκνειο άσμα τους, κυκλοφόρησε τον Ιούνιο του 1969 με τίτλο Battersea Power Station αναφέρεται στον σταθμό παραγωγής ενέργειας που απεικονίζεται στο εξώφυλλο του Animals των Pink Floyd. Τον ίδιο μήνα, ο Mick Wayne και ο Rick Wakeman –ο οποίος παίζει πλήκτρα στον δίσκο- συμμετείχαν στις ηχογραφήσεις του Space Oddity του David Bowie. Εκεί έπαιξε και ο μπασίστας Honk, ο οποίος λίγο μετά συμμετείχε στις ηχογραφήσεις για το θρυλικό Think Pink του Twink (1970). Αυτές οι δραστηριότητες αποσυντόνισαν κάπως τους Junior’s Eyes, οι οποίοι στις 3 Φεβρουαρίου του 1970 άνοιξαν ένα gig του Bowie, στο οποίο συστήθηκε με τον Mick Ronson.

Η μουσική στο Battersea Power Station είναι ένα ιδιότυπο μείγμα ψυχεδελικού και πρώιμου προοδευτικού rock με singer-songwriter προσέγγιση σημεία και έμφαση στη σύνθεση και πολύ λιγότερο στο παίξιμο, το οποίο ωστόσο είναι απολαυστικό σε κομμάτια όπως το Imagination και το White Light. Μετά τη διάλυση του σχήματος το 1970, οι Honk και Renwick σχημάτισαν τους Quiver και ο δεύτερος έπαιξε αργότερα με τους Mike + The Mechanics, το Roger Waters και τους Floyd (χωρίς τον Waters τότε).

 

Captain Marryat – Captain Marryat
[Thor Records, 1974]

Το κουαρτέτο από τη Σκωτία ήταν ένα δραστήριο σχήμα με τακτές εμφανίσεις σε τοπικά clubs. Η επιφυλακτική στάση των μελών της μπάντας δεν προσέβλεπε στην κυκλοφορία κάποιου δίσκου, παρόλο που υπήρχε ήδη διαθέσιμο υλικό. Οι προτροπές ενός υπαλλήλου στο στούντιο ηχογραφήσεων στη Γλασκόβη ήταν αρκετές για να μεταπειστούν και το αποτέλεσμα τους δικαίωσε υπέρ το δέον. Το φερώνυμο ντεμπούτο τους κυκλοφόρησε σε μερικές εκατοντάδες αντίτυπα το 1974, τα οποία αγοράστηκαν από το κοινό στις κατά τόπους συναυλίες τους. Το ύφος είναι ένα εκλεκτικό ανακάτεμα από proto-prog, early 70s prog και hard rock με fuzz-αριστές κιθάρες και ευρηματικό χειρισμό του hammond organ. Είναι ξεκάθαρο πως ο ήχος παραπέμπει στα πολύ πρώιμα 70s, ασχέτως αν το υλικό κυκλοφόρησε σχεδόν στα μέσα της δεκαετίας. Οι συνθέσεις δεν υστερούν σε τίποτα, είναι όλες εξαίσιες, με σημεία στα οποία φέρνουν αβίαστα στο νου τους Uriah Heep και τους συντοπίτες τους Beggars Opera. Σπαρταριστή jam διάθεση (Dance of Thor) αστραφτερές σμαραγδένιες ελεγείες (Blindness, A Friend), συνθέσεις που εκπέμπουν σε ψυχεδελικές συχνότητες (It Happened to Me), ζώσα ποιητική και heavy διάθεση (Songwriter’s Lament) και ευθείες 60s αναφορές (Changes). Η ιστορία δυστυχώς αδυνατεί εκ των υστέρων να αποδείξει κατά πόσο οι Captain Marryat απώλεσαν μία χαμένη ευκαιρία ή όχι.

 

Arzachel – Arzachel
[Evolution, 1969]

Προς τα τέλη του 1967, τρεις φίλοι – συμμαθητές του City of London School, οι Steve Hillage, Dave Stewart και Mont Campell, αποφασίζουν να πραγματώσουν το όνειρό τους. Συνεπικουρούμενοι από τον drummer Clive Brooks και εμφορούμενοι από το ύφος των Cream, Jimi Hendrix Experience, Nice, το Sgt. Peppers των Beatles, το The Piper at the Gates of Dawn των Floyd, καθώς και από τις blues διδαχές του Muddy Waters και των Bluesbreakers, σχηματίζουν τους Uriel. Στα μέσα του ‘68 ο Hillage αποχωρεί ελέω σπουδών και οι τρεις εναπομείναντες μετονομάζονται σε Egg. Ο δυνητικός guitar hero Hillage αποφάσισε να επανέλθει, και με αφορμή μία ξαφνική πρόταση από μία άσημη εταιρία για τη συγκρότηση ενός βραχύβιου project επιδιδόμενου στην ψυχεδέλεια, το σχήμα ξαναλαμβάνει τον πρώιμο σχηματισμό του υπό το όνομα Arzachel. Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν η δημιουργία ενός συγκλονιστικού acid bluesy psychedelic prog δίσκου με έτος κυκλοφορίας το 1969. Το Arzachel είναι άκρως πρωτοποριακό για την εποχή του, εκκεντρικό, στρυφνό και σκοτεινό, όπου άλλοτε οδηγεί στα άδυτα δυσαρμονικών αυτοσχεδιασμών και άλλοτε σε προτυπικές Canterbury prog απολήξεις. Αν η μπάντα συνέχιζε, το πιο πιθανό ήταν να ακολουθούσαν το όραμα μίας σωρείας σχημάτων που τα μέλη της είχαν πρωταγωνιστικό ή δευτερεύοντα ρόλο, από τους Egg μέχρι τους Hatfield & the North και τους National Health και από τους Khan μέχρι τους Gong.

