Prog συγκροτήματα με ένα album (1969-1979) – μέρος IV

Από τους: Πάρη Γραβουνιώτη, Δημήτρη Καλτσά, Κώστα Μπάρμπα, Πέτρο Παπαδογιάννη, Πάνο Παπάζογλου, Θάνο Πάτσο, Τάσο Ποιμενίδη, Κώστα Ρόκα, Θωμά Σαρακίντση, Παναγιώτη Σταθόπουλο, Goran Petrić

Η αλήθεια  είναι ότι όλοι μας στο Progrocks.gr δεν βλέπαμε την ώρα για το τέταρτο μέρος αυτής της σειράς άρθρων. Σας ευχαριστούμε πολύ για τα σχόλια και την στήριξή σας! Είναι παραπάνω από ενθαρρυντικό να γνωρίζουμε ότι πολλοί αναγνώστες το περίμεναν όσο κι εμείς.

Όπως έγινε στο πρώτο, το δεύτερο και το τρίτο μέρος, τα “one-album wonders” παρουσιάζονται χωρίς χρονολογική σειρά, αλλά τυχαία και όπως τα τρία πρώτα μέρη, αυτό το άρθρο είναι ένα αδιάκοπο ταξίδι μπρος και πίσω στο χρόνο, που ελπίζουμε να είναι συναρπαστικό στην ανάγνωση όσο ήταν κάθε κομμάτι στη συγγραφή του.


Festa Mobile – Diario di viaggio della Festa Mobile
[RCA Italiana, 1972]

Οι Festa Mobile σχηματίστηκαν στη Ρώμη από τους αδερφούς Giovanni (πλήκτρα) και Francesco Boccuzzi (μπάσο, πλήκτρα) όταν τις δυνάμεις τους με τον συντοπίτη τους (από την Apulia) Alessio Alba (κιθάρα) και τους Renato Baldassarri (φωνητικά) και Maurizio Cobianchi (ντραμς). Το 1973 κυκλοφόρησε το Diario di viaggio della Festa Mobile. Πρόκειται για ένα concept album όπου εξιστορούνται οι περιπέτειες μιας παρέας κωμικών καθώς επιστρέφουν από εορτασμούς προς τιμή του καταπιεστικού βασιλιά της φανταστικής περιοχής Hon. Οι συναρπαστικές αλλαγές σκηνικού αναπαρίστανται ιδανικά μέσα από τους στίχους και το λυρικό συμφωνικό progressive rock των Festa Mobile με ψήγματα jazz, όπου κυριαρχεί η ενέργεια και η υψηλή τεχνική. Ο συνδυασμός των εκπληκτικών κλασικότροπων θεμάτων στα πλήκτρα με το ιδιότυπο, σχεδόν Fripp-οειδές, σκληρό κιθαριστικό παίξιμο εντυπωσιάζει σε τέτοιο βαθμό, ώστε τα 32 λεπτά του δίσκου να φαντάζουν υπεραρκετά.

Μετά τη διάλυση των Festa Mobile, οι αδερφοί Boccuzzi σχημάτισαν στην πατρίδα τους, το Bari, τους jazz-rock / fusion proggers Il Baricentro με τους οποίους κυκλοφόρησαν τα εξαιρετικά Sconcerto (1976) και Trusciant (1978). Κατόπιν, ο Francesco μετακόμισε στις Η.Π.Α., ο Giovanni δραστηριοποιείται μέχρι σήμερα ως συνθέτης, καθηγητής και συγγραφέας, ενώ ο Alessio Alba εξειδικεύτηκε στην Ινδική μουσική και εξελίχθηκε σε ειδήμονα ethnic οργάνων, όπως το sarod.

Náttúra – Magic Key
[Nattura Records, 1972]

Το πρωτοποριακό Ισλανδικό σχήμα των Náttúra σχηματίστηκε το 1969 και γρήγορα απέκτησε μεγάλη φήμη στο νησί παίζοντας σε τοπικά clubs. Το 1971 η σύνθεση της μπάντας άλλαξε σημαντικά κυρίως με την είσοδο της Αμερικανίδας τραγουδίστριας Shady Owens. Τον Οκτώβριο του 1972 ταξίδεψαν στην Αγγλία και ηχογράφησαν το Magic Key στα Orange Studios, το οποίο κυκλοφόρησαν μόνοι τους στις 12 Δεκεμβρίου της ίδιας χρονιάς.

Στον μοναδικό δίσκο των Náttúra εντοπίζεται μία πολύ ιδιαίτερη μίξη ζεστού ψυχεδελικού rock με πολύπλοκα prog σημεία και pop φιλοσοφία με πειστικότατo παίξιμο, τόσο στα smooth όσο και στα hard / heavy σημεία. Τα κομμάτια, που πείθουν πως πρόκειται για βρετανικό συγκρότημα με έντονες Curved Air (και όχι μόνο) επιρροές, διαφέρουν αρκετά μεταξύ τους, αποδεικνύοντας τον πολυπρόσωπο μουσικό χαρακτήρα της μπάντας, θυσιάζοντας όμως ταυτόχρονα τη ροή του album, που είναι περιέργως εντυπωσιακό και εντυπωσιακά ασυνεχές ταυτόχρονα.

Οι Náttúra διαλύθηκαν 1973. Στη συνέχεια, ο Björgvin Gíslason (κιθάρα, φλάουτο) αρχικά έπαιξε στους Svanfríður και κατόπιν έσμιξε ξανά με τον Pétur Kristjánsson, πρώην τραγουδιστή των Náttúra, στους Pelican και μετά στους Paradís. Ο Karl J. Sighvatsson (πλήκτρα) (πρώην Trúbrot) έγινε η ηγετική μορφή των θρυλικών Hinn íslenski þursaflokkur, ο μπασίστας Sigurður Árnason έπαιξε στο εξαιρετικό folk rock album των Jónas og Einar (Gypsy Queen – 1972), ενώ η Shady Owens (πρώην Trúbrot) ακολούθησε solo καριέρα.

