Arena – The Unquiet Sky

 [Verglas Music, 2015]

Arena - The Unquiet Sky

Εισαγωγή: Λευτέρης Σταθάρας
27 / 05 / 2015

Οι Arena γεννήθηκαν το 1995 ως άτυπο neo-progressive rock supergroup με τους Mick Pointer (Marillion) και Clive Nolan (Pendragon) να είναι τα μόνα μόνιμα μέλη. Όντας γεννημένοι αρκετά χρόνια μετά τη γέννηση του neo-prog αλλά από ανθρώπους που ήταν εκ των ιδρυτών του κινήματος, οι Arena έχουν τις βάσεις τους στο prog rock των 70s αλλά είναι επηρεασμένοι και από τα πρώτα βήματα του neo-prog. Το ντεμπούτο “Songs From The Lion’s Cage” είναι φανερά επηρεασμένο από τους Marillion ενώ στο “Pride” υπάρχουν στοιχεία των IQ.

Στο “The Visitor” (1998) ο πήχης ανέβηκε στα ύψη με τους Arena να βγάζουν έναν συνολικά εξαιρετικό δίσκο. (Το σόλο του Mithcell στο ομότιτλο κομμάτι νομίζω μπορεί ευκολα να μπει στα 5 καλύτερα solo του neo-prog). Με τα “Immortal?” και “Contagion” και “Pepper’s Ghost” οι Βρετανοί προσέθεσαν και πιο βαριά στοιχεία στη μουσική τους κερδίζοντας και αρκετούς φίλους χωρίς φυσικά να ξεφεύγουν από τα όρια του ήχου τους.

Μετά το “Pepper’s Ghost” ακολούθησαν 5 χρόνια σιωπής μέχρι να βγει το αμφιλεγόμενο “The Seventh Degree of Separation”. Ο νέος τραγουδιστής της μπάντας, Paul Manzi, ήταν οι σημαντικότερη ένσταση που είχαν οι οπαδοί που όμως δεν ήταν και η μόνη. Οι συνθέσεις είχαν αίσθηση περισσότερο κλασσικού ροκ παρά συμφωνικού neo-prog.

Φέτος, είκοσι χρόνια μετά το “Songs From The Lion’s Cage”, οι Arena το γιορτάζουν κυκλοφορόντας τον όγδοο δίσκο τους με τίτλο “The Unquiet Sky” και μόλις τρίτο στη δεύτερη δεκαετία της ζωής τους. Το ερώτημα που γεννάται είναι αν θα συνεχίσουν οι Arena στο δρόμο που ξεκίνησαν με το “Seventh Degree…” ή αν παρέα των Nolan-Pointer-Mitchell  θα καταφέρει να αλλάξει την αρχική αρνητική στάση του κόσμου στον Manzi.


 

Concept στα χαρτιά

Μέσα στον πανικό που επικρατεί στις καλλιτεχνικές ζωές των Pointer (μετά την επανηχογράφηση του “Script for a Jester’s Tear”) , Nolan (ασχολείται με την συγγραφή rock musicals) και Mithcell (Lonely Robot) αποφάσισαν να αφιερώσουν χρόνο για να ηχογραφήσουν  ένα δίσκο για να γιορτάσουν τα 20 χρόνια των Arena. Το “The Unquiet Sky” είναι η όγδοη κυκλοφορία των neo-proggers, με concept βασισμένο στο βιβλίο του  M. R. James  “Casting the Runes”.                 

To “The Demon Strikes” που ξεκινάει τον δίσκο, μπαίνει κατευθείαν στο κλίμα του concept με μια πομπώδη ορχηστρική σύνθεση του Nolan η οποία εξελίσσεται σε ένα αρκετά heavy neo-prog κομμάτι. Μετά και το δεύτερο κομμάτι, “How did it come to this?” (ένα από τα καλύτερα κομμάτια του δίσκου) γίνεται καθαρό αρχικά ότι το συμφωνικό neo-prog στοιχείο είναι πιο εμφανές συγκριτικά με την προηγούμενη κυκλοφορία. Ακόμα, o Paul Manzi  ακούγεται καλύτερα σε αυτό το δίσκο έχοντας μεγαλύτερη ποικιλία στην ερμηνεία του.

