Prog συγκροτήματα με ένα album (1969-1979) – μέρος I

Από τους: Πάρη Γραβουνιώτη, Ντίνα Δέδε, Γιάννη Ζαβραδινό, Δημήτρη Καλτσά, Κώστα Μπάρμπα, Τάσο Ποιμενίδη, Κώστα Ρόκα, Θωμά Σαρακίντση, Παναγιώτη Σταθόπουλο, Νίκο Φιλιππαίο

Μετάφραση: Αλέξανδρος Μαντάς, Δημήτρης Καλτσάς

 

Πέρα από τη διάρκεια και τη συνέπεια στο χρόνο, όλοι οι μουσικόφιλοι τρέφουμε μια ιδιαίτερη αδυναμία σε καλλιτέχνες και συγκροτήματα που εμφανίστηκαν ως διάττοντες αστέρες, αφήνοντας ελάχιστα αλλά άκρως πειστικά δείγματα των ικανοτήτων τους. Για πολλούς και διαφορετικούς λόγους, που στη σημερινή εποχή είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς, οι μπάντες με μία και μόνο full-length κυκλοφορία από το ξεκίνημα του progressive rock στα τέλη των 60s και μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’70 είναι πολλές και αρκετές από αυτές συγκαταλέγονται μεταξύ των κορυφαίων του ιδιώματος.

Η απόφαση να συγκεντρώσουμε όσο το δυνατό περισσότερες από τις αξιολογότερες κυκλοφορίες και να τις παρουσιάσουμε σε ένα αφιέρωμα έγινε με ενθουσιασμό, αλλά η επιλογή των ονομάτων οδήγησε στη διαπίστωση ότι θα χρειαστούν επτά μέρη, καθώς τα albums που επιλέχτηκαν είναι γύρω στα 160.

Για να διατηρήσουμε μια ομοιομορφία, αυτή τη φορά δεν θα ακολουθήσουμε χρονολογική σειρά. Τα “one-album wonders” θα παρουσιαστούν με τυχαία σειρά και κάθε άρθρο θα είναι ένα αδιάκοπο ταξίδι μπρος και πίσω στο χρόνο, που ελπίζουμε να είναι συναρπαστικό στην ανάγνωση όσο ήταν κάθε κομμάτι στη συγγραφή του.


 

Fantasy – Fantasy
[Liberty, 1970]

Οι Αμερικανοί Fantasy, αν και δεν αντέχουν στη σύγκριση με το βρετανικό σχήμα με το ίδιο όνομα, αποτελούν μία χαρακτηριστική και αγαπημένη περίπτωση της οριακά μεταψυχεδελικής ροκ περιόδου στις Η.Π.Α. Σχηματίστηκαν το 1967 στο Miami και η καλή φήμη τους ως live σχήμα τους έδωσε την ευκαιρία να ανοίξουν για τους Led Zeppelin, Frank Zappa και Steppenwolf. Αν και η επιτυχία ήταν πλέον αναμενόμενη, ο τραγουδιστής της μπάντας, Billy Robbins, εξαφανίστηκε ξαφνικά και αργότερα βρέθηκε νεκρός. Τη θέση του πίσω από το μικρόφωνο πήρε ένα 16χρονο κορίτσι, η Lydia Miller, με πολύ δυναμική φωνή που λάμπει στον υπέροχο και μοναδικό δίσκο της μπάντας που κυκλοφόρησε το 1970 από την Liberty.

Το στυλ των Fantasy είναι μία μίξη σκληρού ψυχεδελικού ροκ με αρκετά πομπώδες ύφος, έντονα στοιχεία πρώιμου progressive rock και το χαρακτηριστικό χρώμα του West Coast ήχου με τον δυναμικό και ταυτόχρονα ρομαντικό, ενίοτε περιπετειώδη χαρακτήρα, ο οποίος εδώ επιφυλάσσει αρκετές εκπλήξεις. Η μετάβαση στη νέα δεκαετία βρήκε τους Fantasy πιο έτοιμους από άλλα σχήματα για τις προκλήσεις για πιο τεχνική και δαιδαλώδη μουσική, αλλά η επιτυχία δεν ήρθε ποτέ, εκτός από τη ραδιοφωνική απήχηση του instumental Stoned Cowboy. Μετά τη διάλυσή τους συνέχισαν ως Year One χωρίς την Miller που συνέχισε ως solo καλλιτέχνιδα. Δυστυχώς πέθανε στα 55 της χρόνια το 2008.

 

Cruciferius – A Nice Way of Life
[Egg, 1970]

Στις αρχές της δεκαετίας του ’70 η γαλλική σκηνή ήταν μία από τις πιο ανερχόμενες και ρηξικέλευθες της Ευρώπης. Το A Nice Way οf Life, το μοναδικό album των Cruciferius, αποτελεί ένα σημαντικό κομμάτι της που μέσα από το σχετικά άγουρο στυλ του αποτελεί προπομπό για τα όσα όμορφα ακολούθησαν εντός Γαλλίας. Jazz αισθητική, heavy psych κιθάρες και ένα γενικότερο proto-prog ύφος χαρακτηρίζουν ολόκληρο τον δίσκο, με την πρώτη πλευρά να είναι αισθητά καλύτερη με κομμάτια όπως το εναρκτήριο Big Bird και το Let’s Try. Μεγάλο ατού των Cruciferius είναι το εξαιρετικό rhythm section των Bernard Paganotti / Patrick Jean, με τον πρώτο μάλιστα να είναι ιδιαίτερα γνωστός στους φίλους των Magma από τη συμμετοχή του στα Live/Hai και Üdü Ẁüdü. Στα αρνητικά η πολύ μέτρια προφορά της αγγλικής καθώς και το μάλλον ατυχές Annabel Lee που κλείνει έναν δίσκο που ούτως ή άλλως δεν μπορεί να χαρακτηριστεί αριστούργημα, αλλά εμπεριέχει πολλές εξαιρετικές ιδέες που χαρακτηρίζουν την εποχή στην οποία κυκλοφόρησε. Ο Paganotti συμμετείχε πέραν των Magma στον εξαιρετικό, μοναδικό δίσκο των Weidorje και στο προσωπικό του σχήμα Paga Group, ο Jean εμφανίστηκε σε δύο προσωπικούς δίσκους του Ντέμη Ρούσσου, ενώ οι Francois Breant και Marc Perru πέραν της προσωπικής καριέρας του πρώτου, συνυπήρξαν στους δύο δίσκους των prog rockers Nemo.

 

Sergius Golowin – Lord Krishna Von Goloka
[Die Kosmischen Kuriere, 1973]

Το άλμπουμ αυτό, που κατατάσσεται στην κατηγορία της ιδιαίτερης, ακόμα και παράδοξης μουσικής έκφρασης, κυκλοφόρησε το 1973 από την δισκογραφική Die Kosmischen Kuriere του Rolf-Ulrich Kaiser. Τον Kaiser ακόμα εμπιστεύονταν μερικοί από τους καλύτερους νέους μουσικούς του γερμανικού underground, όπως ο Klaus Schulze, το ψυχεδελικό folk ντουέτο των Bernd Witthüser & Walter Westrupp, καθώς και οι Jerry Berkers και Jürgen Dollase των Wallenstein. Τους προσκάλεσε, λοιπόν, στο στούντιο ξανά για να παρέχουν το μουσικό υπόβαθρο για τις απαγγελίες του Ελβετού συγγραφέα και εκδότη Sergius Golowin, πάνω στα ινδουιστικά του διδάγματα. Ο Golowin  ήταν μία από εκείνες της περίεργες μορφές που ανέδειξε η χίπικη αντικουλτούρα˙μελετητής των λαϊκών δοξασιών και του εσωτερισμού, συνεργάτης του Timothy Leary και ζωγραφισμένος από τον H.R. Ciger.

