[Apollon Records, 2019]
Intro: Dimitris Kaltsas
Translation: Lefteris Statharas
08 / 04 / 2019
Two years ago, the self-titled debut of Tronosonic Experience (our reviews here) introduced us to another jazz/prog band from Norway, a country that never stops to bombard us with exceptional releases from that music genre. The second album of the band with Per Harald Ottesen (Bass), Ole Jørgen Bardal (saxophone), Øyvind Nypan (guitar) and Jango Nilsen (drums – the only lineup change) was released by Apollon Records (its prog offshoot to be exact) that seems to be growing quite fast with smart moves and dedication, especially in the underground area.
According to the record company’s release note, the style of the band remains unchanged. Drawing their inspiration from avant-garde jazz of the 60s and progressive rock bands of the 70s, Tronosonic Experience still evolve their sonic mix of punk-jazz and instrumental rock that they presented in their first album.
[bandcamp width=100% height=120 album=1377298301 size=large bgcol=ffffff linkcol=0687f5 tracklist=false artwork=small]
How to surprise by being predictable
The truth is that after a lot of continuous listens I realized that the labels’ release note is surprisingly true (especially if we compare it with the numerous fairytale release notes we read everyday). This makes the result a bit safe, but how far can a band go by aiming to achieve exactly the same sound, especially when we talk about instrumental music? The answer isn’t easily revealed, but only after the aforementioned consecutive listens (and some more maybe).
However, before we go to the coveted answer, it is important to state some details. II: The Big Blow was recorder live at the Ocean Sound Recordings that are located in Giske, a secluded island with total are of just 2.67 sq.km in west Norway (here to be exact), with Henning Svoren being the sound engineer and producer (among others, he has also worked with Sonar, Hedvig Mollestad Trio, a-ha). The composition of the songs belongs mostly to the bassist Per Harald Ottesen (the two quieter tracks of the album where written by guitarist Øyvind Nypan) and the final formulation emerged by jamming of all four musicians. The creation of the album began during a trip the four members had in the Arctic in the winter of 2018 and they all state that it had a great impact in the music of II: The Big Blow. This of course is evident by the use of external sounds in several points of the album and of course the pretty arctic album cover. All these may sound surprising and interesting, especially when someone realizes their impact in the music coming out of the speakers.
The main advantage of a good instrumental album is the flow. In this case, it is very successful and pretty exciting. The dynamic parts of the album follow some kind of “the calm before the storm” and they strategically make an immediate impression. More about the essence though, II: The Big Blow isn’t just a smartly well done album, it’s a truly very good record with songs that have stick to mind and as a whole it invites you to listen to it again and again. The magnificent energetic opener The Big Blow offers one of the most enjoyable starts in a record I’ve enjoyed in years, form the “cripple”, deconstructed guitar phrases of Nypan to the full blown jazz-prog that follows with Bardal’s saxophone taking center stage. Here, we understand how Nilsen’s presence elevated the rhythm section of the band. As Coup De Grace starts (the main phrase here is excellent) it is evident that no matter how well everything is performed, the live essence of the songs has been captured perfectly by Svoren giving a great sense of immediacy. The suspicion that was formed in the start of the album is confirmed later: the hopeful debut has been surpassed both qualitatively and artistically. The peak comes at Voyager Pt.1 that starts with a faint baseline by Ottesen. The build up that follows reveals us probably the best song the band has written so far, with the edgy phrase of Nypan and the free form jazz outbursts summarizing perfectly the “avant-garde jazz meets King Crimson” aim of Tronosonic Experience. The purely ambient Voyager Pt.2 sends us completely uprpared to the heavy sounds of Rasputin and respectively the “arctic” Maelstrom (slight return) to Iron Camel (another excellent basic melody here), where Bardal and Nilsen sound brilliant. The more typical Jazz-prog 50 Let Pobedy gives way to the fantastically melancholic Lost Highway that closes the album perfectly and it’s probably the only unexpected element in the album.
Coming back to the initial question, the pleasant finding of surprise in a specified and predictable sound mix is another reason to bow down to the modern Norwegian prog scene. With II: The Big Blow, Tronosonic Experience escape the boundaries of a good band that follows the towline of a successful scene and their mark is now apparent. Given that their melodies have given me countless personal listening hours and kept me company during even more hours of lonely driving, I will be eagerly awaiting for their third album, hoping for the “biggest blow”.
7.5 / 10
Dimitris Kaltsas
2nd opinion
The band keeps its instrumental character, walking in jazz-rock paths. The album seems to be a result of an improvised procedure, with the Scandinavian approach being diffused throughout the atmosphere. The music references that were there in the first album make their presence once more (Elephant9, Møster!, Hedvig Mollestad Trio), alongside with the direct references to King Crimson and classic Jazz. The groove of their first album has decreased in some level, resulting in a bigger emphasis of the technocratic and the beautiful grandeur of the genre.
However, in the realm of improvisation, Voyager Pt.1 stands out with the first half having a minimal ambient approach and a beautiful guitar solo working as a bridge for the sound outburst that follows. An interesting experiment from the side of the Norwegians and my personal favorite. Lost Highway closes the album, and moves in atmospheric boundaries, without technical outburst and it is offered as a dessert at the end of a very good album as a whole.
8 / 10
Petros Papadogiannis
[Apollon Records, 2019]
Εισαγωγή: Δημήτρης Καλτσάς
Μετάφραση: Λευτέρης Σταθάρας
08 / 04 / 2019
Το προ διετίας ομώνυμο ντεμπούτο των Tronosonic Experience (οι κριτικές μας εδώ) μας σύστησε σε ένα ακόμα jazz/prog σχήμα από την Νορβηγία που δεν σταματά να μας βομβαρδίζει με εξαιρετικές κυκλοφορίες από τον συγκεκριμένο μουσικό χώρο. Το δεύτερο album του συγκροτήματος των Per Harald Ottesen (μπάσο), Ole Jørgen Bardal (σαξόφωνο), Øyvind Nypan (κιθάρα) και Jango Nilsen (ντραμς – η μοναδική αλλαγή στη σύνθεση) κυκλοφόρησε από την εξαιρετική Apollon Records (το prog παρακλάδι της για την ακρίβεια) που δείχνει να μεγαλώνει αρκετά γρήγορα με πολύ έξυπνες κινήσεις και αφοσίωση στον underground χώρο.
Με βάση το release note της εταιρείας, το ύφος της μπάντας παραμένει ίδιο και απαράλλαχτο. Όντας λοιπόν εμπνευσμένοι από avant-garde jazz 60s καλλιτέχνες και τις 70s progressive rock μπάντες, οι Tronosonic Experience συνεχίζουν να εξελίσσουν το μείγμα punk-jazz και instrumental rock που μας είχαν παρουσιάσει στον πρώτο τους δίσκο.
[bandcamp width=100% height=120 album=1377298301 size=large bgcol=ffffff linkcol=0687f5 tracklist=false artwork=small]
Πώς να εκπλήσσεις όντας προβλέψιμος
Η αλήθεια είναι πως μετά από αρκετές συνεχόμενες ακροάσεις συνειδητοποίησα ότι το release note της Apollon Recordse είναι εντυπωσιακά αληθές (συγκρινόμενο με τα απίστευτα παραμύθια που διαβάζουμε καθημερινά). Αυτό προσδίδει μεν μια ασφάλεια για το αποτέλεσμα, αλλά πόσο μακριά μπορεί να πάει μια μπάντα επιμένοντας ακριβώς στον ίδιο ηχητικό στόχο, πόσο δε μάλιστα όταν μιλάμε για ορχηστρική μουσική; Η απάντηση δεν αποκαλύπτεται απλά και εύκολα, αλλά μετά από αυτές τις ακροάσεις (συν άλλες τόσες, εξίσου αν όχι πιο απολαυστικές).
Πριν όμως περάσουμε στην πολυπόθητη απάντηση, είναι σημαντικό να παραθέσουμε μερικές σημαντικές λεπτομέρειες. Το ΙΙ: The Big Blow ηχογραφήθηκε εξολοκλήρου ζωντανά στα Ocean Sound Recordings, τα οποία βρίσκονται στο Giske, ένα απομονωμένο νησί με έκταση μόλις 2,67 τετρ. χλμ. στη δυτική Νορβηγία (εδώ για την ακρίβεια), με ηχολήπτη και παραγωγό τον Henning Svoren (έχει δουλέψει μεταξύ άλλων με τους Sonar, Hedvig Mollestad Trio, a-ha). Η σύνθεση των κομματιών ανήκει κυρίως στον μπασίστα Per Harald Ottesen (τα δύο ηπιότερα κομμάτια του δίσκου γράφτηκαν από τον κιθαρίστα Øyvind Nypan) και η τελική διαμόρφωση προέκυψε απόλυτα ομαδικά μεταξύ των τεσσάρων μελών. Η δημιουργία του δίσκου ξεκίνησε κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού των τεσσάρων στον Αρκτικό Κύκλο τον χειμώνα του 2018 και όπως δηλώνουν οι ίδιοι, αυτό είχε μεγάλη επιρροή στη μουσική του ΙΙ: The Big Blow. Η χρήση εξωτερικών ήχων σε διάφορα σημεία του δίσκου και προφανώς το ίδιο το εξώφυλλο το αποδυκνύουν. Εντυπωσιακά και ενδιαφέροντα όλα αυτά, ειδικά όταν διαπιστώνει κανείς την αντανάκλαση στη μουσική που παράλληλα ξεχύνεται από τα ηχεία.
Το βασικότερο ίσως πλεονέκτημα ενός ορχηστρικού δίσκου είναι η ροή. Εν προκειμένω, είναι άκρως επιτυχημένη και συναρπαστική. Τα δυναμικά κομμάτια του δίσκου έρχονται μετά από την «ηρεμία πριν την καταιγίδα» και οι εντυπώσεις κερδίζονται στρατηγικά. Μπαίνοντας όμως στην ουσία, το ΙΙ: The Big Blow δεν είναι απλά έξυπνα καλοστημένο, αλλά ένας πραγματικά πάρα πολύ καλός δίσκος με κομμάτια που μένουν και ένα σύνολο που προκαλεί για επανάληψη ακρόασης. Το εκπληκτικό ενεργοβόρο εναρκτήριο The Big Blow μας προσφέρει ένα από τις πιο απολαυστικές ενάρξεις δίσκου των τελευταίων ετών, από τις «ανάπηρες», αποδομημένες φράσεις του Nypan στο full blown jazz-prog που ακολουθεί, με το σαξόφωνο του Bardal σε πρωταγωνιστικό ρόλο. Από εδώ φαίνεται ήδη πως η παρουσία του Nilsen ανέβασε το επίπεδο του ρυθμικού section της μπάντας. Καθώς το Coup De Grace ξεκινά (η βασική φράση εδώ είναι κορυφαία), γίνεται φανερό πως όσο τέλεια κι αν είναι παιγμένα τα πάντα, η live εκτέλεση των κομματιών που έχει αποτυπωθεί άψογα από τον Svoren δίνει μια μοναδική αίσθηση αμεσότητας. Η υποψία που ήδη σχηματίζεται, επιβεβαιώνεται στη συνέχεια: το ελπιδοφόρο ντεμπούτο ξεπεράστηκε τόσο ποιοτικά όσο και καλλιτεχνικά. Η κορύφωση συναντάται στο Voyager Pt.1 που ξεκινά με μια μπασογραμμή του Ottesen από το βάθος. Το χτίσΙμο που ακολουθεί μας αποκαλύπτει το πιθανότατα κορυφαίο κομμάτι της μπάντας μέχρι σήμερα, με την edgy φράση του Nypan και το free from jazz ξέσπασμα να συνοψίζουν ιδανικά και ιδεατά την “avant-grade jazz meets King Crimson” στόχευση των Tronosonic Experience. Το αμιγώς ambient Voyager Pt.2 μας στέλνει απροετοίμαστους στο heavy Rasputin και αντίστοιχα το «αρκτικότατο» Maelstrom (slight return) στο Iron Camel (άλλη μία εξαιρετική βασική μελωδία εδώ) όπου Bardal και Nilsen εντυπωσιάζουν. Το πιο τυπικά jazz-prog 50 Let Pobedy αφήνει για το τέλος το υπέροχα μελαγχολικό Lost Highway που κλείνει το album ιδανικά και ίσως αποτελεί το μόνο μη αναμενόμενο στοιχείο στο σύνολο.
Επιστρέφοντας στο αρχικό ερώτημα, η ευχάριστη διαπίστωση της έκπληξης σε ένα προδιαγεγραμμένα προβλέψιμο ηχητικό μείγμα αποτελεί έναν ακόμη λόγο για υπόκλιση στη σύγχρονη νορβηγική prog σκηνή. Με το ΙΙ: The Big Blow οι Tronosonic Experience ξεφεύγουν (και αυτοί με τη σειρά τους) οριστικά από τα όρια μιας καλής μπάντας που ακολουθεί την πεπατημένη μιας επιτυχημένης σκηνής και το στίγμα τους είναι πια εμφανές. Δεδομένου ότι οι μελωδίες τους έχουν ήδη ταυτιστεί με πολλές πλέον προσωπικές ώρες ακρόασης και ακόμα περισσότερες ώρες μοναχικής οδήγησης, η αναμονή μου για το τρίτο τους album θα είναι μεγάλη, όπως και η ελπίδα για το “biggest blow”.
7.5 / 10
Δημήτρης Καλτσάς
2η γνώμη
Το συγκρότημα διατηρεί τον instrumental χαρακτήρα του, βαδίζοντας στα μονοπάτια της jazz-rock. Το αποτέλεσμα του άλμπουμ φαίνεται να προήλθε έπειτα από μία αυτοσχεδιαστική διαδικασία, με τη Σκανδιναβική προσέγγιση να είναι διάχυτη στην ατμόσφαιρα αυτού. Οι ηχητικές αναφορές που συναντήθηκαν στο πρώτο τους άλμπουμ δηλώνουν παρών και εδώ (Elephant9, Møster!, Hedvig Mollestad Trio), παράλληλα με τις ευθείς αναφορές στους King Crimson και στην κλασική jazz. To groove που χαρακτήριζε το πρώτο τους άλμπουμ έχει υποχωρήσει σε κάποιο βαθμό, με αποτέλεσμα να τονίζεται περισσότερο ο τεχνοκρατισμός και η όμορφη αυστηρότητα / επιβλητικότητα του είδους.
Ωστόσο, μέσα στο πλαίσιο των αυτοσχεδιασμών στέκει το Voyager Pt.1 με το πρώτο του μισό να έχει μία minimal ambient προσέγγιση με ένα πανέμορφο σόλο της κιθάρας να λειτουργεί ως γέφυρα για το ηχητικό ξέσπασμα που θα ακολουθήσει. Ένα ενδιαφέρον πείραμα από την πλευρά των Νορβηγών και το αγαπημένο μου κομμάτι. Το Lost Highway που κλείνει το άλμπουμ, κινείται σε ατμοσφαιρικά πλαίσια, δίχως τεχνικά ξεσπάσματα και προσφέρεται ως επιδόρπιο ενός συνολικά πολύ καλού δίσκου.
8 / 10
Πέτρος Παπαδογιάννης
Κάντε το πρώτο σχόλιο