Το συμφωνικό στοιχείο είναι γενικά κυρίαρχο με τον Nolan να δημιουργεί μια πολύ ωραία ατμόσφαιρα. Αυτό που λείπει συγκριτικά με τις παλιότερες κλασσικές κυκλοφορίες της μπάντας είναι τα αξιομνημόνευτα lead μέρη στα πλήκτρα, τα οποία σε αυτόν το δίσκο είναι ελάχιστα. Αντίθετα με τα πλήκτρα, ο John Mitchell δηλώνει παρών σχεδόν σε κάθε κομμάτι. Εδώ ίσως εμφανίζεται και το μεγαλύτερο πρόβλημα του δίσκου. Φυσικά το πρόβλημα δεν είναι τα solo του Mitchell αλλά το γεγονός ότι τα περιμένεις σε κάθε κομμάτι. Όπως και ο προκάτοχος του, το “The Unquiet Sky” είναι αρκετά τυποποιημένο. Τα κομμάτια είναι μικρά σε διάρκεια και ακολουθείται η κλασσική ροκ φόρμα πράγμα που συνολικά κάνει την ακρόαση του δίσκου κουραστική.

Υπάρχουν κάποιες μονάδες στο δίσκο που σίγουρα θα φέρουν ωραίες αναμνήσεις στους σκληροπυρηνικούς οπαδούς της μπάντας. Το προαναφερθέν “How did it come to this?” είναι μια αισθαντική μπαλάντα με τον Manzi να ερμηνεύει εξαιρετικά και το solo του Mitchell να είναι βγαλμένο από τα παλιά. Το “The Bishop of Lufford” επίσης είναι ένα κλασσικό symphonic prog με ένα εξαιρετικά heavy (metal) finale. Προσωπική αδυναμία είναι το κομμάτι διάλειμμα, “Markings on a Parchment”, που χωρίζει τον δίσκο στη μέση. Μια ατμοσφαιρική σύνθεση διάρκειας 2 λεπτών και 2 δευτερολέπτων με τον νέο μπασίστα Kylan Amos να κυριαρχεί.

Κάτι ακόμα που κάνει τον δίσκο να μην κυλάει εύκολα είναι η απουσία κοινών θεμάτων που συνήθως υπάρχει σε concept δίσκους. Πέρα από τους στίχους δεν υπάρχει η αίσθηση του grand concept που ίσως θα ήθελε η μπάντα.

Συμπερασματικά το “The Unquiet Sky” επαναφέρει τους Arena στον δρόμο του symphonic neo-prog με τον Paul Manzi να προσαρμόζεται ακόμα καλύτερα στη μπάντα. Σύγκριση με τα παλιότερα κλασσικά άλμπουμ τους δεν μπορεί να υπάρξει αλλά ο δίσκος έχει ωραία μελωδικά μέρη και αρκετά σημεία τα οποία θυμίζουν… περασμένα μεγαλεία. Ίσως αυτή η σύνθεση να μπορέσει στο μέλλον να μας δώσει άλλον έναν αξιομνημόνευτο δίσκο.

 

6.5 / 10

Λευτέρης Σταθάρας

 

Arena of Pleasure NOT

«Μπορείτε να περάσετε κύριε Βούλγαρη», μου είπε η εκπάγλου καλλονής γραμματέας του Κώστα Μπάρμπα, όταν πήγα να τον συγχαρώ για την προαγωγή που πήρε στο ProgRocks.gr. Κρατούσα ένα bonsai (για δώρο) στο ένα χέρι και το  “Twisted Into Form” των Forbidden στο άλλο για να του υπενθυμίσω ότι δεν ξεχνώ τις thrash καταβολές του και μπαίνοντας τον είδα να σβήνει την αψάδα του narezushi με μια γερή γουλιά Asahi.  «Τι ακούς;», του λέω. Ιαπωνικό prog μου απαντά, αναγκάζοντάς με να κρύψω το CD προτάσσοντας το γλαστράκι. Δεν έκατσα πολύ γιατί το “Kazarimado No Dekigoto” των Mandrake με δυσκόλεψε ως άκουσμα και γύρισα στο γραφείο μου όπου καταπιάστηκα με την κριτική των Arena.

