11 επιχειρήματα υπέρ της αθανασίας

Sorry, this entry is only available in Ελληνικά.

Γράφουν οι: Δημήτρης Αναστασιάδης, Ηλίας Γουμάγιας, Πάρης Γραβουνιώτης, Γιώργος Ζούκας, Δημήτρης Καλτσάς, Σπύρος Κονιτόπουλος, Χρήστος Μήνος, Κώστας Μπάρμπας, Παναγιώτης Σταθόπουλος, Νίκος Φιλιππαίος, Γιώργος Φλωράκης

 

Εισαγωγή: Δημήτρης Καλτσάς

Μετά από ώριμη σκέψη 1msec συνειδητοποίησα πως σε αυτά τα εισαγωγικά λόγια δεν μπορώ παρά να είμαι απόλυτα ειλικρινής και αυθόρμητος. Εξάλλου δεν μπορώ να κάνω και διαφορετικά, γιατί η περίσταση το επιβάλλει με έναν μυστήριο τρόπο, όσο μυστήρια επιβλήθηκε και ο Bowie στα μουσικά μας ακούσματα παιδιόθεν, ανεξάρτητα γούστου του καθενός μας.

David BowieΠρόκειται για τον άνθρωπο που συνδέθηκε όσο κανένας άλλος στη rock μουσική με τις ολοκληρωτικές μεταμορφώσεις όχι μόνο επί σκηνής, την αμφισεξουαλική απελευθέρωση, τον απεριόριστο πειραματισμό σε τόσο εμπορικό επίπεδο και την ανάδειξη του στυλ και της κομψότητας σε ουσιαστικό στοιχείο ενός μουσικού. Η αναζήτηση του μυστικού επιτυχίας όλων αυτών μαζί μπορεί να μην καταλήγει απαραιτήτως σε μία αλήθεια, αλλά αναδεικνύει χαρακτηριστικά του Bowie που συχνά παραβλέπονται. Το κυριότερο είναι ότι τα κίνητρά του ήταν πάντα αμιγώς καλλιτεχνικά, οι επιρροές του ξεκάθαρες και δηλωμένες και οι προθέσεις βασίζονταν πάντα στην επίτευξη ενός αγαπητού στόχου. Επί της ουσίας πρόκειται για έναν singer-songwriter με αισθαντικότητα ποιητή, αίσθηση groove αφροαμερικάνου, υποκριτική ικανότητα ηθοποιού και καλαισθησία πρωτοπόρου σχεδιαστή μόδας. Ενός ανθρώπου που ήξερε πώς να προκαλεί το ενδιαφέρον ή καλύτερα που είχε συναίσθηση πόσο ενδιαφέρων ήταν ο ίδιος πάντα, σε οτιδήποτε καταπιανόνταν, σε οποιοδήποτε μουσικό στυλ. Γι’ αυτό τα έπαιξε σχεδόν όλα, επηρεασμένος από την εκάστοτε εποχή, αλλά όντας πάντα ανένταχτος. Είναι ο τελευταίος που μπορεί να κατηγορηθεί πως ξεπούλησε την ακμή του, γιατί πάντα άλλαζε. Το κίνητρο ήταν πάντα εσωτερικό και ο προορισμός το κοινό, που ο ίδιος πάντα λάτρευε.

Σε αυτόν τον ευγνώμονα κύριο που ωρίμασε τόσο θαυμάσια είμαστε ευγνώμονες για όλα, κυρίως γιατί έφυγε το ίδιο θριαμβευτικά με τον τρόπο που έπεσε στη Γη. Το βέβαιο είναι πως δε θα ξεχαστεί ποτέ. Ακολουθούν 11 επιλεγμένα επιχειρήματα.

 

David Bowie (Space Oddity) (1969)

DavidBowie1969

Λίγο πριν τα μέσα της δεκαετίας του ’70, τότε που άρχισα να αποφασίζω τι είδους μουσική με ενδιέφερε, έβγαιναν σε ακανόνιστες ώρες στα FM διάφοροι ερασιτέχνες. Τότε πετύχαινες λίγο Velvets, φυσικά Beatles και Stones, αλλά και Bowie. Τότε είχε μόλις κυκλοφορήσει το “Ziggy Stardust”, που μονοπωλούσε τις λίστες των ερασιτεχνών. Μόνο ένα από τα παλαιότερα τραγούδια του Bowie έβρισκε τον δρόμο μέχρι τα πικάπ τους κι από ‘κει μέχρι το τρανζιστοράκι μου: το “Space Oddity”. Θλιμμένο, ζεστό, απόλυτα ταιριαστό με τις εικόνες του Apollo που είχαν σημαδέψει τη νηπιακή μου ηλικία, με ανάγκαζε να το ακούω ακίνητος όση ώρα παιζόταν.

Το “Space Oddity” είναι το δεύτερο album του Bowie που κυκλοφόρησε το 1972, ενώ είχε κυκλοφορήσει τρία χρόνια νωρίτερα ως ομώνυμο. Στην πραγματικότητα είναι όμως ο δίσκος στον οποίο αρχίζει να διαφαίνεται η προσωπικότητα του Bowie: η χαρισματική φιγούρα ενός μουσικού που επηρεάζεται σχεδόν από τα πάντα που υπάρχουν γύρω του (Dylan, Beatles, pop, soul κ.τ.λ.) και από αυτά δημιουργεί τα πρώτα ψήγματα ενός προσωπικού ύφους που πολύ σύντομα θα αποκρυσταλλωθεί.

– Γιώργος Φλωράκης

 

The Man Who Sold The World (1970)

TheManWhoSoldtheWorld

Αν θα ήθελε κανείς να συνοψίσει το έργο του Bowie δύσκολα θα απέφευγε να το προσδιορίσει ως έργο ανάδειξης της πολλαπλότητας του ατομικού υποκειμένου και ταυτόχρονης αντίστασης στις τεχνολογίες μονοδιάστατης συγκρότησής του. Η αφετηρία αυτής της επιλογής εντοπίζεται στο “The Man who Sold the World”. Από τις μουσικές συνθέσεις και τις στιχουργικές θεματικές, μέχρι το ενδυματολογικό του αμπαλάζ, το album συνιστά μανιφέστο στο ετερόκλητο και τη διαφορετικότητα. Ισορροπώντας αριστοτεχνικά ανάμεσα σε folk, blues, glam rock και prog ιδιώματα και με ενδυματολογικές επιλογές που οπτικοποιούν το πρόταγμα ρήξης με τη σεξουαλική κανονικότητα, επιχειρείται η αποδόμηση των έμφυλων ρόλων (“Width Of A Circle”, “She Shook Me Cold”), της ορθολογικής πειθαρχίας (“All The Madmen”), της εθνικής ταυτότητας (“Running Gun Blues”) και της μεσσιανικής ανάθεσης (“Saviour Machine”).

Στο “The Man who Sold the World”, σηματοδοτείται το ξεκίνημα μιας εποχής που θα οριοθετήσει την καλλιτεχνική παρουσία του Bowie, ως δράση που ταυτοποιείται μέσα στην άρνηση κάθε ταυτοποίησης.

– Σπύρος Κονιτόπουλος

 

The Rise and Fall of Ziggy Stardust and the Spiders from Mars (1972)

ZiggyStardust

O χαρακτήρας του Ziggy Stardust είναι αναγνωρίσιμος σε μεγάλο κομμάτι του ευρέος κοινού που δεν έχει ιδέα από την δισκογραφική εποποιία του David Bowie. Το album αυτό αποτέλεσε το εμπορικό του breakthrough μέχρι τότε, πουλώντας 1,5 εκατομμύρια και 500.000 αντίτυπα σε Βρετανία και Αμερική και φτάνοντας αντίστοιχα στο νούμερο 5 και το νούμερο 75 των charts. Μουσικά εδώ ο Bowie κάνει τον ήχο της μπάντας του πιο ευθύ και άμεσο σε σχέση με τα προηγούμενα του πονήματα, με τον Mick Ronson να κλέβει την παράσταση με τις εξαιρετικές κιθαριστικές του ιδέες. Μελωδικά κομμάτια που έχουν γράψει την δική τους ιστορία στην rock μουσική όπως τα “Starman”, “Five Years” και “Rock n’ Roll Suicide” συνυπάρχουν δίπλα στους glam rock δυναμίτες “Moonage Daydream”, “It Ain’t Easy”, “Ziggy Stardust” και “Suffragette City”, καθιστώντας τον πέμπτο δίσκο του David τον πιο επιδραστικό και κλασσικό της πλούσιας καριέρας του.

