Numidia – Numidia

Sorry, this entry is only available in Ελληνικά.

[Self-released, 2019]

Intro: Thomas Sarakintsis
13 / 03 / 2019

Over the years, the Australian bands from Spectrum and The Master’s Apprentices up to Karnivool and Caligula’s Horse had special artistic suggestions, regardless of the fact that they did not deviate in essence from the rock and metal aspects of the West drawing influences from Britain and later from America. Numidia comes from Australia, and particularly from Sydney. However, their name refers to the ancient kingdom of North Africa, in a region inhabited by nomadic populations. Indeed, the time for the Australians hopes to start from older sounds that are faintly or not at all related to European culture. Or at least this is what they are trying to succeed to some extent.

[bandcamp width=100% height=120 album=3719952119 size=large bgcol=ffffff linkcol=0687f5 tracklist=false artwork=small]


 

Musical osmosis from down under

The abstract and somewhat surrealistic cover makes us suspect sounds that are at the opposite side of Numidia’s real relationship with music. In fact, it’s not a pseudo-space / stoner rock band, but something radically different. The quintet is made up of three guitarists, a bassist-keyboardist and a drummer. The question that arises is whether it is an instrumental band or not. Here is where one element of differentiation in relation to the current trends in progressive rock (and not only) is found: in most parts of the compositions the three guitarists undertake the vocals together.

The most characteristic feature of the band is found at the level of influence blending. Numidia share a range of heterogeneous influences, where they encompass the musical specificity of three different continents. The Australians blend influences from Middle Eastern, African and American blues and bridge the gap between Tinariwen, Led Zeppelin III regarding their folk style, the post-Roger Waters period of Pink Floyd and the genuine guitar moments of ’70s jam bands. Moods and atmosphere are mostly trippy and smoothy, while some minimal fuzz bursts interfere with two out of the six songs.

The compositions are memorable, some songs are masterpieces and there are parts within the songs that sound very pleasant. In particular, the guitars and the lead vocals are enjoyable. First of all, the cover on Erkin Koray’s song is the definition of rewriting rather than re-performing, since it has been shortened and has been infused by the band’s touch. Oriental orchestrations and heavy as it is needed. Azawad, Red Hymn and Te Waka are charming compositions. Especially what is happening with lead guitars both in the introduction of Azawad and the other two songs, where David Gilmour’s Fender Stratocaster can almost be heard, cannot be described. It can only be experienced. In Azawad, the multiple vocals from the second minute onwards, in verses that probably recall some Berber dialect spoken in Numidia, take action, while the rhythm is built on the basis of a Tuareg desert guitar tempo. This desert bluesy element is evident much more in the next songs. The lengthy A Million Martyrs begins with a very interesting oriental riff, with the lyrics in English this time. The lyrics do not cover much of the content, as the independent instrumental parts are numerous. The guitar work in A Million Martyrs is also excellent. In this song also a very heavy point with 1970s aura intrudes as it was played in the 1990s. The title song is full of hooks and gorgeous vocals. This one along with Red Hymn could be part of a live repertoire of Tinariwen. The epilogue with the wonderful Te ​​Waka travel is just ideal.

The general impression can only be positive, both qualitatively and in terms of diversity. Space and time is expanded for the Australians and how can it not be, on a record, you meet a cover on a song of the highly charismatic Erkin Koray, while you experience western -and not only- guitar leads. Or when you listen to the music of a band that in moments makes you feel like you are roaming in the North African desert. Undoubtedly, this artistic osmosis, the fusion of sounds, is capable of attracting the interest of prog-friendly audience. We look forward to more of the same in the future.

8 / 10

Thomas Sarakintsis

 

2nd opinion

 

Somewhere between the psych / prog reality of the 70s with intense folk and blues elements and a strong dose of oriental and African sounds, Numidia shine in a contemporary light. With directness in its melodic and rhythmic stigma and alternations between ranging between calmness and explosion, the Australian band builds a wonderful atmospheric soundscapes. As if photographing with a lot of lyricism a daily routine outside of today’s cities, where daydreaming is not utopian. And there are plenty of moments you’ll enjoy their developments, wanting to keep them in mind after listening to this debut album. Something that eventually becomes a reality, if you consider that this is where exciting compositions are included, such as the cover of Koray’s Turku with eccentric guitars with Middle Eastern footprint, the elegy A Million Martyrs and Red Hymn, led by an exuberant sensual blues sensation with Pink Floyd touches.