Οι Βρετανοί neo-prog rockers επανέρχονται 4 χρόνια μετά το “The Seventh Degree of Separation” με παρόμοια διάθεση και μια ακόμα αλλαγή στο line up. Για την ακρίβεια στο μπάσο ο Kylan Amos αντικατέστησε τον John Jowitt, με τον ήχο όμως να μην παρουσιάζει ιδιαίτερη διαφορά από τον προηγούμενο δίσκο. Κατά τα άλλα, οι Clive Nolan (πλήκτρα), Mick Pointer (ντραμς) και John Mitchell σταθεροί από τις πρώτες μέρες με τον Paul Manzi να είναι ο τραγουδιστής για δεύτερο συνεχόμενο δίσκο. Μουσικά οι Arena συνεχίζουν στο neo-prog μοτίβο τους προσθέτοντας κάποια σκληρά στοιχεία στον ήχο τους, σχεδόν metal ορισμένες στιγμές, κάνοντας το άκουσμα πιο μοντέρνο μεν, πιο έξω από τα νερά τους δε.

Ο δίσκος είναι concept και πραγματεύεται την ιστορία τρόμου “Casting The Runes” του Mr. James και λόγω αυτού το όλο άκουσμα είναι αρκετά «σκοτεινό». Βέβαια περισσότερο θα τρόμαζα αν μέσα στα τραγούδια έτριζε στα ξεκάρφωτα καμιά πόρτα παρά από τους 10 τόνους πλήκτρα που τα διανθίζουν. Anyway, ο δίσκος ξεκινά με το “The Demon Strikes”, που είναι ίσως το καταλληλότερο για να σε μπάσει στην όλη φιλοσοφία του, μιας και η χρήση εγχόρδων και πλήκτρων δημιουργεί την απαραίτητη φόρτιση ενώ ο mid tempo ρυθμός, οι μελωδικές κιθάρες και η «πολύμπροστάστηνπαραγωγή» φωνή, τη βάση πάνω στην οποία κινείται. Από αυτή την πεπατημένη δεν ξεφεύγουν και τα “What Happened Before”, το Floydίζον “Unexpected Dawn” και το ομώνυμο. Από την άλλη υπάρχουν και τα πιο up tempo τραγούδια με μοντέρνο παίξιμο και περισσότερο όγκο στο μπάσο και την κιθάρα, όπως το «θεατρικό» “The Bishop Of Lufford”, το “No Change Encounter” και το “Time Runs Out” με ρυθμικά στο στυλ των Dream Theater. Τα παραπάνω πλαισιώνονται από τις μπαλάντες “Oblivious ToThe Night” και “How Did It Come To This?” με το υπέροχο παίξιμο στο μπάσο, οι οποίες έχουν ποιότητα να σταθούν στο δίσκο αλλά δε συγκλονίζουν κιόλας. O δίσκος κλείνει με το “Traveller Beware” που είναι ίσως και το καλύτερό του, με τον Clive Nolan και τον John Mitchell να οργιάζουν, ενώ η μεγάλη του διάρκεια τους δίνει τη δυνατότητα να ξεδιπλώσουν τις ιδέες τους και να ενσωματώσουν straight rock στοιχεία, με Genesis σημεία και «εμβατηριακές» γέφυρες βοηθώντας τον τραγουδιστή να χτίσει μια ένταση που κατά την άποψή μου την είχε ανάγκη ο δίσκος, αλλά ίσως νωρίτερα.

Το “The Unquiet Sky” συνεχίζει ηχητικά από εκεί που σταμάτησε το “The Seventh Degree of Separation” δηλαδή πιο βαρύ neo-prog (όχι τόσο όσο το προηγούμενο), σε σημεία έχει και λίγο gothic αισθητική, με βασικό πρωταγωνιστή τη φωνή. Βέβαια όταν είσαι ηγέτης prog rock και προσπαθείς να παίξεις πιο σκληρά ώστε να γίνεις μοντέρνος, θυμίζεις το γέρο που την πέφτει σε πιτσιρίκες για να δει αν περνάει η μπογιά του. Σίγουρα καλύτερος δίσκος από τον προηγούμενο, αλλά σε καμία περίπτωση ικανός να στιγματίσει τη δισκογραφία των Arena, ούτε να κερδίσουν νέους οπαδούς αλλά ούτε και να χάσουν τους παλιούς. Ένας δίσκος που κατά τη γνώμη μου θα ικανοποιήσει τους die hard οπαδούς, αλλά μέχρις εκεί. Οι υπόλοιποι θα προσπεράσουν γρήγορα.

 

5.5 / 10

Γιάννης Βούλγαρης

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης