[Trailblazer Records, 2014] |
Εισαγωγή & Επιμέλεια: Δημήτρης Καλτσάς
22 / 01 / 2014
Αν και η προοδευτική μουσική γνωρίζει σήμερα μία δεύτερη νιότη, το σύγχρονο progressive metal δε χαρακτηρίζεται από μία αντίστοιχη ποιοτική άνοδο. Ακολουθώντας, δυστυχώς, την γενικότερη καθοδική πορεία του metal τα τελευταία χρόνια, το συγκεκριμένο ιδίωμα έχει μείνει εντυπωσιακά στάσιμο από πλευράς έμπνευσης και πρωτοτυπίας τα τελευταία 10 χρόνια περίπου. Αυτό δικαιολογείται βέβαια από τον εγκλωβισμό του prog metal στις στενωπούς του δεύτερου συστατικού του και τη μετατροπή του σε μία τυποποιημένη φόρμα παραγωγής μουσικής, που καταλήγει τις περισσότερες φορές να ακούγεται σαν άνοστη «μουσική θερμοκηπίου». Το progressive metal συγκεντρώνει τις περισσότερες μπάντες και την ογκωδέστερη δισκογραφία συνολικά στην Ελλάδα σε σύγκριση με οποιοδήποτε άλλο προοδευτικό μουσικό παρακλάδι. Αναμφισβήτητα, μία από τις ελληνικές prog metal μπάντες που ξεχωρίζουν είναι οι need, έχοντας κυκλοφορήσει δύο πολύ καλά άλμπουμ και χτίζοντας σταθερά τη φήμη τους ως μια τεχνικά άρτια και εξαιρετική live μπάντα. Μετά από αρκετά μακρά αναμονή (το “Siamese God” είχε κυκλοφορήσει το 2009), η μόνη γεύση που είχαμε στο διάστημα αυτό από το τρίτο τους εγχείρημα ήταν το κομμάτι “Lifeknot” από το Sonisphere του 2011. Δύο ημέρες πριν την έλευση του 2014, οι need παρουσίασαν ζωντανά το νέο τους άλμπουμ, κερδίζοντας τις εντυπώσεις (κλικ), όπως ήταν αναμενόμενο. Χωρίς να ακολουθούν επιταγές και πρότυπα, οι need αποτελούν ενδεικτικότατο παράδειγμα συγκροτήματος που δε συμβιβάζεται, δουλεύει σκληρά και οι στόχοι του δεν είναι απλά υψηλοί, αλλά και αμιγώς και ουσιαστικά καλλιτεχνικοί. Οι προβλέψεις επαληθεύτηκαν και, ας είμαστε ειλικρινείς, αυτό δεν προκαλεί έκπληξη σε όσους παρακολουθούν την πορεία τους. Το μεγάλο βήμα για διεθνή αναγνώριση έγινε και μάλιστα με ένα σκοτεινό άλμπουμ, μαύρο για την ακρίβεια, ή ORVAM όπως προτιμούν οι ίδιοι οι need, οι οποίοι εδώ επιτυγχάνουν να καλύπτουν εξίσου τον progressive και τον metal οπαδό, ανεβάζοντας το συνθετικό και ηχητικό τους επίπεδο σε ασυνήθιστα ύψη. Ο Λευτέρης Σταθάρας και ο Χρήστος Μήνος δεν έχουν καμία διάθεση να κρύψουν λόγια… |
“ORVAM Oniro”
