Magma @ Kesselhaus (Berlin), 12-10-2016

Sorry, this entry is only available in Ελληνικά.

by Dimitris Kastritis

Let’s start by admitting that it is very hard to write about your experience or about any concert report while the emotions are those that play the key role. Especially, if the memories are still fresh, as in my case, you feel much more comfortable to express yourself freely to friends, without planning or bias, instead of putting down some calm coherent lines. Acknowledging the problem I’m making it clear that I will try to sound as objective as I can about what we experienced on Wednesday evening in Berlin.

magma-posterWhen months ago during an online search I came across the news that Magma would be holding a concert in the German capital, I thought that this might be the first and my only chance to become a participant in one of the biggest concert mysteries. When I got on the train to the hostel, I realized that what was presented to us by Christian Vander and co. was simply indescribable. Any attempt to reckon what was about to follow in a live of Magma, is doomed to naivety at least.

As the starting time of the concert had been set at 20:00 and since it was my first visit to Berlin, I decided to head to KulturBraeuei quite early for a live of such momentum. While entering Kesselhaus, there was a family atmosphere with few people inside, mostly from the crew of Magma, who gave us the opportunity to applaud and cheer a bit more like fans of Christian Vander while he went backstage to get ready for the show. However, half an hour before the scheduled start of the show, people slowly began to flock to the eastern part of the city, at a point not far from where the famous wall used to separate the two worlds in the previous years.

After paying the necessary visit to the merchandise point, the time had gone by, the club was as full as it should be and we had all taken our places. Looking around I realized that there was a variety in the audience, with those of more than 40 years old being the majority, but this did not mean that young ones were not present. Anyway, at a glance, the people I saw were not of the kind that I would ever bet that they listened to rock music if I saw them across the street, and I cannot hide my joy about breaking this stereotype rule. Judging from their subsequent reactions during the concert, the assessment can only be but positive.

magma1

The eight-member band of Magma went on stage some time after 20:00 in a general apotheosis by the crowd that had almost filled the club. In short, the first act of the evening began with “Theusz Hamtaahk” with the vocals by Herve Aknin, Stella Vander and Isabelle Feuillebois magnetizing literally the whole place with their stunning synchronization on an almost atonal support directed by Christian Vander. For over 30 minutes, Magma passed through “recommendations” to the main part presenting something that honestly if you do not see in front of you, you won’t believe any musician can perform like that on stage. Allow me to say that the whole feeling at that moment can be compared only to a forcible transfer in the middle of an ocean, where you try to understand what is happening and at the same time fight with each wave. You see, Vander mainly with his mastery way and with a highly leading cry during the first part managed to attract us and eject us at the same time.

magma2

When “Theusz Hamtaahk” ended and after an orgasmic applause, Stella Vander said several things about the tour and the years that the band had been active. The most striking thing was that Magma hadn’t set foot in Berlin for 30 years, since 1986, as confirmed by a middle-aged German when Stella asked if anyone remembered when the last time they had played in town was. With the wall demolished and therefore the world more united than ever, the vibraphones gave the mystical shout for the start of the second act and probably the most leveling one. It was exactly 20:48 when the machine of “Mëkanïk Dëstruktïẁ Kömmandöh” set off and -believe me- the scenes that just followed cannot be described. A whole club all agog, an extrovert, massive thanks to every note that exploded into our ears and hysteria. Perhaps the applause and voices at the end of this monumental project is the best proof for what took place.

magma3

When you have been so lucky to have experienced such a concert, you automatically try to make comparisons, to rationalize it, to decode the waves that drown you. There I realized how huge Vander is… many times I made the mistake to tune with his playing but my pulses rose up so high that I gave up a few moments later. It is not an easy thing to direct a band and play like that at 68 (I doubt if there are many, say more than 5 people, who play like that close to the age of 70) and at the same time being a leader in every way. The wall, the wave if you like, which comes out of this group, this universal feeling (that does not reduce at all their profile) that generates awe, whether you’re a fan or not, is of non-measurable size. And it is even more tough to conceive this if you think about the kind of music this group plays, what elements they managed to link together and especially at what time they achieved all this. They constitute a path against the most “οpposite” paths that had ever been drawn.

