Discipline. – Captives of the Wine Dark Sea

Sorry, this entry is only available in Ελληνικά.

[The Laser’s Edge, 2017]

Intro: Dimitris Kaltsas
09 / 08 / 2017

Discipline. is one of those bands that are known to much fewer than those who probably would have liked (but have not yet discovered) them, and for all the lucky ones who already have, this band is a special love. That’s partly because Discipline. are from Detroit, they were founded in 1987 and from their beginning play progressive rock in a “wrong” place and time, that is, but they do it well. In fact, they do well enough to be among the best prog rock bands after the 1970s, even though their presence has not been consistent since their debut Push & Profit (1993). We had to wait 14 years for the release of the successor to the masterpiece Unfolded Like Staircase (1997), the at least equal To Shatter All Accord (2011). Six years later, Matthew Parmenter and his company are back with Captives of the Wine Dark Sea.

[bandcamp width=650 height=120 album=2432584536 size=large bgcol=ffffff linkcol=0687f5 tracklist=false artwork=small]


 

Captivated once again

Since the announcement of the release of the fourth studio album (fifth, if we include Chaos Out of Order that was recorded in 1988 and released in 2013) of our beloved Discipline., the anticipation was great. Even though Matthew Parmenter’s songwriting style is known to those who follow his band and his solo career, he was never predictable. Without being predictable this time either, the surprises are probably missing from Captives of the Wine Dark Sea, fortunately in my opinion. That’s because it is another gem in the long history of Discipline., based on the unparalleled singer-songwriter compositional and singing style of Parmenter, and a band that sounds very tight, and most importantly substantial throughout. Apart from the leader and the rhythm section of Mathew Kennedy and Paul Dzendzel, Chris Herin (member of Tiles) who has replaced the great Jon Preston Bouda on lead and rhythm guitar is impeccable and plays amazingly, having his personal style and simultaneously respecting his predecessor.

In its entirety, the album is characterized by a partial lack of homogeneity which in places gives an impression of discontinuity. However, some diamonds are found among the individual components once again. The album starts with the impressive The Body Yearns, a 9-minute epic with amazing orchestration and a splendid slow, dark prog part in the middle, before returning to the Hammill-school lyrical vocal melody of the always theatrical Parmenter, whose voice, by the way, is not affected at all by time. Life Imitates Art is the hit of the album, one of the most adorable tracks a prog fan will hear this year, with VDGG’s influence dominating, pleasantly of course, if you take into account how sophisticated this song really is. It’s not a figure of speech: this track can make someone sing it all day long, without being even close to Parmenter’s enchanting performance (sorry babe…). S that follows is the first instrumental of the album with the characteristic King Crimson repeatability and Parmenter on the violin. Love Songs is a catchy bluesy semi-acoustic break, and Here There Is No Soul is a pretty much direct rock piece for the standards of Discipline., which however at some point takes off with the gorgeous vocal melody turning to vintage prog. The Roaring Game, the second and best instrumental piece here, is also based on a loop-like Fripp playing, with the keys building patiently until Herin’s wonderful solo alongside Dzendzel’s inspired phrases on drums. That’s how we get to the long prog epic (14.5 minutes), Burn the Fire on the Rocks, where we find modern melodies integrating flawlessly into classic 70s prog structures, with delightful atmosphere and groove, and an impressive Genesis bridge in the dense ninth minute, before the explosion towards the end with the solos of Herin and Parmenter causing excitement and thrill, up to the so unnecessary fade out (without any exaggeration, the song could comfortably and tirelessly be over 20 minutes).

With Captives of the Wine Dark Sea Discipline. justify the expectations of those who follow them and erase any excuses from prog rock fans who still ignore them. To be more precise, the album is so delightful, it doesn’t really matter that it’s inferior to the two previous ones (with which few prog albums of their time can stand the comparison anyway). At a time when artistic originality, personality and boldness are rare, this band continues to “resist”, led by one of the best prog composers of the last several years. Although being in a “wrong” place and time, Matthew Parmenter proves to us lyrically, musically and aesthetically that when composed by such an inspired artist, traditional progressive rock can be fresh and substantial, abstaining from quixotism and sterile repetition.

8 / 10

Dimitris Kaltsas

 

2nd opinion

 

Discipline. have a rightful place among the classic progressive rock bands. Expecting something pioneering from them in 2017 would be absurd. Besides, since the beginning of their career they have been strongly influenced by British prog, and especially Van Der Graaf Genarator and Genesis. It was the intense personality and the great songwriting of their leader, Matthew Parmenter that earned them the cult status they have in the prog audience, so if the goal for their new album is to create some more great songs, then they have achieved that easily. The Body Yearns kicks off with its distinct theatricality and adventurous development, while Burn the Fire Upon the Rocks closes the record majestically. Meanwhile, Life Imitates Art is a very catchy song, and the other four compositions are very good, but not quite impressive. Captives of The Wine Dark Sea will excite the band’s fans, since its only obvious flaw is the somewhat dry production.

8 / 10

Kostas Barbas

[The Laser’s Edge, 2017]

Εισαγωγή: Δημήτρης Καλτσάς
09 / 08 / 2017

Οι Discipline. είναι από εκείνες τις μπάντες που γνωρίζουν πολύ λιγότεροι απ’ όσους πιθανότατα θα ήθελαν, αλλά δεν τους έχουν ανακαλύψει ακόμα, και για όλους τους τυχερούς, το συγκεκριμένο συγκρότημα αποτελεί μία ξεχωριστή αγάπη. Κι αυτό, γιατί οι Discipline. είναι από το Detroit, ιδρύθηκαν το 1987 και παίζουν από την αρχή της καριέρας τους progressive rock, σε «λάθος» τόπο και χρόνο δηλαδή, αλλά το κάνουν πολύ καλά. Για την ακρίβεια, το κάνουν τόσο καλά ώστε να δικαιούνται να συγκαταλέγονται στα καλύτερα prog rock συγκροτήματα μετά τα 70s, ακόμα κι αν η παρουσία τους δεν ήταν συνεχής από το ντεμπούτο τους Push & Profit (1993). Έπρεπε να περάσουν 14 ολόκληρα χρόνια για να κυκλοφορήσει το διάδοχο album του αριστουργηματικού Unfolded Like Staircase (1997), το τουλάχιστον ισάξιο To Shatter All Accord (2011). Έξι χρόνια μετά, ο Matthew Parmenter και η παρέα του επιστρέφουν εκ νέου με το Captives of the Wine Dark Sea.

[bandcamp width=650 height=120 album=2432584536 size=large bgcol=ffffff linkcol=0687f5 tracklist=false artwork=small]


 

Σαγηνευμένοι για άλλη μία φορά

Από τη στιγμή που έγινε η ανακοίνωση της κυκλοφορίας του τέταρτου studio album (πέμπτου, αν συνυπολογίσουμε και το Chaos Out of Order που ηχογραφήθηκε το 1988 και κυκλοφόρησε το 2013) των αγαπημένων Discipline., η αναμονή για το τελικό αποτέλεσμα ήταν μεγάλη. Όσο κι αν ο συνθετικός χαρακτήρας του Matthew Parmenter είναι γνωστός σε όσους παρακολουθούν την πορεία του με την μπάντα αλλά και solo, ποτέ δεν ήταν μονοδιάστατος και προβλέψιμος. Τελικά, χωρίς να είναι προβλέψιμα τα πράγματα, οι εκπλήξεις μάλλον λείπουν από το Captives of the Wine Dark Sea, ευτυχώς κατά τη γνώμη μου. Ευτυχώς, γιατί πρόκειται για άλλο ένα στολίδι στην πορεία των Discipline., βασισμένο στο ιδιότυπο singer-songwriter συνθετικό και ερμηνευτικό απαράμιλλο στυλ του Parmenter και μία μπάντα δεμένη και -το σημαντικότερο- ουσιαστική και μόνο καθόλη τη διάρκεια. Εκτός του ηγέτη και του rhythm section των Mathew Kennedy και Paul Dzendzel, στην κιθάρα δεν βρίσκεται ο σπουδαίος Jon Preston Bouda, αλλά ο Chris Herin (μέλος των Tiles) ο οποίος είναι άψογος και παίζει εκπληκτικά, έχοντας το προσωπικό του στυλ και σεβόμενος εμφανώς τον προκάτοχό του.