Δεν ξέρω τι χρώμα είναι ακριβώς το ORVAM, ούτε τι χρώμα είναι τα όνειρα που έβλεπαν οι need. Το σίγουρο είναι ότι με αυτό το δίσκο οι need καταφέρνουν και διεγείρουν πολλές αισθήσεις. Οι need ήταν πάντα μία από τις μπάντες που ξεχώριζαν από το ξεκίνημά τους στα εγχώρια μουσικά δρώμενα. Τα δύο πρώτα τους άλμπουμ ήταν πολύ προσεγμένα και κέρδισαν το ενδιαφέρον εντός και εκτός συνόρων. Είχαν πάντα την δυνατότητα να είναι μια μπάντα και του λιμανιού και του σαλονιού. Συνδυάζουν την αμεσότητα που έχει το μέταλ με τις εξαιρετικές τους τεχνικές ικανότητες. Το νέο τους δισκογραφικό πόνημα έρχεται πέντε χρόνια μετά το “Siamese God” [2009] και έχει τίτλο “ORVAM: A Song For Home”. Μετά από αρκετές ακροάσεις του δίσκου μπορούμε να μιλάμε για την καλύτερη και πιο ώριμη δουλειά της μπάντας. Ενώ πάντα υπήρχε ένα progressive στοιχείο στη μουσική τους, συνολικά κυριαρχούσε η πιο επιθετική και μέταλ πτυχή. Στο “Orvam”, η μπάντα φαίνεται να κατεβάζει ταχύτητα και να εξερευνεί στοιχεία που είχε απλώς αγγίξει στο παρελθόν. Ακούγοντας κομμάτια σαν το “Entheogen” και το “ORVAM” φαίνεται ότι η μπάντα έχει αποβάλλει από πάνω της κάθε περιορισμό και εξερευνεί την πιο ατμοσφαιρική και μελωδική πλευρά της. Φυσικά, στο δίσκο υπάρχουν και αρκετά διάσπαρτα ξεσπάσματα τύπου Nevermore, αλλά δεν κυριαρχούν. Ενώ υπάρχει γενικότερα μεγάλη ποικιλία στις συνθέσεις, τα κομμάτια φαίνεται να είναι άρτια συνδεδεμένα μεταξύ τους. Το mid-tempo που κυριαρχεί καθ’ όλη τη διάρκεια του δίσκου βοηθάει στο να υπάρχει μια συνοχή ανάμεσα στα κομμάτια. Ειδική αναφορά θα πρέπει να γίνει στον Αντώνη Χατζή, ο οποίος έχει αναλάβει τα πλήκτρα στο δίσκο, τα οποία πλέον έχουν εντονότερο ρόλο σε σχέση με το παρελθόν. Υπάρχουν πολλά σημεία σε κομμάτια που τα πλήκτρα είναι η κινητήρια δύναμη, πράγμα που προσθέτει μια ακόμα διάσταση στην ήδη πολυδιάστατη μουσική των need. Μόνη μου ένσταση είναι στο καταπληκτικό “Mother Madness”, όπου οι φράσεις των πλήκτρων στην αρχή του κομματιού είναι νομίζω εκτός κλίματος, δίνοντας μία πιο χαρούμενη αίσθηση σε ένα κατά τα άλλα πιο σκοτεινό κομμάτι. Επίσης, πολύ έντονο είναι και το θεατρικό στοιχείο στο δίσκο. Σημαντικό για την ανάδειξη αυτού ήταν οι φανταστικές και έντονες ερμηνείες του Γιάννη Βογιατζή ο οποίος βελτιώνει συνέχεια τη φωνή του και εδώ είναι φανταστικός. Εκτός από τα φωνητικά, υπάρχουν και τα “cinematic” σημεία, που δίνουν την αίσθηση ότι υπάρχει μια γενικότερη θεματολογία στα κομμάτια, αλλά ταυτόχρονα είναι και ωραία διαλείμματα μέσα στο δίσκο. O διάλογος στο “Hotel Oniro” είναι πραγματικά χτύπημα κατευθείαν στη καρδιά. Οι need κάνουν ένα ακόμα βήμα παραπάνω με τη μουσική τους με αυτό το δίσκο. Τους αξίζει κάθε αναγνώριση και καταξίωση. Μπορούν χωρίς ενδοιασμό να θεωρηθούν σαν μια από τις καλύτερες μπάντες που έχουν βγει από τη χώρα μας και μπορούν να κοιτάξουν κατάματα άλλες μπάντες του είδους και να παίζουν πλέον επί ίσοις όροις και εντός και εκτός Ελλάδας.
Βαθμός: 9 / 10 Λευτέρης Σταθάρας | “Ανάγκη για καταξίωση”
Σαν το γονέα που παρακολουθεί με άφατη τρυφερότητα το παιδί του να μεγαλώνει μπροστά στα μάτια του: από τα πρώτα του βήματα μέχρι τη στιγμή της ενηλικίωσής του, η διαδρομή από τον απογαλακτισμό του μέχρι το ορόσημο της ανεξαρτησίας του μπορεί να συγκριθεί με την πορεία μιας μπάντας που παρακολουθείς από τα σπάργανα της μέχρι τη στιγμή που αποδεσμεύεται από κάθε δεκανίκι και αντιμετωπίζει τον κόσμο με τις δικές της δυνάμεις. Αυτή η εξελικτική πρόοδος, που αρκετές φορές συναντάται στην ιστορία της μουσικής, συνοψίζει την πορεία των Ελλήνων need. Aπό το πρωτόλειο demo τους το 2004, στην κυκλοφορία του “Wisdom Machine” το 2006 και του “Siamese God” το 2009, η μπάντα βάδισε με τιμιότητα και θετικές προοπτικές στο χώρο του προοδευτικού μέταλ. Mε την είσοδο του 2014, έχοντας μια αξιοσημείωτη συναυλιακή εμπειρία με εγνωσμένες μπάντες διεθνούς φήμης και προπάντων με μια ακατανίκητη φιλοδοξία να επιχειρήσουν τη μεγάλη υπέρβαση, οι need κυκλοφορούν το ORVAM. Ο νέος δίσκος τους επισφραγίζει, πανθομολογουμένως, την είσοδο του συγκροτήματος στη τάξη των μεγάλων. Σε πείσμα των αντίξοων συνθηκών που η ενσκήψασα κρίση έχει δημιουργήσει σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής μας, οι need αντιστέκονται κυκλοφορώντας τον καλύτερο τους δίσκο. Ο θεωρητικά σύγχρονος ήχος που ξεπήδησε από μπάντες τύπου Pantera, Tool, Machine Head, όπως αυτός μεταγγίστηκε στις κορυφαίες μπάντες του παραδοσιακού prog metal, τους Fates Warning ή τους Dream Theater των τελευταίων δίσκων, είναι η κατευθυντήρια γραμμή του οχήματος των need. Ισχυρότατη επιρροή των need είναι επίσης και οι Νevermore, οι οποίοι συγκεφαλαιώνουν το σύγχρονο ήχο του μέταλ και αποτελούν πηγή έμπνευσης για κάθε μπάντα που αφουγκράζεται τον ήχο του σήμερα. Προοδευτικό μέταλ που είναι προοδευτικό και δεν καταφεύγει σε μηρυκασμούς μιας ένδοξης αλλά παρωχημένης εποχής. Η υπέροχη παραγωγή (ηχοληψία: Φώτης Bernardo, μίξη: Neil Kernon) αναδεικνύει τον πλούτο των συνθέσεων, οι οποίες είναι υψηλότατων προδιαγραφών, δείγμα της ποιοτικής ανέλιξης του γκρουπ. Όπως πολλά σύγχρονα άλμπουμ του σύγχρονου prog, η σκληρότητα των riffs αναμειγνύεται με μελωδίες είτε του πιάνου (θυμίζουν Shadow Galley σε σημεία), είτε με μελένια γυναικεία φωνητικά. Εν κατακλείδι, το άλμπουμ είναι πολυεπίπεδο, όχι όμως ως προϊόν επιτήδευσης, κάτι που θα οδηγούσε σε ατραπούς άνοιας. Είναι το επίτευγμα μιας ομαδικής προσπάθειας σπουδαίων μουσικών που διακατέχονται από τον