magma4

After “MDK” it was the time for the encore roughly within a quarter of an hour. This was  “Zombies”, in a performance reminiscent of the most festive closing ceremony that can ever be imagined. Smiles out of pleasure, looks full of joy and peace instead of the voluptuousness and instinctive anticipation of the beginning. When they played the last note, the ending of the show had come. And even if the Germans wanted more and we all shouted almost for a quarter of an hour for a bit more, the crew tried to show with gestures that this was it.

And that’s how we got the way back. I guess I failed to avoid what I wrote at the beginning, but it does not matter after all. Such things do not happen every day and personally I do not know if I will ever witness something like that again and when. What was written there is History.

Από τον Δημήτρη Καστρίτη

Ας ξεκινήσουμε με μία παραδοχή. Είναι πολύ δύσκολο να γράψεις την εμπειρία σου ή μία οποιαδήποτε ανταπόκριση συναυλίας την ώρα που τα συναισθήματα είναι αυτά που παίζουν τον καταλυτικό ρόλο. Ιδιαίτερα αν οι μνήμες είναι ακόμα νωπές, όπως στην περίπτωσή μου, νιώθεις πολύ πιο άνετα στο να εκφραστείς ελεύθερα σε φίλους, άναρχα, απ’ ό,τι να γράψεις κάποιες γραμμές νηφάλια και με λογική συνέχεια. Αναγνωρίζοντας το πρόβλημα ξεκαθαρίζω ότι θα προσπαθήσω να φανώ όσο πιο αντικειμενικός γίνεται για αυτό που ζήσαμε την Τετάρτη το βράδυ στο Βερολίνο.

magma-posterΌταν πριν μήνες κατά την διάρκεια κάποιας διαδικτυακής αναζήτησης έπεσα πάνω στην είδηση ότι οι Magma πρόκειται να δώσουν μία συναυλία στην γερμανική πρωτεύουσα σκέφτηκα ότι αυτή ίσως θα είναι η πρώτη και μοναδική μου ευκαιρία να γίνω κοινωνός ενός εκ των μεγαλύτερων συναυλιακών μυστηρίων. Όταν θα έπαιρνα το τρένο προς την επιστροφή για το hostel συνειδητοποίησα ότι αυτό που μας είχε παρουσιάσει ο Christian Vander και η παρέα του ήταν απλά απερίγραπτο. Κάθε προσπάθεια εκτίμησης του τι θα επακολουθήσει σε ένα live των Magma είναι καταδικασμένη στην αφέλεια, στην καλύτερη περίπτωση.

Καθώς η ώρα έναρξης της συναυλίας είχε οριστεί στις 20:00 και μιας και ήταν η παρθενική μου επίσκεψη στην πόλη, αποφάσισα να κατευθυνθώ προς το KulturBraeuei σχετικά νωρίς για live τέτοιας δυναμικής. Την ώρα που εισερχόμουν στο Kesselhaus η ατμόσφαιρα ήταν ακόμα οικογενειακή με λίγα άτομα μέσα, κυρίως από το crew των Magma, πράγμα που μας έδωσε την ευκαιρία να χειροκροτήσουμε και να επευφημήσουμε κάπως πιο… οπαδικά τον Christian Vander όταν πήγαινε προς το backstage της σκηνής για τις ετοιμασίες.  Ωστόσο, μισή ώρα περίπου πριν την προκαθορισμένη έναρξη του προγράμματος ο κόσμος άρχισε σιγά σιγά να συρρέει προς την ανατολική πλευρά της πόλης, σε ένα σημείο όχι πολύ μακριά από εκεί που το περίφημο τείχος χώριζε τους δύο κόσμους τα προηγούμενα χρόνια.