 

J.E.T. – Fede Speranza Carità
[Durium, 1972]

Οι J.E.T. σχηματίστηκαν το 1971  στην Γένοβα. Το μοναδικό τους album είναι ένα τέλειο δείγμα εξέλιξης του προοδευτικού ήχου με έντονα συμφωνικά στοιχεία. Αυτό που το κάνει να ξεχωρίζει είναι η μοναδικότητα που αφήνει στην ακρόαση, καθώς εδώ συνυπάρχουν έντονα οι σκληρές κιθάρες, ο πλούσιος ήχος οργάνου και τα κρουστά που δημιουργούν πολλές εναλλαγές της ρυθμικής βάσης. Ο δίσκος ξεκινά με δυο σχεδόν δεκάλεπτα κομμάτια, το ομώνυμο και το Il Prete E Il Peccatore που δίνουν το στίγμα του ήχου της μπάντας. Το πιο χαρακτηριστικό στοιχείο του δίσκου είναι η ηχητική πολυσυλλεκτικότητα. Εδώ το heavy prog παραπέμπει μεν στους Museo Rosenbach και Il Baletto di Bronzo, αλλά η παραμόρφωση είναι πολύ αυξημένη, ενώ δεν λείπουν τα jazz και folk στοιχεία, διατηρώντας πάντα ένα υπέροχο underground ύψος. 

Συνδυάζοντας το εξώφυλλο με την πρωτοτυπία του μουσικού περιεχομένου, το Fede Speranza Carità δίκαια θεωρείται από πολλούς το «ιερό δισκοπότηρο» του Rock Progressivo Italiano με το οποίο οι J.E.T. άφησαν το στίγμα τους στα πρώτα χρόνια των 70s αφού ακούγονται πρωτότυποι ακόμα και στις ημέρες μας.

Οι τρεις εκ των τεσσάρων μελών σχημάτισαν το pop σχήμα Matia Bazar, ενώ ο ντράμερ Renzo Cochis συμμετείχε στις ηχογραφήσεις του πρώτου δίσκου των Picchio Dal Pozzo.

 

Univeria Zekt – The Unnamables
[Thélème, 1972]

Μετά την κυκλοφορία του δεύτερου δίσκου των Magma (1001° Centigrades – 1971), το θρυλικό πρωτοποριακό σχήμα αναζητούσε πρόσβαση σε ευρύτερο κοινό. Έτσι, με μοναδική αλλαγή στη στη σύνθεση τη θέση του τρομπετίστα, αποφάσισαν να κυκλοφορήσουν έναν δίσκο με στίχους στα αγγλικά. Για αυτό τον λόγο ο δίσκος δεν κυκλοφόρησε υπό το όνομα των Magma αλλά ως Univeria Zekt με τον εμφανώς αυτοσαρκαστικό τίτλο The Unnamables, τον Ιανουάριο του 1972.

Ένα ακόμα εξαιρετικά ενδιαφέρον στοιχείο σχετικά με το The Unnamables είναι ότι οι δύο πλευρές του δίσκου δεν έχουν σχεδόν καμία σχέση μεταξύ τους. Στην πρώτη πλευρά, οι συνθέσεις των Teddy Lasry, Francois Cahen και Lucien “Zabu” Zabuski είναι αρκετά groovy και για τα δεδομένα της μπάντας αρκετά προσβάσιμου jazz-rock / prog με στίχους στα αγγλικά. Αντιθέτως, τα τρία κομμάτια της δεύτερης πλευράς είναι συνθέσεις του ηγέτη Christian Vander και επί της ουσίας είναι αμιγώς Magma μουσική, δηλαδή στο πειραματικό zeuhl πνεύμα, ενώ στο Undia που κλείνει το album οι στίχοι είναι στα Kobaïan.

Το γεγονός ότι οι Univeria Zekt ήταν ένα βραχύβιο project τους προσέδωσε μυθικές διαστάσεις στη συνείδηση των φίλων της μουσικής των Magma, οι οποίοι γνώρισαν την επιτυχία και την καθολική αναγνώριση με τον πιο απροσδόκητο τρόπο: το άκρως αντισυμβατικό Mekanïk Destruktïw Kommandöh που κυκλοφόρησε ένα χρόνο μετά.

 

Too Much – Too Much
[Atlantic, 1971]