Bangor Flying Circus – Bangor Flying Circus
[ABC/Dunhill Records, 1969]

Μετά το τέλος των H.P. Lovecraft, ο drummer Mike Tegza έχοντας στο πλευρό του τους David Wolinski σε πλήκτρα, μπάσο, φωνητικά και Alan DeCarlo σε κιθάρα και φωνητικά, σχημάτισε τους Bangor Flying Circus και το 1969 κυκλοφόρησαν τον μοναδικό τους, ομώνυμο δίσκο. Ο ήχος των εκ Chicago ορμώμενων Αμερικανών είναι δύσκολο να χαρακτηριστεί εξολοκλήρου progressive, καθώς αφενός στα late 60s στις Η.Π.Α. δεν υπήρχε prog σκηνή και αφετέρου οι επιρροές προέρχονταν κυρίως από ψυχεδελικά, blues και jazz ακούσματα. Εν ολίγοις, κάπου εκεί ενδιάμεσα ισορροπεί το Bangor Flying Circus: ένα psych / prog κράμα με πολλές jazz πινελιές. Οι υπέροχες μελωδίες του Violent Man φέρνουν στο νου τους H.P. Lovecraft και τους Vanilla Fudge, ενώ σε παρόμοιο ύφος κινούνται και κομμάτια όπως τα Concerto Four Clouds και Someday I’ll Find. Τα πιο ψυχεδελικά Come On People και Mama Don’t You Know συνυπάρχουν με τα πιο jazzy Ode To Sadness και A Change in Our Lives, δείγμα της υφολογικής ποικιλομορφίας του δίσκου, ενώ το φινάλε με το εξαιρετικό In The Woods και την καταπληκτική 6λεπτη διασκευή στο Norwegian Wood των Beatles δεν θα μπορούσε να είναι ιδανικότερο. Από τη δισκογραφική συνέχεια των τριών μελών, αξίζει να δώσετε βάση στο ντεμπούτο των Madura.

Apoteosi – Apoteosi
[Said Record, 1975]

Οι Apoteosi, μία μπάντα από την Καλαβρία με ελληνικό όνομα και έντονο ελληνικό στοιχείο σχηματίστηκε το 1974 από τα τρία αδέρφια Idà, τον 14χρονο τότε (!) Massimo (πλήκτρα, πιάνο), την Silvana ( φωνή) και τον Frederico (μπάσο, πέθανε το 1992) και τους Franco Vinci (κιθάρα, φωνή) και Marcello Surace (τύμπανα), ενώ την παραγωγή είχε αναλάβει ο πατέρας των τριών αδερφών, Salvatore Idà. Οι Apoteosi περπατούν στα ηχητικά χνάρια των γιγάντων του είδους PFM, ELP και Genesis χωρίς μεγάλη ηχητική παρέκκλιση, εντούτοις μιλάμε για ένα album που η ποιότητα των συνθέσεων σε συνδυασμό με την νεαρή ηλικία των μελών πραγματικά εντυπωσιάζει. Ο Massimo ήταν ένα παιδί θαύμα με καταπληκτικό ήχο και παίξιμο σε Hammond και synths, ενώ η κιθάρα του Franco Vinci συνειρμικά και παικτικά φέρνει στο μυαλό τον μεγάλο συνονόματό του Franco Mussida (PFM). Η φωνή της Silvana είναι ιδιαίτερη και δένει ιδανικά στα πιο ήρεμα, ονειρικά σημεία με φλάουτο και ακουστικές κιθάρες. Οι εναλλαγές στα συναισθήματα και τα μεγάλα instrumental περάσματα δίνουν ποικιλία στο album, που ηχητικά είναι εντελώς αντιπροσωπευτικό του Rock Progressivo Italiano και το οποίο κάθε φίλος του είδους οφείλει να ακούσει. Τα μέλη τους  συνέχισαν να είναι ενεργά δισκογραφικά και μουσικά.

Svanfriður – What’s Hidden There?
[Self-released, 1972]

Η άνθηση της rock σκηνής στη Βρετανία επηρέασε σε μεγάλο βαθμό τις βόρειες χώρες, ακόμα και τη μακρινή απομονωμένη Ισλανδία. Οι Svanfriður κυκλοφόρησαν το μοναδικό τους άλμπουμ το 1972, το οποίο ηχογράφησαν στο Λονδίνο. Τα εννέα τραγούδια του album θα μπορούσαν να ανήκουν σε κάποια από τις μπάντες της Βρετανίας εκείνης της εποχής. Πώς μπορεί να είναι κακό ένα άλμπουμ που ξεκινά με ένα τόσο όμορφο κιθαριστικό θέμα όπως αυτό στο Woman of Our Day και με μία τόσο κολλητική φωνητική μελωδία στο ρεφρέν του; Αξίζουν ιδιαιτέρως να αναφερθούν το The Mug που ενσαρκώνει ηχητικά την τεχνοτροπία της σύνθεσης των Jethro Tull και το ήπιο ομώνυμο τραγούδι με την χρήση του βιολιού να φλερτάρει με το folk. Από εκεί και πέρα υπάρχουν παθιασμένες συνθέσεις, βαθιά επηρεασμένες από τους Cream και τους Fleetwood Mac της εποχής του Peter Green μεταξύ άλλων. Το τέλος έρχεται με το Finido, ένα instrumental όργιο με ένα όμορφο επιθετικό θέμα στο βιολί.

