[Brainfeeder, 2020]
Intro: Dimitris Kaltsas
When brothers Lars and Martin Horntveth founded Jaga Jazzist, they were just 14 and 16 years old, respectively. The ambitious goal of mixing jazz with electronic music was quickly achieved on the band’s stunning second album, A Livingroom Hush (2001). The jazztronica in The Stix (2002) was transformed into a richer mix of post-rock, ambient electronic and jazz-fusion in the now classic What We Must (2005), while in One-Armed Bandit (2010) the band made an absolutely successful turn to progressive rock. Five years later, Starfire (2015) continued in more or less the same direction and the beginning of the 2020s finds the Norwegian band making their new statement with Pyramid.
Jazz fusion, nu jazz, post-rock, progressive rock, ambient, electronic, experimental are just some of the tags that fit the music of Jaga Jazzist and the presentation of their new albums is an exciting experience, as is listening to their music.
[bandcamp width=100% height=120 album=199567705 size=large bgcol=ffffff linkcol=0687f5 tracklist=false artwork=small]
The architecture of a music pyramid
The album Pyramid is the new, seventh adventure of the epic narrated by Jaga Jazzist since they were formed in 1994. Although the changes of both members and musical styles are a frequent phenomenon for the Norwegian band, their unrelenting mood for adventurous, experimental and progressive music is an equally fundamental feature. This mood prevails in Pyramid, which consists of four extensive instrumental compositions with an average duration of ten minutes. In this context, the eight-member group spreads its ideas, suggesting how nu jazz can sound at the dawn of the 2020s. And as is the case in some previous Jaga Jazzist albums, we can say that some compositions achieve their goal, and some other not as much.
Let me be more specific, presenting in a little more detail the pros and cons of the architecture of this music pyramid.
Let’s start with the good news: throughout the album you enjoy nice and substantial playing, while the technical skill is unquestionable, and free from any element of self-indulgence. The production is modern, organic and very well balanced. In terms of music style, the band creates a dialogue between tendencies already highlighted in its older albums: electro-jazz (in A Living Room Hush), post-rock (in their best album, What We Must) and progressive rock (in One-Armed Bandit). It is noteworthy that this dialogue is often conducted within the same track.
A typical example of all these positive features is the opener, Tomita. The ambient jazz start, with an awesome saxophone improvisation is imperceptibly enriched with a downtempo electronic beat, which triggers a series of wonderful melodies played by electric guitar, winds and synths, which gradually lead to a euphoric post-rock outburst. Thanks to its elaborate structure, the kindness it exudes and the mental uplift it offers, Tomita is a remarkable proposal of modern jazz.
However, the next two compositions do not reach the same level. The alternation of musical themes, melodies and rhythms is not very well balanced so as to keep the interest of even the most devoted progressive fans. Track number 2 titled Spiral Era does develop slowly and minimalistically, like an imaginary spiral, but does not to evolve in a truly exciting way. The next composition, The Shrine, in which Cinematic Orchestra merges with Yes, consists of remarkable ideas, but also some mediocre moments. This subjective negative impression is reinforced by the abuse of retro synths that sound at least unnecessary to me.
In the last track of the album, Apex, Jaga Jazzist offers a more complete proposal. The composition starts in an abstract electro-jazz style, with a 4/4 dance rhythm, which unexpectedly turns into a space-rock phantasmagoria.
An overview of Pyramid leads to a basically positive evaluation. However, if the Norwegians want to evolve their sound, they need to get away from the standard crossroads that unite – sometimes successfully but sometimes incoherently – nu jazz, post-rock and progressive rock. I may be asking a lot from a band that started in the mid-90s, but I think that only if they cross new paths will they justify their apparent ambition to present essentially experimental and really progressive music.
7.5 / 10
Nikos Filippaios
2nd opinion
Pyramid satisfies the old friends of Jaga Jazzist to the maximum and with its fresh approach, the band definitely tries to make new acquaintances. Do not expect any sonic pandemonium, asymmetric structures or incomprehensible experimental passages here. Jaga Jazzist maintained their excellent technique and recorded a masterpiece of modern jazz with electronic elements starting from synthwave and ending in the neo-psych scene with breaths of post-rock, and basically they continue their personal sound.
One of the definite highlights of the album is the intelligent construction of the 14-minute Tomita, with its heavy backbone based on a continuous triple dialogue between winds, keys and a basic drumming rhythm, when suddenly somewhere in the ninth minute the group decides to boost the song by introducing an authentic prog escalation. In The Shrine, each note is strategically placed, in order to maintain the balance between the traditional and the modern, with emphasis on the latter of course. Apex is an almost authentic synthwave composition. Of course, as long as there are these incredible drums in the background to remind us that jazz must move forward and transform into something alive, there is no problem. Besides, I’ve never heard similar synth playing on absolutely any record of successful acts of this scene. And so it turns out that when excess talent is combined with great technique and individual inspiration, the result is good regardless of music genre, the instrumentation, etc.
8.5 / 10
Alexandros Topintzis
[Brainfeeder, 2020]
Εισαγωγή: Δημήτρης Καλτσάς
Όταν ίδρυσαν τους Jaga Jazzist, τα αδέρφια Lars και Martin Horntveth ήταν μόλις 14 και 16 ετών αντίστοιχα. Ο φιλόδοξος στόχος ανάμιξης της jazz με την ηλεκτρονική μουσική επιτεύχθηκε γρήγορα στο εκπληκτικό δεύτερο album της μπάντας, A Livingroom Hush (2001). Η jazztronica του The Stix (2002) μετατράπηκε σε ένα πιο πλούσιο μείγμα post-rock, ambient electronic και jazz-fusion στο κλασικό πλέον What We Must (2005), ενώ στο One-Armed Bandit (2010) το πολυμελές σχήμα έκανε μία απόλυτα επιτυχημένη στροφή προς το progressive rock. Πέντε χρόνια μετά, το Starfire (2015) συνέχισε πάνω-κάτω στην ίδια κατεύθυνση και η έναρξη των 2020s βρίσκει το σχήμα από την Νορβηγία να κάνει τη νέα μουσική του κατάθεση με το Pyramid.
Jazz fusion, nu jazz, post-rock, progressive rock, ambient, electronic, experimental είναι μόνο μερικά από τα tags που ταιριάζουν στη μουσική των Jaga Jazzist και η παρουσίαση κάθε νέου δίσκου τους αποτελεί μία συναρπαστική εμπειρία, όπως και η ακρόαση της μουσικής τους.
[bandcamp width=100% height=120 album=199567705 size=large bgcol=ffffff linkcol=0687f5 tracklist=false artwork=small]
Η αρχιτεκτονική μιας μουσικής πυραμίδας
Το άλμπουμ Pyramid αποτελεί τη νέα, έβδομη κατά σειρά, περιπέτεια του έπους που αφηγείται το πολυμελές συγκρότημα των Jaga Jazzist από το ξεκίνημά τους, το μακρινό 1994. Αν και οι εναλλαγές τόσο μελών όσο και μουσικών υφών αποτελεί ένα συχνό φαινόμενο για τη νορβηγική μπάντα, ένα εξίσου θεμελιώδες χαρακτηριστικό της είναι η ασίγαστη διάθεση για μουσική περιπετειώδη, πειραματική και προοδευτική. Αυτή ακριβώς η διάθεση αναζήτησης κυριαρχεί και στο Pyramid, το οποίο αποτελείται από τέσσερις εκτενείς ορχηστρικές συνθέσεις με μέσο όρο διάρκειας της καθεμίας τα δέκα λεπτά. Σ’ αυτό το πλαίσιο, το οκταμελές γκρουπ απλώνει τις ιδέες του, προτείνοντας πώς μπορεί να ακούγεται η nu jazz στην αυγή των 2020s. Κι όπως συμβαίνει και σε κάποια προγενέστερα άλμπουμ των Jaga Jazzist, έτσι και στο συγκεκριμένο, μπορούμε να πούμε πως κάποιες συνθέσεις πετυχαίνουν τον στόχο τους, κάποιες άλλες όχι και τόσο.
Ας γίνω πιο συγκεκριμένος, παρουσιάζοντας κάπως αναλυτικότερα τα συν και τα πλην της αρχιτεκτονικής αυτής της μουσικής πυραμίδας.
Ξεκινάμε από τα καλά νέα: σε όλη τη διάρκεια του άλμπουμ απολαμβάνεις ωραία και ουσιαστικά παιξίματα, ενώ η τεχνική δεινότητα είναι αναμφισβήτητη, αλλά απαλλαγμένη από κάθε στοιχείο αδιέξοδης επιδειξιομανίας. Παράλληλα, η παραγωγή είναι ταυτόχρονα μοντέρνα και οργανική χωρίς υπερβολές, ούτε προς τα μπάσα, ούτε προς τα πρίμα. Σε επίπεδο μουσικού ύφους, η μπάντα δημιουργεί έναν διάλογο ανάμεσα σε τάσεις τις οποίες έχει ήδη αναδείξει σε παλιότερά της άλμπουμ: electro-jazz (στο A Living Room Hush), post-rock (στο κορυφαίο τους, What We Must) και progressive rock (στο One-Armed Bandit). Αξιοσημείωτο είναι ότι αυτός ο διάλογος συχνά διεξάγεται στο ίδιο κομμάτι.
Χαρακτηριστικό δείγμα όλων αυτών των θετικών χαρακτηριστικών αποτελεί το εναρκτήριο Tomita. Το ambient jazz ξεκίνημά του, με ένα φοβερό σαξόφωνο να αυτοσχεδιάζει, ανεπαίσθητα εμπλουτίζεται με ένα downtempo ηλεκτρονικό beat, το οποίο δίνει το έναυσμα για μια σειρά υπέροχων μελωδιών παιγμένων με ηλεκτρική κιθάρα, πνευστά και σύνθια, για να οδηγηθούμε σταδιακά σε ένα ευφορικό post-rock ξέσπασμα. Το Tomita, χάρη στην περίτεχνη δομή του, στην ευγένεια που αποπνέει και στην ψυχική ανάταση που προσφέρει, συγκροτεί μια αξιόλογη πρόταση σύγχρονης τζαζ.
Ωστόσο, οι δύο επόμενες συνθέσεις δεν φτάνουν στο ίδιο επίπεδο, μια παρατήρηση που μας δίνει τη λαβή να αναφερθούμε στα μειονεκτήματα του Pyramid. Η εναλλαγή μουσικών θεμάτων, μελωδιών και ρυθμών δεν δομείται τόσο ισορροπημένα ώστε να κρατήσει το ενδιαφέρον ακόμα και του πιο «προγκρεσιβά» ακροατή. Το track νούμερο 2 που τιτλοφορείται Spiral Era πράγματι αναπτύσσεται αργά και μινιμαλιστικά, σαν μία νοητή σπείρα, χωρίς όμως να καταφέρει να εξελιχθεί με έναν αληθινά συναρπαστικό τρόπο. Ενώ, η επόμενη σύνθεση με τίτλο The Shrine, στις επιρροές της οποίας συγχωνεύονται οι Cinematic Orchestra με τους Yes, αποτελείται από αξιόλογες ιδέες, αλλά και μέτριες στιγμές. Αυτή η – ως ένα μεγάλο βαθμό – υποκειμενική αρνητική εντύπωση ενισχύεται από την κατάχρηση ρετρό synths που προσωπικά μου ακούγονται τουλάχιστον αχρείαστα.
Στο τελευταίο κομμάτι του άλμπουμ, Apex, οι Jaga Jazzist επιστρέφουν μια πιο ολοκληρωμένη πρόταση. Η σύνθεση ξεκινά σε ενα αφαιρετικό electro-jazz στυλ, με χορευτικό ρυθμό 4/4, αλλά απρόσμενα εναλλάσσεται σε μια space-rock φαντασμαγορία.
Μια σφαιρική εικόνα του Pyramid οδηγεί σε μία κατά βάση θετική αποτίμηση. Ωστόσο, αν οι Νορβηγοί θέλουν να να εξελίξουν τον ήχο τους, τότε χρειάζεται να ξεφύγουν από τα πεπατημένα σταυροδρόμια που ενώνουν – πότε αρμονικά κι επιτυχημένα αλλά κάποιες φορές ασυγκρότητα και με αμφίβολο αποτέλεσμα – τη nu jazz, το post-rock και το progressive rock. Ίσως να ζητάω πολλά από ένα γκρουπ που ξεκίνησε στα μέσα των 90s, αλλά μόνο αν βαδίσουν με λογισμό και όνειρο σε νέους για αυτούς δρόμους, θα δικαιώσουν την ολοφάνερη φιλοδοξία τους να παρουσιάζουν ουσιαστικά πειραματική και πραγματικά προοδευτική μουσική.
7.5 / 10
Νίκος Φιλιπππαίος
2η γνώμη
Το Pyramid ικανοποιεί στο μέγιστο βαθμό τους παλιούς φίλους των Jaga Jazzist και με την φρέσκια προσέγγιση που έχει, σίγουρα προσπαθεί να κάνει και νέες γνωριμίες. Μην περιμένετε να ακούσετε κάποιο ηχητικό πανδαιμόνιο, καμία ασύμμετρη δομή, απολύτως κανένα ακαταλαβίστικο experimental πέρασμα. Οι Jaga Jazzist, διατηρώντας την άριστη τεχνική τους ηχογράφησαν ένα κομψοτέχνημα σύγχρονης jazz με ηλεκτρονικά στοιχεία που ξεκινούν από την synthwave και καταλήγουν στην neo-psych σκηνή με post-rock αναπνοές και κυρίως συνεχίζουν τον προσωπικό τους ήχο.
Ένα από τα σίγουρα highlight του δίσκου είναι η ευφυής δόμηση της 14λεπτης σύνθεσης Tomita, που ενώ στηρίζει τον βαρύ σκελετό της σε έναν συνεχή τριπλό διάλογο πνευστών, πλήκτρων και ενός βασικού drumming ρυθμού, κάπου στο ένατο λεπτό το group αποφασίζει να απογειώσει το αποτέλεσμα εισάγοντας μια αυθεντική prog κλιμάκωση. Στο The Shrine κάθε νότα είναι στρατηγικά τοποθετημένη, ώστε να διατηρηθεί ακέραιη η ισορροπία ανάμεσα στο παραδοσιακό και το σύγχρονο, με έμφαση βέβαια στο δεύτερο. Το Apex είναι μια σχεδόν αυθεντική synthwave σύνθεση. Όσο υπάρχουν βέβαια αυτά τα αδιανόητα drums στο background να μας υπενθυμίζουν ότι η jazz πρέπει να προχωρήσει και να μεταβληθεί σε κάτι ζωντανό, δεν υπάρχει κανένας προβληματισμός. Επίσης, αντίστοιχο παίξιμο στα σύνθια δεν έχω ματαξανακούσει σε απολύτως κανέναν δίσκο από επιτυχημένα act της σκηνής αυτής. Και έτσι περίτρανα αποδεικνύεται ότι όταν η περίσσια ταλέντου συνδυάζεται με την τεχνική και την επιμέρους έμπνευση, το αποτέλεσμα είναι καλό ανεξαρτήτως είδους μουσικής, ενορχήστρωσης, ταμπέλας κ.τ.λ.
8.5 / 10
Αλέξανδρος Τοπιντζής