Οι Too Much κατάγονταν από το Kobe και ήταν μία από τις πολλές ιαπωνικές μπάντες που κυκλοφόρησαν μόνο έναν δίσκο στα 70s. Ο ομώνυμος δίσκος του τετραμελούς συνόλου κυκλοφόρησε από την Atlantic Records. Μουσικά, το album είναι ένα μείγμα heavy psych, blues rock και πρώιμου progressive rock. The songwriting is very good and the band did a solid job with their instruments. Το υλικό τους έχει άψογη παραγωγή και είναι πολύ καλά ισορροπημένο και ποιοτικό από την αρχή έως το τέλος χωρίς κανένα filler. Είναι πραγματικά δύσκολο να επιλέξει κανείς κάποιο highlight, αλλά για μένα είναι το τελευταίο κομμάτι, Song for my Lady. Πρόκειται για ένα στοιχειωμένα όμορφο epic progressive κομμάτι επηρεασμένο κυρίως από τους King Crimson. Δεν θα ήταν υπερβολή να πει κανείς ότι θα μπορούσε να συμπεριλαμβανόταν I στο In the Court of the Crimson King χωρίς να καταστρέφει τη συνολική ποιότητα αυτού του θρυλικού δίσκου. Άλλο ένα ενδιαφέρον στοιχείο σχετικά με τον δίσκο είναι ότι ο διάσημος Ιάπωνας συνθέτης Tomita συνέβαλε στην ενορχήστρωση. Χωρίς αμφιβολία, οι Too Much επέδειξαν εκπληκτικές δυνατότητες με αυτή την κυκλοφορία, αλλά απ’ ό,τι αποδείχθηκε δεν ήταν αρκετές για να εξασφαλίσουν την περαιτέρω υποστήριξη από την δισκογραφική εταιρεία και το breakthrough σε ευρύτερα ακροατήρια κι έτσι η μπάντα διαλύθηκε λίγο μετά.

 

Touch – Touch
[Deram / Coliseum, 1969]

Αδιαμφισβήτητα η Βρετανική ψυχεδελική σκηνή των 60s υπήρξε η μήτρα του progressive rock, το οποίο άνθισε στις αρχές των 70s. Στην άλλη πλευρά του ατλαντικού αυτή η μετάβαση δεν συνέβη ποτέ, με ελάχιστους και κυρίως underground μουσικούς να ασχολούνται με το είδος. Υπό αυτό το πρίσμα ο μοναδικός δίσκος των Touch αποτελεί μια παραδοξότητα για το αμερικάνικο ψυχεδελικό rock. Oι Touch θα μπορούσαν, τηρουμένων των αναλογιών, να είναι οι Αμερικάνοι Moody Blues, αν υπήρχε συνέχεια στη πορεία τους. Η διάθεση για πειραματισμό, η ύπαρξη μεγάλων σε διάρκεια κομματιών, το ύφος των μελωδιών τους, αλλά κυρίως ο τρόπος δομής των συνθέσεων, τοποθετεί τον δίσκο στις πρώτες ξεκάθαρα progressive rock απόπειρες της προ In the Court of the Crimson King εποχής. Όλες οι συνθέσεις λειτουργούν με βάση τις παραπάνω αρχές, αλλά ειδική μνεία πρέπει να γίνει στα δύο μεγάλα σε διάρκεια κομμάτια, το Seventy Five και το μνημειώδες The Spiritual Death Of Howard Greer, ένα από τα σημαντικότερα πρώιμα prog epics. Το ότι με δηλώσεις τους μπάντες όπως οι Yes, οι Uriah Heep και οι  Kansas αναφέρουν το Touch ως επιρροή, μόνο τυχαίες δεν είναι και αποδεικνύουν την σπουδαιότητα του δίσκου. Η άρνηση του πληκτρά και αρχηγού Don Gallucci να περιοδεύσει για το δίσκο, πιστεύοντας πως δεν μπορεί να αναπαραχθεί live, σηματοδότησε και το τέλος των Touch. Ο ίδιος, όντας studio freak, ασχολήθηκε με την παραγωγή.

 

The Norman Haines Band – Den of Iniquity
[Parlophone, 1971]

Μετά την κυκλοφορία του We Are Everything You See και τη διάλυση των Locomotive, ο πληκτράς Norman Haines αποφάσισε να σχηματίσει τη δική του μπάντα και χωρίς ιδιαίτερη χρονοτριβή κυκλοφόρησε έναν μόλις χρόνο μετά το Den Of Iniquity. Σε σχέση με το πιο ιδιαίτερο prog-psych στυλ των Locomotive που περιελάμβανε πολλά πνευστά και πλήκτρα, οι Norman Haines Band ακολούθησαν μια πιο σαφώς heavy prog κατεύθυνση με τον ήχο τους να είναι κατά βάση organ & guitar driven. Στην πρώτη πλευρά του δίσκου μέσω των πέντε συνθέσεων ξεδιπλώνεται μία ποικιλία επιρροών και διαθέσεων, λόχου χάριν το ομώνυμο εναρκτήριο και το When I Come Down είναι τα πιο αντιπροσωπευτικά κομμάτια της μουσικής αλλαγής που περιγράψαμε παραπάνω, τα Finding My Way Home και η επανεκτέλεση του εξαιρετικού Mr. Armageddon των Locomotive (τουλάχιστον ισάξια της αυθεντικής) διατηρούν ακόμα ψήγματα από το ψυχεδελικό τους παρελθόν, ενώ εδώ υπάρχει και η folk κομματάρα Bourgeois. Στη δεύτερη πλευρά βρίσκουμε το 13λεπτο Rabbits που ξεκινάει και τελειώνει με heavy blues θέμα ενώ στο ενδιάμεσο ο ακροατής έρχεται αντιμέτωπος με ένα κολασμένο prog τζαμάρισμα. Το αρκετά φευγάτο keyboard instrumental Life Is So Kind κλείνει έναν δίσκο που μπορεί δικαίως να χαρακτηριστεί μία από τις πιο ποιοτικές βρετανικές heavy prog στιγμές των early 70s.

