[Code666 / Aural Music, 2014]
|
Εισαγωγή: Δημήτρης Καλτσάς
09 / 01 / 2014
Τα τελευταία (αρκετά) χρόνια έχει παρατηρηθεί η αλλαγή «πλεύσης» ολόκληρων μουσικών ρευμάτων, των οποίων ο χαρακτήρας εναρμονίζεται σε διαφορετικά πλέον δεδομένα από νέους μουσικούς και συγκροτήματα. Έτσι, η όποια επαναστατικότητα (σε μουσικό ή / και κοινωνικό επίπεδο) έχει μείνει στο παρελθόν, το hype και η δεδομένη εμπορικότητα έχουν σβήσει και, εξαιρουμένων των περιπτώσεων αναβίωσης του είδους αυτού καθ’ εαυτού, τα νέα συγκροτήματα, διατηρώντας την ατμόσφαιρα και τα αμιγώς καλλιτεχνικά στοιχεία, οδηγούν ένα παλαιό μουσικό ρεύμα στο αύριο με εντελώς διαφορετικούς όρους. Νομίζω πως σε αυτή την κατηγορία μουσικών ειδών εμπίπτει το ακραίο metal γενικά και ειδικότερα, και ίσως πολύ περισσότερο, το black metal του σήμερα, σε αρκετά μεγάλο φάσμα του ήχου αυτού. Μία από τις χαρακτηριστικές περιπτώσεις post-black metal συγκροτημάτων που έχουν ως προτεραιότητα και βασικό χαρακτηριστικό της μουσικής τους ταυτότητας τον πειραματισμό, είναι οι Hail Spirit Noir. Όταν κυκλοφόρησε το ντεμπούτο τους “Pneuma” το 2012, όσοι το άκουσαν θαύμασαν εκείνη την εντυπωσιακή ισορροπία του black metal με την ψυχεδέλεια και το progressive rock της περιόδου 1969-’71 κυρίως (το λεγόμενο psych-prog δηλαδή). Κανένας υβριδισμός, καμία υποψία επιτήδευσης ή προσποίησης, χωρίς να λείπει μάλιστα και η θεατρικότητα, φιλτραρισμένη από ένα avant-garde στοιχείο που ολοκληρώνει τη μοναδικότητα του μουσικού τους χαρακτήρα. Αν και έκανε μεγάλη αίσθηση για την επιτυχέστατη (και ίσως παράδοξη) σύνδεση διαφορετικών μουσικών ειδών και στοιχείων και το εντυπωσιακά υψηλό επίπεδο των συνθέσεων, το “Pneuma” δυστυχώς αγνοήθηκε από πολλά έντυπα και ηλεκτρονικά μουσικά μέσα. Δεδομένης της ιδιαιτερότητας των Hail Spirit Noir, όπως ήταν φυσικό, το μεγάλο ερώτημα που δημιουργήθηκε με το “Pneuma” ήταν ποια θα ήταν η μουσική κατεύθυνση στο επόμενο δισκογραφικό τους πόνημα και αν θα άντεχε στη σύγκριση με το εντυπωσιακό ντεμπούτο. Η ώρα των απαντήσεων έφτασε. Tο δεύτερο άλμπουμ της μπάντας με τίτλο “Oi Magoi” κυκλοφορεί σε λίγες ημέρες και βρίσκει τους Hail Spirit Noir να κάνουν ένα τεράστιο βήμα προς τα εμπρός. Με βάση το ηχητικό αποτέλεσμα, όσοι εντυπωσιάστηκαν από το ντεμπούτο θα εκπλαγούν ξανά και όσοι τους αγνόησαν αρχικά, μάλλον θα δυσκολευτούν να το επαναλάβουν. |
In The Court Of The Deceiver
Δεύτερη κυκλοφορία για τους Hail Spirit Noir, με μεγάλες προσδοκίες μετά το ντεμπούτο – έκπληξη του 2012, με τίτλο “Pneuma”. Στους “Μάγους” δεν συναντάμε τρομερές υφολογικές εκπλήξεις. Θα ήταν αδύνατο άλλωστε, αφού η μουσική ταυτότητα του “Pneuma” ήταν το statement και η άποψη της μπάντας πάνω στο σύγχρονο ακραίο ήχο. Αυτό ακριβώς το τότε πρωτάκουστο ψυχεδελικό progressive black metal είναι η περίπτωση και εδώ. Το ζητούμενο και αυτό που θα περίμενε κανείς είναι η συνθετική και ηχητική βελτίωση, κάτι που συμβαίνει σε μεγάλο βαθμό, όχι ως μορφή άλματος μεν, αλλά ως στιβαρό σίγουρο βήμα δε. Αυτό που έλκει τον ακροατή στους Hail Spirit Noir κατ’ αρχήν, είναι ο οργανικός τους ήχος και η, μέχρι ενός ορισμένου βαθμού, 70s προσέγγισή του, σε ένα είδος που δεν το συνηθίζει. Σε αυτό βοηθάει σίγουρα και η εξαιρετική παραγωγή που δίνει το απαραίτητο αναλογικό feeling, φιλτραρισμένο από σύγχρονή λογική όμως. Επίσης, τα όργανα και οι φωνές ακούγονται όλα πεντακάθαρα και αρκετά διακριτά μεταξύ τους. Υπό αυτά τα δεδομένα, η μπάντα δείχνει στο μέγιστο βαθμό το συνθετικό της ταλέντο. Το black metal στις συνθέσεις υπάρχει κυρίως ως βοηθός και σε ελάχιστα σημεία βγαίνει μπροστά (π.χ. η Emperor αρχή του “Satyriko Orgio”). Στα κομμάτια δεσπόζουν πρωταρχικά τα θέματα της κιθάρας, που είναι και το σπουδαιότερο στοιχείο του δίσκου. Ένα παίξιμο μοναδικό, με μια σπάνια συναντούμενη εγκεφαλικότητα. Ένα μείγμα των καλύτερων στοιχείων της ιστορίας του προοδευτικού / τεχνικού / διαφορετικού metal. Πάνω λοιπόν σε αυτό το σκελετό ακουμπάνε τα πιο 70s πλήκτρα (σαφείς οι αναφορές στους King Crimson), παιγμένα με μια απαράμιλλη καλλιτεχνική αυτοσυγκράτηση και γνώση του πότε πρέπει να «μιλήσουν» (το τελευταίο λεπτό του “Satan Is Time” μπορεί να μπει ήδη στις κορυφαίες μουσικά στιγμές του 2014). Το ρυθμικό section προσδίδει τη βάση για όσα περιγράφτηκαν παραπάνω, αλλά δεν προσθέτει κάτι στο τελικό αποτέλεσμα. Πιθανώς και η χρήση session drummer να έπαιξε ρόλο. Είναι εμφανές ότι υπάρχουν σημεία στον δίσκο, που χωράνε περισσότερο ρυθμικό «άπλωμα» (όπως το κόψιμο στη μέση του “Satyriko Orgio”). Ένα ακόμα βασικό χαρακτηριστικό των “Μάγων” είναι το ritual στοιχείο που περνά στη γενική αίσθηση που βγάζει η ακρόαση. Το σατανικό αυτό element είναι που τους δίνει πρωταρχικά τον χαρακτηρισμό black metal, πέρα από τα πολύ καλά και με προσωπικότητα black φωνητικά. Ένα καλοδεχούμενο δίπολο δημιουργείται με τα καθαρά φωνητικά, που εντυπωσιάζουν με τη σπάνια εκφραστικότητά τους και προσθέτουν επιπλέον επίπεδα στην αισθητική του τελικού αποτελέσματος, δίνοντας το εωσφορικό στοιχείο με μια γλυκύτητα, πρωτοφανή για το ακραίο metal, σε συνδυασμό φυσικά με τη μουσική. Μιλώντας για συνδυασμούς, πρέπει να εικάσουμε ότι ο βασικός λόγος που όλα τα προαναφερθέντα ακούγονται δεμένα τόσο ολικά, είναι, πέρα από τη δεδομένη μουσική ικανότητα των μελών, το αισθητικό τους κριτήριο και η γενική άποψή τους περί τέχνης (όπως θα έλεγε και ο Χάρρυ Κλυνν). Στα κομμάτια καθ’ αυτά, συναντούμε μια μεγάλη ποικιλία, που συνυπάρχει τέλεια κάτω από την ομπρέλα του, trademark πλέον, ήχου της μπάντας. Από το γραμμένο για να ανοίξει δίσκο “Blood Guru”, στο πιο μελωδικό “Demon For A Day” με το καταπληκτικό instrumental σημείο στη μέση του κομματιού (στο οποίο κομμάτι συναντάμε και κάποιες οπαδικές late 90s black metal αναφορές, που δεν ξεφεύγουν όμως σε cheesy καταστάσεις) και φυσικά το πλέον progressive rock του δίσκου, το “The Mermaid”, μέχρι το τελικό τελετουργικό κλείσιμο με το ομώνυμο κομμάτι. Οι Hail Spirit Noir κάνουν αυτό που όφειλαν. Ανεβαίνουν ένα επίπεδο από το εξαιρετικό ντεμπούτο τους και παραδίδουν ένα δίσκο ακραίου prog metal, που ελάχιστους σαν αυτόν θα ακούσουμε μέσα στο 2014. Πιθανώς θα κάνει κλικ σε πολλούς και διαφορετικής μουσικής προέλευσης ακροατές, αλλά ίσως θα αποκλείσει και αρκετούς εξ αυτών λόγω της εκλεκτικής εσωτερικότητάς του.
9 / 10 Κώστας Μπάρμπας | Gorgones kai Magoi
Ναι, βέβαια, ο τίτλος της κριτικής αυτής είναι κωμικός και σχετίζεται με το κομμάτι “The Mermaid”, τον τίτλο του δίσκου και τη Greeklish γραφή του στο όμορφο εξώφυλλο του “Oi Magoi”. Κατά τα άλλα, τα αστεία τελειώνουν εδώ, γιατί οι ίδιοι οι Hail Spirit Noir δεν αφήνουν περιθώρια για αστεϊσμούς σε σχέση με τη μουσική τους. Αν και η βάση της ατμόσφαιρας και της αισθητικής τους έχει τις ρίζες της στο black metal, και ακόμα κι αν ρισκάρουν αναμιγνύοντας το black metal με το psych-prog rock των αρχών των 70s, η μουσική τους απέχει από τη γραφικότητα όσο η μουσική του Frank Zappa από τη συμβατικότητα. Από το υπέροχο, «χειροφρενάτο», αιφνίδιο ξεκίνημα του εναρκτήριου “Blood Guru”, που αιχμαλωτίζει αμέσως τον ακροατή, μέχρι το ψυχεδελικό κλείσιμο του τελετουργικότατου, αποκρυφιστικού ομώνυμου κομματιού, η διαδρομή διαρκεί κάτι λιγότερο από 50 -άκρως απολαυστικά και περιπετειώδη- λεπτά. Το δεύτερο άλμπουμ των Hail Spirit Noir είναι ολοφάνερα πολυδουλεμένο και ανεπιτήδευτα δύσβατο, με το πιασάρικο στοιχείο να αποκαλύπτεται κυρίως στις κατοπινές ακροάσεις του, όπως και το avant-garde λεπτό υπόστρωμα της μουσικής τους. Νομίζω πως η σημαντικότερη κατάκτηση της μπάντας στο “Oi Magoi” είναι η εντυπωσιακή παραγωγή του και γενικά η ισορροπία και η αισθητική του ήχου του. Το τελικό αποτέλεσμα είναι αυτός ο φανταστικός ρετρό ήχος, ίσως η σημαντικότερη έλλειψη στο “Pneuma”, όπου αποτυπώνεται, ολοκληρωμένα πλέον, η προσωπικότητα των Hail Spirit Noir. Χωρίς να ξοδεύουν κιθαριστικές παραμορφώσεις και περιττά εφφέ και χωρίς να αντιγράφουν, καταφέρνουν να χωρέσουν πολλές ιδέες σε επτά εμπνευσμένα, συνθετικά ώριμα, συμπαγή και καθόλου «αγχωμένα» κομμάτια, τα οποία ποικίλουν μεταξύ τους εντυπωσιακά σε δομή, όντας υφολογικά όμοια έως ομοούσια στη βάση τους. Εκτός από τα φωνητικά του Θεοχάρη (τα οποία αναμφισβήτητα έχουν χαρακτήρα, αλλά στερούνται υψηλής τεχνικής ικανότητας), το black metal στοιχείο υφίσταται κυρίως ως ατμόσφαιρα και μουσικά πρωταγωνιστεί σε λίγα σημεία στο άλμπουμ (π.