Μετά τις απαραίτητες βόλτες προς το merchandise point η λιγοστή ώρα που είχε απομείνει πέρασε, το κλαμπ ήταν όσο γεμάτο έπρεπε και όλοι λάβαμε θέσεις. Κοιτώντας γύρω μου συνειδητοποίησα πως εν τέλει υπήρχε ποικιλία στο κοινό, με τους άνω των 40 να είναι περισσότεροι, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει πως νεαροί (έως και πιτσιρικάδες) δεν ήταν παρόντες. Όπως και να έχει, με μια ματιά τα πρόσωπα που έβλεπες δεν ήταν αυτά που θα στοιχημάτιζες ότι ακούν ροκ άμα τα έβλεπες στο απέναντι πεζοδρόμιο, και δεν μπορώ να κρύψω πως το σπάσιμο αυτού του στερεοτυπικού κανόνα με ευχαρίστησε δεόντως. Κρίνοντας δε και από τις επακόλουθες αντιδράσεις τους κατά την διάρκεια της συναυλίας η αποτίμηση μόνο θετική μπορεί να είναι.

magma1

Το οκταμελές σχήμα των Magma άρχισε να ανεβαίνει στην σκηνή λίγο μετά τις 20:00 μέσα σε γενική αποθέωση από το κοινό το οποίο είχε σχεδόν γεμίσει το κλαμπ. Χωρίς περαιτέρω φλυαρίες, η πρώτη πράξη της βραδιάς ξεκίνησε με το “Theusz Hamtaahk” με τα φωνητικά του Herve Aknin και των Stella Vander και Isabelle Feuillebois να μαγνητίζουν κυριολεκτικά όλο τον χώρο με τον εκπληκτικό συγχρονισμό τους πάνω σε ένα σχεδόν ατονικό υπόστρωμα που διηύθυνε ο Christian Vander. Για πάνω από 30 λεπτά οι Magma πέρασαν από τις «συστάσεις» στο κυρίως μέρος παρουσιάζοντας κάτι το οποίο ειλικρινά αν δεν το βλέπεις μπροστά σου δεν πιστεύεις ότι μπορεί να το αποδώσει μουσικός στην σκηνή. Επιτρέψτε μου, άλλα ίσως η όλη αίσθηση εκείνη την στιγμή μπορεί να παρομοιαστεί μόνο με μία βίαιη μεταφορά στα μέσα ενός ωκεανού, όπου ταυτόχρονα προσπαθείς να καταλάβεις τι γίνεται και να παλέψεις με το κάθε κύμα. Βλέπετε, φρόντιζε και ο Vander κυρίως με τον μαεστρικό του τρόπο και με μία άκρως ηγετική ιαχή κατά την διάρκεια του πρώτου μέρους να μας έλκει και να μας εκτινάζει την ίδια στιγμή.

magma2

Όταν τελείωσε το “Theusz Hamtaahk” και μετά από τα οργασμικά χειροκροτήματα, η Stella Vander πήρε τον λόγο ως όφειλε λέγοντας διάφορα για την περιοδεία και τα χρόνια που το συγκρότημα βρίσκεται στην σκηνή. Το πιο εντυπωσιακό ήταν πως οι Magma είχαν να πατήσουν το πόδι τους στο Βερολίνο 30 χρόνια, από το 1986 δηλαδή όπως επιβεβαίωσε και ένας μεσήλικας Γερμανός όταν η Stella ρώτησε αν θυμόταν κανείς πότε ήταν η τελευταία φορά που έπαιξαν στην πόλη. Με τα τείχη γκρεμισμένα λοιπόν και τον κόσμο πιο ενωμένο από ποτέ, τα vibraphones έδωσαν το μυστηριακό κέλευσμα για την έναρξη της δεύτερης πράξης. Και μάλλον της πιο ισοπεδωτικής. Το ρολόι μου έδειχνε 20:48 ακριβώς όταν η μηχανή του “Mëkanïk Dëstruktïẁ Kömmandöh” πήρε μπρος και -πιστέψτε με- οι σκηνές που ακολούθησαν απλά δεν μπορούν να περιγραφούν. Ένα κλαμπ στο πόδι, μία εκδηλωτική, μαζική ευχαριστία για κάθε νότα που έσκαγε στα αυτιά μας, μία υστερία. Ίσως το χειροκρότημα και οι φωνές μετά το τέλος του μνημειώδους αυτού έργου να είναι το καλύτερο πειστήριο για αυτό που έλαβε χώρα.

magma3

Όταν έχεις την τύχη αυτής της εμπειρίας αυτόματα προσπαθείς να κάνεις συγκρίσεις, να εκλογικεύσεις, να χρησιμοποιήσεις ότι μηχανισμό έχεις για να αποκωδικοποιήσεις τα κύματα που σε πνίγουν. Εκεί συνειδητοποίησα τι κεφάλαιο είναι ο Vander, που όσες φορές έκανα το λάθος να συντονιστώ με το παίξιμό του οι παλμοί ανέβηκαν επικίνδυνα με αποτέλεσμα να τα παρατάω λίγες στιγμές μετά. Δεν είναι μικρό πράγμα να διευθύνεις, να παίζεις έτσι στα 68 (το γράφω μπας και το πιστέψω, αμφιβάλλω εάν υπάρχουν πολλοί, ας πούμε πάνω από 5 άτομα, που παίζουν έτσι κοντά στα 70) και την ίδια ώρα να ηγείσαι με κάθε τρόπο. Ο τοίχος, το κύμα αν θέλετε, που βγάζει αυτό το γκρουπ, αυτό το καθολικό αίσθημα (που δεν μειώνει ούτε χιλιοστό το νεωτερικό του προφίλ) που γεννά μέσα σου το δέος, είτε είσαι οπαδός είτε όχι, είναι μέγεθος μη μετρήσιμο. Και γίνεται ακόμα πιο «ζόρικο» να το συλλάβεις αν σκεφτείς τι μουσική παίζει αυτό το γκρουπ, τι στοιχεία ένωσε και κυρίως σε ποια εποχή τα έκανε όλα αυτά. Ένας δρόμος κόντρα στους πιο «κόντρα» δρόμους που χαράχθηκαν ποτέ.

magma4

Όταν τελείωσε το “MDK” ακολούθησε το encore μέσα σε ένα τέταρτο της ώρας χοντρικά. Αυτό ήταν το “Zombies”, σε μία εκτέλεση που θύμιζε την πιο πανηγυρική τελετή λήξης που μπορεί να κανείς να φανταστεί. Χαμόγελα ευχαρίστησης, βλέμματα που αντί για την ηδυπάθεια και την ενστικτώδη αναμονή της αρχής πλέον ήταν γεμάτα αγαλλίαση και ηρεμία. Όταν παίχτηκε και η τελευταία νότα η πλήρωση είχε έρθει. Και ας ήθελαν οι Γερμανοί κι άλλο. Και ας φωνάζαμε ένα δεκάλεπτο σχεδόν για λίγο ακόμα. Στην πραγματικότητα χρειάστηκε να μας κάνει νοήματα το crew που μάζευε την σκηνή πως αυτό ήταν, ό,τι είδαμε – είδαμε.

Κάπως έτσι πήραμε τον δρόμο της επιστροφής. Μάλλον απέτυχα να αποφύγω αυτό που έγραψα στην αρχή, ωστόσο τελικά δεν πειράζει, κάθε άλλο ίσως. Τέτοια πράγματα δεν τα βλέπει κανείς κάθε μέρα. Και προσωπικά δεν ξέρω αν θα τα ξαναδώ και πότε. Η ιστορία γράφτηκε.

Be the first to comment

Leave a Reply