 

Kestrel – Kestrel
[Cube Records, 1975]

Οι Kestrel ήταν ένα σχήμα του δεύτερου κύματος του progressive rock στα μέσα των 70s που σχηματίστηκε στο Newcastle το 1975 και έμελλε να διαλυθεί μόλις έναν χρόνο αργότερα. Κι αυτό, γιατί οι πωλήσεις του μοναδικού τους album δεν πήγαν καθόλου καλά και οι προσπάθειες του παραγωγού John Worth να τους προωθήσει τελικά απέβησαν άκαρπες.

Μουσικά, πρόκειται για ένα πολύ ιδιαίτερο μείγμα μελωδικότατου συμφωνικού progressive rock με poppy φωνητικές μελωδίες, πολύ όμορφα πλήκτρα αλλά και πολύ έντονα και καλά κιθαριστικά παιξίματα. Χωρίς να εντυπωσιάζει, το συνθετικό επίπεδο είναι σε ικανοποιητικό επίπεδο από την αρχή ως το τέλος, αλλά τα στοιχεία που κερδίζουν τις εντυπώσεις είναι το εκτελεστικό επίπεδο, η εξαιρετική παραγωγή και το πολύ προσωπικό ύφος, το οποίο αποτυπώνεται και στο ιδιαίτερο εξώφυλλο. Πέρα από το cult status μιας τόσο ιδιαίτερης κυκλοφορίας, το Kestrel θεωρείται από πολλούς ως ένα ανεπιτήδευτο δείγμα progressive rock υψηλής αισθητικής. 

Μετά τη διάλυση των Kestrel, ο κιθαρίστας Dave Black, ο οποίος έγραψε και τα περισσότερα κομμάτια στον δίσκο, προσχώρησε στους Spiders From Mars αντικαθιστώντας τον Mick Ronson. H πρώτη βινυλιακή έκδοση του album των Kestrel από την Cube Records σήμερα φτάνει μέχρι τα €2500.

 

Horse – Horse
[RCA Victor, 1971]

Οι Βρετανοί Horse κυκλοφόρησαν το 1970 το ένα και μοναδικό άλμπουμ τους το οποίο έμελλε να γίνει ένα είδος «αγίου δισκοπότηρου» για τους συλλέκτες οπαδούς του heavy prog / ψυχεδελικού ήχου. Πριν κάποια χρόνια, η Rise Above κυκλοφόρησε μία εκπληκτική επανέκδοση του άλμπουμ με επιπλέον τραγούδια που γρήγορα έγινε sold out.

Η τετραμελής μπάντα με μέλη της να έχουν πρότερη προϋπηρεσία σε obscure γκρουπ όπως οι Andromeda, επιδίδονται στο ομώνυμο τους άλμπουμ σε ένα καταιγιστικό heavy rock με prog και ψυχεδελικές πινελιές, αλλά και με ιδιαίτερα έντονα heavy blues στοιχεία. Οι δυνατές κιθάρες και τα συνεχή solos, αλλά και τα εκπληκτικά τύμπανα, είναι σίγουρα τα κορυφαία στοιχεία που συνθέτουν το άλμπουμ, χωρίς να λείπουν μικρά ψυχεδελικά blues αριστουργήματα (And I Have Loved You) που άνετα θα μπορούσε να περιλαμβάνεται στο Then Play On των Fleetwood Mac.

Αυτό που ανεβάζει επίπεδο στο άλμπουμ είναι το εμφανέστατο πάθος των μουσικών που αναβλύζει καθόλη τη ροή του δίσκου. Κάποια μέλη του γκρουπ βρήκαν το δρόμο τους με συμμετοχές σε σπουδαία ονόματα όπως οι Wings (Paul McCartney), Elton John, Joe Cocker και Atomic Rooster, αλλά θα παραμείνει άγνωστο το πόσο ψηλά θα μπορούσαν να φτάσουν ως Horse. Ίσως ψηλότερα απ΄ όσο ακόμα και οι ίδιοι θα πίστευαν.

 

Armando Tirelli – El Profeta
[SEM Label, 1978]

Ο κύριος λόγος για τον οποίο υπάρχουν πολύ λίγα δείγματα rock μουσικής από την Ουρουγουάη στη δεκαετία του ’70 δεν είναι ο μικρός πληθυσμός της χώρας (εκείνη την εποχή μικρότερος από 3 εκατομμύρια), αλλά η στρατιωτική δικτατορία που κυβέρνησε τη χώρα στο διάστημα 1973-85.

Ο κημπορντίστας Armando Tirelli ήταν μέλος του lounge σχήματος Sexteto Electrónico Moderno και των psych pop Μεξικανών Exodo και το 1973 ξεκίνησε να δουλεύει σε ένα φιλόδοξο προσωπικό project, το οποίο κυκλοφόρησε πέντε χρόνια αργότερα. Το El Profeta ήταν ένα αμιγώς concept album βασισμένο στο βιβλίο The Poetry (1923) του Λιβανέζο-Αμερικανού Kahlil Gibran, μία συλλογή 26 ποιημάτων πρόζας.

Ο δίσκος είναι κατά βάση μελωδικό συμφωνικό progressive rock που ομοιάζει –καθόλου τυχαία- με την ιταλική 70s prog rock σκηνή. Όπως λογικά θα υποθέσει κανείς, το album είναι γεμάτο από το πιάνο και τα πλήκτρα του Tirelli, ο οποίος παίζει πολύ όμορφα, αν και ηχητικά αδικείται, αν και αυτό προσδίδει έναν έντονο underground αέρα στο El Profeta. Κατά τα άλλα, το φλάουτο του G. Bregstein κερδίζει τις εντυπώσεις, όπως και η απαγγελία του Ουρουγουανού ηθοποιού Roberto Fontana.

Αυτό είναι το πιο cult album από όσα παρουσιάζονται σε αυτό το άρθρο. Μπορεί ο χρόνος να ήταν αδυσώπητος στο El Profeta, αλλά αυτό εντείνει τη νοσταλγία μιας εποχής που μουσικά ολοκληρωνόταν στο λυκόφως των 70s.

 

Refugee – Refugee
[Charisma, 1974]

Oι Refugee είναι ένα από τα σημαντικότερα αλλά και πιο ιστορικά αδικημένα supergroups των 70s, αν και όταν σχηματίστηκαν (1973) περιελάμβανε τρεις ήδη καταξιωμένους μουσικούς. Ο Brian Davison (ντραμς, κρουστά) και ο Lee Jackson (μπάσο, τσέλο, κιθάρα, φωνητικά) ήταν μέλη των άκρως πρωτοποριακών The Nice σχηματίζοντας ένα τρίο με τον Keith Emerson με προφητικούς δίσκους όπως τα The Thoughts of Emerlist Davjack (1967) και Ars Longa Vita Brevis (1968). Μετά τη διάλυσή τους, ο Jackson σχημάτισε τους Jackson Heights (το King Progress του 1970 είναι ένα εξαιρετικό δείγμα πρώιμου βρετανικού prog rock). Το 1973 αναζητώντας νέο κημπορντίστα για το συγκρότημά του προσέγγισε τον Ελβετό βιρτουόζο Patrick Moraz (πρώην Mainhorse) κι εκείνος τους πρότεινε να σχηματίσουν κάτι καινούργιο. Ο Davison ήταν η προφανής επιλογή και οι τρεις τους πρόβαραν οκτώ ώρες την ημέρα. Τα κομμάτια που ηχογράφησαν στα Island studios ήταν σε στίχους του Jackson και μουσική του Moraz. Το τελευταίο είναι εμφανέστατο σε όλη την έκταση του δίσκου που χαρακτηρίζεται από το υψηλότατης τεχνικής συμφωνικό progressive rock με δύο μεγάλα prog epics (Grand Canyon, Credo). Αμέσως μετά, οι Refugee έκαναν περιοδεία για να προωθήσουν το album, αλλά μοιραία διαλύθηκαν τον Αύγουστο του 1974 όταν οι Yes πρότειναν στον Moraz να πάρει τη θέση του Rick Wakeman.

 

Waterloo – First Battle
[Disques Vogue, 1970]

Η έκρηξη της rock μουσικής στα early 60s και late 70s μας έχει αφήσει μια τεράστια δισκογραφική παρακαταθήκη. Ακόμα και οι μπάντες δεύτερης και τρίτης «γραμμής» έγραψαν και εκτέλεσαν μουσική υψηλής καλλιτεχνικής αξίας. Σε αυτά τα πλαίσια ο μοναδικός δίσκος των Βέλγων Waterloo, εκτός από τη ιστορική του σημασία για τη σκηνή του Βελγίου, έχει και μεγάλο μουσικό ενδιαφέρον. Ένας δίσκος με ξεκάθαρες επιρροές από τη Μεγάλη Βρετανία και αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα για το πώς η Βρετανική σκηνή επηρέασε ολόκληρη την Ευρώπη. Στις εννιά μικρές σε διάρκεια συνθέσεις, συν το φινάλε με το εντεκάλεπτο Diary Of An Old Man, γίνεται σαφής η αγάπη του φλαουτίστα για το παίξιμο του Ian Anderson ή ο επιθετικός, αλά Keith Emerson ήχος των πλήκτρων. Το αξιοπρόσεκτο είναι το πόσο άμεσες χρονικά είναι όλες αυτές οι επιρροές. Ο δίσκος κυκλοφόρησε στις αρχές του 1970 και η μπάντα έχει ήδη αφομοιώσει μουσικές και ήχους που βρισκόταν σε μια διαρκή, με ταχύτητα φωτός θα έλεγε κανείς, αλματώδη εξέλιξη. Δυστυχώς η πρώτη μάχη των Waterloo έμελλε να είναι και η τελευταία τους, όποτε δεν πρόλαβαν να αναπτύξουν το προσωπικό τους ύφος. Άφησαν πίσω τους έναν πολύ καλό και σίγουρα ιστορικό δίσκο, αρκετά heavy και progressive, που μπαίνει στην μακρά λίστα το πρώιμων proto-prog μικρών διαμαντιών (και η πρώτη του έκδοση πωλείται σήμερα σε εξωφρενικές τιμές).

 

Dr. Z – Three Parts to My Soul
[Vertigo, 1971]

Οι Dr. Z αποτέλεσαν ουσιαστικά το προσωπικό σχήμα του Ουαλού Keith Meyes με τη συνδρομή δύο άλλων μουσικών στο μπάσο και στα ντραμς. Το μοναδικό τους άλμπουμ κυκλοφόρησε το 1971 από τη θρυλική Vertigo με τις φήμες να αναφέρουν ότι εκείνη την περίοδο πουλήθηκαν μόνο 80 κόπιες του, εκ των οποίων κάποιες πωλούνται πλέον σε εξωφρενικές τιμές.