χ. στο πρώτο μισό του “Satyriko Orgio” και στο “Hunters”, κυρίως στη μέση του κομματιού). Το δε εκτενές “The Mermaid” είναι σίγουρα η πιο progressive rock στιγμή του δίσκου (ίσως κάτι αντίστοιχο με το αξέχαστο “Into The Gates Of Time” του ντεμπούτου), όπου πρωταγωνιστούν τα πλήκτρα του Χάρη. Το “Satan Is Time” και το “Oi Magoi” αποτελούν τα πιο άμεσα προσβάσιμα και εύληπτα κομμάτια, είτε λόγω της γενικευμένης μελωδικότητας (για το πρώτο), είτε λόγω της απλότητας και της διάχυτης ψυχεδέλειας (για το ομώνυμο κομμάτι). Χωρίς απαραίτητα να σχετίζεται με το παραπάνω, σε αυτά τα δύο κομμάτια ακούγονται και στίχοι στα Ελληνικά. Αναμφισβήτητα, το σημαντικότερο πλεονέκτημα και το βασικό πεδίο δημιουργίας των Hail Spirit Noir είναι η συνύφανση κιθάρας και πλήκτρων. Η καταπληκτική κιθαριστική δουλειά του Θεοχάρη εντυπωσιάζει με τις ιδιάζουσες λεπτομέρειες και τις «στρυφνές» εκφράσεις, τα επιθετικά riffs (π.χ. “Satyriko Orgio”, “Hunters”) και τις υπέροχες μελωδίες. Τέτοιες μελωδίες, που ανήκουν και στις κορυφαίες στιγμές του άλμπουμ, ακούγονται π.χ. στο δεύτερο μισό του “Blood Guru” και στη μέση του “Demon For A Day”. Απ’ την άλλη, ο Χάρης στα πλήκτρα συνεπικουρεί, άλλοτε παρέχοντας το ηχητικό υπόστρωμα για τον Θεοχάρη και άλλοτε πρωταγωνιστώντας και εντείνοντας την ψυχεδέλεια και το 70s prog σε πάρα πολλά σημεία. Εκτός του “The Mermaid” που προαναφέρθηκε, το κλείσιμο στα κομμάτια “Satyriko Orgio” και “Satan Is Time” είναι επιεικώς απολαυστικότατο. Όσο περίεργο κι αν φανεί ίσως, το μοναδικό στοιχείο ελληνικότητας στη μουσική της μπάντας είναι, νομίζω, κάποιοι ευφυέστατοι «χατζιδακισμοί» του Χάρη στα πλήκτρα. Τα καθαρά φωνητικά του Δημήτρη Δημητρακόπουλου, τα οποία βέβαια είχαμε ακούσει και στο “Pneuma”, επιτείνουν τη λυρικότητα (θυμίζοντας τους πρώιμους King Crimson) και το ρετρό στοιχείο για άλλη μία φορά. Αντίθετα, η ρυθμική section είναι μάλλον το πιο διαδικαστικό κομμάτι στο δίσκο. Αυτό αποκτά σημασία κυρίως για τον ντράμερ που είναι (κακίστως κατ’ εμέ) υπηρεσιακός για άλλη μία φορά, ενώ το μπάσο δεν έχει τόσο σημαντικό και κρίσιμο ρόλο. Απαντώντας στο κρίσιμο ερώτημα, το “Oi Magoi” καταφέρνει να είναι γενικά ανώτερο από το “Pneuma”, κυρίως στον ήχο και την ισορροπία των συνθέσεων. Το σημαντικότερο επίτευγμά των Hail Spirit Noir, όμως, είναι η γνησιότητα και η πρωτοτυπία της μουσικής τους πρότασης, που παγιώνεται με αυτό το άλμπουμ. Το πάθος, η έμπνευση και η ειλικρίνεια το χαρακτηρίζουν από την αρχή μέχρι το τέλος. Είναι βέβαιο πως το δεύτερο άλμπουμ των Hail Spirit Noir θα συζητηθεί πολύ.
8.5 / 10 Δημήτρης Καλτσάς |
Be the first to comment