Σε μία αχλή ελεύθερου αυτοσχεδιασμού και μυστικιστικής παραζάλης αυτό το άτυπο γκρουπ ηχογράφησε τρεις μακρόπνοες συνθέσεις στις οποίες συνδυάζονται το acid folk, το proto-ambient, ο  avant-garde ιμπρεσιονισμός και επιρροές από την ινδική παράδοση. Το έντονα πειραματικό, προκλητικά ψυχεδελικό και αλλόκοτα μελωδικό αποτέλεσμα ίσως σε πολλούς φανεί κάπως δύσβατο. Ωστόσο, το Lord Krishna Von Goloka αποτελεί ένα καταπληκτικό ντοκουμέντο της πρώτης, ασυμβίβαστης και πρώιμα ώριμης φάσης του krautrock και απευθύνεται σε μια από τις πιο δυσπρόσιτες πλευρές της ανθρώπινης ύπαρξης: τον μεταφυσικό αγώνα προς μία συμπόρευση με τον συχνά ερμητικό φυσικό κόσμο και τελικά με το σύμπαν.

 

Delivery – Fools Meeting
[B & C Records, 1970]

Δημιουργήθηκαν το 1966 από τις στάχτες των Βruno’s Βand από τους αδερφούς Miller (Phill: κιθάρα, Steve: πλήκτρα) και Pip Pyle (τύμπανα). Η σύνθεση σταθεροποιήθηκε με τις προσθήκες των Lol Coxhill (πνευστά), Carol  Grimes (φωνητικά) και Roy Babbington (μπάσο). Στην κυκλοφορία τoυ μοναδικού δίσκου τους Fools Meeting οι blues καταβολές έχουν υποχωρήσει αισθητά δίνοντας χώρο σε πιο jazz κατευθύνσεις. H Grimes δικαιολογεί (έως ενός σημείου) την φήμη της ως «Grace Slick της Αγγλίας» με την δυναμική και ψυχωμένη της ερμηνεία. Συνθέσεις που ξεχωρίζουν είναι τα Blinded to Your Light, Miserable Man καθώς και η εκπληκτική διασκευή του It is Really the Same (του Keith Jarrett). Mετά τη διάλυσή τους, η Grimes ακολούθησε προσωπική καριέρα σε πιο blues / jazz / soul κατευθύνσεις. O επόμενος σταθμός του Pip Pyle ήταν οι Gong (Camembert Electrique), ενώ οι αδερφοί Miller και ο Coxhill θα συμμετάσχουν στα sessions του Waterloo Lilly και ο Phill Miller στους δύο δίσκους των Matching Mole. Τότε έγινε μια απόπειρα επανασύνδεσης των Delivery (χωρίς την Grimes) από τους αδελφούς Miller, Richard Sinclair και Pip Pyle με σποραδικές εμφανίσεις και κάποιες δοκιμαστικές ηχογραφήσεις. Ο Steve Miller θα αποχωρήσει δίνοντας την σκυτάλη στον Dave Sinclair κι αυτός με τη σειρά του στον Dave Stewart σηματοδοτώντας έτσι το τέλος των Delivery και την αρχή των Hatfield and the North. Αυτά όμως είναι (μια άλλη) ιστορία…

 

Cargo – Cargo
[Harvest, 1972]

Όταν κάποιος φίλος με ρωτάει να του προτείνω κάποιον obscure prog 70s δίσκο που να είναι τέρμα heavy και κιθαριστικός, οι Cargo είναι σίγουρα μέσα στις πρώτες 2-3 σκέψεις που θα κάνω. Οι Ολλανδοί αποτελούν ακόμα μία μπάντα που κυκλοφόρησαν έναν και μόνο δίσκο και μετά χάθηκαν στη λήθη του χρόνου. Αποτελούμενοι από τα αδέρφια De Hont στις κιθάρες, τον Wim De Vries σε φωνητικά και μπάσο και τον Βρετανό Dennis Whitbread, πρώην drummer των prog rockers Ekseption, οι Cargo μέσα από το ομώνυμο album τους επιδίδονται σε ένα άνευ προηγουμένου διπλό κιθαριστικό όργιο, είτε όταν jam-άρουν, riff-άρουν ή σολάρουν. Το εναρκτήριο δεκάλεπτο Sail Inside σε αρπάζει από τον λαιμό με τις εναλλαγές ρυθμών και τον καταιγισμό ιδεών και μελωδιών, ενώ η γρετζάτη φωνή του De Vries πάει γάντι με το στυλ τους. Στο τζαμαριστό Cross Talking που ακολουθεί οι κιθάρες παίρνουν φωτιά σε μία σύνθεση που δεν έχει να ζηλέψει τίποτα απολύτως από τους Wishbone Ash. Το funky Finding Out χωρίς να μειώνει στο παραμικρό την αξία του το επακόλουθο σχόλιο, αποτελεί μια μικρή ανάσα για το τελειωτικό χτύπημα του Summerfair, ένα 17λεπτο έπος που αποδεικνύει το μουσικό τους ταλέντο και σου δημιουργεί την απορία τι θα μπορούσαν να κυκλοφορήσουν εάν συνέχιζαν. Δεκάρι ακατέβατο.

 

Samurai – Samurai
[Greenwich Gramophone Company, 1971]

Για να αναζητήσουμε τις ρίζες των Samurai, θα πρέπει να ανατρέξουμε στη δισκογραφική πορεία των The Web και επί της ουσίας στο τρίτου τους album I Spider. Κατ’ ακρίβεια, οι Samurai λογίζονται ως προέκταση των The Web του I Spider καθώς συμμετέχουν όλoι οι συντελεστές του συγκεκριμένου album (εκτός του σαξοφωνίστα και φλαουτίστα Tom Harris) και φυσικά ουδεμία σχέση έχουν με τους έτερους Samurai του Ιάπωνα Miki Curtis. Φημολογείται ότι ο Lawson εμπνεύστηκε το όνομα της μπάντας ορμώμενος από τη θητεία του για κάποιο διάστημα στον Ιαπωνικό στρατό. Το Samurai κυκλοφόρησε το 1971 και ως προς το ύφος συμμειγνύει το prog rock, το jazz / prog, το brass rock και τον ήχο των Canterbury related συγκροτημάτων. Η μπάντα σμίλευσε το υλικό του I Spider και το μετέτρεψε σε κάτι πιο συνοπτικό, πιο άμεσο, με groove και ένταση που σε σημεία είναι πιο αυξημένη. Θεσπέσια πνευστά, απαράμιλλες μελωδίες και ένας ηδυμελής Dave Lawson συνθέτουν ένα αψεγάδιαστο κόσμημα των ’70s. Ποιοτικά ο δίσκoς αγγίζει πολύ υψηλές στάθμες και αποτελεί σύντροφο ζωής από την ανακάλυψή του και εφεξής. Άραγε, πόσα As I Dried the Tears Away μας λυτρώνουν σήμερα από την επίγεια παροδικότητα; Τι θα γινόταν αν οι Samurai είχαν συνεχίσει; Οι αφοσιωμένοι θιασώτες των ’70s θα είχαν έναν ακόμη λόγο να παραληρούν και ο Dave Greenslade θα αναγκαζόταν να κλωνοποιήσει τον Lawson.   

 

Still Life – Still Life
[Vertigo, 1971]

O μοναδικός δίσκος των Still Life είναι ένα από τα διαμάντια που μας χάρισε η Vertigo στο λυκαυγές των 70s. Το gatefold εξώφυλλο με τα λουλούδια και το κρανίο στο οπισθόφυλλο, οι αρκετά περίεργοι στίχοι και η μυστηριακότητα του keyboard-driven πρώιμου progressive rock τους με την απουσία ηλεκτρικής κιθάρας (που δεν ήταν ασυνήθιστο φαινόμενο στο progressive rock τότε) και τον έντονο γοτθικό κλασσικισμό προσθέτουν σημαντικά στον μύθο των Still Life. Το album ηχογραφήθηκε στα Nova Sound Studios στο Λονδίνο και μεταξύ των έξι κομματιών του δίσκου δεν υπάρχει κανένα που υστερεί. Τουναντίον, το επαναστατικό πνεύμα του βρετανικού underground μαγεύει, με υπέροχες φωνητικές μελωδίες και οργιώδη πλήκτρα που παραπέμπουν πρωτίστως στους Uriah Heep και δευτερευόντως στους Arthrur Brown’s Kingdom Come (με τους οποίους περιόδευαν, όπως και με τους  Edgar Broughton Band και Titus Groan).

Αν και το συμβόλαιο με την Vertigo ήταν για έξι albums, οι Still Life διαλύθηκαν άδοξα αφήνοντάς μας έναν από τους ομορφότερους βρετανικούς early prog δίσκους. Το ακόμα πιο μυστηριώδες είναι τα ίχνη των τεσσάρων χάθηκαν για αρκετά χρόνια. Ο Terry Howells (πλήκτρα) σήμερα ζει στην Ελβετία και γράφει ακόμα μουσική, ο Martin Cure (φωνητικά) έγινε μέλος των Cupid’s Inspiration το 1971, ο Alan Savage (ντραμς) ζει στο Northampton, ενώ ο Graham Amos (μπάσο) δυστυχώς πέθανε τον Ιούνιο του 2003.

 

Brainchild – Healing of the Lunatic Owl
[A&M Records, 1970]

O μόνος γνωστός συμμετέχων στο μοναδικό album των Λονδρέζων Brainchild που κυκλοφόρησε το 1970 από την A&M ήταν ο Lennie Wright των Web και Samurai, ο οποίος ανέλαβε την παραγωγή. Το σεπτέτο των Brainchild αποτελούνταν από ένα τυπικό rock κουαρτέτο (κιθάρα, πλήκτρα, μπάσο, ντραμς) συν το τριμελές τμήμα των πνευστών (σαξόφωνο / φλάουτο, τρομπέτα, τρομπόνι). Αυτό, σε συνδυασμό με την ιστορική συγκυρία της εκκίνησης της δεκαετίας του ’70 και τις τάσεις στον αναβράζοντα underground βρετανικό χώρο δικαιολογεί το ιδιόμορφο μουσικό μείγμα των Brainchild. Το progressive rock / jazz-rock / brass rock τους βασιζόταν κυρίως στους πρώιμους Chicago και If και αντίστοιχα σχήματα ηχητικά ήταν οι Galliard και Warm Dust, με το prog στοιχείο να παραπέμπει στους Web και Samurai. Το αποτέλεσμα τελικά είναι μοναδικό, ποικίλο και όμορφα άνισο. Η γνησιότητα της προσέγγισης, η εκτελεστική δεινότητα και η αθωότητα που απέχει παρασάγγας από την αφέλεια ανεβάζουν κατακόρυφα την απόλαυση της ακρόασης μέσα από εναλλαγές ύφους ή και μουσικού είδους κι αυτό χωρίς το συνθετικό επίπεδο να καταπλήσσει. Η παραδοξότητα του κλασσικότατου εξώφυλλου και το γεγονός πως κανένα από τα επτά μέλη δεν έπαιξε ποτέ ξανά σε κανέναν άλλο δίσκο μετά την εξαφάνιση των ιχνών των Brainchild, προσθέτουν στον μύθο μιας ακόμα αγαπημένης και μοναδικής περίπτωσης δίσκου που όσο περνούν τα χρόνια ακούγεται ως όλο και πιο απολαυστικό vintage.

 

Nosferatu – Nosferatu
[Vogue Schallplatten, 1970]

Κλασσικότατο παράδειγμα του πρώιμου krautrock ήχου, οι Nosferatu συνδύασαν στο χαρμάνι τους σκληρές κιθάρες με εκτενή solos, jazz τεχνοτροπία και trippy, ψυχεδεδικές ατμόσφαιρες. Επηρεασμένοι κυρίως από τη βρετανική σκηνή και μπάντες όπως οι Colosseum, Van Der Graaf Generator και Skin Alley, οι Γερμανοί με τη μία και μοναδική τους κυκλοφορία μπήκαν στη λίστα των ξεχασμένων πλην όμως ποιοτικότατων σχημάτων των early 70s. Ακούγοντας τον δίσκο ο ακροατής θα εντοπίσει πολλά κοινά στοιχεία και με άλλους συνοδοιπόρους τους όπως οι Xhol Caravan, Out Of Focus και Rufus Zuphall, ενώ ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά είναι η ποικιλία μεταξύ των συνθέσεων. Φερ’ ειπείν το εναρκτήριο Highway, το Vanity Fair και το jam-αριστό Found My Home εκπροσωπούν το πιο heavy πρόσωπο των Nosferatu, το εντελώς ψυχεδελικό No. 4 είναι βαθύτατα επηρεασμένο από τους 60s Pink Floyd, ενώ το Work Day και κυρίως το Willie the Fox είναι τα πιο πολυποίκιλα κομμάτια με στοιχεία από jazz, folk και heavy psych και τα παθιασμένα περάσματα από φλάουτο, σαξόφωνο και πλήκτρα να είναι διάχυτα παντού. Μετά τη διάλυσή τους το μόνο μέλος που συνέχισε δισκογραφικά ήταν ο φλαουτίστας / σαξοφωνίστας Christian Felke που συμμετείχε Move On, τον δεύτερο δίσκο των Epsilon που κυκλοφόρησε το 1972.

 

Gringo – Gringo
[MCA Records, 1971]

Προερχόμενοι από τις στάχτες των Toast και Utopia, οι Gringo σχηματίστηκαν το 1970 και έπαιξαν με τους Black Widow πριν ηχογραφήσουν τον μοναδικό τους δίσκο. Το album κυκλοφόρησε από την MCA το καλοκαίρι του 1971 και κατόπιν έπαιξαν ζωντανά με τους Caravan και Barclay James Harvest. Το ομώνυμο album των Gringo είναι ένα από τα καλύτερα δείγματα prog της σκηνής του Canterbury χωρίς ίχνος jazz, με τα ιδιόμορφα, σχεδόν ανδρόγυνα lead φωνητικά της Synge να δένουν πολύ με αυτά των υπολοίπων. Από το εξαιρετικό αυτό album ξεχωρίζουν δύο σπουδαία κομμάτια, το Cry The Beloved Country και το I‘m Another Man.

Αν και υπήρχαν σχέδια για δεύτερο δίσκο με τον Jon Hiseman ως παραγωγό, το καλοκαίρι του 1972 η μπάντα διαλύθηκε οριστικά και τα τέσσερα μέλη ακολούθησαν εντελώς διαφορετικές πορείες. Η Synge (ως Casey Synge πλέον) τραγούδησε ως session με τους Leigh Stevens, Pilot, Lou Reed, Mott The Hoople, Cockney Rebel, Marsha Hunt και Maggie Bell, ο Henry Marsh (κιθάρα, πλήκτρα, φωνητικά) ήταν ιδρυτικό μέλος των Sailor, ο Simon Byrne (ντραμς, φωνητικά) έβγαλε έναν προσωπικό δίσκο και ο John G. Perry (μπάσο, φωνητικά) είχε σημαντική πορεία ως μέλος των Aviator, Caravan, Spreadeagle και Quantum Jump, ενώ το πρώτο του solo album, το καταπληκτικό Sunset Wading, αποτελεί ένα από τα πιο ενδιαφέροντα και σημαντικά δείγματα Canterbury prog.

 

Brèche – Carapace Et Chair Tendre
[Le Tamanoir, 1979] 

Το κουαρτέτο των Brèche από το Québec του Καναδά δημιουργήθηκε από τα αδέλφια Marc (πιάνο, φλάουτο, σαξόφωνο) και Paul Bolduc (μπάσο τρομπόνι), τον Daniel Roussel (κιθάρα) και τον Jacques Joubert (βιολί). Η μουσική τους ήταν ένα καθόλου τυπικό δείγμα prog folk σχεδόν αποκλειστικά ακουστικό (εκτός του μπάσου), instrumental κατά το ήμισυ, γεμάτο από μελωδίες και τεχνικό παίξιμο. Τα ως επί το πλείστον χορωδιακά φωνητικά και των τεσσάρων προσθέτουν μία βουκολικότητα στα ρομαντικά και κατά τόπους δραματικά θέματα που εντείνονται από την απουσία κρουστών και ηλεκτρικής κιθάρας. Στο μυστηριωδώς τιτλοδοτημένο Carapace Et Chair Tendre («Κέλυφος και τρυφερή σάρκα») ακούγονται κοινά στοιχεία με τους Conventum, L’Engoulevent (ομόσταυλοι των Brèche στην Le Tamanoir), Connivence και φυσικά τους Harmonium. Η περίπλοκη υφή των μελωδιών, το εξαιρετικό δέσιμο των τεσσάρων και η αριστουργηματική ενορχήστρωση -με την επιλογή του τρομπονιού να εκπλήσσει αρχικά και να πείθει σε κάθε ακρόαση- κατατάσσουν τον δίσκο στα κρυμμένα διαμάντια της καναδικής 70s σκηνής και του 1979 (κλικ).  Για άγνωστους λόγους οι Brèche δεν συνέχισαν μετά από αυτό. Εκτός από τον Joubert που είχε ένα σύντομο πέρασμα από τους Barde, τα ίχνη των υπολοίπων τριών χάθηκαν μετά το μοναδικό album των Brèche που μέχρι σήμερα αποτελεί ένα στολίδι της σκηνής του Québec.


Alusa Fallax – Intorno Alla Mia Cattiva Educazione
[Fonit, 1974]

Ιδρυμένοι από τον κιθαρίστα Guido Gabet και τον πληκτρά Massimo Parretti, οι εκ Μιλάνου ορμώμενοι Alusa Fallax ολοκλήρωσαν τη σύνθεση τους από τα τρία αδέρφια Augusto, Mario και Guido Cirla σε φωνή / drums, φλάουτο / σαξόφωνο και μπάσο αντίστοιχα, και το 1974 κυκλοφόρησαν το Intorno Alla Mia Cattiva Educazione. Επηρεασμένος από το symphonic prog κυρίως των Genesis και των Gentle Giant και φυσικά από την κλασσική μουσική όπως σχεδόν όλη η ιταλική σκηνή, ο μοναδικός δίσκος των Alusa Fallax συγκαταλέγεται με άνεση στα πιο ποιοτικά και συναρπαστικά LP του Rock Progressivo Italiano. Ασύγκριτο τεχνικό επίπεδο, εμπνευσμένες μελωδίες και συνεχείς αλλαγές ρυθμών και διαθέσεων χαρακτηρίζουν τις 13 συνθέσεις οι οποίες κατά κάποιον τρόπο συνδέονται μεταξύ τους μέσω 2-3 βασικών θεμάτων. Η ψυχωμένη φωνή του Augusto Cirla με το χαρακτηριστικό γρέζι εντυπωσιάζει, με την υπόλοιπη μπάντα να  παίζει όλη την ώρα στο μάξιμουμ των δυνατοτήτων της. Πέραν του συμφωνικού prog που κυριαρχεί καθόλη τη διάρκεια του δίσκου, στη δεύτερη πλευρά κάνουν την εμφάνισή τους και αρκετά jazzy prog στοιχεία σε κομμάτια όπως τα E’ Oggi και E’ Cosi Poco Quel Che Conosco που όλως περιέργως ταιριάζουν μοναδικά. Έχοντας κατά νου το πόσο ολοκληρωμένο ηχεί το Intorno, είναι απορίας άξιο που κανένα μέλος τους δεν συμμετείχε ξανά σε κάποιο άλλο σχήμα.

 

Quiet Sun – Mainstream
[Island Records, 1975]

Περισσότερο σαν ένα βραχύβιο εγχείρημα, παρά ως σχήμα με συνέπεια και συνέχεια στο χρόνο, οι Quiet Sun εξέδωσαν το 1975 ένα και μοναδικό άλμπουμ που μνημονεύεται ανάμεσα στα σημαντικότερα του «ήχου του Canterbury». Οι Philip Manzanera (κιθάρες, πιάνο), Dave Jarrett (πιάνο, όργανο, συνθεσάιζερ), Charles Hayward (κρουστά, πλήκτρα, φωνή) και Bill MacCormick (μπάσο, δεύτερα φωνητικά), έστησαν το συγκρότημα πίσω στο 1970, για να αποφασίσουν δυο χρόνια μετά ότι το πράγμα δεν τσουλάει και να το αφήσουν στην άκρη. Θα τραβήξουν για αλλού, λοιπόν, με τον Manzanera να απλώνει το κιθαριστικό του μεγαλείο στους Roxy Music, τον Hayward να καταπιάνεται με πειραματικές τεχνικές στις πρώτες ημέρες των This Heat, τον MacCormick να πλαισιώνει τις εμπνεύσεις του Robert Wyatt στους Matching Mole και τον Jarrett να στρίβει δια της διδασκαλίας των μαθηματικών σε κολέγιο.

Μια τριετία αργότερα, η πρωτοβουλία του Manzanera και το κίνητρο της ηχογράφησης μέρους από το υλικό που δοκίμαζαν προ διάλυσης, θα τους συσπειρώσει. Στο Mainstream, με τη βοήθεια των Brian Eno (συνθεσάιζερ, ηλεκτρονική επεξεργασία) και Ian MacCormick (δεύτερα φωνητικά), σκάρωσαν ένα αμάλγαμα τεχνικής και συνθετικής ευφυΐας. Μια ισορροπημένη παρουσία της progressive rock νοοτροπίας σε ένα jazz fusion σώμα, όπου οι νευρωτικές κιθάρες δρουν αιχμηρά, ο λυρισμός των πλήκτρων αποτυπώνεται μελωδικά και η συνύπαρξη groovy και λυσεργικού μπάσου με ελκυστικά ελισσόμενα κρουστά λάμπει.

 

Lagger Blues Machine – Lagger Blues Machine
[CBS, 1972]

Η περίπτωση των Βέλγων Lagger Blues Machine με τη δηλωμένη λατρεία τους στην μπύρα έχει τις ιδιαιτερότητές της. Με μέλη τα αδέρφια Christian και Jean-Luc Duponcheel (πλήκτρα και ντραμς αντίστοιχα) και τους Jose Cuisset (κιθάρα), Michel Maes (μπάσο), Carmelo Pilotta (πνευστά) και Vincent Mottouille (πλήκτρα), είχαν την τύχη να ανοίξουν για τους Wishbone Ash και Warhorse σε ένα εμπορικό κέντρο στις Βρυξέλλες το 1970. Έτσι, κέντρισαν το ενδιαφέρον της CBS με την οποία κυκλοφόρησαν το 1972 το ομώνυμο και μοναδικό studio album τους που έμελλε να τους χαρίσει μία εξέχουσα θέση στο πάνθεον του underground prog που παραμένει άσβηστη στο χρόνο. Η μουσική τους στις πέντε καταπληκτικές συνθέσεις που συναποτελούν το album (τρεις του C. Duponcheel και δύο του Mottouille) δεν ομοιάζει ιδιαίτερα με τίποτα σύγχρονό τους στη χώρα τους και την κεντρική Ευρώπη γενικότερα. Το ελευθεριακό progressive rock τους και το αβίαστο μπλόλιασμα με heavy psych, jazz-rock και σε σημεία zeuhl-οειδή τελετουργικότητα με κυρίαρχο jamming πνεύμα γοητεύει για την εκρηκτικότητα, την έμπνευση και την ζωντάνια του. Το 1988 κυκλοφόρησε το Tanit Live, που περιλαμβάνει εκείνη την εμφάνισή τους του 1970, δυστυχώς με κάκιστη ποιότητα ήχου. Μετά τη διάλυσή τους ο Cuisset έπαιξε στο πρώτο album των hard rockers Downtrip, ενώ ο Christian Duponcheel ήταν ιδρυτικό μέλος των θρυλικών psych-prog rockers Dragon (Dragon, 1976). 

 

Titus Groan Titus Groan
[Dawn, 1970]

Αφορμώμενοι από το γοτθικό περιβάλλον που κάστρου Gormenghast του Βρετανού λογοτέχνη Mervyn Peake, οι Titus Groan πραγμάτωσαν τον ευσεβή τους πόθο σχηματίζοντας το 1969 ένα σχήμα που θα υπηρετούσε πιστά το όραμά τους. Οι ιθύνοντες νόες ήταν ο Stuart Cowell (φωνητικά, κιθάρες, πλήκτρα) και ο Tony Priestland (σαξόφωνο, φλάουτο, όμποε), συνεπικουρούμενοι από τους John Lee (μπάσο, φωνητικά) και Jim Toomey (τύμπανα). Αν και πέραν του εικαστικού και στιχουργικού σκέλους που θα ενσάρκωνε λίγο ή πολύ τις λογοτεχνικές προτιμήσεις των Powell – Priestland, ο σκοπός του Powell δεν ήταν η δημιουργία ενός σχήματος ταγμένου στο post-psychedelic πνεύμα της εποχής (ήταν δοσμένος σε μπάντες τύπου The Byrds και Crosby, Stills, Nash and Young). Αυτό προέκυψε λόγω των διαμετρικά αντίθετων επιρροών του κάθε μέλους ξεχωριστά. Τοιουτοτρόπως, η μουσική εδώ έχει σαφώς αμεσότατη σχέση με το progressive rock συνυφαίνοντας το σκληρό rock με jazz, folk, blues ακόμη και ψήγματα από pop και country. Το πολυσχιδές οικοδόμημα του δίσκου δεν λέει να κατεδαφιστεί 48 έτη μετά την κυκλοφορία του, όπου ακόμη και τώρα ό,τι ακούγεται από τα αυλάκια του δίσκου μας εντυπωσιάζει. Τι θα γινόταν αν είχαν συνεχίσει οι Titus Groan; Το υλικό θα εξακολουθούσε να μην έβρισκε ανατπόκριση σε πλατύτερες μάζες και εμείς οι «εκλεκτοί» θα αναριγούσαμε σε κάθε φύσημα του τιτάνα Priestland.

 

Ardo DombecArdo Dombec
[Pilz, 1971]

Οι Ardo Dombec ήταν μία underground μπάντα από το Αμβούργο που σχηματίστηκε στις αρχές των 70’s και κυκλοφόρησε το μοναδικό της album από την Pilz. Αν και γερμανικό, αυτό το album ακούγεται περισσότερο βρετανικό. Η έμφαση δίνεται εμφανώς στο σαξόφωνο και μουσικά το στυλ εδώ μπορεί να περιγραφεί ως funky, groovy, bluesy progressive jazz-rock με αρκετά heavy ύφος. Περίπλοκοι ρυθμοί, βιρτουοζικές jazz επιρροές, φλάουτο και κιθάρα κυριαρχούν flute and guitar έντονα στον ήχο τους. Τα ντραμς και το μπάσο ακολουθούν συχνά ταχύτατους ρυθμούς σε heavy περιβάλλον, φλερτάροντας με το fusion.

Ωστόσο, η μπάντα χαρακτηρίζεται και από έντονη αίσθηση χιούμορ. Πρώτα απ’ όλα, το εξώφυλλο του δίσκου First, αναπαριστά έναν κάκτο μέσα σε ένα παγωτό, το οποίο αντιστοιχεί στο όλο συναίσθημα που αποπνέει το album. Κάτι μπορεί να ακούγεται ρομαντικό, αλλά μπορεί εύκολα να μετουσιώνεται σε αιχμηρούς ήχους. Αυτό υποστηρίζεται και από τους κυνικούς και σκοτεινούς στίχους. Εκτός αυτού, το κομμάτι Oh, Sorry διάρκειας μόλις 8 δευτερολέπτων στη δεύτερη πλευρά σε κάνει να πιστεύεις ότι ο δίσκος είναι γρατζουνισμένος. Πολλοί ακροατές σίγουρα σοκαρίστηκαν όταν το πρωτοάκουσαν.

