Steven Wilson – To the Bone

Sorry, this entry is only available in Ελληνικά.

[Caroline International, 2017]

Intro: Dimitris Kaltsas
Translation: D. Kaltsas, T. Patsos
10 / 08 / 2017

The change of course in Steven Wilson’s career after Hand. Cannot. Erase. was evident from the line-up changes. The only remaining members from his stunning band are Nick Beggs and Adam Holzman, which created the suspicion that the very adventurous themes would be missing from his next album. This was confirmed by the first samples and the announcement that he wanted to do something inspired by some of his favorite albums like So (Peter Gabriel), Hounds of Love (Kate Bush), The Color of Spring (Talk Talk) and The Seeds of Love (Tears for Fears). Lead guitar is played by the exceptional David Kollar, on drums it’s Craig Blundell and Jeremy Stacey, the production was handled by the twin brother of the latter, Paul Stacey, while two songs (To the Bone, Nowhere Now) were co-written by Wilson and Andy Partridge of the legendary XTC.


 

Not this time

The duet with Ninet Tayeb in Pariah was the first uploaded song from the album and personally I found it very professional and just as much awkward and almost pointless, in the sense of ambiguity of artistic intent, apart from the love for Kate Bush. The question marks were increased with the minimal, experimental Song of I that would make Peter Gabriel burst into laughter. The trolling sensation shot off with the ABBA tribute entitled Permanating (which really is not a cover). Soon after, the album leaked and any queries were resolved or remained there forever, but Steven gained all this interest and deserves credit for that.

At first glance To the Bone is Wilson’s most straightforward album, although several elements are hidden behind his beloved intellectual pop and emerge in later hearings. The most pleasant thing here is that the album is -surprisingly maybe- a very bold attempt compared to the apparently more discontinuous Hand. Cannot. Erase., but also a rather unfortunate one and inferior to say the least. The pattern that Wilson refuses to give up is the irreconcilable combination of his purely personal composing style with everything he loves, in a way that now is even more inadequate than his inability to stop milking from PF, sampling VDGG, “loaning” the vocal melody from KC’s Circus or more recently copying Rush and so on. Beginning with the title track, Mark Feltham’s harmonica seems to accompany Floyd’s Time, leading to a PT-style self-copy crosstalk of their 90s and 00s period. Nowhere Now is too sweet and easy, while The Same Asylum As Before is the first positive element here which however does not excite. Refuge stands out for the amazing guitar solo, while Blank Tapes with the strong Genesis influence introduces us (needlessly) to the energetic People Who Eat Darkness, probably the best song on the album, where heavy and acoustic parts intechange beautifully with a lovely groove (yes, PT again). The 9.5-minute Detonation is also based on groovy development and has a strong live feeling culminating in another gorgeous guitar solo before the melancholic ending with Song Of Unborn, which not only fails to sound convincing, but you’d swear you’ve heard it before (because you have, indeed).

To sum up, this is not a bad album, but regarding the timing and all the albums that came before, it is the worst it could be. Wilson’s own statement about this album was related to sincerity, and abolition of human equivocation, hence the title. Everything would be great if he himself had stayed true to what he had said musically, without any amenities, without tributes, without retrieving his old band from the ice whenever there is no Peter Gabriel, Pink Floyd, ABBA etc. so annoyingly on the spotlight in his compositions. Steven Wilson has hitherto held one of the biggest series of good-to-excellent albums and has rightfully won a lonely place at the forefront of prog and rock in general, but maybe this is the right time to think some things over. In the musical field where he has grown and he belongs, the artistic motives and how much they are achieved aesthetically are not secondary to anything and you can’t always hide behind a perfect sound production. Hybridization, vagueness and repetition do not constitute a new, let alone a personal point of view, but at best confusion. And judging from the cover (seriously?) I hope this is confusion.

5.5 / 10

Dimitris Kaltsas

 

2nd opinion

 

Steven Wilson reveals further his artful pop tendencies in this album, which sees him stretching the boundaries of prog by mixing influences ranging from Peter Gabriel, The Beatles, Pink Floyd, David Sylvian to ABBA (!) and Radiohead with his own creations of Storm Corrosion and of course Porcupine Tree. Despite the well-worked sound and polished compositions, guest vocalists and plenty of mood variations, To the Bone is a rather uneven outfit. The intriguing Porcupine Tree-infused numbers float well above the surface, in contrast to the more commercial-sounding tracks that flatten the peaks of creativity. Rather pleasant but not memorable, To the Bone may well establish Steven Wilson as the bridge between prog and intelligent pop-rock or the Peter Gabriel of our era.

Best moments: The Same Asylum as Before, People Who Eat Darkness, Detonation, Refuge

6.5 / 10

Thanos Patsos

[Caroline International, 2017]

Εισαγωγή: Δημήτρης Καλτσάς
Μετάφραση: Δ. Καλτσάς, Θ. Πάτσος
10 / 08 / 2017

Η αλλαγή πλεύσης του Wilson μετά το Hand. Cannot. Erase. ήταν φανερή από την αλλαγή συνεργατών. Από τη φοβερή και τρομερή μπάντα του έμειναν μόνο ο Nick Beggs και ο Adam Holzman, δημιουργώντας την υποψία πως τα πολύ περιπετειώδη θέματα θα απουσιάζουν από το επόμενο album του. Αυτό επαληθεύτηκε από τα πρώτα δείγματα και την ανακοίνωση του ίδιου πως θέλει να κάνει κάτι εμπνευσμένο από αγαπημένα του albums όπως τα So (Peter Gabriel), Hounds of Love (Kate Bush), The Colour of Spring (Talk Talk) και The Seeds of Love (Tears for Fears). Στην κιθάρα βρίσκεται ο εξαιρετικός David Kollar, στα ντραμς ο Craig Blundell και ο γυρολόγος Jeremy Stacey, στην παραγωγή ο δίδυμος αδελφός του τελευταίου, Paul Stacey, ενώ δύο τραγούδια (To the Bone, Nowhere Now) συνέγραψε με τον Wilson ο Andy Partridge των θρυλικών XTC.


 

Αυτή τη φορά όχι

Το ντουέτο με την Ninet Tayeb στο Pariah ήταν το πρώτο δείγμα από το album και προσωπικά μου φάνηκε άκρως επαγγελματικό και εξίσου άβολο έως αχρείαστο, με την έννοια της ασαφούς καλλιτεχνικής πρόθεσης, εκτός της αγάπης για την Kate Bush (μέχρι εκεί;). Τα ερωτηματικά αυξήθηκαν με το πιο πειραματικό Song of I που θα έκανε τον Peter Gabriel να ξερόβηξε από τα γέλια όταν το άκουσε και η αίσθηση trolling εκτοξεύτηκε με τον φόρο τιμής στους ABBA με τίτλο Permanating (το οποίο όντως δεν είναι διασκευή). Λίγο μετά, το album δόθηκε στη δημοσιότητα και οι όποιες απορίες λύθηκαν ή παρέμειναν για πάντα, αλλά με όλα αυτά το ενδιαφέρον μας το κέρδισε με το σπαθί του ο Steven.

Συνολικά, το To the Bone είναι σε πρώτη ματιά το πιο άμεσο album του Wilson, αν και αρκετά στοιχεία κρύβονται πίσω από την αγαπημένη του εγκεφαλική pop και αναδεικνύονται σε κατοπινές ακροάσεις. Το ευχάριστο είναι ότι το παρόν είναι -περιέργως ίσως- σίγουρα πολύ τολμηρό ως εγχείρημα από το εμφανώς πιο αποσπασματικό Hand. Cannot. Erase., αν και τελικά μάλλον ατυχές και το λιγότερο υποδεέστερο. Το στοιχείο που αρνείται να εγκαταλείψει ο Wilson είναι το ακατάσχετο πάντρεμα του απόλυτα προσωπικού του συνθετικού ύφους με οτιδήποτε αγαπάει, με τρόπο που είναι πιο άκομψος πια και από την αδυναμία απογαλακτισμού από τους PF, το σαμπλάρισμα VDGG, το «δάνειο» της φωνητικής μελωδίας του Cirkus των KC παλιότερα ή το ξεπατίκωμα των Rush πιο πρόσφατα. Ξεκινώντας το ομώνυμο κομμάτι, η φυσαρμόνικα του Mark Feltham παντρεύεται με το Time των Floyd καταλήγοντας σε ένα κρεσέντο αυτοαντιγραφής με εναλλαγές PT της 90s και 00s περιόδου τους. Το Nowhere Now παραείναι γλυκερό και άτολμο, ενώ το The Same Asylum As Before είναι το πρώτο θετικό στοιχείο που όμως δεν ενθουσιάζει και επίσης πατάει εμφανώς σε γνωστά συνθετικά τερτίπια του σπουδαίου μουσικού. Το Refuge ξεχωρίζει για το εκπληκτικό κιθαριστικό σόλο, ενώ το Blank Tapes με το έντονο Genesis χρώμα μας εισαγάγει (αχρείαστα) στο ενεργοβόρο People Who Eat Darkness, πιθανότατα το κορυφαίο κομμάτι στο album, με υπέροχη εναλλαγή heavy και ακουστικών σημείων  και υπέροχο groove (και πάλι PT, πράγματι). Το 9μισάλεοτο Detonation βασίζεται κι αυτό στην groovy ανάπτυξη και έχει έντονα live χρώμα καταλήγοντας σε άλλο ένα πανέμορφο κιθαριστικό solo, πριν το μελαγχολικό κλείσιμο με το Song Of Unborn, που όχι απλά δεν πείθει, αλλά θα ορκιζόσουν ότι το έχεις ακούσει παλιότερα (γιατί όντως έτσι είναι).