Στην ολότητά του το album χαρακτηρίζεται από μερική έλλειψη ομοιογένειας που σε σημεία φαντάζει ως ασυνέχεια. Ωστόσο, μεταξύ των επί μέρους συστατικών βρίσκονται μερικά διαμάντια. Ο δίσκος ξεκινά με το εντυπωσιακό The Body Yearns, ένα 9μισάλεπτο epic με εκπληκτική ενορχήστρωση και ένα υπέροχο αργό,  σκοτεινό prog σημείο στη μέση, πριν επανέλθει στην λυρική, Hammill-ικής σχολής φωνητική μελωδία του πάντα θεατρικού Parmenter, του οποίου παρεμπιπτόντως η φωνή δείχνει να μην επηρεάζεται καθόλου από τον χρόνο. Το Life Imitates Art που ακολουθεί είναι το hit του album, ένα από τα πιο κολλητικά κομμάτια που θα ακούσει ένας prog οπαδός φέτος, με την επιρροή των VDGG να κυριαρχεί, φυσικά ευχάριστα, αν συνυπολογίσει κανείς το συνθετικό βάρος του κομματιού. Δεν είναι σχήμα λόγου: το συγκεκριμένο μπορεί να κάνει κάποιον να το τραγουδά όλη μέρα, ακόμα κι αν  απέχει παρασάγγες από την μαγευτική ερμηνεία του Parmenter (συγγνώμην αγάπη…). Το S που ακολουθεί είναι το πρώτο instrumental του δίσκου με την χαρακτηριστική King Crimson επαναληψιμότητα και τον Parmenter στο βιολί. Το Love Songs είναι ένα πιασάρικο ημιακουστικό bluesy διάλειμμα και το Here There is No Soul είναι ένα αρκετά άμεσο rock κομμάτι για τα δεδομένα των Discipline., το οποίο όμως απογειώνεται με τις φωνητικές μελωδίες του αρχηγού οδηγούμενο σε vintage prog. Το The Roaring Game, το δεύτερο και καλύτερο ορχηστρικό κομμάτι του album, επίσης βασίζεται σε loop-οειδές Fripp παίξιμο, με τα πλήκτρα να χτίζουν υπομονετικά μέχρι το πανέμορφο solo του Herin με τα εμπνευσμένα γυρίσματα του Dzendzel στα ντραμς. Έτσι φτάνουμε στο μεγάλο prog epic (14,5 λεπτά), το Burn the Fire Upon the Rocks, στο οποίο συναντάμε σύγχρονες μελωδίες να ενσωματώνονται άψογα σε κλασικές 70s prog δομές, εκτελεστικό groove, ατμοσφαιρικότητα και ένα εντυπωσιακό Genesis πέρασμα στο πλουσιότατο ένατο λεπτό, πριν την έκρηξη στα τελευταία 3,5 λεπτά με τα solo των Herin και Parmenter να σκορπούν ενθουσιασμό και συγκίνηση, μέχρι το καταραμένο και τόσο αχρείαστο fade out (θα μπορούσε να φτάνει άνετα και ακούραστα τα 20 λεπτά, χωρίς καμία υπερβολή).

Με το Captives of the Wine Dark Sea οι Discipline. δικαιώνουν τις προσδοκίες όσων τους παρακολουθούν και σβήνουν τις όποιες δικαιολογίες όσων σύγχρονων prog rock οπαδών εξακολουθούν να τους αγνοούν. Για να είμαι πιο ακριβής, είναι τόσο καλό, ώστε δεν έχει πραγματικά καμία σημασία ότι είναι κατώτερο των δύο προηγούμενων (με τα οποία λίγοι prog δίσκοι της εποχής τους συγκρίνονται ούτως ή άλλως). Σε μια εποχή που η καλλιτεχνική πρωτοτυπία, προσωπικότητα και τόλμη σπανίζουν, αυτή η μπάντα εξακολουθεί να «ανθίσταται», οδηγούμενη από έναν εκ των καλύτερων prog συνθετών των τελευταίων αρκετών ετών πια. Αν και σε «λάθος» χώρα και εποχή, ο Matthew Parmenter μας αποδεικνύει στιχουργικά, μουσικά και κυρίως αισθητικά πως εκκινούμενο από τον νου ενός εμπνευσμένου δημιουργού, το παραδοσιακό progressive rock μπορεί να είναι φρέσκο και επίκαιρο, απέχοντας από δονκιχωτισμούς και στείρες επαναλήψεις.

8 / 10

Δημήτρης Καλτσάς

 

2η γνώμη

 

Οι Discipline. ανήκουν πλέον στη σφαίρα τον κλασικών μπαντών του progressive rock. Το να περιμένει κανείς από αυτούς κάτι πρωτοποριακό εν έτει 2017 θα ήταν παράλογο, εξάλλου από την αρχή της πορείας τους βασίστηκαν έντονα στο Βρετανικό prog και κυρίως στους Van Der Graaf Genarator και Genesis. Ήταν η έντονη προσωπικότητα και το φοβερό songwriting του ηγέτη Matthew Parmenter που τους καταξίωσε και τους έδωσε το cult status που έχουν στο prog ακροατήριο, συνεπώς αν το ζητούμενο στο νέο τους πόνημα είναι η δημιουργία μερικών ακόμα σπουδαίων συνθέσεων, τότε πετυχαίνουν τον στόχο τους. Το εναρκτήριο The Body Yearns καθηλώνει με την χαρακτηριστική θεατρικότητα και την περιπετειώδη ανάπτυξή του, ενώ το Burn the Fire Upon the Rocks κλείνει μεγαλοπρεπώς τον δίσκο. Ενδιάμεσα ξεχωρίζει σαφέστατα το αρκετά πιασάρικο με την καλή έννοια Life Imitates Art, ενώ και οι άλλες τέσσερις συνθέσεις δεν υστερούν ιδιαίτερα, χωρίς όμως να εντυπωσιάζουν. Το Captives Of The Wine Dark Sea θα ενθουσιάσει τους φίλους της μπάντας, αφού το μόνο εμφανέστατο μειονέκτημά του είναι η κάπως ξερή παραγωγή.

8 / 10

Κώστας Μπάρμπας

Be the first to comment

Leave a Reply