– Πάρης Γραβουνιώτης

 

Aladdin Sane (1973)

DavisBowieAladdinSane

O Bowie αυτή τη φορά γίνεται ο Αlladin Sane και ένας κόκκινος κεραυνός σκίζει το πρόσωπό του στα δύο, αντικατοπτρίζοντας την αμφιθυμία του εκείνη την εποχή. Ο χαρακτήρας -εμπνευσμένος από το δράμα του ψυχικά πάσχοντα αδελφού (a-lad-insane)- είναι ο Ziggy, που τώρα έχει μεταφερθεί στην Αμερική. Οι ταραχές στην πόλη του Detroit, ο αποσυρμένος ηθοποιός του “Cracked Actor” που ζει στα πρόθυρα της τρέλας ενθυμούμενος τη χαμένη λάμψη της νιότης του, η δυστοπία του “Drive In Saturday” είναι πτυχές του αμερικάνικου όνειρου και της μάταιας υπερβολής που συνεπάγεται. Mουσικά ο δίσκος είναι απίστευτα πολυποίκιλος: glam rock, σκληρά κομμάτια που θεωρητικά είναι προπομποί του punk και μια απρόσμενη πειραματική αισθητική που οφείλεται εν πολλοίς στην παρουσία του καταπληκτικού πιανίστα Mike Garson. Εμπορικά κομμάτια (“Prettiest Star”) συνυπάρχουν με σκληρά κομμάτια (“Watch That Man, “Panic In Detroit” και με απαιτητικές avant-garde συνθέσεις όπως το μπρεχτικό “Τime”, τo “Lady Grinning Soul” και βέβαια το ομώνυμο κομμάτι. Who ‘ll love Aladdin Sane?

– Χρήστος Μήνος

 

Young Americans (1975)

Young_americans

Λίγο πριν μας παρουσιάσει την περσόνα του Thin White Duke, ο παντοτινά αγαπημένος David Bowie είχε ξεκινήσει το flirt με την soul & funk. Πάντα ενημερωμένος για το τι «παίζει» στη μουσική βιομηχανία και έτοιμος να αγκαλιάσει την επόμενη επιρροή του και να τη φέρει στα μέτρα του, έρχεται σ’ επαφή με τη disco, ερωτεύεται τη soul και μας συστήνει τη  δική του εκδοχή της funk. Δεν είναι η πρώτη φορά άλλωστε που κάνει στροφή στα μέχρι τότε πεπραγμένα του για κάτι νέο. Είναι ωστόσο η πρώτη φορά που ηχογραφεί ένα δίσκο καθαρά για ευχαρίστηση,  χωρίς τις πνευματικές ανησυχίες των “Diamond Dogs” και “Ziggy Stardust”. Κάπου εκεί γνωρίζει και τον Lennon, εξού  και η διασκευή στο “Across The Universe”, όμως αυτός ο δίσκος μένει στην ιστορία για το καταπληκτικό “Fame” που καταφέρνει να φτάσει στο #1 του Αμερικανικού chart για πρώτη φορά!

Αυτό ήταν το μεγαλείο του Bowie, επηρεαζόταν από παντού, επηρέαζε τους πάντες και επανακαθόριζε κάθε φορά τα όρια της μουσικής και του εαυτού του.

– Γιώργος Ζούκας

 

Station To Station (1976)

Station_to_Station_cover

Οι καλλιτεχνικές κορυφές του Bowie στα μέσα των 70s έρχονται σε αντιδιαστολή με το προσωπικό ναδίρ που βιώνει μέσα στη φρενίτιδα της κοκαΐνης και του L.A. Ένα βήμα πριν τον εκτροχιασμό, δημιουργεί τον τελευταίο μεγάλο 70s χαρακτήρα του. Ο Thin White Duke μας συστήνεται στο εναρκτήριο ομώνυμο κομμάτι του “Station To Station”, ως το alter ego ενός καλλιτέχνη που εν σώματι βρίσκεται στην Αμερική, αλλά τα αυτιά του είναι στραμμένα στην Ευρώπη και τη νέα μουσική από τη Γερμανία. Γι’ αυτό και την ενσωμάτωσε στους funk και soul ήχους του “Young Americans”. Οι μουσικές και στιχουργικές ιδέες εκτείνονται σε απαγορευτικό εύρος (Το “Word on a Wing” ως προσευχή στον Θεό από τη μία, αναφορές στον Aleister Crowley από την άλλη), πιθανότατα ως αποτέλεσμα της θολής πνευματικής του κατάστασης. Όμως τα πάντα λειτούργησαν στη εντέλεια, με αποτέλεσμα έναν από τους καλύτερους «μεταβατικούς», σε όλα τα επίπεδα, δίσκους στην ιστορία της rock. Η προσωπική λύτρωση βρισκόταν πλέον έναν σταθμό μακριά. Ο επόμενος χαρακτήρας θα ήταν ο εαυτός του.

– Κώστας Μπάρμπας

 

Low (1977)

Low_(album)

Στο “Low” που στοιχειοθετεί τον πρώτο σταθμό της άτυπης «Βερολινέζικης Τριλογίας» του, o David Bowie ενισχύει ακόμη περισσότερο σε σχέση με τον πρότερο ηχητικό του βίο την ποικιλομορφία και την πολυσυλλεκτικότητα των εμπνεύσεών του. Σε ρόλο συνθέτη, τραγουδιστή, στιχουργού, οργανοπαίκτη, ενορχηστρωτή και συμπαραγωγού, και με την καίρια σύμπραξη των Tony Visconti, Brian Eno, Carlos Alomar και George Murray, ο Bowie ακολουθεί δύο κύριους προσανατολισμούς. Κατά τη διάρκεια της πρώτης πλευράς επαναπροσδιορίζει την pop ευστοχία του, μέσα από μια άμεση, ευκολομνημόνευτη και «χορευτική» τεχνοτροπία. Στη δε δεύτερη όψη του δίσκου καταγράφει ένα σύνολο τεσσάρων συνθέσεων ενδοσκοπικού χαρακτήρα, οι οποίες συγκροτούνται από πειραματισμούς με ηλεκτρονικά και φυσικά όργανα σε ορθάνοικτο ambient πλαίσιο. Κι αυτές οι εκφάνσεις του Bowie που διαπραγματεύονται την ανθρώπινη αποξένωση και συγχρόνως περιπλανώνται στο υπερβατικό, συνιστούν ένα από τα πιο απόκοσμα ντοκουμέντα που καταγράφηκαν ποτέ σε βινύλιο, καθιστώντας το “Low” ένα από τα πλέον σπουδαία ηχογραφήματα όχι μόνο της ιδιοσυγκρασιακής πορείας του Βρετανού Starman, αλλά και ολόκληρης της μουσικής παρακαταθήκης των ’70s.

– Παναγιώτης Σταθόπουλος

 

“Heroes” (1977)

David_Bowie_-_Heroes

Στο “Heroes” του 1977, o David Bowie παρουσίασε ένα «μικτό, αλλά νόμιμο» και τελικά ιδιοφυές είδος ροκ μουσικής. Έχοντας πλάι του κάποιους από τους σημαντικότερους μουσικούς μεταπολεμικά, κυρίως του Brian Eno και Robert Fripp και βέβαια τον Tony Visconti στην παραγωγή,  έφερε κοντά το ιδρωμένο rock n’ roll, όπως το είχαν εξελίξει καλλιτέχνες από τους Rolling Stones ως τους Velvet Underground με την πολύπλευρη πειραματική μουσική: ambient, avant-garde και κυρίως krautrock. Μάλιστα, στη δεύτερη πλευρά του δίσκου, κυριαρχούν εσωστρεφείς και αινιγματικές συνθέσεις, επηρεασμένες αισθητά από τους Γερμανούς πρωτοπόρους. Άλλωστε, ήδη αρκετά πρώιμα οι Neu!, σε τραγούδια όπως το “Hallogallo” (1971), άνοιξαν τον δρόμο για ένα πειραματικό rock μινιμαλιστικής αντίληψης. Ωστόσο, ο Bowie προικίζει αυτή την αντίληψη με ροκ αλητεία, ποπ μελωδία και τη δική του ιδιαίτερη καλλιτεχνική αισθητική, για να μας δώσει τραγούδια που ακόμα προβληματίζουν και εμπνέουν σε κοινωνικό, προσωπικό και υπαρξιακό επίπεδο. Με το “Heroes” o David Bowie γι’ ακόμη μια φορά αναδείχθηκε σε έναν αδιαφιλονίκητο μουσικό ήρωα των μοντέρνων καιρών.

– Νίκος Φιλιππαίος

 

Let’s Dance (1983)

David-bowie-lets-dance

Υπάρχουν φορές που το δημιούργημα των μεγάλων καλλιτεχνών επισκιάζει την αρχική τους πρόθεση και συγκεκριμένες συγκυρίες και επιλογές οδηγούν στο μεγαλείο. Επιλογές όπως η αντικατάσταση του για χρόνια συνεργάτη και παραγωγού Tony Visconty με τον Nile Rodgers και η αλλαγή του σχεδόν μόνιμου κιθαρίστα Carlos Alomar με τον άσημο τότε Stevie Ray Vaughan.