πόθο της δημιουργίας, το ελεύθερο πνεύμα των οποίων αναζητεί την ανεμπόδιστη έκφραση. Ιδαίτερη μνεία πρέπει να αποδοθεί στον τραγουδιστή John V., η φωνή του οποίου ταιριάζει τόσο αρμονικά με το παίξιμο της μπάντας, καθώς γίνεται ο μοχλός που εξωτερικεύει όλη την πίκρα που υποβόσκει στο άλμπουμ. Στα τραγούδια που αναφέρονται στην κατάπτωση του ανθρώπινου πνεύματος και στις εφιαλτικές του διαδρομές στο χάος του σύγχρονου κόσμου. Ο πόνος που δε βρίσκει διέξοδο να εκφραστεί και ως εκ του τούτου δεν λυτρώνεται ποτέ, παρά μόνο διογκώνεται συνεχώς και αναπόδραστα οδηγεί σε δύσβατα μονοπάτια, καθώς η ελπίδα δεν είναι παρά μια φευγαλέα σκιά. Ο πόνος αυτός στο δίσκο γίνεται ένα λουτρό απύθμενης πραγματικότητας. Ο καλύτερος δίσκος της χρονιάς στο χώρο του προοδευτικού μέταλ είναι γεγονός. Προσοχή: δεν είναι ένα επίτευγμα που αναβαθμίζει το ελληνικό μέταλ. Είναι ο δίσκος που ανάγει το ελληνικό μέταλ σε σημαίνοντα πρωταγωνιστή στο χάρτη του παγκόσμιου μέταλ. Όσοι τον ακούσουν, θα μείνουν ενεοί. Άλλωστε, είναι μεγάλη ανάγκη να γινόμαστε κοινωνοί ενός αριστουργήματος την περίοδο που εμφανίζεται και όχι σε μέλλοντα χρόνο. Η καταξίωση τους είναι προ των πυλών…
Βαθμός: 9 / 10 Χρήστος Μήνος |
[Trailblazer Records, 2014] |
Εισαγωγή: Δημήτρης Καλτσάς
22 / 01 / 2014
Αν και η προοδευτική μουσική γνωρίζει σήμερα μία δεύτερη νιότη, το σύγχρονο progressive metal δε χαρακτηρίζεται από μία αντίστοιχη ποιοτική άνοδο. Ακολουθώντας, δυστυχώς, τη γενικότερη καθοδική πορεία του metal τα τελευταία χρόνια, το συγκεκριμένο ιδίωμα έχει μείνει εντυπωσιακά στάσιμο από πλευράς έμπνευσης και πρωτοτυπίας τα τελευταία 10 χρόνια περίπου. Αυτό δικαιολογείται βέβαια από τον εγκλωβισμό του prog metal στις στενωπούς του δεύτερου συστατικού του και τη μετατροπή του σε μία τυποποιημένη φόρμα παραγωγής μουσικής, που καταλήγει τις περισσότερες φορές να ακούγεται σαν άνοστη «μουσική θερμοκηπίου». Το progressive metal συγκεντρώνει τις περισσότερες μπάντες και την ογκωδέστερη δισκογραφία συνολικά στην Ελλάδα σε σύγκριση με οποιοδήποτε άλλο προοδευτικό μουσικό παρακλάδι. Αναμφισβήτητα, μία από τις ελληνικές prog metal μπάντες που ξεχωρίζουν είναι οι Need, έχοντας κυκλοφορήσει δύο πολύ καλά άλμπουμ και χτίζοντας σταθερά τη φήμη τους ως μια τεχνικά άρτια και εξαιρετική live μπάντα. Μετά από αρκετά μακρά αναμονή (το “Siamese God” είχε κυκλοφορήσει το 2009), η μόνη γεύση που είχαμε στο διάστημα αυτό από το τρίτο τους εγχείρημα ήταν το κομμάτι “Lifeknot” από το Sonisphere του 2011. Δύο ημέρες πριν την έλευση του 2014, οι Need παρουσίασαν ζωντανά το νέο τους άλμπουμ, κερδίζοντας τις εντυπώσεις (κλικ), όπως ήταν αναμενόμενο. Χωρίς να ακολουθούν επιταγές και πρότυπα, οι Need αποτελούν ενδεικτικότατο παράδειγμα συγκροτήματος που δε συμβιβάζεται, δουλεύει σκληρά και οι στόχοι του δεν είναι απλά υψηλοί, αλλά και αμιγώς και ουσιαστικά καλλιτεχνικοί. Οι προβλέψεις επαληθεύτηκαν και, ας είμαστε ειλικρινείς, αυτό δεν προκαλεί έκπληξη σε όσους παρακολουθούν την πορεία τους. Το μεγάλο βήμα για διεθνή αναγνώριση έγινε και μάλιστα με ένα σκοτεινό άλμπουμ, μαύρο για την ακρίβεια, ή ORVAM όπως προτιμούν οι ίδιοι οι Need, οι οποίοι εδώ επιτυγχάνουν να καλύπτουν εξίσου τον progressive και τον metal οπαδό, ανεβάζοντας το συνθετικό και ηχητικό τους επίπεδο σε ασυνήθιστα ύψη. Ο Λευτέρης Σταθάρας και ο Χρήστος Μήνος δεν έχουν καμία διάθεση να κρύψουν λόγια… |
ORVAM Oniro
Δεν ξέρω τι χρώμα είναι ακριβώς το ORVAM, ούτε τι χρώμα είναι τα όνειρα που έβλεπαν οι Need. Το σίγουρο είναι ότι με αυτό το δίσκο οι Need καταφέρνουν και διεγείρουν πολλές αισθήσεις. Οι Need ήταν πάντα μία από τις μπάντες που ξεχώριζαν από το ξεκίνημά τους στα εγχώρια μουσικά δρώμενα. Τα δύο πρώτα τους άλμπουμ ήταν πολύ προσεγμένα και κέρδισαν το ενδιαφέρον εντός και εκτός συνόρων. Είχαν πάντα την δυνατότητα να είναι μια μπάντα και του λιμανιού και του σαλονιού. Συνδυάζουν την αμεσότητα που έχει το μέταλ με τις εξαιρετικές τους τεχνικές ικανότητες. Το νέο τους δισκογραφικό πόνημα έρχεται πέντε χρόνια μετά το “Siamese God” [2009] και έχει τίτλο “ORVAM: A Song For Home”. Μετά από αρκετές ακροάσεις του δίσκου μπορούμε να μιλάμε για την καλύτερη και πιο ώριμη δουλειά της μπάντας. Ενώ πάντα υπήρχε ένα progressive στοιχείο στη μουσική τους, συνολικά κυριαρχούσε η πιο επιθετική και μέταλ πτυχή. Στο “Orvam”, η μπάντα φαίνεται να κατεβάζει ταχύτητα και να εξερευνεί στοιχεία που είχε απλώς αγγίξει στο παρελθόν. Ακούγοντας κομμάτια σαν το “Entheogen” και το “ORVAM” φαίνεται ότι η μπάντα έχει αποβάλλει από πάνω της κάθε περιορισμό και εξερευνεί την πιο ατμοσφαιρική και μελωδική πλευρά της. Φυσικά, στο δίσκο υπάρχουν και αρκετά διάσπαρτα ξεσπάσματα τύπου Nevermore, αλλά δεν κυριαρχούν. Ενώ υπάρχει γενικότερα μεγάλη ποικιλία στις συνθέσεις, τα κομμάτια φαίνεται να είναι άρτια συνδεδεμένα μεταξύ τους. Το mid-tempo που κυριαρχεί καθ’ όλη τη διάρκεια του δίσκου βοηθάει στο να υπάρχει μια συνοχή ανάμεσα στα κομμάτια. Ειδική αναφορά θα πρέπει να γίνει στον Αντώνη Χατζή, ο οποίος έχει αναλάβει τα πλήκτρα