To album πούλησε λίγες εκατοντάδες αντίτυπα και μοιραία η μπάντα διαλύθηκε στα μέσα του 1973. Στη συνέχεια, ο Pétur Kristjánsson (ο αρχικός τραγουδιστής των Náttúra) ήταν ιδρυτικό μέλος των Pelican, ξαναβρέθηκε με τον μπασίστα των Svanfriður, Gunnar Hermannsson, στους Paradís και δυστυχώς πέθανε από καρδιακή προσβολή στις 3/9/2004.

Jackal – Awake
[Periwinkle Records, 1973]

Οι Jackal δημιουργήθηκαν στο Τορόντο από τα αδέρφια Kellesis (πιθανολογώ ελληνικής καταγωγής) το 1969. Έπειτα από μία σειρά live εμφανίσεων που τους εξασφάλισαν δισκογραφικό συμβόλαιο, κυκλοφόρησαν το 1973 το πρώτο και μοναδικό τους album, Awake, που περιλαμβάνει 8 τραγούδια συνολικής διάρκειας 40 λεπτών.

Τα δύο πρώτα υπέροχα τραγούδια μπολιάζουν το acid rock με έντονες επιρροές από το βρετανικό heavy rock, με τα πλήκτρα του βασικού συνθέτη Chris Kellesis να πρωταγωνιστούν, όπως και σε όλο το album. Το εναρκτήριο At the Station είχε τις προϋποθέσεις να τους κάνει αναγνωρίσιμους, κάτι το οποίο όμως δεν επιτεύχθηκε ποτέ. Έπειτα τα πράγματα αλλάζουν και η πλάστιγγα γέρνει οριακά προς το βρετανικό blues και prog rock και το γκρουπ ξεδιπλώνει τις αρετές του, με τα πρωταγωνιστικά πλήκτρα και τις διακριτικές κιθαριστικές πινελιές να ανεβάζουν το επίπεδο των συνθέσεων. Στο υπέροχο How Time Has Flown τα θέματα των πλήκτρων φέρνουν στο μυαλό τους Deep Purple και Uriah Heep, με έντονη δοσολογία βρετανικού prog. Η progressive διάθεση του γκρουπ συνδυάζει επιτυχώς το σπουδαίο βρετανικά rock της εποχής φιλτραρισμένα όμως από τις επιρροές της ψυχεδέλειας και συγκροτημάτων όπως οι Electric Prunes, 13th Floor Elevators και οι Doors.

Δυστυχώς, η έλλειψη εμπορικού ενδιαφέροντος, σταδιακά, έφερε το γκρουπ στη διάλυση και τα μέλη τους εγκατέλειψαν τη μουσική.

Fusion Orchestra – Skeleton in Armour
[EMI, 1973]

Με μια σύντομη καριέρα (1969-1974) οι Λονδρέζοι Fusion Orchestra έπαιξαν πάνω από 500 συναυλίες, επιδεικνύοντας τα εχέγγυα τους στο εκλεκτικό και δυναμικό Skeleton in Armour του 1973. Η κλασσική σύνθεση του γκρουπ ολοκληρώθηκε το 1972 με την έλευση του μπασίστα Dave Cowell ο οποίος βοήθησε στην εκλέπτυνση του ήχου σε rock και jazz φόρμες. Αυτό οδήγησε στη μοναδική κυκλοφορία τους (μέσω της ΕΜΙ!) και συντέλεσε στη φήμη τους ως ενεργητικό και ενθουσιώδες γκρουπ στις live εμφανίσεις. Κορυφαία ίσως στιγμή τους η συμμετοχή τους μπροστά σε 50,000+ κοινό στο Scheessel Rock Festival στη βόρεια Γερμανία το 1973.

Ο ήχος τους συχνά συσχετίζεται με αυτόν των Babe Ruth (χωρίς την ισπανική κιθάρα), ενώ το album βρίθει χαρακτήρα και προσωπικότητα με τα δυναμικά γυναικεία του φωνητικά, την κιθαριστική και hard rock διάθεση, με έντονο χρώμα jazz / psych progressive rock υψηλού επιπέδου. Το Skeleton in Armour θεωρείται σπάνιο εύρημα στην καλύτερη περίοδο του προοδευτικού rock.

Μετά τη διάλυση τους, η τραγουδίστρια / φλαουτίστρια Jill Saward συνέχισε σε προσωπική καριέρα αλλά και στο γκρουπ Shakatak, ενώ ο κιθαρίστας Colin Dawson σχημάτισε το μακρινό 2009 (με τη σύντομη συμμετοχή του Dave Cowell) τους Fusion Orchestra 2. To σχήμα που θυμίζει έντονα τον αρχικό ήχο του γκρουπ, κυκλοφόρησε το 2013 το Casting Shadows, μία από τις καλύτερες progressive rock κυκλοφορίες εκείνης της χρονιάς.

Capitolo 6 – Frutti Per Kagua
[it, 1972]

Μια προσχώρηση δύο μουσικών το 1969 από το συγκρότημα των Gli Eremiti από το Viareggio στους I Rangers από το Livorno είχε σαν αποτέλεσμα την δημιουργία του κουιντέτου των Capitolo 6. Το συγκρότημα υπογράφει συμβόλαιο με την Ιταλική RCA και ξεκινά δράση αφού εγκαταστάθηκε στην Ρώμη το 1970.

Το 1971 έρχεται το πρώτο επτάιντσο και το συγκρότημα συμμετέχει σε διάσημα Ιταλικά festival, ενώ παίζουν support στους Led Zeppelin σε μια εμφάνιση τους στην Ιταλία. Δυστυχώς η σύνθεση της μπάντας δεν είναι σταθερή, ενώ σε τηλεοπτικές εμφανίσεις εμφανίζονται ως κουαρτέτο. Μέσα σε όλα αυτά το 1972 κυκλοφορεί το Frutti Per Kagua. Η πρώτη πλευρά περιλαμβάνει το μεγάλης διαρκείας ομώνυμο τραγούδι, μια μίξη βαριάς κιθάρας, με έντονη παρουσία του φλάουτου και ιταλικά φωνητικά. Στην δεύτερη πλευρά υπάρχουν τρία εξίσου χαρακτηριστικά τραγούδια, αλλά δεν φτάνουν στο επίπεδο του ομώνυμου τραγουδιού.

Στη συνέχεια κυκλοφόρησαν ακόμα δυο singles, αλλά η μπάντα πριν τελειώσει η χρονιά διαλύεται, αφού δεν έτυχαν ιδιαίτερης επιτυχίας. Έκτοτε τα μέλη τους αγνοούνται εκτός από τον κημπορντίστα Antonio Favila που ήταν μέλος των Campo Di Marte, αλλά πέθανε στις αρχές των 90s, ενώ το 1977 πέθανε από λευχαιμία ο αρχικός κημπορντίστας της μπάντας, Jimmy Santerini. Άλλη μια περίπτωση μιας ταλαιπωρημένης μπάντας που μας άφησε μία πολύ αξιόλογη κυκλοφορία από την χρυσή εποχή του Rock Progressivo Italiano.

Rainbow Band – Rainbow Band
[Sonet, 1970]

Όταν σχηματίστηκαν οι Rainbow Band στις αρχές του 1970 στην Κοπεγχάγη, αρκετά μέλη τους ήταν ήδη καταξιωμένοι μουσικοί. Ο Peer Frost (κιθάρα) ήταν στους θρυλικούς Young Flowers, ο Bent Hesselmann (πνευστά) και ο Lars Bisgaard (φωνητικά) ήταν στους Maxwells, ενώ ο Niels Brønsted (πιάνο) είχε παίξει με τον σπουδαίο τζαζίστα Albert Ayler. Το ομώνυμο album τους ηχογραφήθηκε τον Ιούλιο-Αύγουστο και κυκλοφόρησε τον Δεκέμβριο του 1970 από την Sonet, αλλά η αντικατάσταση του Bisgaard από τον Allan Mortensen οδήγησε στην επανηχογράφηση του δίσκου, με μικρές αλλάγές στα κομμάτια και την (αδικαιολόγητη) αντικατάσταση του Rainbow Song από το Sippin’ Wine. Μπορεί ο Mortensen να ήταν σαφώς καλύτερος τραγουδιστής από τον Bisgaard, ωστόσο η ζεστασιά του ήχου και ο underground χαρακτήρας της πρωτότυπης ηχογράφησης δεν υπάρχει στην κυκλοφορία του 1971.

Η υψηλή τεχνική κατάρτιση και τα αρκετά εξαιρετικά ορχηστρικά είναι εντυπωσιάζουν για μία κυκλοφορία 50 ετών πια. Η πολυσυλλεκτική μίξη πρώιμου progressive rock, ψυχεδέλειας, blues rock και jazz-rock που χαρακτήριζε εκείνη τη μεταβατική περίοδο έχει ιστορική σημασία και καλύπτει ένα τεράστιο εύρος μουσικών ρευμάτων, στερώντας, όμως, την ομοιογένεια από το σύνολο.

Το 1971, επειδή τα δικαιώματα του αρχικού τους ονόματος ανήκαν σε ένα Καναδικό psych / folk σχήμα, οι Rainbow Band αναγκάστηκαν να αλλάξουν το όνομά τους σε Midnight Sun.

Czar – Czar
[Fontana, 1970]

Οι Czar προήλθαν από τη μετονομασία των Tuesday’s Children, μιας μπάντας που κυκλοφόρησε μια σειρά από pop σινγκλάκια στα τέλη των 60s. Στον ομώνυμο και μοναδικό τους δίσκο αλλάζουν άρδην το μουσικό τους ύφος, ανεβαίνοντας στο όχημα της έκρηξης του Βρετανικού progressive rock. Το Czar αποτελεί χαρακτηριστικότατο παράδειγμα της μετάβασης από την ψυχεδέλεια στο progressive, ενώ ηχεί και αρκετά σκληρό για κυκλοφορία του 1970, εγκολπώνοντας στην ουσία μεγάλο μέρος των νέων τάσεων της εποχής. Οι συνθέσεις βασίζονται στη δημιουργία ενός ηχητικού τείχους από πλήκτρα και κιθάρες, ενώ η περιπετειώδης δομή και η ένταση στο παίξιμο δεν αποκλείουν την psych pop μελωδικότητα, κυρίως στα φωνητικά. Η διάρκεια των κομματιών ποικίλει από τα τρία ως τα οχτώ λεπτά, με το Tread Softly on My Dreams να ανοίγει εντυπωσιακά των δίσκο, ενώ και τα εκτενή Cecelia και A Day in September επίσης ξεχωρίζουν. Δυστυχώς, αυτή ήταν και η μοναδική full-length δουλειά των Czar. Στην επανακυκλοφορία του υπάρχει τo single Oh Lord I’m Getting Heavy που κυκλοφόρησε την ίδια χρονιά, ένα κομμάτι που δεν μπήκε στο δίσκο και ένα demo πέντε κομματιών που επίσης δεν υπάρχουν στο δίσκο. Μετά τη διάλυσή τους τα τέσσερα μέλη είχαν ελάχιστες συμμετοχές σε άλλες μπάντες, με πιο αξιοπρόσεκτη αυτή του Paul Kendrick στους Tucky Buzzard.

Frob – Frob
[Musikladen, 1976]

Οι Frob είναι ακόμα μια περίπτωση αναβίωσης που ανέλαβε η Garden Of Delights με τις κλασικές της πλέον επανακυκλοφορίες δυσεύρετων και ξεχασμένων albums στη λήθη της μεγάλης των 70’s σχολής. Με ένα δίσκο και αυτοί, ένα από τα πολλά συγκροτήματα που αποτέλεσαν μέρος της γερμανικής παραγωγής ψυχεδελοτζαζοπροοδευτικής μουσικής, είναι μια περίπτωση άξια αναφοράς.

Το σχήμα από την Βεστφαλία ήταν πιο κοντά ηχητικά στους Out of Focus, παρά σε krautrock πεδία. Δεδομένου πως πρόκειται για γερμανική μπάντα, το παράδοξο είναι ότι κινητήριος μοχλός ήταν ο Γάλλος κιθαρίστας Philippe Caillat, ο οποίος μπήκε στους Frob το 1975 αφού παρακολούθησε μία συναυλία τους. Φυσικά, τα πλήκτρα και το πιάνο καθοδηγούν με μια αυτοσχεδιαστική λογική τις συνθέσεις και τις αναδεικνύουν. Και αφού προσπεράσει κανείς το περιέργως αδιάφορο εξώφυλλο (συγκριτικά πάντα και με αντίστοιχες άλλες περιπτώσεις), η jazz-rock / fusion λογική που διαπνέει το άλμπουμ γίνεται αντιληπτή εξαρχής με το Wassertropfen που μπαίνει με ανεβαστική διάθεση, ενώ το Locomotive είναι επίσης μια προσπάθεια που χρωματίζεται από το ταλέντο των Frob.

Μετά την κυκλοφορία του μοναδικού τους άλμπουμ το 1976, σταμάτησαν και τα μέλη τους ακολούθησαν άλλους δρόμους, χωρίς όμως να επανέλθουν δισκογραφικά με τους Frob.

Rialzu – Rialzu
[Ricordu, 1978]

Η Κορσική δεν συγκαταλέγεται στα πιο συνήθη μουσικά κέντρα του γαλλικού progressive rock, ωστόσο μία εντελώς underground μπάντα έκανε την εμφάνισή της στα late 70s με τα έξι μέλη να κατάγονται από την πατρίδα του Ναπολέοντα Βοναπάρτη. Ο λόγος για τους Rialzu, των οποίων ο ομώνυμος δίσκος κυκλοφόρησε το 1978 και κόπηκε μόνο σε 1000 κόπιες από την άσημη Ricordu, και ουσιαστικά έγινε πιο γνωστός στους prog κύκλους 30 χρόνια αργότερα με την επανέκδοση της Soleil Zeuhl. Το σεξτέτο διέθετε στο μουσικό του οπλοστάσιο κιθάρα, πλήκτρα, βιολί, μπάσο, ντραμς και τρία μέλη για δεύτερα φωνητικά, ενώ το όνομα της μπάντας, οι τίτλοι των κομματιών και οι στίχοι είναι στην κορσικανική διάλεκτο. Όντας βαθιά επηρεασμένοι κυρίως από τους σπουδαίους Magma, αλλά και από τον fusion και symphonic prog ήχο, μας παρέδωσαν έναν εξαιρετικό δίσκο που ηχεί πλούσιος και πυκνός, γεμάτος από όμορφες μελωδίες και στοιχειωμένες ατμόσφαιρες. Το U Rigiru, που καταλαμβάνει με τα 16 του λεπτά όλη την πρώτη πλευρά, αποτελεί ένα από τα highlights του zeuhl ήχου, ενώ και η δεύτερη πλευρά με το 11λεπτο I Lagramanti και το φινάλε του A Mubba είναι εξίσου εντυπωσιακή, εστιάζοντας πιο πολύ στην σκοτεινή πλευρά τους. Μετά τη διάλυση των Rialzu, ο Jean-Philippe Gallet έπαιξε σαξόφωνο και τραγούδησε στο zeuhl ντεμπούτο των Musique Noise (Fulmines Regularis – 1988).

Rustichelli e BordiniOpera Prima
[RCA, 1973]

Διανύουμε το 1973, το προοδευτικό rock κορυφώνει τις εκφραστικές του αρετές σε διάφορες γωνιές ανά την Ευρώπη και η Ιταλία παραδίδει ένα ακόμη ιδιόμορφο έργο, με έντονη την εντοπιότητα της χώρας, το οποίο συντονίζεται με τις διεθνείς εξελίξεις.

Με τα ηχοχρώματα ποικίλων πληκτροφόρων οργάνων και κρουστών να γίνονται πλαστελίνη στα χέρια και τις εμπνεύσεις τους, οι Paolo Rustichelli και Carlo Bordini αφήνοντας πίσω τις μέρες του βραχύβιου γκρουπ Cammello Black, σκάρωσαν ένα πλούσιο μουσικό ψηφιδωτό. Και μπορεί να είναι εμφανείς οι καταβολές του ντουέτου που απαντώνται στο αντίστοιχο βρετανικό ρεύμα, με κύριο όνομα αναφοράς αυτό των Emerson Lake and Palmer, μα το συμφωνικό rock του ντουέτου έχει μια ιταλικότητα που το διασχίζει από άκρη σ’ άκρη. Μια μελωδικότητα κομψή, στρογγυλή, ρομαντική, ολίγον νευρική, εκλυόμενη από hammond, mellotron, synths και πιάνο, λειτουργεί αποφασιστικά στη γέφυρα μεταξύ κλασικής, pop και rock αντίληψης. Οι δε ρυθμοί γίνονται τις περισσότερες φορές εκστατικοί και τα φωνητικά παίζουν σε πομπώδεις, οπερετικές εκτάσεις rock φύσης χωρίς να πετυχαίνουν πάντα τον στόχο.

Μετά το Opera Prima, ο Rusticelli μπήκε στο συγκρότημα των Oliver, που λίγο μετά χωρίς αυτόν σχηματίστηκαν οι περίφημοι Goblin, μα στο ενδιάμεσο κυκλοφόρησαν δίσκο ως Cherry Five, στον οποίο συνέδραμε ο Bordini!

Twenty Sixty Six and Then – Reflections on the Future
[United Artists Records, 1972]

Τι κοινό μπορεί να έχει η μάχη του Hastings με έναν από τους αρτιότερους και πιο πληθωρικούς heavy prog δίσκους όλων των εποχών; Οι κατά τα 5/6 Γερμανοί Twenty Sixty Six and Then σχηματίστηκαν στο Mannheim το 1971 έχοντας στο μικρόφωνο τον Βρετανό Geff Harrison και εμπνεύστηκαν το όνομά τους από την ιστορική μάχη του 1066 μεταξύ Άγγλων και Νορμανδών προσθέτοντας μία χιλιετία. Το εντυπωσιακό με την περίπτωσή τους ήταν ότι διέθεταν δύο πληκτράδες με πλούσιο ταλέντο καλύπτοντας όλα τα φάσματα του ήχου της εποχής (Mellotron, organ, electric piano, synths). Σε συνδυασμό με τη χαρακτηριστική βραχνή φωνάρα του Geff Harrison και τις εντυπωσιακές κιθαριστικές επιδόσεις του Gerhard Mrozeck, οι πέντε συνθέσεις του Reflections οn the Future μπαίνουν με άνεση στο πάνθεον της ακμάζουσας τότε γερμανικής σκηνής. Από το εξαιρετικά heavy εναρκτήριο At My Home στις εναλλαγές του αγαπημένου Autumn (εδώ υπάρχει κιθαριστικό riff που είναι προπομπός του progressive metal) και από το ψυχεδελικών προεκτάσεων prog των Butterfly και How Do You Feel στο 16λεπτο ομώνυμο έπος που περικλείει όλα τα παραπάνω, καταλήγουμε στο ότι έχουμε να κάνουμε με έναν δίσκο κομψοτέχνημα. Μετά τη διάλυσή τους ο μόνος που συνέχισε πιο ενεργά ήταν ο Geff Harrison συμμετέχοντας σε δύο δίσκους των Kin Ping Meh και ακολουθώντας solo καριέρα.

Abraxis – Abraxis
[International Bestseller Company, 1977]

Το βραχύβιο σχήμα των Abraxis είναι ένα από τα πιο άγνωστα supergroups των 70s. Με εξαίρεση τον session κιθαρίστα Paul Elias, η προϋπηρεσία των υπολοίπων αποτελεί από μόνη της απόδειξη μιας μεγάλης ιστορικής αδικίας, που πιθανότατα οφείλεται στο ότι η Βελγική μπάντα ήταν ενεργή για λιγότερο από δύο χρόνια. Ο Charles Loos (πλήκτρα) και ο Jean-Paul Musette (μπάσο) που ηγούνταν του σχήματος και έγραψαν όλη τη μουσική, ήταν μαζί στους σπουδαίους Cos, ο φλαουτίστας Dirk Bogaert και ο ντράμερ Jack Mauer έπαιζαν στους prog θρύλους Waterloo και Pazop, ενώ ο Tony Malisan, ο οποίος παίζει ντραμς στα περισσότερα κομμάτια, ήταν βασικό μέλος των εξαιρετικών Esperanto.

Η μουσική των Abraxis ήταν κατά βάση περφεξιονιστικό jazz-rock / fusion με έντονα prog στοιχεία που παραπέμπουν κυρίως στον Canterbury ήχο και ακόμα πιο συγκεκριμένα στους Gilgamesh National health και Supersister, ενώ τα πιο αυτοσχεδιαστικά fusion σημεία θυμίζουν Chick Corea. Τα καλύτερα κομμάτια του album είναι τα Clear Hours, Valse de la mort / A boire / Et à / Manger και Sweetank, αλλά δεν υπάρχει καμία βαρετή στιγμή.

Μετά τη διάλυσή τους, ο Loos έπαιξε ξανά με τους Cos και κατόπιν στο μοναδικό album των Nuit câline à la villa mon rêve και τους Julverne, ενώ συνέχισε και την solo καριέρα του.

Diabolus – Diabolus (High Tones)
[Bellaphon, 1972]