Συνοψίζοντας, πρόκειται για ένα δίσκο με καλές συνθέσεις και παρά την underground φύση τους, είναι ευκολομνημόνευτα. Δεν πρόκειται για αριστούργημα, αλλά για ένα ένα σημαντικό album. Αναμφισβήτητα αξίζει να το ακούσει κανείς, κυρίως για το heavy groove του σαξόφωνου του Helmut Hachmann που ομολογουμένως κυριαρχεί.

 

Zartong – Zartong
[DOM, 1979]

Ελάχιστα είναι γνωστά για το κουαρτέτο των Αρμένιων Zartong που ήταν εγκατεστημένοι στο Παρίσι, όπου και ηχογράφησαν τον μοναδικό τους δίσκο που κυκλοφόρησε το 1979. Όλη η πρωτοτυπία που λείπει από το εξώφυλλο του Zartong βρίσκεται στις μελωδίες και το ύφος της μουσικής που έχει μικρή επιρροή από το αρκετά πειραματικό γαλλικό rock της εποχής. Το στυλ των Zartong είναι ένα μείγμα progressive rock με folk rock και psych / space με synths που εκτείνεται από το συμφωνικό στυλ των Eloy μέχρι το ηλεκτρονικό kraut ambience, με κυρίαρχο instrumental χαρακτήρα και ελάχιστα φωνητικά. Ο βαθιά underground χαρακτήρας (η παραγωγή «βοηθάει» εδώ) και η υπέροχη μείξη αρμένικης / τουρκικής παραδοσιακής μουσικής με βιολί και σαντούρι να πρωταγωνιστούν με τα prog, jazzy αλλά και οριακά zeuhl έως και disco στοιχεία θα μπορούσαν να ήταν αρκετά για να μας χαρίσουν ένα μοναδικό αριστούργημα. Μπορεί αυτό να μην συνέβη, ωστόσο η ατμοσφαιρικότητα της μουσικής των Zartong μαγεύει τους φίλους του ήχου ακόμα και σήμερα. Αν υπάρχει ένα σχήμα που ακούγεται κάπως συγγενικό, αυτό δεν είναι άλλο από τους Asia Minor που κυκλοφόρησαν το ντεμπούτο τους (Crossing the Line) την ίδια χρονιά και ήταν επίσης εγκατεστημένοι στο Παρίσι. Μας είναι άγνωστο αν τα δύο συγκροτήματα είχαν κάποια σύνδεση, όπως και το τι απέγιναν τα τέσσερα μέλη των Zartong.

 

De De Lind – Io Non So Da Dove Vengo E Non So Dove Mai Andrò, Uomo È Il Nome Che Mi Han Dato
[Mercury, 1972]

Το μοναδικό album των De De Lind θεωρείται μέχρι σήμερα ως ένα από τα κορυφαία δείγματα Rock Progressivo Italiano και φυσικά διεκδικεί το ρεκόρ μεγαλύτερου τίτλου δίσκου (Δεν ξέρω από πού έρχομαι και δεν ξέρω πού θα πάω, άνθρωπος είναι το όνομα που έχω δώσει). Σχηματίστηκαν το 1969 στο Μιλάνο παίρνοντας το όνομά τους από ένα μοντέλο του Playboy και μετά από τρία single κυρίως σε beat ύφος, το full-length album τους κυκλοφόρησε από την Mercury. Εδώ το στυλ του κουιντέτου είχε αλλάξει πλέον εντελώς. Το heavy prog με εξαιρετικά prog folk σημεία που ξεχύνεται από τις πρώτες νότες του Fuga e Morte μέχρι το κλείσιμο του δίσκου εντυπωσιάζει, έχοντας έναν χαρακτήρα ταξιδιού, όπως υπαγορεύει ο τίτλος, με τον τραγουδιστή Vito Paradiso στο ρόλο του ανθρώπου-πρωταγωνιστή. Από το εξαιρετικά δεμένο σύνολο των De De Lind δεν υστερεί κανείς αλλά μεταξύ ίσων ξεχωρίζουν οι Matteo Vitolli (κιθάρες, κρουστά, φλάουτο) και Gilberto Trama (πνευστά, πλήκτρα) που συνυφαίνουν αριστοτεχνικά τις μελωδίες προσφέροντας επίσης μερικά εντυπωσιακά solo.

Μετά την κυκλοφορία του δίσκου, οι De De Lind έπαιξαν την ίδια χρονιά στο Rassegna di Musica Popolare στην Ρώμη και στο Be-In festival στη Νάπολη. Κατόπιν η μπάντα διαλύθηκε και εκτός του τραγουδιστή Paradiso που έκανε μία σύντομη solo καριέρα, η μετέπειτα πορεία των υπολοίπων αγνοείται.

             

 

The Battered OrnamentsMantlePiece
[Harvest, 1969]

Οι Battered Ornaments ξεκίνησαν ως το μουσικό όχημα του ποιητή / στιχουρχού / ερμηνευτή Pete Brown με εξαιρετικούς μουσικούς της τότε βρετανικής jazz-rock σκηνής, όπως οι Chris Spedding (κιθάρα), Νisar Ahmad “George” Khan, Dick Heckstall-Smith (πνευστά), Butch Potter (μπάσο), Rob Tait (τύμπανα). Μετά  το υπέροχο Α Μeal You Can Shake Hands With in the Dark (1969), απολύεται ο οραματιστής, ενώ στο ήδη υπάρχον υλικό οι Battered Ornaments φρόντισαν να επεκτείνουν την απόρριψη τους προς τον Brown αντικαθιστώντας τα φωνητικά του με αυτά του Spedding. Aποτέλεσμα αυτής της ριζικής αλλαγής, η κυκλοφορία του MantlePiece, του μοναδικού ως απλώς The Battered Ornaments.

Η απουσία του Βrown με την ιδιαίτερη και χαρακτηριστική χροιά είναι αισθητή σε σημείο να υποβαθμίζονται οι κατά τα άλλα αξιόλογες συνθέσεις του. Η χημεία και οι αυτοσχεδιαστικές αρετές της μπάντας κατορθώνουν οριακά να διασώσουν τη γενική εικόνα, αλλά ο Spedding ως τραγουδιστής δεν πείθει και ο δίσκος μας αφήνει μια έντονη αίσθηση ανεκπλήρωτης προσδοκίας. Οι αυξανόμενες καλλιτεχνικές ανησυχίες κάθε μέλους και ο κλονισμός της συνοχής οδήγησαν στη διάλυση των Βattered Ornaments. Ο παραγωγικότατος Chris Spedding έπαιξε κιθάρα σε προσωπικές δουλειές του jack Βruce. Ο Rob Tait πέρασε από τους Vinegar Joe για να καταλήξει στους Piblokto! του Pete Βrown και τα υπόλοιπα μέλη συμμετείχαν σε πολυάριθμα sessions κάποια από αυτά σχετικά με την σκηνή του Canterbury.

 

Indian Summer – Indian Summer
[Neon, 1971]

Τι θα σκεφτόσασταν αν σας έλεγε κανείς ότι στα τέλη των 60s δημιουργήθηκε ένα κουαρτέτο στο Birmingham που έμελλε να έχει ίδιο management, παραγωγό και εξίσου πλούσιο ταλέντο με τους Black Sabbath; Πολλές οι συμπτώσεις και το τελευταίο σίγουρα φαίνεται βαρύ ως δήλωση, ακούγοντας κανείς όμως τον ομώνυμο δίσκο του 1971 διαπιστώνει κανείς ότι έχει βάση και ότι οι Indian Summer είχαν συνθετικό και εκτελεστικό αέρα πολύ μεγάλης μπάντας. Το heavy prog τους με πληθώρα ενέργειας που σε σημεία παραπέμπει σε live jam αλλά και με έντονη αίσθηση μελωδίας και λυρισμού -όπου βρίσκονται ακουστικά / ήρεμα μέρη- είχε ως βάσεις το hammond και την χαρισματική φωνή του Bob Jackson ο οποίος διέθετε πλούσια έκταση, εκπληκτικό vibrato και πολύ χαρακτηριστική χροιά. Ο τελευταίος διάνθιζε και με mellotron σε σημεία τις συνθέσεις με εκπληκτικό αποτέλεσμα. O κιθαρίστας Colin Williams είχε jazz/blues καταβολές στα solos και όμορφες μελωδικές ιδέες, ενώ το rhythm section των Malcolm Harker / Paul Hooper ήταν πανταχού παρόν με δυναμικό και έντονο παίξιμο. Τα οχτώ υψηλής αισθητικής κομμάτια του LP, γεμάτα με αλλαγές, τρομερές ιδέες και έντονες φωνητικές γραμμές κρατάνε σε ενδιαφέρον τον ακροατή με την ποικιλία και τον έντονο χαρακτήρα τους. Συνολικά ο δίσκος κρίνεται ως ένα κρυμμένο αριστούργημα που προτρέπουμε να βιώσει κάθε φίλος της μουσικής.

 

Pan & Regaliz – Pan & Regaliz
[Dimension, 1971]

Τετραμελές γκρουπ από τα περίχωρα της Βαρκελώνης (Aqua de Regaliz) που ευτύχησε να κυκλοφορήσει το ένα και μοναδικό του LP το 1971, όταν το Φρανκικό καθεστώς βρισκόταν προς την δύση του και κάποια μικρά και λιγοστά στοιχεία ευελιξίας αρχίζουν να κάνουν την εμφάνισή τους. Ο δίσκος στο σύνολο του είναι ένα πολύ δυνατό μείγμα από την πρώτη περίοδο των Jethro Tull με μπόλικο ψυχεδελικό jam και έντονη Cream αισθητική.

Με το πρώτο άκουσμα γίνεται έντονα αισθητή η Βρετανική επιρροή που ακροβατεί πάνω σε voodoo ρυθμό, το φλάουτο και την αργή fuzz κιθάρα. Ίσως τα φωνητικά να είναι το αδύνατο σημείο τους, το σίγουρο όμως είναι ότι έχουμε τρίλεπτα psych / acid rock κομμάτια με εξαιρετική κιθαριστική δουλειά. Η δεύτερη πλευρά έχει πιο σκοτεινή ατμόσφαιρα και τις δύο πιο δυνατές στιγμές του δίσκου, το  9λεπτο Today it is Raining όπου οι Floyd συνυπάρχουν με το Frisco sound και την πιο γλυκιά στιγμή του δίσκου, το I Can Fly, ένα τρίλεπτο καθαρό ψυχεδελικό διαμάντι.

Αν σκεφτούμε την κατάσταση και την δυσκολία  της εποχής, ο μοναδικός δίσκος των Pan & Regaliz είναι ένας άθλος και δικαιολογεί απόλυτα τον μύθο που τον ακολουθεί μέχρι και σήμερα. Ίσως από τις πιο ωραίες acid / psych ή proto prog αν προτιμάτε κυκλοφορίες από την πολύ ταλαιπωρημένη Ισπανία των αρχών των 70s.

 

Oriental Sunshine – Dedicated To The Bird We Love
[Phillips, 1970]

Από την αρχή σχεδόν της πολιτισμικής έκρηξης του rock σε Αγγλία και Αμερική, παρατηρήθηκε μια τάση κάποιον μουσικών της εποχής να εξερευνήσουν την παραδοσιακή Ινδική μουσική, παράλληλα με την πνευματική εξερεύνηση που οδηγούνταν μέσω Ινδουιστών γκουρού. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα ενσωμάτωσης της ινδική κουλτούρας στη δυτική μουσική, φυσικά υπήρξαν οι Beatles, ενώ μπάντες όπως οι Quintessence ασχολήθηκαν σχεδόν εξ’ ολοκλήρου με αυτή τη πτυχή των late 60s, το λεγόμενο raga rock. Οι Oriental Sunshine θα λέγαμε ότι υπήρξαν στη βραχύβια καριέρα τους, η Νορβηγική πρόταση στο είδος. Το σιτάρ είναι βασικό όργανο πρωταγωνιστής στο μοναδικό τους δίσκο, Dedicated To The Bird We Love. Η φωνή της Nina Johansen βάζει τον ακροατή στο peace and love κλίμα της εποχής. Η ψυχεδελική τους folk, εκτός από το ξεκάθαρο Ινδικό στοιχείο, βασίζεται έντονα στην αμερικανική ψυχεδέλεια και την folk πλευρά των Jefferson Airplane. Ένας progressive αέρας υπάρχει επίσης στις συνθέσεις (είμαστε στο 1970 άλλωστε), βοηθώντας στην άψογη ροή ενός δίσκου που κατά τ’ άλλα δεν διαφοροποιείται ιδιαίτερα υφολογικά, αλλά στα μόλις 30 λεπτά του είναι σχεδόν αψεγάδιαστος. Αυτά τα 30 λεπτά ήταν και η μοναδική παρακαταθήκη που άφησαν πίσω τους αυτοί οι Σκανδιναβοί, πιστοποιώντας πως η μουσική επανάσταση των 60s άγγιξε σχεδόν όλο το δυτικό κόσμο και τη κουλτούρα του.

 

Murphy Blend – First Loss
[Kuckuck, 1970]

Οι Βερολινέζοι Murphy Blend αποτελούν μία από τις πιο μυστήριες και ενδιαφέρουσες περιπτώσεις συγκροτημάτων από την γερμανική 70s rock σκηνή με μία μόνο κυκλοφορία. Η μπάντα που πήρε το όνομά της από μία ποικιλία καπνού πίπας σχηματίστηκε από τον ηγέτη, βασικό συνθέτη και πληκτρά Wolf-Rüdiger Uhlig. Το First Loss ηχογραφήθηκε στο Μόναχο και ήταν η νο.5 κυκλοφορία της θρυλικής Kuckuck. Εδώ, το βαρύ και κλασσικότροπο progressive rock για το οποίο κύριος υπεύθυνος ήταν ο Uhlig συνδυάζεται ιδανικά με το hard rock των Heep, Purple, Zeppelin κυρίως μέσω της κιθάρας του Wolfgang Rumler και του πολύ δυναμικού ρυθμικό section των Andreas Scholz (μπάσο) και Achim Schmidt (ντραμς). Χαρακτηριστικό στοιχείο είναι βέβαια τα όχι κορυφαία φωνητικά με έντονη γερμανική προφορά στα αγγλικά, τα οποία ωστόσο κάθε άλλο παρά αποθαρρύνουν κάθε αληθινό λάτρη του γερμανικού prog rock.

Μετά την κυκλοφορία του First Loss που αποδείχτηκε η πρώτη και τελευταία απώλεια, ο Wolf-Rüdiger Uhlig σχημάτισε τους Hanuman οι οποίοι κυκλοφόρησαν κι αυτοί ένα και μόνο album το 1971, ενώ ο Andreas Scholz υπήρξε μέλος των Blackwater Park (από τους οποίους προέκυψε ο τίτλος του δίσκου των Opeth το 2001), οι οποίοι κυκλοφόρησαν το κλασσικότατο Dirt Box το 1972. Και ναι, ήταν ο μοναδικός τους δίσκος.

 

Sperrmüll – Sperrmüll
[Brain, 1973]

Το 1971, οι Harald Kaiser και Reinhold Breuer αποφάσισαν να σχηματίσουν ένα τρίο με το όνομα Sperrmüll στο Aachen της Γερμανίας και με τους Helmut Krieg (κιθάρα) και Peter Schneider (πλήκτρα) η μπάντα έγινε κουαρτέτο. Οι Sperrmüll ηχογράφησαν ένα άλμπουμ στο στούντιο Dierks, το οποίο είναι γνωστό και για άλλες krautrock κυκλοφορίες και των Scorpions αργότερα. Το LP αποτελείται από 6 τραγούδια, κυρίως heavy rock με πολλά προοδευτικά στοιχεία, ανακατεύοντας τους ήχους από βαρύ όργανο και μαζί με εκτενή κιθαριστικά σόλο δημιουργεί ένα ξεχωριστό ψυχεδελικό μείγμα.

Το άλμπουμ ανοίγει με το pop-folk Me And My Girlfriend, ένα μη αντιπροσωπευτικό κομμάτι της krautrock έκφρασης σε σχέση με τα τρία επόμενα. Το πιο γνωστό κομμάτι της μπάντας, το No Freak Out, είναι μια προοδευτική τελειότητα που θυμίζει Pink Floyd και Eloy, με ψυχεδελικά στοιχεία και εναλλαγές κιθάρας-πλήκτρων. Το spacy Rising Up με τους αξιοσημείωτους trippy ήχους και την groovy κιθάρα είναι ένα άλλο χαρακτηριστικό ψυχεδελικό μείγμα. Το epic Right Now με ένα βαρύ επαναλαμβανόμενο groovy riff εξελίσσεται σε αυτοσχεδιαστικές δυναμικές αναπτύξεις από jazzy piano, heavy bass και solo drumming που συνολικά είναι προσεγμένο, πρωτοποριακό και προσωπικό αγαπημένο στο άλμπουμ. Αυτό το riff σίγουρα ποτέ δεν βγήκε από μυαλό μου.

Συνολικά πρόκειται για ένα χαμένο krautrock διαμάντι που προσφέρει δυναμικές μουσικές εναλλαγές και σκληρούς ρυθμούς για μυημένους και μη στο krautrock.

 

Subject Esq. – Subject Esq.
[Epic, 1972]

Στις αρχές των 70s, πολλές γερμανικές μπάντες έτειναν πιο πολύ προς τον Βρετανικό ήχο, με τους Subject Esq. από το Μόναχο, να αποτελούν ένα χαρακτηριστικό τέτοιο παράδειγμα. Το ομώνυμο και μοναδικό τους άλμπουμ κυκλοφόρησε το 1972, παρότι η μπάντα υπήρχε από το 1969 με αυτό το όνομα και από το 1966 ως The Subjects. Όλα αυτά τα χρόνια live εμπειρίας και μουσικής εξέλιξης ακούγονται ξεκάθαρα στα αυλάκια του δίσκου. Ενός δίσκου που αν ο ακροατής δεν γνωρίζει τίποτα για αυτόν δύσκολα θα μάντευε την γερμανική καταγωγή της μπάντας. Τα  έξι κομμάτια που υπάρχουν εδώ αποτελούν μια πολύ πετυχημένη μίξη του βρετανικού progressive rock της εποχής. Η πετυχημένη χρήση του φλάουτου φέρνει στο νου τους Jethro Tull, ενώ και οι Genesis ακούγονται αρκετά. Η μουσική σε πολλά σημεία τείνει επίσης προς πιο heavy δρόμους, ενώ και ένας έντονος jazz-rock αέρας φυσάει καθόλη τη διάρκεια. Το τελικό αποτέλεσμα είναι πολύ συγκεντρωμένο πάρα τις πολλές επιρροές και όλες οι συνθέσεις βρίσκονται σε κορυφαίο επίπεδο. Το Subject Esq. είναι ένα από τα πολλά κρυφά διαμάντια των early 70s και αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα τις εποχής του. Η μπάντα στη συνέχεια μετονομάστηκε σε Sahara κυκλοφορώντας το φοβερό Sunrise και το αρκετά καλό For All the Clowns, εξερευνώντας πιο πολύ τη συμφωνική prog πλευρά της.

 

Panta Rei – Panta Rei
[Harvest, 1973]

Το μοναδικό album των Panta Rei από την Ουψάλα αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες obscurities του σκανδιναβικού 70s rock. Το στοιχείο για το οποίο είναι κυρίως γνωστό είναι φυσικά το ανεκδιήγητο εξώφυλλο το οποίο εκτός από ασυνήθιστο ως concept, είναι και ανεξήγητο ως ερμηνεία. Θεωρητικά, με βάση αυτό ίσως θα περίμενε κανείς να ακούσει έναν ακραία ψυχεδελικό δίσκο. Ωστόσο, μουσικά το κυρίαρχο στοιχείο είναι το progressive rock και ειδικότερα heavy prog που συνδυάζεται με έντονα ψυχεδελικά στοιχεία και στοιχεία jazz-rock. Τα κομμάτια του δίσκου διαφέρουν αρκετά μεταξύ τους και συνολικά το Panta Rei ακούγεται κάπως άνισο, αλλά η γενική εικόνα δεν μπορεί παρά να είναι θετική, με το σχεδόν 14λεπτο The Knight να αποκαλύπτει όλες τις δυνατότητες του επταμελούς συνόλου και να κερδίζει δικαιωματικά την παράσταση. Ένα από τα πιο ιδιαίτερα στοιχεία των Σουηδών, το οποίο κατά τη δεκαετία του ’70 δεν ήταν καθόλου συνηθισμένο, ήταν το γεγονός ότι η σύνθεσή τους περιελάμβανε κιθαριστικό δίδυμο.

Αν και το prog στυλ των Panta Rei θυμίζει αρκετά και άλλες σκανδιναβικές μπάντες της εποχής, το ηχητικό τους μείγμα με έντονο underground χρώμα και ψυχεδελίζον fusion αποτελεί μία πρωτότυπη άποψη που όμως δεν είχε συνέχεια, όπως και η καριέρα των περισσότερων μελών του σχήματος.

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης