Obscura – A Valediction

[Nuclear Blast, 2021]

Εισαγωγή: Τάσος Ποιμενίδης

Τρία χρόνια μετά το Diluvium, με καινούρια πλέον δισκογραφική στέγη και με σαρωτικές αλλαγές στο line-up, όπως μας έχει συνηθίσει ο Steffen Kummerer ως άλλος Dave Mustaine, οι tech death metallers Obscura επιστρέφουν με μια ακόμη δουλειά. Μπορεί να πει κανείς ότι δισκογραφικά οι Obscura έχουν μια αξιοσημείωτη ποιοτική συνέπεια, ενώ έχουν υπάρξει χρονικές περίοδοι που ήταν από τα πιο καυτά ονόματα του ευρύτερου χώρου του τεχνικού / progressive metal. Οι διαθέσεις για πειραματισμούς ανάλογους του Akróasis, του πιο φιλόδοξου δίσκου τους που είχε και το πιο έντονο καλλιτεχνικό ρίσκο στη μέχρι τώρα πορεία τους, φαίνεται να παρήλθαν αλλά το ποιοτικό σερί φαίνεται να μην χαλάει. Κάθε άλλο.


 

Το κορυφαίο album της μπάντας μέχρι σήμερα

Όταν ανακοινώθηκε πριν από ενάμιση χρόνο ότι ο Steffen Kummerer διαλύει ακόμη μια φορά το line-up των Obscura ήμουν σχεδόν πεπεισμένος ότι οι καλές μέρες του συγκροτήματος ήταν πλέον πίσω τους. Αυτό έχει να κάνει κυρίως με τη απαραίτητη χημεία που πρέπει να δημιουργηθεί μεταξύ ενός σχήματος που διαμορφώνεται δύσκολα και όπως γνωρίζουμε χαλάει πολύ εύκολα. Συν τοις άλλοις, το ρυθμικό δίδυμο των Klausenitzer και Lanser πέραν του ότι ήταν από τα καλύτερα στον χώρο είχε και αρκετή συνθετική συνεισφορά.

Το πρόβλημα λύθηκε με γνωστές και δοκιμασμένες μεταγραφές. Οι δύο από τους τρεις καινούριους μουσικούς δεν είναι και τόσο καινούριοι αλλά αρκετά μπαρουτοκαπνισμένοι δισκογραφικά. Οι Christian Münzner και Jeroen Paul Thesseling έχοντας διατελέσει μέλη των Obscura στο παρελθόν ξαναγύρισαν στις τάξεις του σχήματος και μαζί με τον πραγματικά καινούριο David Diepold στα τύμπανα συνιστούν μια τριάδα ιδανικών αντικαταστατών. Ο Diepold θυμίζει παικτικά αρκετά τον προκάτοχο του Hannes Grossmann και μαζί με τον Thesseling υπηρετούν ιδανικά τις συνθέσεις κάνοντας πάντα το απαραίτητο βήμα μπροστά ή πίσω, ανάλογα με τις απαιτήσεις του κάθε τραγουδιού.

Η συνύπαρξη του Münzner με τους Morean και Grossmann στους Alkaloid φαίνεται να τον ευνόησε τόσο παιχτικά όσο και σαν συνθέτη. Όντας ήδη ένας υψηλής κατάρτισης κιθαρίστας φρονώ ότι στην παρούσα δουλειά πραγματικά λάμπει με ένα παίξιμο εκπληκτικό που πραγματικά ανεβάζει επίπεδο τις ήδη εξαιρετικές συνθέσεις του δίσκου και τα solo του είναι αυτό που λέμε τραγούδια μέσα σε τραγούδια. Με ένα παίξιμο που ισορροπεί ιδανικά μεταξύ επιθετικότητας και μελωδίας που παραπέμπει σε Andy LaRocque, Jason Becker και Jeff Loomis, διαμορφώνοντας το δικό του ύφος. Μια μεταγραφή χρυσάφι θα λέγαμε. Να προσθέσουμε ότι όλες οι συνθέσεις πλην του εκπληκτικού Heritage το οποίο είναι αφιερωμένο στον Sean Reinert είναι δικές του αποκλειστικά ή γραμμένες από κοινού με τον Kummerer, οπότε αντιλαμβάνεται κανείς πόσο σημαντικός είναι συνολικά για το δίσκο.

