Από τον Σπύρο Κονιτόπουλο
17 / 02 / 2014
Μια instrumental σύνθεση με τίτλο “Manipulation” και δημιουργό της τον Anthony Philips, καταλήγει στα χέρια του νέου line-up των Genesis (1971) για να μετατραπεί σε ένα κομμάτι σταθμό στην ιστορία της progressive rock μουσικής. Το “The Musical Box” έρχεται σε μια κομβική στιγμή για την εξέλιξη της μπάντας και γίνεται το νέο μεγάλο της στοίχημα. To κομμάτι επιλέγεται σαν μια επιφάνεια σκληρής εργασίας επί της οποίας τα νέα μέλη του σχήματος (Steve Hackett, Phil Collins) καλούνται να βρουν μια κοινή γλώσσα με τα ιδρυτικά του (Peter Gabriel, Tony Banks, Mike Rutherford). H τελική του μορφή, όπως θα παρουσιαστεί στο “Nursery Cryme” (1971), προορίζεται να προσδιορίσει καθοριστικά τη μουσική κατεύθυνση του group, τουλάχιστον για τα επόμενα 6 χρόνια.
Ανακαλώντας τους τίτλους του άλμπουμ και του κομματιού και διατρέχοντας στα γρήγορα τους στίχους και τις αφηγηματικές προσθήκες του Gabriel, εντοπίζει κανείς λέξεις και φράσεις κλειδιά, όπως nursery, cryme, crocquet και Old King Cole, που παραπέμπουν ευθέως στην εποχή της Βικτοριανής Αγγλίας[1] (δεύτερο μισό του 19ου αιώνα). Στο σκηνικό που έχει στηθεί πρωταγωνιστούν τρία πρόσωπα: τα δύο πιτσιρίκια Henry Hamilton-Smythe, Cynthia Jane De Blaise-William και η νταντά που εμφανίζεται στο τέλος της αφήγησης, για να δώσει στο δράμα την τραγική του κατάληξη.
Η εξηκονταετής περίοδος της βασιλείας της Victoria συμπίπτει με έναν εκρηκτικό μετασχηματισμό των κοινωνικών δομών και με ριζικές πολιτισμικές αλλαγές που άλλοτε ακολουθούν και άλλοτε επιχειρούν να αντισταθούν στις συνέπειες της βιομηχανικής επανάστασης που έχουν φθάσει στην κορύφωσή τους. Με την κυριαρχία της, στις θάλασσες και στο εμπόριο, η Βρετανία τοποθετείται στο κέντρο των παγκόσμιων εξελίξεων που απαιτούν εντατικοποίηση της εργασίας, ραγδαία επιτάχυνση της αστικοποίησης και μεγέθυνση της απομύζησης των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων[2]. Η διαδικασία αφομοίωσης των στοιχείων που συγκροτούν τον βιομηχανικό κόσμο θα αποδειχθεί, ωστόσο, ένα δύσκολο εγχείρημα όχι μόνο για τους ανθρώπους του μόχθου που χειμάζονται από την εκμετάλλευση της παιδικής εργασίας, θανατηφόρες επιδημίες κ.ά., αλλά και για την ίδια την άρχουσα τάξη που βαθμιαία συνειδητοποιεί ότι ο χρόνος γι’ αυτήν μετρά αντίστροφα. Πράγματι, η μεσαία τάξη (έμποροι και μικροϊδιοκτήτες) καταλαμβάνει ολοένα και περισσότερο ζωτικό χώρο στην παραγωγική διαδικασία, πράγμα που θα εξαναγκάσει την αριστοκρατία σε πολιτισμική αναδίπλωση. Στίγμα της τελευταίας αποτελεί η σταδιακή υιοθέτηση μιας αυστηρής ηθικής νόρμας που θα χρησιμεύσει ως μέσο νομιμοποίησης της ισχύος της. Οι αριστοκράτες, μπροστά στις καινοφανείς και επικίνδυνες γι’ αυτούς οικονομικές εξελίξεις, καταφεύγουν στην επίκληση της «θείας» τους καταγωγής και σε μία τεχνητή γιγάντωση της πολιτισμικής τους απόστασης από το υπόλοιπο κοινωνικό σώμα[3].
Η πολιτισμική ρηγμάτωση που δημιουργείται μέσα από την αντίδραση της αριστοκρατίας απέναντι στις νέες τεχνολογικές και οικονομικές εξελίξεις, θα μπορούσε χοντρικά να αποδοθεί ως μια επαναστροφή στο θρησκευτικό στοιχείο και στο μυστικισμό, ταυτόχρονα με μια επίμονη προσπάθεια περιορισμού της τρυφηλότητας που επικρατούσε στις αυλές της. Η αυλή όφειλε, εφεξής, να παρουσιάζεται ως βιολογικό και πολιτισμικό άλλο έναντι του σώματος επί του οποίου πάσχιζε να διατηρήσει την πολιτική και οικονομική εξουσία της. Η βασίλισσα Victoria έχοντας κατανοήσει τον υπονομευτικό, για τη νομιμοποίηση της κυριαρχίας της, ρόλο της ηδονικής «ακολασίας», απαιτεί από τον αριστοκρατικό κόσμο την πλήρη απώθηση των λιμπιντικών στοιχείων και την περιχαράκωσή του σε έναν ημι-κόσμο (half world) ακρωτηριασμένης ενθαδικότητας, με έντονα τα στοιχεία ανάθεσης της ευτυχίας στο επέκεινα (lies of a kingdom beyond the skies). Το τίμημα που πληρώνει η τάξη των ευγενών είναι τεράστιο και γίνεται περισσότερο αποκαλυπτικό αν στρέψουμε την προσοχή μας εκεί που μας υποδεικνύει ο Gabriel: στην πλέον ευαίσθητη περιοχή της κοινωνικής ελίτ που εντέλλεται να επωμιστεί τη βάσανο της αναπαραγωγής της, στα παιδιά.
Ο υψηλότερος όροφος των αρχοντικών κατοικιών προοριζόταν αποκλειστικά για το μεγάλωμα των παιδιών. Πρόκειται για ένα συγκρότημα δωματίων (nursery), αποτελούμενο από τα υπνοδωμάτια των παιδιών και της νταντάς, χώρους παιχνιδιού, κουζίνα και λουτρό, που κάλυπταν όλες τις λειτουργικές ανάγκες της καθημερινής τους φροντίδας. Η απαιτούμενη προετοιμασία για την ολοκληρωμένη συγκρότηση του ολοένα και αυστηρότερα (περι)ορισμένου αριστοκρατικού υποκειμένου, σήμαινε για τα παιδιά μια σκληρή μαθητεία σε προγράμματα κοινωνικής πειθάρχησης. Ο χώρος του nursery ήταν ηχητικά και οπτικά απομονωμένος από το υπόλοιπο σπίτι προκειμένου να διασφαλιστεί η ακολουθία των κανόνων στην κάθε τους λεπτομέρεια. Στην αυγή της ζωής τους, οι μικρές ψυχές έρχονταν αντιμέτωπες με ένα σώμα απαγορεύσεων και υπαγορεύσεων που έλεγχε το χρόνο τους σε κλίμακα δευτερολέπτου.
Ο διδακτικός λόγος που συναρθρωνόταν με την παραπαίουσα εξουσία της αριστοκρατίας εμφανίζεται, σε όλη του την αίγλη, στις νέες θεματικές των παιδικών τραγουδιών (nursery rhymes). Κρίθηκε επιτακτικό να μεταβάλλουν το νοηματικό τους περιεχόμενο προς μια κατεύθυνση εξωραϊσμού της αυλικής ζωής και εξοβελισμού των όποιων νύξεων θα μπορούσαν να υποκινήσουν κοινωνικό προβληματισμό και ανησυχίες. Η περίπτωση του Old King Cole είναι χαρακτηριστική.
Πέραν της γλυκανάλατης και απλοϊκής θεματολογίας του, αποκαλύπτει τη σύνολη μέριμνα της αυλής σε μια σεμνοτυφία που θα ενίσχυε το ιδεολόγημα της βιολογικής της ανωτερότητας. Η ζωή του βασιλιά παρουσιάζεται ως ξένη προς τις πληβείες απολαύσεις, κρατώντας για τον εαυτό της μόνο εξυψωμένες ηδονές (τη ντελικάτη γεύση του τσαγιού –bowl-, το απαλό άρωμα του καπνού της πίπας –pipe-, το ανάλαφρο άκουσμα των βιολιών –three fiddlers-). Θα μπορούσε πράγματι να ισχυριστεί κανείς πως στο επίκεντρο της θεματικής του Gabriel βρίσκεται ο τρόπος με τον οποίο το παιδικό τραγούδι μετατρέπεται σε όργανο ενός τραγικού εγκλήματος (rhyme -> cryme). Ας δούμε πώς αυτό συντελείται ακολουθώντας τις γραμμές του κειμένου:
While Henry Hamilton-Smythe minor (8) was playing croquet with Cynthia Jane De Blaise-William (9), sweet-smiling Cynthia raised her mallet high and gracefully removed Henry’s head. Two weeks later, in Henry’s nursery, she discovered his treasured musical box. Eagerly she opened it and as “Old King Cole” began to play, a small spirit-figure appeared. Henry had returned – but not for long, for as he stood in the room his body began ageing rapidly, leaving a child’s mind inside. A lifetime‘s desires surged through him.
Κρίνοντας απ’ το ότι είναι σε θέση να παίζουν croquet, αλλά και από το γεγονός ότι διαμένουν ακόμα στο nursery, τα παιδιά Henry και Cynthia, πιθανότατα διανύουν την εφηβεία τους. Ενδεχομένως να είναι αδέρφια, αλλά ας μη γίνουν αυθαίρετες υποθέσεις.
Το croquet είναι ένα άθλημα που εισάγεται από την Ιρλανδία στις αρχές της έκτης δεκαετίας του 19ου αιώνα. Η εποχή της εμπορικής ακμής της Αγγλίας δεν έχει ανάλογες συνέπειες στη γειτονική χώρα. Αξίζει να αναφερθεί χαρακτηριστικά ότι κατά τη διάρκεια της βασιλείας της Victoria, ενώ η Αγγλία σημειώνει διπλασιασμό του πληθυσμού της, ο ιρλανδικός πέφτει στο μισό. Χοντρικά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο κοινωνικός ιστός της Ιρλανδίας εμφανίζεται περισσότερο συνεκτικός από αυτόν της Αγγλίας και ότι τα νέα φαινόμενα που παρατηρήθηκαν στην τελευταία (ραγδαίοι μετασχηματισμοί στις οικονομικές και πολιτικές δομές, βικτωριανή ηθική), δεν τα βλέπουμε στην πρώτη. Το croquet θα είχε, λοιπόν, νόημα να το έβλεπε κανείς ως εμβόλιμο στοιχείο που εμποτίζει τη βικτωριανή Αγγλία με πινελιές ριζοσπαστικότητας. Είναι, πράγματι, η πρώτη φορά που βλέπουμε παιχνίδι εξωτερικού χώρου να παίζεται επί ίσοις όροις και από τα δύο φύλα.
Έχοντας κατά νου ότι το croquet προβάλλει ως στοιχείο της διαδρομής της γυναίκας στα μονοπάτια της χειραφέτησης μέσα σε ένα αφιλόξενο και άκρως συντηρητικό πολιτικό φόντο, η κίνηση της γλυκιάς και χαμογελαστής Cynthia που αποκεφαλίζει τον Henry με το μπαστούνι φορτίζεται με έναν αρκετά έντονο συμβολισμό. Αφενός συμπυκνώνει τη διττή βία που η βιώνει η Cynthia (ως παιδί και ως κορίτσι), αφετέρου εκφράζει μία πρωτόλεια και σπασμωδική εξεγερσιακή διάθεση με πολιτικές συνιστώσες. H Cynthia με την κίνησή της, ενσαρκώνει τη συντεταγμένη βία που υφίστανται οι ζωτικές επιθυμίες ενός παιδιού, μιας γυναίκας και κατ’ επέκταση μιας κοινωνίας, ταυτόχρονα με τη συντακτική βία που η ίδια ασκεί μέσα από την ευνουχιστική της χαιρεκακία[4]. Η οικειοποίηση του φαλλικού συμβόλου (μπαστούνι του croquet) και της ταυτόχρονης σημασιοδότησής του ως σύμβολο κυριαρχίας, θα στραφεί ενάντια στο βιολογικό του φορέα (Henry) σημαίνοντας τον άδικο αφανισμό του. Το πνεύμα του Henry δε θα καταφέρει να αναπαυτεί, η θυσία του δε θα αναγνωριστεί από το θεϊκό δίκαιο αν πρώτα δεν εκφραστεί μια πηγαία διαμαρτυρία και δε γίνει μια ύστατη προσπάθεια να κερδηθεί ένα αληθινό βίωμα, να βιωθεί ένα πραγματικό παρόν. Σε μία αντιστροφή του δράματος του Dorian Grey, το σώμα του Henry ξοδεύεται βασανιστικά από την ανηλεή επίθεση ενός απείρως πυκνού χρόνου, ενώ η ψυχική επιθυμία του παραμένει αναλλοίωτη στην αρχέτυπη και αδιαμεσολάβητη εκδοχή της.
Η Cynthia ανοίγει το μουσικό κουτί και το Old King Cole θα ηχήσει για μια τελευταία φορά στα αυτιά του φαντάσματος του Henry. Η αμφιβολία του για την ανταπόκριση που θα τύχει η έκφραση της μύχιας λαχτάρας του διατυπώνεται σε τρία επίπεδα. Αρχικά, μέσα από την ευρύτερη κριτική του στάση απέναντι στο κοινό αίσθημα (All your hearts now seem so far from me), εν συνεχεία διά της απευθείας απεύθυνσής του στη Cynthia (And the nurse will tell you lies) και τέλος μέσα από την αναγνώριση της φαντασματικής του υπόστασης (But I am lost within this half-world). Η κοινωνική κατασκευή των υποκειμένων[5] επισυμβαίνει μέσα από τεχνικές ελέγχου της libido και ιδεολογικούς μηχανισμούς που αναβάλλουν (kingdom beyond the skies) ή μετουσιώνουν την επιθυμία (Old King Cole). H Cynthia δεν έχει εξαιρεθεί από αυτό και ο Henry το γνωρίζει πολύ καλά.
Play me Old King Cole
That I may join with you,
All your hearts now seem so far from me
It hardly seems to matter now.
And the nurse will tell you lies
Of a kingdom beyond the skies.
But I am lost within this half-world,
It hardly seems to matter now.
Play me my song.
Here it comes again.
Play me my song.
Here it comes again.
Ο εφηβικός ψυχισμός του Henry και η γερασμένη φιγούρα του, ο λιγοστός χρόνος που του απέμεινε και η άσκοπη σπατάλη του σε ένα κόσμο εχθρικό προς την επιθυμία, συνιστούν έντονα αντιθετικά δίπολα που αποδίδουν σε κλίμα ευριπίδειας τραγωδίας την προετοιμασία του ήρωα για τη μεγάλη στιγμή.
Just a little bit,
Just a little bit more time,
Time left to live out my life.
Play me my song.
Here it comes again.
Play me my song.
Here it comes again.
Old King Cole was a merry old soul,
And a merry old soul was he.
So he called for his pipe,
And he called for his bowl,
And he called for his fiddlers three.
But the clock, tick-tock,
On the mantlepiece –
And I want, and I feel, and I know, and I touch,
Her warmth…
Η τραγωδία κορυφώνεται σε ένα μαγικό crescendo συγκινησιακής φόρτισης που αποτυπώνει έντονα το τυφλό παιχνίδι του χρόνου εντός του οποίου ο Henry σπαράζει και εκλιπαρεί τη Cynthia για ένα άγγιγμα, για λίγο παρόν, για λίγη σάρκα. Η παράλληλη διαμαρτυρία του για την απαθή και δύσπιστη στάση της, οδηγούν τον ακροατή στην απόλυτη ταύτιση με τον τραγικό ήρωα, ενώ οι 23 αρχέγονες κραυγές “NOW” αναγορεύουν την έντονη παράκληση, σε απόλυτο υπαρξιακό ανάθεμα για τη μία εκείνη ώρα που πρέπει πάντα να θυσιάζεται κάτω από το βάρος μιας αδήριτης κοινωνικής πραγματικότητας.
She’s a lady, she’s got time,
Brush back your hair, and let me get to know your face.
She’s a lady, she is mine.
Brush back your hair, and let me get to know your flesh.
I’ve been waiting here for so long
And all this time has passed me by
It doesn’t seem to matter now
You stand there with your fixed expression
Casting doubt on all I have to say.
Why don’t you touch me, touch me,
Why don’t you touch me, touch me,
Touch me now, now, now, now, now…
Ο επίλογος διαγράφεται τραγικός, καθώς η νταντά εισβάλλει στο χώρο και καταστρέφει βίαια το όλο εγχείρημα. Η τάξη επιβάλλεται με επιτακτικότητα δεύτερης φύσης (instinctively) από το πρόσωπο, που παρά την ως τώρα απουσία του, επισκίαζε, δια του πυκνού σημαίνοντος φορτίου του, το όλο σώμα του έργου. Οι μηχανισμοί κοινωνικής πειθάρχησης ενός πολιτισμικού μορφώματος που σκοτώνει την έκφραση, καταστέλλει την επιθυμία και ματώνει την ευτυχία συνιστούν το πλέγμα σημαινoμένων της νταντάς[6].
Unfortunately the attempt to persuade Cynthia Jane to fulfill his romantic desire led his nurse to the nursery to investigate the noise. Instinctively Nanny hurled the musical box at the bearded child, destroying both.
Αν η αξία του καλλιτεχνικού έργου είναι ανάλογη του ρίγους των συναισθημάτων και της έντασης των προβληματισμών που προκαλεί, δε θα ήταν υπερβολικό να πούμε ότι το “The Musical Box” χτυπάει 10/10 και στα δύο. Σοβαρά τραυματισμένος από τα βάναυσα και πολλαπλά υπαρξιακά χτυπήματα που δέχτηκα από την τελευταία ακρόαση, μένω κι εγώ κολλημένος στην κίνηση του δευτερολεπτοδείκτη μηρυκάζοντας ξανά και ξανά πάνω στο αναπάντητο φροϋδικό ερώτημα: μπορεί η ανθρώπινη ευτυχία να αναπνεύσει στον πολιτισμένο κόσμο;
[1] Μια εξαιρετική ανάλυση για το ”The Musical Box” θα βρείτε εδώ: http://songmeanings.com/songs/view/1619/.
[2] Για τις κοσμογονικές αλλαγές στην οικονομία της Ευρώπης κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, δείτε: Hobsbawm, Η Εποχή των Αυτοκρατοριών, Αθήνα: 2002, ΜΟΡΦΩΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΗΣ, σσ. 61-93.
[3] Για περισσότερες πληροφορίες πάνω στα Βικτοριανά ήθη, δείτε εδώ: http://en.wikipedia.org/wiki/Victorian_morality.
[4] Για τη διάκριση ανάμεσα στη συντακτική και τη συντεταγμένη βία, δείτε: W. Benjamin, Για μια Κριτική της Βίας, ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΚΗ ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ και στο G. Agamben, Homo Sacer – Κυρίαρχη Εξουσία και Γυμνή Ζωή, ΑΘΗΝΑ: 1995, SCRIPTA σσ. (59-72).
[5] Οι θεωρίες των τεχνολογιών κοινωνικής πειθάρχησης και συγκρότησης του κοινωνικού υποκειμένου αναπτύσσονται στα έργα του M. Foucault. Κυρίως στα M. Foucault, Επιτήρηση και Τιμωρία, Η Γέννηση της Φυλακής, Αθήνα: 1976, ΚΕΔΡΟΣ και M. Foucault, Ιστορία της Σεξουαλικότητας, Η Δίψα της Γνώσης, Αθήνα: 2005, ΚΕΔΡΟΣ.
[6] Η διάσταση ανάμεσα στον Πολιτισμό και την Ευτυχία αναλύεται συστηματικά στο S. Freud, Ο Πολιτισμός Πηγή Δυστυχίας, ΑΘΗΝΑ: 1994, ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ και στο H. Marcuse, Έρως και Πολιτισμός, ΑΘΗΝΑ 1981: ΚΑΛΒΟΣ.
Κάντε το πρώτο σχόλιο