Οι Diabolus είναι μια από τις περιπτώσεις μπαντών με Αγγλικό πυρήνα που όμως έδρασαν σε Γερμανικό έδαφος. Δημιουργήθηκαν στα τέλη της δεκαετίας του 60 από τους Βρετανούς John Hadfield (κιθάρα, φωνή), Anthony Hadfield (μπάσο, φωνή), Philip Howard (πλήκτρα, πνευστά, φωνητικά) και τον Γερμανό Elwood Von Seibold (κρουστά). Το μόνο τους album κυκλοφόρησε το 1972 και αποτελεί ένα από τα καλύτερα κρυμμένα διαμάντια της δεκαετίας. Εκπληκτικό μείγμα βρετανικού progressive rock, heavy prog και jazz-rock της εποχής με ευρηματικό transition ανάμεσα στα είδη. Ο Howard δίνει την εντύπωση ότι το σχήμα είναι επταμελές, καθώς όπου χρειάζεται παίζει jazz σαξόφωνο, αλλού prog folk φλάουτο, αλλού πλήκτρα, με αποκορύφωμα τα σημεία που έχει κάνει οverdubs στα όργανα, όπως στο εκπληκτικό Lady of The Moon. Τα κιθαριστικά σόλο είναι εξαίσια ενώ το jazzy rhythm section πραγματικά λάμπει και είναι παντού. Οι Diabolus είχαν αύρα, συνθέσεις και ενορχηστρώσεις μεγάλης μπάντας και φαινόταν ότι τα καλύτερα έρχονταν, αλλά δυστυχώς ακολούθησε η διάλυση με τα μέλη τους  να εξαφανίζονται δια παντός από τη μουσική σκηνή. Μάλιστα το παρόν υλικό μάλλον αποτελούσε το demo τους και αγνοούσαν ότι κυκλοφόρησε στη Γερμανία για περισσότερο από τριάντα χρόνια μέχρι το 2005 σύμφωνα με τις πηγές.

Déjà-Vu – Between the Leaves
[Self-released, 1976]

Η Νορβηγική μπάντα Déjà-Vu ιδρύθηκε το 1975 από τους Svein Rønning και Knut Lie, αφού έφυγαν από τους Høst. Το Between the Leaves χρηματοδοτήθηκε από το ίδιο το συγκρότημα και κυκλοφόρησε αρχικά το 1976 ως test pressing με ένα λευκό εξώφυλλο και παρέμεινε άγνωστο ακόμα και στην Νορβηγία έως ότου η ετικέτα Research το κυκλοφόρησε είκοσι χρόνια αργότερα σε CD στη μνήμη του αείμνηστου τραγουδιστή Kai Γκρόνλι. Το συγκρότημα προσφέρει μουσική με έντονη προσωπικότητα, συνδυάζοντας το συμφωνικό prog a la Yes με early ‘70s σκληρό blues rock. Οι συνθέσεις είναι ο ορισμός της τελειότητας και το παίξιμο είναι τουλάχιστον εξαιρετικό. Κάθε τραγούδι είναι γεμάτο με συναισθηματικά φωνητικά και υπέροχες αναπτύξεις. Όχι μόνο δεν υπάρχουν fillers, αλλά δεν υπάρχει απολύτως καμία βαρετή στιγμή εδώ. Η χρήση των mellotron και synth είναι πραγματικά εξαιρετική. Οι μελωδίες των πλήκτρων είναι θεϊκές, ειδικά σε συνδυασμό με τον Hendrix-οειδή κιθαριστικό ήχο και το υπέροχο rhythm section. Από όσα παρουσιάζονται στο album, τίποτα δεν υποδηλώνει ότι έμειναν απαρατήρητοι ακόμη και στο underground prog. Για όποιον εκτιμά μια καλλιτεχνική προσέγγιση στη μουσική και το prog rock της δεκαετίας του ’70 του υψηλότερου επιπέδου, το Between the Leaves έχει όλες ό,τι απαιτείται.

Atlantic Bridge – Atlantic Bridge
[Dawn, 1970]

Οι Βρετανοί Atlantic Bridge συγκροτήθηκαν ως κουαρτέτο στα τέλη των 60s από τον πιανίστα Mike McNaught, ο οποίος το 1967 είχε αποτυπώσει την εμμονή του για τους Beatles στο Take a New Look at the Beatles με τους The London Jazz Four. Επρόκειτο περί μίας καινότροπης προσέγγισης του υλικού της αγαπημένης τους μπάντας υπό μία καθαρά jazz οπτική. Το πάθος του για τα Σκαθάρια μετακενώνεται και στο φερώνυμο άλμπουμ των Atlantic Bridge που κυκλοφόρησε το 1970, μόνο που δεν επιδίδονται αποκλειστικά σε αυτούς. Υποβοηθούμενος από τεχνικά άρτιους μουσικούς, όπως ο Mike Travis (drums – αργότερα μέλος της Canterbury υπερμπάντας Gilgamesh, συμμετείχε και σε δίσκους του Hugh Hopper), Jim Philip (σαξόφωνο, φλάουτο), τον βιρτουόζο Daryl Runswick (μπάσο -αργότερα στους The Alan Parsons Project), διασκευάζουν υποδειγματικά συνθέσεις του Jimmy Webb και των Beatles, αλλάζοντας ριζικά τις πρωτότυπες εκτελέσεις. Είναι ένας δίσκος που χαρακτηρίστηκε ως εντελώς jazz για τους rockers και rock για το jazz ακροατήριο, αν και η πρόθεση του σχήματος ήταν η ελεύθερη κατανόηση του εγχειρήματός τους μακριά από ταμπέλες και περίκλειστους χαρακτηρισμούς. Ο δίσκος είναι διαμάντι και το καθηλωτικό παίξιμο όλων, ιδίως του Jim Philip, συνεπαίρνει και καθηλώνει. Η αισθητική υπόσταση αυτού του άλμπουμ είναι άφθαρτη, παρόλο το πέρας του μισού αιώνα.

Providence – Ever Sense the Dawn
[Threshold, 1972]

Το Ever Sense the Dawn των Providence αποτελεί μια πολύ ιδιαίτερη περίπτωση ηχογράφησης και μια μοναδική μουσική πρόταση για τα δεδομένα των Η.Π.Α. των early 70s, λίγο πριν μάλιστα την έκρηξη των (πιο hard rock / prog έτσι και αλλιώς) Kansas και Styx. Σίγουρα, είναι παράδοξο το ότι έχει παιχτεί συμφωνικό progressive folk / rock το 1972 στις Η.Π.Α. και μάλιστα ιδιαιτέρως Βρετανικό στην ιδιοσυγκρασία του. Μία βασική εξήγηση υπάρχει φυσικά: ο παραγωγός των Providence δεν είναι άλλος από τον Tony Clarke, ο οποίος με τις παραγωγές του στους δίσκους των Moody Blues αποτέλεσε πρωτεργάτη του συμφωνικού progressive rock στο ηχητικό κομμάτι. Υπό αυτή την έννοια, οι Providence θα μπορούσαν να προσπεραστούν ως μία ακόμα κόπια των Moody Blues, όμως αυτό δεν συμβαίνει επ’ ουδενί. Ο έντονος folk ήχος, η σχεδόν αποκλειστική χρήση ακουστικών οργάνων και οι πανέμορφες μελωδίες δίνουν έναν έντονο chamber χαρακτήρα στο δίσκο και τον τοποθετούν στα πολύ καλά κρυμμένα διαμάντια των αρχών της δεκαετίας του ‘70 στις Η.Π.Α. Δυστυχώς δεν υπήρξε δεύτερη προσπάθεια για τους Providence, με τα 33 λεπτά του Ever Sense the Dawn να αποτελούν τη μοναδική τους παρακαταθήκη. Οι Tim Tompkins, Tom Tompkins και Jim Cockey αξιοποίησαν την γνωριμία με το «στρατόπεδο» των Moody Blues και συμμετείχαν στα Blue Jays και Songwriter του Justin Hayward.

Mainhorse – Mainhorse
[Polydor, 1971]

Ακόμα μια περίπτωση ενός πολυσυλλεκτικού συγκροτήματος των αρχών της δεκαετίας του ’70, το οποίο αν και κέρδισε συμβόλαιο με μια μεγάλη εταιρεία της εποχής, τελικά έμεινε με ένα ομώνυμο πρώτο album και την υστεροφημία των μελών του, κυρίως του Ελβετού Patrick Moraz. Οι Mainhorse έπλεαν σε καθαρά Βρετανικά νερά, κάτι που γίνεται αντιληπτό από τις πρώτες κιόλας νότες που διατρέχουν το ντεμπούτο τους. Κοντά στους πρώιμους Deep Purple, αλλά και με την άμεση ELP ή και Nice επιρροή της εποχής, μνημονεύονται κυρίως για τη συμμετοχή του Moraz. Και παρόλο που το album χαρακτηρίζεται από την αύρα του Ελβετού μαέστρου, αλλά και τις έντονες κιθαριστικές εντάσεις, παρουσιάζει και εμφανείς αδυναμίες στη σύνθεσή του. Και παρόλο που δεν αποτελεί μνημείο πρωτοτυπίας σε σχέση με την παραγωγή της εποχής, οι ενορχηστρώσεις και οι δυναμικές που συνολικά παρουσιάζονται στο Mainhorse είναι στοιχεία που συνεπικουρούν τον Moraz παράγοντα. Pale Sky και God οι συνθέσεις που πρωταγωνιστούν και δείχνουν τι θα μπορούσαν να κάνουν σε επόμενες προσπάθειές τους.

Mετά το ντεμπούτο των Mainhorse, o Moraz έπαιξε στους Refugee, αλλά άφησε το στίγμα του στη μεγάλη του prog rock σχολή μέσα από τη συμμετοχή του στο ασύλληπτο Relayer των Yes, όταν κλήθηκε να αντικαταστήσει τον Rick Wakeman.

The Facedancers – The Facedancers
[Paramount, 1972]

Ελάχιστα είναι γνωστά για τους μυστηριώδεις Facedancers. Το κουιντέτο από την Philadelphia σχηματίστηκε το 1971 ως μετεξέλιξη του κωμικού γκρουπ Lobotomy, υπέγραψε με την Paramount και το 1972 κυκλοφόρησε το ομώνυμο album σε παραγωγή του σπουδαίου Teo Macero, του παραγωγού των Kind of Blue, Sketches of Spain και Bitches Brew του Miles Davis και του Time Out του Dave Brubeck Quartet.

Η μουσική των Facedancers είναι τόσο πολυσυλλεκτική, ώστε είναι αδύνατο να καταταχθεί σε κάποια ηχητική σχολή και το μόνο βέβαιο είναι δεν είχαν καμία σχέση με οτιδήποτε άλλο έβγαινε από την πατρίδα τους τότε, πριν και έκτοτε. Η ιδιότυπη μίξη του ψυχεδελικού rock με καθαρό, αλλά εξόχως παράξενο progressive rock αποκτά μία πολύ ιδιαίτερη ταυτότητα σε συνδυασμό με τα έντονα folk, blues και πειραματικά στοιχεία. Φανταστείτε ένα ηχητικό κοκτέηλ με το συμφωνικό prog των Yes, τη μελαγχολία του Tim Buckley, τον ρομαντισμό του US psych, το σκοτάδι του Σκανδιναβικού prog και την αμεσότητα του blues / hard rock σε μορφή κομματιών που μετουσιώνονται από λυρικές συνθέσεις σε ατέρμονα jams, ρυθμικά δύστροπα ορχηστρικά σημεία και απόδοση με τριπλά αρμονικά φωνητικά, όπου ακούγονται άπιαστα υψηλές νότες. Οι καθόλα μυστηριώδεις Facedancers παρέμειναν έτσι για πάντα, καθώς και οι πέντε μουσικοί δεν ηχογράφησαν ποτέ τίποτα άλλο, πριν ή μετά.