Η ανακοίνωση του ίδιου του Wilson για το νέο album σχετιζόταν με την αμεσότητα, την ειλικρίνεια και την κατάργηση των ανθρώπινων υπεκφυγών, εξού και ο τίτλος. Όλα θα ήταν υπέροχα αν ο ίδιος τηρούσε μουσικά αυτό που δήλωσε, χωρίς ευκολίες, χωρίς tribute, χωρίς να ανασύρει την άλλοτε μπάντα του από τον πάγο όποτε δεν υπάρχει ο Peter Gabriel, οι Pink Floyd,  οι ABBA κ.ο.κ. σε ενοχλητικά πρώτο πλάνο. Ο Steven Wilson κατείχε μέχρι σήμερα ένα από τα μεγαλύτερα σερί καλών έως εξαιρετικών δίσκων και έχει κερδίσει μία μοναχική θέση στο prog και ευρύτερα στο rock προσκήνιο, αλλά ίσως το album αυτό είναι η κατάλληλη στιγμή να αναθεωρήσει κάποια πράγματα. Καλώς ή κακώς (καλλίστως κατ’ εμέ) στον χώρο στον οποίο κινείται, τα καλλιτεχνικά ελατήρια και το πόσο επιτυγχάνεται αισθητικά κάτι, δεν είναι δευτερεύοντα και πίσω από μία τέλεια παραγωγή δεν κρύβεται τίποτα. Υβριδισμοί, ασάφειες και επαναλήψεις δεν συνιστούν νέα -πόσω δε μάλλον προσωπική- άποψη, αλλά στην καλύτερη περίπτωση σύγχυση. Και κρίνοντας από το εξώφυλλο (μα σοβαρά τώρα;) ελπίζω να υπάρχει όντως σύγχυση.

5.5 / 10

Δημήτρης Καλτσάς

 

2η γνώμη

 

Ο Steven Wilson με την καινούρια του δουλειά εισαγάγει ακόμα περαιτέρω στοιχεία του art-pop και εκτείνει την έννοια του προοδευτικού ροκ, αναμιγνύοντας στοιχεία από Peter Gabriel, The Beatles, Pink Floyd, David Sylvian μέχρι και ABBA (!) και Radiohead με τις δικές του δημιουργίες του παρελθόντος όπως Storm Corrosion και βεβαίως Porcupine Tree. Παρά την πολύ καλή δουλειά στον ήχο και τις ραφιναρισμένες συνθέσεις, εναλλαγές σε φωνητικά και διάθεση στη διάρκεια του άλμπουμ, το To the Bone ακούγεται ως ένα ανόμοιο άλμπουμ. Τα πλέον ενδιαφέροντα κομμάτια που ξεχωρίζουν είναι αυτά που φέρουν την αύρα των Porcupine Tree ενώ τα περισσότερο εμπορικά μοιάζουν να προσγειώνουν το συνολικό αποτέλεσμα και την δημιουργικότητα. Αρκετά ευχάριστο λοιπόν συνολικά αλλά όχι αξιομνημόνευτο, το To the Bone μπορεί να καθιερώσει στα μάτια του ευρύτερου μουσικού κοινού τον Steven Wilson ως το γεφυρωτή του prog και του art-pop ή ως ένα άλλον Peter Gabriel της εποχής μας.

Καλύτερες στιγμές: The Same Asylum as Before, People Who Eat Darkness, Detonation, Refuge

6.5 / 10

Θάνος Πάτσος

Be the first to comment

Leave a Reply