Η μουσική τους εντάσσεται στο βρετανικό προοδευτικό rock, με έντονα θεατρικά στοιχεία. Κύριο χαρακτηριστικό των συνθέσεων είναι η συνεχής χρήση πιάνο και τσέμπαλο (harpsichord) που προσδίδει μία κλασσικότροπη χροιά. Κιθάρες δεν υπάρχουν, οπότε συνειρμικά θα μας έρθουν στο μυαλό οι ELP, χωρίς όμως η μουσική των Dr. Ζ να είναι ιδιαίτερα τεχνική. Ο υπότιτλος του άλμπουμ, Spiritus, Manes Et Umbra, αναφέρεται σε ένα αποκρυφιστικό στιχουργικό concept περί ψυχής και μεταθανάτιας ζωής. Στο πλαίσιο αυτό, τα επιθετικά -σχεδόν μονολιθικά- χτυπήματα των τυμπάνων δένουν αρμονικά με την όλη προσπάθεια δημιουργίας μία τέτοιας μυστηριακής ατμόσφαιρας.

Το Three Parts to My Soul είναι ένα άλμπουμ που αξίζει να αναζητηθεί, όχι μόνο ως απόδειξη της ποικιλομορφίας των ήχων εκείνης της εποχής, αλλά και γιατί παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Αν συνυπολογίσουμε την πραγματικά τεράστια αλλαγή του ύφους τους μέσα σε ένα έτος, η απορία για το τι θα επακολουθούσε γίνεται ακόμα μεγαλύτερη.

 

Irish Coffee – Irish Coffee
[Triangle, 1971]

Η Φλαμανδία ουδέποτε συνέκλινε πολιτισμικά με την Ιρλανδία. Παρόλα αυτά, για τον πιονέρο της βελγικής rock σκηνής, William Souffreau, υπήρξε μία κάποια εξομοίωση. Ο εν λόγω κιθαρίστας-τραγουδιστής αποτελούσε την αιχμή του δόρατος των Βέλγων Irish Coffee. Πρόκειται περί ενός σχήματος που συγκροτήθηκε στις αρχές του 1970 και ολοκλήρωσε τη σύντομη καριέρα του το 1975. Επανήλθε στο προσκήνιο μέσω κάποιων ζωντανών εμφανίσεων το 2002 και έκτοτε αναζητούνται τα ίχνη τους.

Το ομότιτλο album τους με ημερομηνία κυκλοφορίας στα 1971 συγκεραίνει ένα θελκτικό πακέτο από πρωτόλειο hard rockin’ blues, prog rock και βρετανικό rhythm & blues. Τεχνικά το επίπεδο των πρωταγωνιστών, των δύο κιθαριστών δηλαδή, είναι αναμφιβόλως πολύ υψηλό, με τα  riffs και τα solos να μετακενώνουν υπέρχειλο ηλεκτρισμό στο σώμα του ακροατή προκαλώντας πολλαπλούς συναισθηματικούς κραδασμούς. Αφιερωθείτε επί παραδείγματι στο ανατατικό Hear Me ή στην καταπληκτική bluesy σπαραξικάρδια τριάδα των The Beginning of the End, When Winter Comes και A Day Like Today. Δίσκος που έχει ως εναρκτήριο λάκτισμα τραγούδια όπως το Can’t Take It εξάπτει εξαρχής το ενδιαφέρον. Στο σύνολό του το album διατρανώνει το μόχθο και τον ιδρώτα που έχει χυθεί για να γεννοβοληθούν αυτές οι συνθέσεις. Οι ρέκτες του βινυλίου απολαμβάνουν μίας εξαιρετικής επανέκδοσης από την Guerssen Records, καθώς η αυθεντική αποτελεί άπιαστο όνειρο.

 

Tonton Macoute – Tonton Macoute
[Neon, 1971]

Οι Tonton Macoute δημιουργήθηκαν από τις στάχτες ενός άσημου pop-rock βρετανικού σχήματος, των Windmill, μετά το θάνατο του κιθαρίστα Dick Scott. Tα εναπομείναντα μέλη αποφάσισαν να συνεχίσουν υπό αυτό το όνομα το οποίο πιθανά να πήρε την έμπνευσή του από το ομώνυμο album (1970) του Johnny Jenkins. Υπό αυτό το όνομα κυκλοφόρησαν τον μοναδικό τους δίσκο υπό τη στέγη της Neon. Μουσικά, οι Tonton Macoute τοποθετούνται στο βρετανικό jazz-rock της εποχής με πολύ έντονη παρουσία του σαξόφωνου και κυριότερες τις jazz επιρροές στο prog rock τους. Τα πνευστά του Dave Knowles, κυρίως σαξόφωνο αλλά και φλάουτο και κλαρινέτο, κλέβουν την παράσταση και χαρακτηρίζουν τη δουλειά αυτή. Ο δίσκος αλλάζει συχνά χρώματα και διαθέσεις, ακούγεται πανέμορφα στο σύνολό του και είναι το δίχως άλλο φανταστικός. Συναντάμε ακόμη πολλές αλλαγές σε ρυθμούς και συναισθήματα, σεμιναριακό και playful rhythm section από Chris Gavin (μπάσο) και Nigel Reveler (τύμπανα) και καταπληκτική δουλειά στα πλήκτρα από τον Paul French. Οι εναρμονισμένες φωνές των French και Knowles δίνουν πολύ όμορφο τόνο στις συνθέσεις στις οποίες υπάρχει έντονη αυτοσχεδιαστική διάθεση και πάντα μελωδική αύρα. Μετά την διάλυσή τους συναντάμε ξανά τον French στους Voyager και State of Play, για να χαθεί και αυτός με τη σειρά του από το μουσικό προσκήνιο.

 

Walter Wegmüller – Tarot
[Die Kosmischen Kuriere / Ohr, 1973]

Ο Ελβετός εικαστικός Walter Wegmüller συγκέντρωσε σημαίνοντες εκπροσώπους διαφόρων τάσεων του krautrock, ώστε μαζί να διαμορφώσουν 22 συνθέσεις που αναπαριστούν το ηχητικό ανάλογο των ισάριθμων μυστικιστικών καρτών ταρώ που σχεδίασε ο ίδιος και εσώκλεισε σε ένα κουτί με δύο βινύλια.

Την αστρική και ενδοσκοπική ροκ πλευρά φιλοτεχνούν οι ηλεκτρικές κιθάρες των Manuel Göttsching και Harmut Enke των Ash Ra Tempel, ενώ την ψυχοτρόπα, εικονοπλαστική, ακουστική folk ο Walter Westrupp του διδύμου Witthüser & Westrupp. Την κοσμική ηλεκτρονική άποψη κομίζει ο πολυπράγμων Klaus Schulze με πληκτροφόρα όργανα και τελετουργικά τύμπανα, με τον για χρόνια συνεργάτη του Harald Grosskopf των Wallenstein να συμβάλλει στα κρουστά. Οι συμπαίχτες του τελευταίου στους Wallenstein, Jürgen Dollase και Jerry Berkers, επιφορτίζονται με πλήκτρα και μπάσο αντιστοίχως εξαπολύοντας αιχμηρές και ογκώδεις επιθέσεις σε όλες τις αισθήσεις. Ψυχεδελική spoken word αφήγηση στήνει υποβλητικά ο Wegmüller, ενώ στα δεύτερα φωνητικά συναντάμε τον δαιμόνιο παραγωγό και μουσικό Dieter Dierks και τη Rosi Müller (Ash Ra Tempel).

Σε όλη αυτή τη καταπληκτική συλλογική συνθήκη δεν μπορούμε να παραβλέψουμε και μια μετέπειτα εξέλιξη. Όλοι οι συμμετέχοντες εκτός του Wegmüller αργότερα πήραν μέρος σε πολύωρα sessions υπό τη επήρεια LSD, που δίχως τη συγκατάθεσή τους καταγράφηκαν και διανεμήθηκαν από τον Rolf-Ulrich Kaiser και την Kosmischen Kuriere στη συναρπαστική σειρά άλμπουμ των Cosmic Jokers.

 

Affinity – Affinity
[Vertigo, 1970]

Ένα από τα πιο ιδιαίτερα μουσικά είδη υπήρξε το βρετανικό prog / jazz / psych των early 70s, ειδικά όταν βγαίνει ένα αποτέλεσμα απόλυτα ισορροπημένο μεταξύ και των τριών ειδών. Χαρακτηριστικότατη μπάντα αυτού του στυλ υπήρξαν οι Affinity, οι οποίοι στην αυγή των 70s κυκλοφόρησαν τον ομώνυμο δίσκο τους, καθοδηγούμενοι από τις πλούσιες μελωδίες και ενορχηστρώσεις τους καθώς και από τη μαγική φωνή της Linda Hoyle. Στα I Am And So Are You και Three Sisters ακούμε το πιο δυναμικό πρόσωπο των Affinity με το τρίπτυχο πνευστά – πλήκτρα – κιθάρα να δίνουν τον ρυθμό, ενώ τα I Wonder If I Care As Much, Mr. Joy και Cocoanut Grove έχουν ένα έντονα ντελικάτο βρετανικό αέρα. Μία από τις κορυφαίες στιγμές του δίσκου και ίσως η πιο χαρακτηριστική της μπάντας αποτελεί το Night Flight με ακουστική εισαγωγή, εναλλαγές ρυθμών και ένα απροσδόκητο ψυχεδελικό φινάλε να ορίζουν αυτό το εξαιρετικό κομμάτι. Για το τέλος επιφύλασσαν μία απίστευτη 12λεπτη διασκευή στο θρυλικό All Along The Watchtower, όπου διατηρώντας αναλλοίωτη την κεντρική μελωδία, κατάφεραν να το φέρουν σε jazz-prog χωράφια και να το κάνουν ολοδικό τους. Δυστυχώς μετά τη διάλυσή τους κανένα μέλος τους δεν έκανε κάτι πραγματικά αξιέπαινο, με εξαίρεση τον αξιοπρεπέστατο προσωπικό δίσκο της Linda Hoyle με τίτλο Pieces Of Me.

 

Andromeda – Andromeda
[RCA Victor, 1969]

Πριν προσχωρήσει στους Atomic Rooster, ο John Du Cann ηγούνταν της δικής του μπάντας, των Andromeda. Το σχήμα ιδρύθηκε το 1966 με τον μπασίστα Mick Hawksworth και τον ντράμερ Ian McLane. Κατά την περίοδο δραστηριοποίησής τους κυκλοφόρησαν μόνο ένα album το 1969. Το μουσικό του περιεχόμενο είναι τυπικό εκείνης της εποχής και μπορεί να χαρακτηριστεί ως heavy psychedelic / progressive rock με καθαρά κιθαροκεντρικό ύφος. Ο Du Cann διένυε τη δεύτερη δεκαετία της ζωής του, αλλά επιδείκνυε μουσική ωριμότητα πολύ μεγαλύτερη από την ηλικία του. Το highlight του album είναι το Sabbath-ικό Return to Sanity το οποίο ξεκινά με τον γνώριμο δυναμικό ήχο του Mars του Gustav Holst από την σουίτα The Planets. Άλλα κομμάτια που αξίζουν αναφοράς είναι το proggy Turn to Dust καθώς και το as The Reason που είναι επηρεασμένο από τους Cream. Παρά τον θαυμασμό από κοινό και κριτικούς, οι Andromeda δεν πέτυχαν εμπορικά. Ίσως η RCA παραπλανήθηκε ή ίσως απλά δεν ήταν τυχεροί και δεν βρέθηκαν την κατάλληλη στιγμή στο κατάλληλο σημείο. Ευτυχώς, η ιστορία τους δικαίωσε, έστω μετά από πολλά χρόνια, όταν ο δίσκος τους απέκτησε θρυλικές διαστάσεις και θεωρείται πλέον ένα διαμάντι για οποιονδήποτε αγαπά τον late 60s prog / psych ήχο.

 

Ibliss – Supernova
[Spiegelei / Aamok, 1972]

Άτυπα χωρισμένο σε διακριτούς ηχητικούς προσανατολισμούς, το krautrock / kosmische musik ρεύμα έχει ορισμένους σταμπαρισμένους κρίκους για τον καθέναν από αυτούς. To πενταμελές σύνολο των Ibliss συγκαταλέγεται στις jazz-rock συνιστώσες του εν λόγω, ήχου, παρόλο που η δραστηριότητά του ήταν βραχύβια και η δισκογραφία του περιορίστηκε σε ένα μόλις άλμπουμ. Σε αυτό, καταλυτική στάθηκε η παρουσία του περκασιονίστα / φλαουτίστα Basil Hammoudi, ο οποίος κουβάλησε τις παραστάσεις του από τη συνδρομή του στους Organisation, την προϋπάρχουσα εκδοχή των Kraftwerk, και το μονάκριβό τους LP του 1970, Tone Float.

Προερχόμενοι από τη Ρηνανία, μετέβησαν στο Αμβούργο για να βρουν την κατάλληλη ηχητική φροντίδα στο πρόσωπο του καθοριστικού για την underground μουσική παραγωγή μηχανικό ήχου, Conny Plank. Μαζί του αιχμαλώτισαν μια σεισμική ενεργητικότητα που οφείλεται εν πολλοίς στις κλιμακώσεις των κρουστών, τα οποία οικοδομούν παγανιστικού τύπου τελετουργίες συγχωνεύοντας αφρικανική και λατινική αύρα και προσθέτοντας διονυσιακή έκσταση. Άλλωστε, δεν αρκέστηκαν μόνο στην προσφορά του Hammoudi στα τύμπανα, αλλά τοποθέτησαν κι άλλους στο παιχνίδι των ρυθμών, δηλαδή τους Αndreas Hohmann (κρουστά), Wolfgang Buellmeyer (κρουστά και κιθάρα), Norbert Buellmeyer (κρουστά και μπάσο). Στο φλάουτο και το σαξόφωνο, τα οποία προσέδωσαν ψυχεδελική χροιά, διέπρεψε ο  Rainer Büchel. Η κυκλικότητα των μοτίβων μπάσου και κιθάρας συμπληρώνουν την ελκυστικά τζαμαριστή και γκρουβάτη ροή των τεσσάρων μακρόσυρτων συνθέσεων του δίσκου.

 

Bakerloo – Bakerloo
[Harvest, 1969]

Ο ομώνυμος και μοναδικός δίσκος του τρίο των Bakerloo περιλαμβάνει υψηλής ποιότητας blues rock με heavy σημεία και progressive ρυθμούς και νοοτροπία. Στα instrumental Big Bear Folly και Gang Bang οι Βρετανοί αποδίδουν πραγματικά στο κόκκινο και είναι τόσο ενεργοβόρο και παθιασμένο το παίξιμό τους που δεν μπορεί να αποδοθεί με λέξεις. Οι «απαραίτητοι» φόροι τιμής σε Willie Dixon και Johann Sebastian Bach φυσικά δεν λείπουν μέσω των Bring It On Home (γνωστή σε όλους η εκτέλεση των Led Zeppelin) και Drivin’ Bachwards αντίστοιχα. Το πιο πολυσύνθετο και πολυποίκιλο πρόσωπο των Bakerloo αποτυπώνεται μοναδικά στο Last Blues με τα ψυχεδελικά του περάσματα όπως και στο This Worried Feeling που έχει τη στόφα της κλασικής blues σύνθεσης, μα πάνω από όλα στο 15λεπτο heavy / blues / prog έπος Son Of Moonshine όπου περικλείονται σχεδόν όλα τα παραπάνω.

Συνέχεια μπορεί να μην υπήρξε για τους Bakerloo, ωστόσο η καριέρα των μελών τους έχει μεγάλο ενδιαφέρον. Ο κιθαρίστας David ‘Clem’ Clemson συμμετείχε στο Daughter Of Time των Colosseum και στη συνέχεια διαδέχθηκε τον Peter Frampton στους Humble Pie, ο Keith Baker υπήρξε drummer των Uriah Heep στο μυθικό Salisbury, ενώ  ο μπασίστας Terry Poole συνεργάστηκε με τον Graham Bond.

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης