[Esoteric Recordings, 2016]
Intro: Dimitris Kaltsas
Translation: Alexandros Mantas
21 / 12 / 2016
When the most important band of all times from Manchester reunited in 2005 for the second time, 26 years after their break-up, they delivered Presence which thrilled us, as well us this night-to-remember in the summer of 2005 in Athens, Lycabettus Arena where Van der Graaf Generator shared the stage with Blackfield and Porcupine Tree. Disagreements with Jackson resulted in his departure and the band went on its way as a trio up to this day. Trisector (2008) was satisfying and A Grounding in Numbers (2011) was their most mediocre work until the utterly disappointing ALT (2012) which includes out-takes and studio jams.
When Do Not Disturb was released, the members of the band stated that this could be the last album of the legendary VDGG.
Legends don’t need an alibi
Regardless of the final result, every VDGG’s release is kind of a mystery before it is out and this aspect was preserved not only during the band’s course through the 70’s but also the last eleven years since the band was reunited. The nature of the band is to evolve constantly and the contributing factors are purely endogenous, depending exclusively on the three gentlemen, who not long before they were four.
The truth is that since the reunion, the band’s fatigue seemed to get the better of them year by year, be it their studio releases or especially at their live appearances because Jackson’s absence couldn’t go unnoticed. In Do Not Disturb their desire to return to more technically demanding material becomes evident (as already announced by them) which, in that sense, reminds of the glorious past. Yet the style is not cohesive, aside that the compositions betray their only composer. As a whole, it sounds probably closer to a Peter Hammill album than a VDGG one. The most illuminating example is Forever Falling that doesn’t bring VDGG stuff to mind by any stretch of imagination; instead it is a typical prog tune in a Peter Hammill solo album. Leaving aside the discontinuity between the songs, the compositions themselves are on an average level for the standards of the prog rock titans. There are moments that remind strongly of the past like Brought to Book which is deep-knee into Pawn Hearts but rather inelegantly, and some others that are somewhat uncomfortable, like (Oh No I Must Have Said) Yes.
Even though the experimental spirit is as strong as ever and ever-present –which is nothing less but praiseworthy since the band members are about to enter the seventh decade of their lives– the fatigue is clear, perhaps for the first time after such a long time. It is clear in their playing, and it is clear in the leader’s voice whose rendering is of course in the usual standards, mostly in songs that can really allow for this to happen, like Room 1210 and above all Almost the Words which is, in my opinion, the record’s top song.
The sound is VDGG through and through, but the production gives away the gap that Jackson has left behind. Evans is very good once more but nowhere near up to his standards and Banton who had accustomed us to A-grade stuff in second role, here steps up to deliver keyboard solos, which is kind of unfair to him since this is not his element. Respectively, Hammill has to fill some space with his guitar and just between us he doesn’t belong to the cream of the crop of this field and unavoidably he is exposed when it comes to solos or experimental parts. Of course there are plenty of good moments but VDGG haven’t accustomed us to mediocrities.
Regardless of the (many a time lavished) admiration and my personal soft spot for them, the expectations rise accordingly to the band’s or artists magnitude and history. In VDGG’s case, they are high for granted, even though the band has nothing to prove for years now. The group’s history can not be stained by an average moment of the three old friends who love music as much as they did back in 1969. The living legends need no alibi whatsoever.
5 / 10
Dimitris Kaltsas
2nd opinion
VDGG prove emphatically with every new release that despite the undeniable decay that time brings, they still take delight in performing and composing. Truth is that, David Jackson’s departure on the heels of the release of Present (2005) proved to be all-important and confined to some extent the group’s improvisational ability. In this year’s release it seems that VDGG’s bag of tricks lacks of any surprises and unconventional imagination that once was their trademark. The developments hardly convince and the style, as a whole, tends to sound like Peter Hammill’s personal work more than ever. Lyrically and rendering-wise is on high standards, verifying once more its ingenious spirit and lyricism. Tunes like (Οh Νo Ι Μust Ηave Said) Υes, Forever Falling, Brought to Book, Alfa Berlina emanate a profound cynicism and wisdom. Barton and Evans accompany and contribute with their personal bits to a reasonable and harnessed development of the ideas. If it is indeed their last record, Do Not Disturb is an honest addition to their discography. Nothing less, but nothing more.
