[Sumerian Records, 2014]
Εισαγωγή: Γιάννης Βούλγαρης
12 / 03 / 2014
Πιστεύω ότι αν ο Σπύρος Παπαδόπουλος έκανε σήμερα το «Ποιος θέλει να γίνει Εκατομμυριούχος» η ερώτηση για το 1.000.000€ θα ήταν «Τι είναι το Djent metal;» και πιθανότατα δε θα απαντούσε σωστά ούτε ο Fredrik Thordendal.
Επειδή ως ProgRocks.gr πρέπει να απαντήσουμε όμως, αρχικά θα αναφέρουμε ότι είναι το νεότερο ιδίωμα στο heavy metal χάρτη, νόθο παιδί του ακραίου progressive metal και ξεκίνησε από τους τεράστιους Meshuggah κυρίως από το δίσκο “Obzen” και μετά. Το djent χαρακτηρίζεται από μπουκωμένο παίξιμο στην κιθάρα, τεχνικά τύμπανα, αντισυμβατικούς ρυθμούς και μετρήματα, ακραία φωνητικά και ελάχιστα ή καθόλου πλήκτρα. Μια μεγάλη διαφορά του από τα συνηθισμένα είναι η DIY νοοτροπία του, μιας και αρκετά συγκροτήματα ηχογραφούν στον υπολογιστή τους, ενώ χρησιμοποιούν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για να προωθήσουν τη δουλειά τους. Οι κυριότερες djent μπάντες που βοήθησαν στη διάδοσή του ώστε να είναι πλέον μόδα, είναι οι Animals as Leaders του guitar hero Tosin Abasi, οι Tesseract, οι Textures και οι Periphery του επίσης guitar hero Misha Mansoor.
Με τους τελευταίους λοιπόν θα ασχοληθούμε, οι οποίοι ιδρύθηκαν το 2005 στο Maryland των ΗΠΑ από τον Misha Mansoor στο προσωπικό του studio (δηλαδή το δωμάτιό του) χρησιμοποιώντας το PC του και ένα Pod XT (ψηφιακός προσομοιωτής ενισχυτή). Εκεί ηχογράφησε τις ιδέες του οι οποίες αποτέλεσαν και τον ομώνυμο δίσκο τους. Στη συνέχεια και μέχρι σήμερα έχουν κυκλοφορήσει άλλο ένα full length, το “Periphery II: This Time It’s Personal”, καθώς και 2 EPs, τα “Icarus” και “Clear”. Το τελευταίο τους πόνημα «διέρρευσε» αρκετά πριν την κυκλοφορία του και κατά την άποψή μου λόγω της διαφορετικότητας του από τα προηγούμενα, σκοπός του είναι να σφυγμομετρήσει τις αντιδράσεις τoυ κοινού από την νέα τροπή του ήχου του συγκροτήματος. Αναλυτικότερα και εκτενέστερα στις κάτωθι κριτικές.
Μ.Α.Π.Α. (Μέγιστο Ατόπημα Περιφερειακής Ανάπτυξης)
Έχοντας στηρίξει βάσιμες ελπίδες στους Periphery για μια νέα εκτίναξη του προοδευτικού metal, κυρίως λόγω του ταλέντου που διαθέτουν να γράφουν τόσο τεχνικά, όσο και πιασάρικα riffs, η κυκλοφορία του EP “Clear” αντέστρεψε, πρόωρα, τη θετική διάθεση μου. Στο άλμπουμ “II”, η μπάντα μας παρέδωσε ένα εξαίσιο δείγμα φρέσκου προοδευτικού μέταλ, που ισοσκέλιζε σχεδόν τέλεια την core με την djent χροιά της “σύγχρονης” έκφανσης του ήχου που υιοθετούν. Το άλμπουμ στην περιορισμένη έκδοσή του τελείωνε με μια διασκευή στο “The Heretic Anthem” των Slipknot, επιλογή που προσωπικά επικρότησα, μιας και έχω απενοχοποιήσει από καιρό την επιρροή του nu-metal στη σκληρή μουσική. Απ’ ό,τι φαίνεται όμως, η επιρροή των εύπεπτων συστατικών της έμπνευσης τους ήταν αρκούντως επικίνδυνη και τελικά ζημιογόνα για την σύνθεση ενός καθολικά αξιομνημόνευτου mini-LP. Με εξαίρεση τα “Zero”, “Pale Aura” και το instrumental “Extraneous” τα οποία διαθέτουν σε περίσσια τον ανανεωτικό αέρα των Periphery, οι υπόλοιπες συνθέσεις ακολουθούν τη μανιέρα του ψευδο-ιντελεκτσουαλέ core με τα ενοχλητικά pop refrain και τα copy-paste breakdowns. Ουσιαστικά ομιλώ για την τριλογία των “Feed The Ground”, “The Summer Jam” και “The Parade Of Ashes”, τα οποία θα μπορούσαν κάλλιστα να βρίσκονται σε κάποιο δίσκο των Slipknot, Korn ή Marilyn Manson. Παρότι διαθέτουν παράτολμες στιγμές που πιθανώς ουδέποτε θα δοκίμαζαν οι προαναφερθέντες super stars, οι συνθέσεις αυτές δε διαφεύγουν της πεπατημένης, εμπορικής οδού. Συνολικά το “Clear” EP δε λειτουργεί ως ισότιμο μέλος της μικρής δισκογραφικής παρουσίας των Periphery και γρήγορα θα λησμονηθεί, εάν το επόμενο βήμα τους τους επαναφέρει στην προοδευτική πορεία που είχαν μέχρι και πέρσι.
5 / 10 Αλέξανδρος Τοπιντζής | Mainstream djent metal
Σε όλους μας πιστεύω ότι έχει τύχει να είναι προκατειλημμένος θετικά ή αρνητικά με ένα συγκρότημα. Θετικά, γιατί άκουσε ένα δίσκο του και εντυπωσιάστηκε και από εκεί και μετά ό,τι και να βγάλει το θεωρεί καλό, αρνητικά για τον ακριβώς αντίθετο λόγο. Σε εμένα αυτό συνέβη με τους Fates Warning μετά το APSOG και με τους Periphery αντίστοιχα. Το djent είναι το πιο φρέσκο ιδίωμα στο metal σήμερα και προσωπικά μου αρέσει αρκετά, ειδικά οι δίσκοι των Tesseract, Meshuggah και λιγότερο των Monuments, όμως δε μπορώ να πω το ίδιο και για τους Periphery. Ίσως γιατί τα φωνητικά τους είναι αρκετά generic, ίσως γιατί η παραγωγή τους είναι αρκετά computerized, ίσως γιατί χρησιμοποιούν πολλά ηλεκτρονικά στοιχεία, ίσως γιατί σχεδόν όλα τους τραγούδια τελειώνουν με τον ίδιο τρόπο, τελικά μάλλον για όλα τα παραπάνω. Το πρώτο και το δεύτερο άλμπουμ τους στα αυτιά μου ακούγονται σχεδόν ίδια, με μία διαφοροποίηση στα περιορισμένα ακραία φωνητικά στο δεύτερο. Έχοντας αυτό στο μυαλό, προσπαθώ να αποστασιοποιηθώ όσο περισσότερο γίνεται και πατάω το play. Το “Clear” ξεκινά με το “Overture” ένα ορχηστρικό κομμάτι με βάση το πιάνο και πολύ ωραία μελωδία, αλλά το cabaret πέρασμα στη μέση χαλάει κάπως τη συνοχή του, ενώ το “The Summer Jam” που ακολουθεί μπαίνει με catchy riff που θυμίζει πολύ Coheed and Cambria και έχει καθαρά φωνητικά ως επί το πλείστον, με ελάχιστα βαριά στο μέσο του, όπου και οι ταχύτητες ανεβαίνουν για λίγο και καταλήγουν σε μια ωραία δισολία. Ωραίο και σχετικά απλό για Periphery. Το “Feed the Ground” ξεκινά με ηλεκτρονικά τύμπανα και παραμόρφωση στη φωνή, ο ρυθμός είναι χορευτικός και η μελωδία πολύ mainstream και μου έδωσε την εντύπωση ότι αν οι Linkin Park προσπαθούσαν να παίξουν djent κάπως έτσι θα ακουγόντουσαν. Φτάνω στο “Zero”, λοιπόν, που αν μπορούσα να βάλω έναν τίτλο αυτός θα ήταν έμπνευση. Τυπικό djent instrumental τραγούδι στις διδαχές των τεράστιων Tesseract, πολύ ωραίο μπάσο σε όλη τη διάρκειά του, εναλλαγές ρυθμών στις κιθάρες που έχουν βαρύ ήχο, περίεργα μετρήματα, ωραία μελωδικά solos, με μια λέξη έπος! Το καλύτερο κομμάτι του δίσκου μακράν του δεύτερου. Και εκεί που έχω πορωθεί, μπαίνει το “The Parade of Ashes” και ξενερώνω εντελώς. Πραγματικά τι είχαν στο μυαλό τους όταν έγραφαν αυτό το τραγούδι; Ηλεκτρονικό beat σχεδόν σε όλη τη διάρκειά του, με pop refrain κάποια σκληρά σημεία στο μέσο και το μόνο που ξεχωρίζει είναι το guest solo από τον Nick Johnston. Τα “Extraneous” και “Pale Aura” ευτυχώς είναι ηχητικά πιο κοντά στο “Zero” παρά στο υπόλοιπο EP και σώζουν κάπως την παρτίδα, μιας και το EP κλείνει με πολύ ωραία riffs και μελωδίες, ειδικά στο “Pale Aura”. Ειλικρινά δεν ξέρω πού θα πάει όλη αυτή η μόδα του djent, αλλά μου φαίνεται ότι έχει κορεστεί κάπως το ιδίωμα και τα συγκροτήματα κάνουν στροφή σε πιο απλές φόρμες και πιο εύηχα κομμάτια, πιθανώς προσπαθώντας να ανοιχτούν σε ευρύτερες μάζες. Το “Clear” είναι σε αυτό το μεταβατικό στάδιο, στα δικά μου αυτιά τουλάχιστον, προς το πιο mainstream κοινό και λογικά οι λάτρεις του αμερικάνικου nu-metal θα ξετρελαθούν. Εγώ θα προσπεράσω.
5.5 / 10 Γιάννης Βούλγαρης |
Be the first to comment