 

8 / 10

Panagiotis Stathopoulos

[Self-released, 2019]

Εισαγωγή: Θωμάς Σαρακίντσης
13 / 03 / 2019

Διαχρονικά οι Αυστραλιανές μπάντες από τους Spectrum και τους The Master’s Apprentices μέχρι τους Karnivool και τους Caligula’s Horse κόμιζαν ιδιαίτερες καλλιτεχνικές προτάσεις, ανεξαρτήτως αν δεν παρέκκλιναν επί της ουσίας από τις rock και metal εκφάνσεις της Δύσης αλληθωρίζοντας πότε προς Βρετανία και πότε προς Αμερική μεριά. Ως εικός, το αρτιγέννητο σχήμα των Numidia προέρχεται από τη χώρα των Αντιπόδων και συγκεκριμένα από το Sydney. Εντούτοις, το όνομά τους παραπέμπει στο αρχαίο βασίλειο της Βορείου Αφρικής, σε μια περιοχή που κατοικούνταν από νομαδικούς πληθυσμούς. Πράγματι, ο χρόνος για τους Αυστραλούς ευελπιστεί να έχει ως αφετηρία παλαιόθεν ήχους που να σχετίζονται αμυδρά ή και καθόλου με τον ευρωπαϊκό πολιτισμό. Ή τουλάχιστον αυτό προσπαθούν σε κάποιο βαθμό να πετύχουν.

[bandcamp width=100% height=120 album=3719952119 size=large bgcol=ffffff linkcol=0687f5 tracklist=false artwork=small]


 

Μουσική όσμωση from down under

Το αφηρημένο και κάπως σουρεαλιστικό εξώφυλλο παρέχει υποψίες περί ήχων που βρίσκονται στον αντίποδα της πραγματικής σχέσης των Numidia με τη μουσική. Εκ των πραγμάτων, δεν πρόκειται για μία ψευδο-space / stoner rock φιοριτούρα, αλλά για κάτι ριζικά διαφορετικό. Το κουιντέτο απαρτίζεται από τρεις κιθαρίστες, έναν μπασίστα –κιμπορντίστα και έναν τυμπανιστή. Το ερώτημα που προκύπτει είναι αν πρόκειται για κατεξοχήν ορχηστρική μπάντα ή όχι. Εδώ είναι που εντοπίζεται και ένα στοιχείο διαφοροποίησης σε σχέση με τις τρέχουσες τάσεις στο χώρο του προοδευτικού rock (κι όχι μόνο): στα περισσότερα μέρη των συνθέσεων οι τρεις κιθαρίστες αναλαμβάνουν τα φωνητικά από κοινού, όπου και προκύπτουν τριφωνίες.

Το ειδοποιό χαρακτηριστικό της μπάντας εντοπίζεται σε επίπεδο σύμμειξης επιρροών. Οι Numidia χαρακτξρίζονται από ένα φάσμα ετερόκλητων επιδράσεων σε ειδολογικό και υφολογικό επίπεδο, όπου και συνυφαίνουν τη μουσική ιδιαιτερότητα τριών διαφορετικών ηπείρων. Σχηματικά, οι Αυστραλοί αναμειγνύουν επιρροές από μεσοανατολίτικα, αφρικανικά και αμερικάνικα blues και γεφυρώνουν το χάσμα μεταξύ των Tinariwen, των Led Zeppelin του III σε σχέση με τον folk χαρακτήρα τους, την μετά – Roger Waters περίοδο των Pink Floyd και των πηγαίων κιθαριστικών στιγμών των ’70s jam band. Οι διαθέσεις κι η ατμόσφαιρα είναι ως επί το πλείστον trippy και smoothy, ενώ κάποιες ελάχιστες fuzz εκρήξεις παρεμβάλλονται σε δύο εκ των έξι συνολικά τραγουδιών.

Οι συνθέσεις είναι αξιομνημόνευτες, υπάρχουν κομμάτια που κυμαίνονται στα όρια του αριστουργήματος και σημεία εντός των τραγουδιών που ηχούν πολύ ευχάριστα. Ειδικότερα οι κιθάρες και η lead φωνή όπου ακούγεται, είναι απολαυστικές. Εν πρώτοις, η διασκευή σε σύνθεση του Erkin Koray, είναι ορισμός διασκευής κι όχι επανεκτέλεσης, μιας και έχει συντμηθεί χρονικά και έχει εμποτιστεί από το άγγιγμα της μπάντας. Ανατολίτικες ενορχηστρώσεις και heavy όσο χρειάζεται. Τα Azawad, Red Hymn και Te Waka αποτελούν μαγευτικές συνθέσεις. Ειδικά αυτό που συμβαίνει με τις lead κιθάρες τόσο στην εισαγωγή του Azawad όσο και στα υπόλοιπα δύο, όπου δορυφορούν την Fender Stratocaster του David Gilmour, δεν μπορεί να περιγραφεί. Απλώς, βιώνεται. Στο Azawad, τα πολλαπλά φωνητικά από το δεύτερο λεπτό και έπειτα, σε στίχους που μάλλον ανακαλούν κάποια βερβερική διάλεκτο που ομιλούνταν στη Νουμιδία, αναλαμβάνουν δράση, ενώ ο ρυθμός είναι χτισμένος επί τη βάσει ενός Tuareg desert κιθαριστικού tempo. Αυτό το desert bluesy στοιχείο εντοπίζεται αρκετές ακόμη φορές. Το μακροσκελές A Million Martyrs ξεκινάει με ένα πολύ ενδιαφέρον ανατολίτικο riff, με τους στίχους στην αγγλική γλώσσα αυτή τη φορά. Οι στίχοι δεν καλύπτουν μεγάλο μέρος του περιεχομένου, καθώς τα αυτοτελή ορχηστρικά μέρη είναι αρκετά. Εξαιρετική κιθαριστική δουλειά (και) στο A Million Martyrs. Προφανώς  και δεν είναι διόλου τυχαία η κιθαριστική σύγκλιση εις την τρίτη. Στο εν λόγω κομμάτι παρεισφρύει προς το τέλος και ένα αμιγώς heavy σημείο 1970s αύρας έτσι όπως παίχτηκε στο 1990s. Το ομότιτλο είναι γεμάτο hooks και πανέμορφα φωνητικά. Κάλλιστα αυτό και το Red Hymn θα μπορούσαν να αποτελέσουν μέρος σε ένα live ρεπερτόριο των Tinariwen. Ο επίλογος με το υπέροχο ταξιδιάρικο Te Waka είναι απλά ιδανικός.

Το τελικό πρόσημο είναι άκρως θετικό, τόσο ποιοτικά όσο και από άποψη ποικιλομορφίας. Ο χωροχρόνος για τους Αυστραλούς παρουσιάζεται διευρυμένος και πώς να μην είναι, όταν σε ένα δίσκο συναντάς διασκευή σε τραγούδι του, άκρως χαρισματικού και σημαντικού για την παράδοση του ανατολίζοντος rock, Τούρκου Erkin Koray, ενώ παράλληλα γίνεσαι κοινωνός δυτικότροπων και μη lead κραδασμών επί της εξάχορδης θεάς. Ή όταν ακροάζεσαι τη μουσική μίας μπάντας η οποία σε στιγμές σε κάνει να νιώθεις ότι περιπλανάσαι στη βορειοαφρικανική έρημο. Αναμφίβολα αυτή η καλλιτεχνική ώσμωση, το fusion μεταξύ ήχων, είναι ικανό να εξάψει το ενδιαφέρον κάθε φιλοπρόοδου ακροατηρίου, κι όλα αυτά δίχως να παρακάμπτεται η αξία των συνθέσεων. Εις προσμονή ανάλογης συνέχειας.

8 / 10

Θωμάς Σαρακίντσης

 

2η γνώμη

 

Κάπου ανάμεσα στη psych/prog πραγματικότητα των ’70s με έντονα folk και blues στοιχεία και μια ισχυρή δόση από ανατολίτικα και αφρικανικά μοτίβα, o οίστρος των Numidia λάμπει υπό σύγχρονο πρίσμα. Με κυρίαρχα χαρακτηριστικά του ύφους του την αμεσότητα τόσο στο μελωδικό, όσο και στο ρυθμικό στίγμα, καθώς και τις εναλλαγές μεταξύ νηνεμίας και έκρηξης, το αυστραλέζικο σχήμα χτίζει ατμοσφαιρικά ηχοτοπία. Σαν να φωτογραφίζει με περίσσιο λυρισμό μια καθημερινότητα εκτός των σημερινών τσιμεντουπόλεων, στην οποία η ονειροπόληση δεν είναι ουτοπική. Κι είναι αρκετές οι στιγμές που θα σε βρουν να απολαμβάνεις τις αναπτύξεις τους, θέλοντας να τις συγκρατήσεις στη μνήμη μετά τις ακροάσεις του ομώνυμου αυτού δίσκου τους. Κάτι που τελικά γίνεται πράξη, αν αναλογιστεί κάνεις ότι εδώ εσωκλείονται συναρπαστικές συνθέσεις, όπως η διασκευή στο Turku με τις εκστατικά στροβιλιστές κιθάρες με αποτύπωμα από Μέση Ανατολή, το συγκινητικά ελεγειακό Α Million Martyrs και το Red Hymn, καθηγούμενο από έναν πληθωρικό blues αισθησιασμό με Pink Floyd απολήξεις.

 

8 / 10

Παναγιώτης Σταθόπουλος

Be the first to comment

Leave a Reply