Το “Let’s Dance” δεν κατασκεύασε τον μύθο του David Bowie. Ο μύθος δημιουργήθηκε την προηγούμενη δεκαετία με τα μοναδικά art-rock αριστουργήματά του, με την εκτυφλωτική αμφισεξουαλική persona του, τις αλλεπάλληλες μετενσαρκώσεις του και την οριακή προσωπικότητά του. Όμως, το “Let’s Dance” ήταν ένα απρόσμενο φανέρωμα μεγαλείου σε νέα συμφραζόμενα. Δεν ήταν η Δημιουργία, ήταν η Αποκάλυψη. Σε απλές pop φόρμες που χαρακτηρίζονται από αμεσότητα και χάρη, προστίθενται στρώματα funk αισθησιασμού και σαρκικότητας και ονειρικοί blues ατμοσφαιρικοί υπαινιγμοί του νεαρού Stevie Ray Vaughan (που ποτέ πριν ή έκτοτε δεν ξανακούσαμε σε ανάλογο ύφος) για να τα επισκιάσει η πελώρια ερμηνεία του David Bowie, άλλοτε με ψελλίσματα άλλοτε με απαράμιλλο λυρισμό, φωνή εύθραυστη και δυσθεώρητα δυνατή ταυτόχρονα.

– Δημήτρης Αναστασιάδης

 

1.Outside (1995)

outside

Μετά την πτώση της καριέρας του από τα μέσα των 80s και την οριστική παύση των καταχρήσεων, ο Bowie έφτασε το δημιουργικό του απόγειο στη δεκαετία του ’90 στο album όπου συνέπραξε και πάλι με τον Eno (για πρώτη φορά μετά την βερολινέζικη τριλογία). Το “Outside” ήταν concept σχετικό με έναν δυστοπικό κόσμο στην αυγή του 21ου αιώνα, μια Μπρεχτική δήλωση άγχους για τη νέα χιλιετία που έρχεται. Η ανάγκη του για νέες κατακτήσεις φάνηκε από την πρώτη νότα του ομώνυμου αριστουργηματικού κομματιού. Ο πειραματισμός πρωταγωνιστεί και πάλι -εδώ σε πιο avant-garde πεδίο- και η μουσική είναι κυρίως industrial rock (καθόλου τυχαία ακολούθησε περιοδεία με τους Nine Inch Nails) με εμβόλιμα αφηγηματικά, φουτουριστικά ιντερλούδια. Συνυπολογίζοντας την εκπληκτική συνεκτικότητα και την ιδιοφυή ενορχήστρωση, μερικά από τα πιο ακριβά κληροδοτήματα του Bowie βρίσκονται εδώ: “Outside”, “The Heart’s Filthy Lesson”, “Hallo Spaceboy” και φυσικά το αιθέριο και αγχωτικό “I’m Deranged” που μας στοίχειωσε για πάντα στο “Lost Highway” δύο χρόνια μετά.

– Δημήτρης Καλτσάς

 

Blackstar (2016)

David-Bowie-Blackstar

“Every man has a black star / A black star over his shoulder / And when a man sees his black star / He knows his time, his time has come” τραγουδούσε ο Elvis το 1960. Ο David Bowie το γνώριζε καλά. Γνώριζε ότι έχει καρκίνο, γνώριζε ότι μπορεί να πεθάνει από μέρα σε μέρα. ”Ας ξεπεράσω τον εαυτό μου”  σκέφτηκε. “Θα ανακατέψω τη jazz της Νέας Υόρκης, το krautrock, την avant-garde με στοιχεία ηλεκτρονικής και RnB και σε συνδυασμό με το βρετανικό dna του singer-songwriter που διαθέτω, θα δημιουργήσω ένα φοβερό, αξεπέραστο ηχητικό αποτύπωμα, ακραιφνώς πειραματικό και ταυτόχρονα pop με τον πιο απόλυτο τρόπο. Και μετά θα φύγω.” Έτσι έγινε. Είναι το “Blackstar” το καλύτερο άλμπουμ του Bowie; Πιθανόν. Το σίγουρο είναι πως αποτελεί το απόλυτο κύκνειο άσμα ενός μοναδικού, ασυμβίβαστου καλλιτέχνη. Επισφραγίζει το γεγονός ότι όλη η μουσική «έχει πλέον παιχτεί» και μετατρέπει το θάνατό του σε ένα απαράμιλλο έργο τέχνης, που ο απόηχός του θα συζητάται για χρόνια.

– Ηλίας Γουμάγιας

 

Be the first to comment

Leave a Reply