στο δίσκο, τα οποία πλέον έχουν εντονότερο ρόλο σε σχέση με το παρελθόν. Υπάρχουν πολλά σημεία σε κομμάτια που τα πλήκτρα είναι η κινητήρια δύναμη, πράγμα που προσθέτει μια ακόμα διάσταση στην ήδη πολυδιάστατη μουσική των Need. Μόνη μου ένσταση είναι στο καταπληκτικό “Mother Madness”, όπου οι φράσεις των πλήκτρων στην αρχή του κομματιού είναι νομίζω εκτός κλίματος, δίνοντας μία πιο χαρούμενη αίσθηση σε ένα κατά τα άλλα πιο σκοτεινό κομμάτι. Επίσης, πολύ έντονο είναι και το θεατρικό στοιχείο στο δίσκο. Σημαντικό για την ανάδειξη αυτού ήταν οι φανταστικές και έντονες ερμηνείες του Γιάννη Βογιατζή ο οποίος βελτιώνει συνέχεια τη φωνή του και εδώ είναι φανταστικός. Εκτός από τα φωνητικά, υπάρχουν και τα “cinematic” σημεία, που δίνουν την αίσθηση ότι υπάρχει μια γενικότερη θεματολογία στα κομμάτια, αλλά ταυτόχρονα είναι και ωραία διαλείμματα μέσα στο δίσκο. O διάλογος στο “Hotel Oniro” είναι πραγματικά χτύπημα κατευθείαν στη καρδιά. Οι Need κάνουν ένα ακόμα βήμα παραπάνω με τη μουσική τους με αυτό το δίσκο. Τους αξίζει κάθε αναγνώριση και καταξίωση. Μπορούν χωρίς ενδοιασμό να θεωρηθούν σαν μια από τις καλύτερες μπάντες που έχουν βγει από τη χώρα μας και μπορούν να κοιτάξουν κατάματα άλλες μπάντες του είδους και να παίζουν πλέον επί ίσοις όροις και εντός και εκτός Ελλάδας.
9 / 10 Λευτέρης Σταθάρας | Ανάγκη για καταξίωση
Σαν το γονέα που παρακολουθεί με άφατη τρυφερότητα το παιδί του να μεγαλώνει μπροστά στα μάτια του: από τα πρώτα του βήματα μέχρι τη στιγμή της ενηλικίωσής του, η διαδρομή από τον απογαλακτισμό του μέχρι το ορόσημο της ανεξαρτησίας του μπορεί να συγκριθεί με την πορεία μιας μπάντας που παρακολουθείς από τα σπάργανα της μέχρι τη στιγμή που αποδεσμεύεται από κάθε δεκανίκι και αντιμετωπίζει τον κόσμο με τις δικές της δυνάμεις. Αυτή η εξελικτική πρόοδος, που αρκετές φορές συναντάται στην ιστορία της μουσικής, συνοψίζει την πορεία των Ελλήνων Need. Aπό το πρωτόλειο demo τους το 2004, στην κυκλοφορία του “Wisdom Machine” το 2006 και του “Siamese God” το 2009, η μπάντα βάδισε με τιμιότητα και θετικές προοπτικές στο χώρο του προοδευτικού μέταλ. Mε την είσοδο του 2014, έχοντας μια αξιοσημείωτη συναυλιακή εμπειρία με εγνωσμένες μπάντες διεθνούς φήμης και προπάντων με μια ακατανίκητη φιλοδοξία να επιχειρήσουν τη μεγάλη υπέρβαση, οι Need κυκλοφορούν το ORVAM. Ο νέος δίσκος τους επισφραγίζει, πανθομολογουμένως, την είσοδο του συγκροτήματος στη τάξη των μεγάλων. Σε πείσμα των αντίξοων συνθηκών που η ενσκήψασα κρίση έχει δημιουργήσει σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής μας, οι Need αντιστέκονται κυκλοφορώντας τον καλύτερο τους δίσκο. Ο θεωρητικά σύγχρονος ήχος που ξεπήδησε από μπάντες τύπου Pantera, Tool, Machine Head, όπως αυτός μεταγγίστηκε στις κορυφαίες μπάντες του παραδοσιακού prog metal, τους Fates Warning ή τους Dream Theater των τελευταίων δίσκων, είναι η κατευθυντήρια γραμμή του οχήματος των Need. Ισχυρότατη επιρροή των Need είναι επίσης και οι Νevermore, οι οποίοι συγκεφαλαιώνουν το σύγχρονο ήχο του μέταλ και αποτελούν πηγή έμπνευσης για κάθε μπάντα που αφουγκράζεται τον ήχο του σήμερα. Προοδευτικό μέταλ που είναι προοδευτικό και δεν καταφεύγει σε μηρυκασμούς μιας ένδοξης αλλά παρωχημένης εποχής. Η υπέροχη παραγωγή (ηχοληψία: Φώτης Bernardo, μίξη: Neil Kernon) αναδεικνύει τον πλούτο των συνθέσεων, οι οποίες είναι υψηλότατων προδιαγραφών, δείγμα της ποιοτικής ανέλιξης του γκρουπ. Όπως πολλά σύγχρονα άλμπουμ του σύγχρονου prog, η σκληρότητα των riffs αναμειγνύεται με μελωδίες είτε του πιάνου (θυμίζουν Shadow Galley σε σημεία), είτε με μελένια γυναικεία φωνητικά. Εν κατακλείδι, το άλμπουμ είναι πολυεπίπεδο, όχι όμως ως προϊόν επιτήδευσης, κάτι που θα οδηγούσε σε ατραπούς άνοιας. Είναι το επίτευγμα μιας ομαδικής προσπάθειας σπουδαίων μουσικών που διακατέχονται από τον πόθο της δημιουργίας, το ελεύθερο πνεύμα των οποίων αναζητεί την ανεμπόδιστη έκφραση. Ιδαίτερη μνεία πρέπει να αποδοθεί στον τραγουδιστή John V., η φωνή του οποίου ταιριάζει τόσο αρμονικά με το παίξιμο της μπάντας, καθώς γίνεται ο μοχλός που εξωτερικεύει όλη την πίκρα που υποβόσκει στο άλμπουμ. Στα τραγούδια που αναφέρονται στην κατάπτωση του ανθρώπινου πνεύματος και στις εφιαλτικές του διαδρομές στο χάος του σύγχρονου κόσμου. Ο πόνος που δε βρίσκει διέξοδο να εκφραστεί και ως εκ του τούτου δεν λυτρώνεται ποτέ, παρά μόνο διογκώνεται συνεχώς και αναπόδραστα οδηγεί σε δύσβατα μονοπάτια, καθώς η ελπίδα δεν είναι παρά μια φευγαλέα σκιά. Ο πόνος αυτός στο δίσκο γίνεται ένα λουτρό απύθμενης πραγματικότητας. Ο καλύτερος δίσκος της χρονιάς στο χώρο του προοδευτικού μέταλ είναι γεγονός. Προσοχή: δεν είναι ένα επίτευγμα που αναβαθμίζει το ελληνικό μέταλ. Είναι ο δίσκος που ανάγει το ελληνικό μέταλ σε σημαίνοντα πρωταγωνιστή στο χάρτη του παγκόσμιου μέταλ. Όσοι τον ακούσουν, θα μείνουν ενεοί. Άλλωστε, είναι μεγάλη ανάγκη να γινόμαστε κοινωνοί ενός αριστουργήματος την περίοδο που εμφανίζεται και όχι σε μέλλοντα χρόνο. Η καταξίωση τους είναι προ των πυλών…
9 / 10 Χρήστος Μήνος |
Be the first to comment