Το A Valediction αποτελεί μια από τις πιο ολοκληρωμένες μουσικές προτάσεις που έχουν παρουσιάσει ποτέ οι Obscura στην καριέρα τους. Τολμώ να το χαρακτηρίσω και πιασάρικο σε σημεία καθώς έχει πολλή από τη μελωδία της σκηνής του Göteborg (At The Gates, early Arch Enemy) χωρίς να χάνει όμως καθόλου σε επιθετικότητα και heaviness. Μαζί με τις πάντα παρούσες Death, Cynic και Necrophagist επιρροές συνιστούν μια εξαιρετική παλέτα χρωμάτων με τις οποίες οι Kummerer / Münzner ζωγραφίζουν έναν σχεδόν τέλειο δίσκο τεχνικού / progressive death metal, o οποίος κάθε άλλο πάρα στείρα επίδειξη τεχνικής είναι. Ο δίσκος είναι γεμάτος hooks, εκπληκτικά παιξίματα από όλους, μελωδίες, επιθετικά riffs, νεοκλασικά σημεία με δισολίες που ούτε δευτερόλεπτο δεν ακούγονται παράταιρες και εξαιρετικό στίχο. Η συμπαραγωγή του Fredrik Nordström φαίνεται ότι πέρα από τον ταιριαστό και μοντέρνο ήχο έδωσε και κατευθύνσεις για το υλικό και το αποτέλεσμα κρίνεται πολύ πετυχημένο.

Το κλείσιμο του δίσκου γίνεται με δύο από τα καλύτερα τραγούδια της χρονιάς για εμένα, τα In Adversity και Heritage, που αποτελούν όχι μόνο την ιδανική επίγευση στο δίσκο αλλά ευθύνονται και  για το υψηλό του repeatability. Οι Obscura δεν έχουν εδώ τον πειραματισμό του Akróasis ούτε το τεχνικό «ψάρωμα» των πρώτων τους δίσκων. Το αντίβαρο είναι οι ολοκληρωμένες μουσικές προτάσεις και το άρτια δουλεμένα υλικό. Φρονώ ότι ο δίσκος αυτός όχι μόνο θα κερδίσει πολύ κόσμο για το σχήμα αλλά θα μπει στη συζήτηση για το καλύτερο album τους μέχρι σήμερα. Ανεξάρτητα πάντως με την κατάταξη που έχει ο καθένας στο μυαλό του για τις δουλειές της μπάντας, αποτελεί μια άκρως ποιοτική δουλειά και δείχνει ότι οι Obscura έχουν ακόμη πολλές ακμαίες ημέρες μπροστά τους αρκεί φυσικά να κρατήσουν ανέπαφο αυτή τη φορά το line-up και τη δυναμική που απέκτησαν εδώ.

9 / 10

Τάσος Ποιμενίδης

 

2η γνώμη

 

Το A Valediction συνιστά τον βατήρα για την εκτόξευση των ήδη καταξιωμένων Obscura προς τη κορυφή. Η γερμανική μπάντα εκπροσωπεί σήμερα μια από τις καλύτερες εκδοχές του death metal που ελίσσεται ανάμεσα στην πρόοδο, στη τεχνική και όχι μόνo. Οι αλλαγές που επήλθαν στο δυναμικό της μπάντας με την επιστροφή παλιών της μελών συνδυάζονται με αλλαγές στον ήχο. Το μελωδικό σουηδικό death metal, όπως αυτό μορφοποιήθηκε στους At the Gates (διόλου τυχαίο πως ο παραγωγός είναι ο Fredrik Nordström), εμβολιάζεται στις συνθέσεις της μπάντας για να τις κάνει ακόμα πιο συναρπαστικές. Δίπλα σε κομμάτια όπως το ομώνυμο υπάρχουν συνθέσεις όπως το Devoured Usurper που κοιτούν προς τους Morbid Angel. Παλιές και νέες επιρροές συνυπάρχουν αρμονικά στον δίσκο που διαθέτει μια απίθανη πλουραλιστική κιθαριστική δουλειά. Το A Valediction είναι πρωτίστως μελωδικό και τεχνικό death metal με απαράμιλλη συνοχή στην έκφραση του. Μέσα στους καλύτερους δίσκους της χρονιάς!

8.5 / 10

Χρήστος Μήνος