7 / 10
Giannis Zavradinos
[Esoteric Recordings, 2016]
Εισαγωγή: Δημήτρης Καλτσάς
21 / 12 / 2016
Όταν η σημαντικότερη μπάντα όλων των εποχών από το Manchester επανασυνδέθηκε το 2005, 26 χρόνια μετά τη διάλυσή τους για δεύτερη φορά, ήρθε το “Present” και μας ενθουσίασε, όπως και εκείνη η αξέχαση εμφάνιση των Van der Graaf Generator στον Λυκαβηττό το καλοκαίρι του 2005 με τους Blackfield και τους Porcupine Tree. Μετά από διαφωνίες με τον Jackson, η μπάντα συνέχισε ως τρίο και έτσι παραμένει μέχρι σήμερα. Το “Trisector” (2008) ήταν ικανοποιητικό και το “A Grounding in Numbers” (2011) η πιο αδύναμη κυκλοφορία της μπάντας μέχρι το πλήρως απογοητευτικό “ALT” (2012) που περιελάμβανε out-takes και studio jams.
Όταν κυκλοφόρησε το φετινό “Do Not Disturb”, τα μέλη της μπάντας δήλωσαν πως πιθανότατα αυτή θα είναι η τελευταία κυκλοφορία των θρυλικών VDGG.
Οι θρύλοι δεν χρειάζονται άλλοθι
Ανεξάρτητα του αποτελέσματος, κάθε κυκλοφορία των VDGG αποτελεί ένα μυστήριο πριν την κυκλοφορία της και αυτό το στοιχείο διατηρήθηκε όχι μόνο κατά την πορεία της μπάντας στα 70s, αλλά και κατά την τελευταία εντεκαετία, όταν η μπάντα επαναδραστηριοποιήθηκε. Ο χαρακτήρας του συγκροτήματος αποτελεί αντικείμενο συνεχούς εξέλιξης και οι παράγοντες που την επηρεάζουν είναι μόνο ενδογενείς των τριών κυρίων, που ήταν τέσσερις μέχρι πρότινος.
Η αλήθεια είναι ότι μετά την επανασύνδεση της μπάντας, η κούραση φάνηκε να αυξάνεται χρόνο με το χρόνο, τόσο στις studio κυκλοφορίες, όσο και στις συναυλίες και σίγουρα πιο φανερά εκεί, λόγω και της εμφανούς απουσίας του Jackson. Στο “Do Νot Disturb” γίνεται μία ολοφάνερη (και δηλωμένη από τους ίδιους) επιστροφή σε πιο τεχνικά απαιτητικά κομμάτια που από αυτή τη σκοπιά θυμίζουν το ένδοξο παρελθόν. Ωστόσο, ο χαρακτήρας δεν είναι ενιαίος, εκτός του ότι οι συνθέσεις προδίδουν τον μοναδικό συνθέτη τους. Συνολικά ομοιάζει ίσως περισσότερο με προσωπικό δίσκο του Hammill παρά με album της μπάντας του. Η εμφανέστερη απόδειξη αυτού είναι το “Foverer Falling” που δεν συγγενεύει ούτε εξ αποστάσεως με υλικό των VDGG, θυμίζοντας ένα τυπικό prog κομμάτι σε solo album του PH. Εκτός όμως της ασυνδετότητας των κομματιών, το συνθετικό επίπεδο είναι γενικά μέτριο για τα δεδομένα των prog rock τιτάνων. Υπάρχουν στιγμές που θυμίζουν έντονα το παρελθόν, όπως το “Brought to Book” που είναι βουτηγμένο στο “Pawn Hearts”, αλλά όχι με κομψό τρόπο και άλλες που είναι απλώς άβολες, όπως το “(Oh No I Must Have Said) Yes”.
Αν και το πειραματικό πνεύμα είναι αλύγιστο και πανταχού παρόν -το οποίο είναι μόνο προς τιμή καλλιτεχνών που πλησιάζουν τα 70 τους χρόνια- η κούραση είναι εμφανής ίσως για πρώτη φορά μετά από τόσες δεκαετίες. Και είναι φανερή τόσο στο παίξιμο, όσο και στη φωνή του ηγέτη που ερμηνευτικά φυσικά στέκεται στο τεράστιο ύψος του, κυρίως σε κομμάτια που ευνοούν κάτι τέτοιο, όπως το “Room 1210” και κυρίως το “Almost The Words” που είναι με διαφορά νομίζω το κορυφαίο κομμάτι στο δίσκο.
Ο ήχος είναι ο τυπικός της μπάντας, αλλά η παραγωγή προδίδει το κενό του Jackson. Ο Evans είναι και εδώ πολύ καλός, αλλά φανερά πεσμένος και ο Banton που μας είχε συνηθίσει να παίρνει άριστα σε δεύτερο ρόλο, εδώ αδικείται σε αρκετά σημεία όταν καλείται να πρωταγωνιστήσει, καθώς δεν είναι κημπορντίστας των solo. Αντίστοιχα, ο Hammill καλείται να καλύψει ορχηστρικά χώρο με την κιθάρα του και εδώ που τα λέμε δεν είναι ο καλύτερος κιθαρίστας στον κόσμο και στα lead ή πειραματικά σημεία αναπόφευκτα εκτίθεται. Υπάρχουν βεβαίως και πολύ καλά σημεία, αλλά οι VDGG δεν μας έχουν συνηθίσει σε αστοχίες.
Ανεξάρτητα της (πολλάκις δηλωμένης) αγάπης και της όποιας (τεράστιας) προσωπικής αδυναμίας, ο πήχης των απαιτήσεων ανεβαίνει αναλογικά με το μέγεθος, τη σπουδαιότητα και το βάρος της ιστορίας της κάθε μπάντας ή καλλιτέχνη. Για τους VDGG αυτός είναι δεδομένα πάρα πολύ ψηλά, χωρίς βέβαια οι ίδιοι δεν έχουν να αποδείξουν απολύτως τίποτα εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Η ιστορία της μπάντας είναι αδύνατο να στιγματιστεί από μια μέτρια στιγμή των τριών παλιών φίλων που αγαπούν τη μουσική όπως ακριβώς το 1969. Οι ζωντανοί θρύλοι φυσικά και δεν χρειάζονται άλλοθι.
5 / 10
Δημήτρης Καλτσάς
2η γνώμη
Οι VDGG με κάθε τους κυκλοφορία μας αποδεικνύουν εμφατικά πως παρόλη την αδιαμφισβήτητη φθορά του χρόνου απολαμβάνουν να παίζουν και να συνθέτουν. Η αλήθεια είναι πως μετά το “Present” (2005) η αποχώρηση του David Jackson αποδείχτηκε καταλυτική και περιόρισε αρκετά την αυτοσχεδιαστική ικανότητα του ιστορικού συγκροτήματος. Στην φετινή τους κυκλοφορία φαίνεται πως έχει εξαντληθεί το στοιχείο της έκπληξης και της ασυμβίβαστης φαντασίας που ήταν κάποτε το σήμα κατατεθέν τους. Οι όποιες αλλαγές πείθουν οριακά και το συνολικό ύφος τείνει προς τις προσωπικές δουλειές του Peter Hammill περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Στιχουργικά και ερμηνευτικά στέκεται σε υψηλό επίπεδο επιβεβαιώνοντας για ακόμα μια φορά το ευφυές πνεύμα και τον λυρισμό του. Κομμάτια σαν τα “(Οh Νo Ι Μust Ηave Σaid) Υes”, “Forever Falling”, “Brought to Book”, “Alfa Berlina” βγάζουν έναν βαθυστόχαστο κυνισμό και σοφία. Οι Banton και Evans συνοδεύουν και συνεισφέρουν με τις προσωπικές τους πινελιές σε μια λογική και συγκρατημένη ανάπτυξη των θεμάτων. Αν όντως είναι ο τελευταίος τους δίσκος, το “Do Νot Disturb” ειναι μια τίμια προσθήκη στην δισκογραφία τους. Τίποτα λιγότερο, αλλά και τίποτα περισσότερο.
7 / 10
Γιάννης Ζαβραδινός
Be the first to comment