Between the Buried and Me – Automata II

[Sumerian Records, 2018]

Intro: Giannis Voulgaris
12 / 12 / 2018

Generally, I’m somewhat cautious with bands that make more than one record in a year, even if it’s basically the same album divided into two parts. I also have second thoughts about long-lasting releases because in such cases the inspiration is usually lost and some tracks are fillers. Obviously there are records that do not fit into this category, but for every Damnation and Deliverance there is more than one The Astonishing. I was afraid that when I saw that Between the Buried and Me would release the sequel to Automata I in 2018. However, the first part was good and the band is in a process of redefining its sound.


 

The crown jewel of their career

In Automata II there is a historic change in the band’s course, i.e. their detachment from their mathcore / deathcore past. Musically, the style is the same as in the first part with fewer extreme references, that is, they have fully incorporated Dream Theater and Porcupine Tree in their influences by creating a mix of progressive rock / metal with switching extreme and clean vocals. The extreme vocals, however, don’t seem to fit the compositions, unlike the clean vocals by Tommy Giles Rogers Jr. The hooks are now caused by these marvelous vocal lines and not by the singer’s passion in the growl section.

The band is in great form, and the whole album could be a musical seminar, without tiring the listener at all. They found the perfect balance between extreme technique and great songwriting. In my opinion, this was achieved mainly by the incredible rhythm section. Dan Briggs (bass) and Blake Richardson (drums) apart from being awesome players, know how to hold the songs “tight”, despite the constant rhythm changes. Besides, due to this perfect rhythm section, the guitarists (Paul Wagoner and Dustie Waring) have the ability to differentiate the way they play. It no longer needs to be the riff machine, but along with the keys they creates the atmosphere and the melody, bringing Haken to mind, without being so technical in the solos.

The songs in Automata II are more worked than in the first part, showing that compositionally the band is at its peak. Taking also into consideration their bold sound experimentation, I can say these songs are the top of their career and certainly escape the limits of extreme sound. The four tracks of the album are mainly melodious and in many points they sound as if Between the Buried and Me are trying to play the progressive rock of The Dear Hunter. And the crazy thing is that they achieve this without sounding funny. Impressive!

Grid is a straight forward progressive metal song with a fantastic guitar solo, and because it sounds a lot like the style in Automata I and is at the end of the record, it creates a consistency between the two parts. On the other hand, Glide is a composition that resembles amusement park music and acts as a bridge, but also as a “breath” between The Proverbial Bellow and Voice of Trespass. In Voice of Trespass for example, they blend progressive metal with American jazz of the 1920s, reminding of Dream Theater, but not precisely because here the bass is the driving power and not the keys. On the other hand, The Proverbial Below that opens the album is perhaps the best song in their career so far. It’s a 13-minute epic that combines Porcupine Tree’s prog rock, Haken’s prog metal (The Mountain era), the continuous rhythm changes and vocals (their own trademark) and an incredible chorus. With this song they change compositional level and now they can be compared to the bands that have influenced them for so many years.

In its second album this year, the band does not fall into the trap I described in the introduction. Quite the opposite. Automata II is  much better than its predecessor. Between the Buried and Me put the icing on the cake of their releases, as Automata II is their best album so far, their magnum opus. An album that gives the feeling that the best is yet to come. A record that will please both band fans and those who are passionate about the progressive sound in general. One of the best albums of the year!

9 / 10

Giannis Voulgaris

 

[Sumerian Records, 2018]

Εισαγωγή: Γιάννης Βούλγαρης
12 / 12 / 2018

Γενικότερα είμαι κάπως επιφυλακτικός με τις μπάντες που βγάζουν περισσότερους από έναν δίσκους σε μια χρονιά, ακόμα και αν είναι ο ίδιος δίσκος χωρισμένος σε δύο μέρη. Έχω επίσης δεύτερες σκέψεις για κυκλοφορίες με πολλή μεγάλη διάρκεια, διότι πιστεύω ότι κάπου χάνεται η έμπνευση και κάποια κομμάτια έχουν filler ρόλο. Προφανώς και υπάρχουν δίσκοι που δεν εντάσσονται σε αυτή την κατηγορία, αλλά για κάθε Damnation και Deliverance υπάρχουν περισσότερα από ένα The Astonishing. Αυτό τον φόβο είχα και όταν είδα ότι οι Between The Buried and Me θα κυκλοφορήσουν εντός του 2018 τη συνέχεια του Automata. Tο πρώτο μέρος του δίσκου ήταν καλό και η μπάντα βρίσκεται σε μια διαδικασία επαναπροσδιορισμού του ήχου της.


 

Το κορυφαίο τους δημιούργημα

Στο Automata II συντελείται μια ιστορική αλλαγή στην πορεία της μπάντας και αυτή είναι απαγκίστρωση από το mathcore / deathcore παρελθόν τους. Μουσικά και ηχητικά κινούνται στο ύφος του πρώτου μέρους με λιγότερες όμως extreme αναφορές, δηλαδή έχουν πλέον ενσωματώσει πλήρως τις Dream Theater και Porcupine Tree επιρροές τους δημιουργώντας ένα μείγμα progressive rock/metal με εναλλαγή ακραίων/καθαρών φωνητικών. Τα ακραία φωνητικά όμως εδώ μοιάζουν παράταιρα με τις συνθέσεις, σε αντίθεση με τα καθαρά του Tommy Giles Rogers Jr. που ταιριάζουν καλύτερα με τα τραγούδια. Πιο απλά, η πώρωση πλέον προκαλείται από τις φοβερές φωνητικές μελωδίες και όχι από το πάθος του τραγουδιστή στα growls.

Η μπάντα παικτικά είναι σε μεγάλη φόρμα και όλος ο δίσκος θα μπορούσε να είναι ένα μουσικό σεμινάριο, χωρίς όμως να κουράζει τον ακροατή. Βρήκαν την κατάλληλη ισορροπία μεταξύ της υπέρμετρης τεχνικής και σύνθεσης. Αυτό κατά την άποψή μου το πέτυχαν λόγω το απίστευτου rhythm section που έχουν. Οι Dan Briggs (μπάσο) και Blake Richardson (τύμπανα) έκτος του ότι είναι φοβεροί στα όργανά τους, ξέρουν πως να κρατήσουν τα κομμάτια «σφιχτά», παρόλες τις συνεχείς αλλαγές στο ρυθμό. Επίσης λόγω ακριβώς αυτής της ποιότητας του ρυθμικού τους ντουέτου, οι κιθαρίστες (Paul Waggoner και Dustie Waring) έχουν τη δυνατότητα να διαφοροποιήσουν το παίξιμό τους από τον χαρακτηριστικό τρόπο που είχαν στον παρελθόν. Δε χρειάζεται πλέον να είναι το μέσο που θα προσφέρει το riff στον ακροατή, αλλά αντιθέτως σε συνεργασία με τα πλήκτρα είναι το μέσο που δημιουργεί την ατμόσφαιρα και τη μελωδία, θυμίζοντας αρκετά Haken, χωρίς όμως να είναι τόσο υψηλού επιπέδου στα solo.

Τα τραγούδια στο Automata είναι περισσότερο δουλεμένα δείχνοντας ότι συνθετικά η μπάντα είναι στο απόγειό της, και σε συνδυασμό με την τόλμη που δείχνουν στο να πειραματίζονται με τον ήχο τους, θα έλεγα ότι είναι τα κορυφαία τις καριέρας τους και ξεφεύγουν από τα όρια του extreme ήχου. Τα τέσσερα κομμάτια του δίσκου είναι κυρίως μελωδικά και σε πολλά σημεία εμένα μου θύμισαν σαν οι Between the Buried and Me να προσπαθήσουν να παίξουν το progressive rock των The Dear Hunter. Και το τρελό είναι ότι τα καταφέρνουν χωρίς το αποτέλεσμα να προκαλεί γέλιο. Εντυπωσιακό!

Το Grid είναι ένα straight forward progressive metal τραγούδι με το solo κιθάρας να ξεχωρίζει, ενώ επειδή μοιάζει με το ύφος του Automata I και βρίσκεται στο τέλος του δίσκου δημιουργεί μια συνοχή στα δύο μέρη. Από την άλλη το Glide είναι μια σύνθεση που θυμίζει μουσική «λούνα παρκ» και λειτουργεί ως γέφυρα, αλλά και «ανάσα» μεταξύ των The Proverbial Bellow και Voice of Trespass. Στο οποίο Voice of Trespass για παράδειγμα μπλέκουν  το progressive metal με την αμερικάνικη jazz μουσική της δεκαετίας του 1920, θυμίζοντας Dream Theater, αλλά όχι ακριβώς διότι εδώ τον κύριο ρόλο τον έχει το μπάσο και όχι τα πλήκτρα. Από την άλλη το The Proverbial Below που ανοίγει τον δίσκο είναι ίσως το καλύτερο τραγούδι της ιστορίας τους. Ένα 13λεπτο έπος όπου συνδυάζουν το prog rock των Porcupine Tree, το prog metal των Haken (εποχής The Mountain), τις συνεχείς εναλλαγές στο ρυθμό και τα φωνητικά (το δικό τους trademark) και ένα απίστευτο refrain. Με αυτό το κομμάτι πλέον αλλάζουν επίπεδο συνθετικά και συγκρίνονται με τις μπάντες που τόσα χρόνια τους επηρέαζαν.

Σε αυτό το δεύτερο πόνημά της φέτος, η μπάντα δεν πέφτει στην παγίδα που περιέγραψα στην εισαγωγή, αντιθέτως το Automata II είναι κατά την άποψή μου αρκετά καλύτερο του προκατόχου του. Οι Between the Buried and Me βάζoυν το κερασάκι στην τούρτα των κυκλοφοριών τους, μιας και το Automata II αποτελεί τον καλύτερό τους δίσκο. Το magnum opus τους. Ένας δίσκος που δίνει την αίσθηση ότι τα καλύτερα έπονται. Ένας δίσκος που θα ικανοποιήσει τόσο τους λάτρεις της μπάντας όσο και αυτούς που έχουν πάθος για τον progressive ήχο εν γένει. Ένας από τους καλύτερους δίσκους της χρονιάς!

9 / 10

Γιάννης Βούλγαρης

 

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης