[House Of Mythology, 2016]
Intro: Kostas Barbas
03 / 03 / 2016
If the release of The Marriage of Heaven and Hell is the first major breakthrough in the history of Ulver, then it is the introduction of Daniel O’Sullivan and the first live performances that informally constitute the third period of the Norwegians. The four studio releases that followed, testified the innate tendency of Kristoffer Rygg for experimentation and musical redefinitions. Nevertheless, the final result didn’t manage to reach the quality levels that he had set in the past. Wars of the Roses was definitely quite nice but nothing more. Messe I.X-VI.X (accompanied by Tromsø Chamber Orchestra) was interesting as an experiment and thrilled several friends of the band, but personally I got quite tired.Flirting with dark ambient and drone continued in the cooperation with Sunn O))) under the name Terrestrials, in which the amazing Eternal Return is included, but quite a few yawns were caused by the other two pieces. The conclusion that the best of the four releases is “Childhood’s End“, an album of covers of psychedelic pieces of the late 60s, is certainly puzzling. The live performances of the band on the other hand did not disappoint anyone, as can be attested by watching The Norwegian National Opera DVD.
Fruitful experimentation
This year’s ATGCLVLSSCAP is an attempt to adapt the live performances of Ulver to a studio album. Its longest part consists of recordings from 14 improvisational shows in February 2014 plus some additional studio recordings. The collection of the material and the final mix was done by Daniel O’Sullivan, who tried to give a studio-like character to the final result. The transfer of the spontaneous live improvisation into an album, limited by the producer’s editing demands in order to serve the songwriting, is the main advantage of ATGCLVLSSCAP.
Nevertheless, every novelty and fresh idea in music should be combined with an interesting musical result. Ulver, using all 80 minutes of the duration of a CD, are certainly convincing, creating a journey through the history of progressive and experimental music, but without lacking personality and relevance to contemporary music reality. They do not hesitate to move from ambient to space rock, including intermediate visits to drone and krautrock, risking the album’s consistency, but coming out winners but for some rare exceptions.
These exceptions lay towards the end of the album and particularly in the two pieces where Rygg uses his sensuous voice; the tracks are interesting as individual song units (especially the remake of ‘Nowhere / Catastrophe’) but seem somewhat inconsistent. By that time, however, the listener has been rewarded to the fullest with newly emerging compositions and total makeovers of older pieces. Glammer Hammer brings out qualities that might have been included in the pieces of Messe IX-VI.X, while the remix of Doom Sticks (as Moody Stix) masterfully puts the post-rock past of the band in the psychedelic scenery of the album, being its highlight. Cromagnosis could have been part of any collection of modern space-rock, while the dip into krautrock is not confined only to Can and Neu! (the comeback to the music scene of whom is due to Radiohead), since Om Hanumate Namah is sprinkled with stardust of Amon Düül II and Desert / Dawn directly refers to Tangerine Dream and Klaus Schulze. Finally, D-Day Drone is one of the darkest parts of the album, based on the experience of working with Sunn O))).
All eight musicians involved (four main and four session members) deserve congratulations, but, as would be expected, most credit goes to the “leader” and “second-in-command”. Rygg’s vision and the way that O’Sullivan dealt with that, resulted in their best cooperation so far. They managed to take advantage of the experience gained on stage (who could have seen that coming?), conveying it wholly but in a controlled manner to the grooves of ATGCLVLSSCAP, presenting the best Ulver album since the era of Shadows of the Sun (not to mention since the era of Perdition City).
8.5 / 10
Kostas Barbas
2nd opinion
ATGCLVLSSCAP (the initials of all star signs) travels from drone to electronic music to ambient aesthetics. Despite its experimental mood, the album flows pleasantly with sounds that develop slowly and always give the impression of life in the background. Although long in duration, with a little patience, the sound result is quite exciting.
9 / 10
Lefteris Statharas
[House Of Mythology, 2016]
Εισαγωγή: Κώστας Μπάρμπας
03 / 03 / 2016
Αν η κυκλοφορία του “Marriage of Heaven and Hell” αποτελεί την πρώτη μεγάλη τομή στην ιστορία των Ulver, τότε είναι η είσοδος του Daniel O’Sullivan και οι πρώτες ζωντανές εμφανίσεις που άτυπα στοιχειοθετούν την τρίτη περίοδο των Νορβηγών. Οι τέσσερις studio κυκλοφορίες που ακολούθησαν πιστοποίησαν την έμφυτη τάση του Kristoffer Rygg για πειραματισμούς και μουσικούς επαναπροσδιορισμούς. Παρόλα αυτά, το τελικό αποτέλεσμα δεν κατάφερε να αγγίξει τις ποιοτικές στάθμες που ο ίδιος είχε θέσει στο παρελθόν. Το “Wars of the Roses” ήταν σίγουρα αρκετά συμπαθητικό αλλά ως εκεί. Το “Messe I.X-VI.X” (με τη συνοδεία της Tromsø Chamber Orchestra) ήταν ενδιαφέρον ως πείραμα και ενθουσίασε αρκετούς φίλους της μπάντας, αλλά προσωπικά με κούρασε αρκετά. Το φλερτ με το σκοτεινό ambient συνεχίστηκε, σε πιο drone μονοπάτια, στη συνεργασία τους με τους Sunn O))), υπό το όνομα “Terrestrials”, στην οποία περιέχεται το εκπληκτικό “Eternal Return”, αλλά και αρκετά χασμουρητά στα άλλα δύο κομμάτια. Το συμπέρασμα ότι η καλύτερη των τεσσάρων κυκλοφοριών είναι το “Childhood’s End”, ένα album διασκευών σε ψυχεδελικά κομμάτια των late 60s, σίγουρα προβληματίζει. Οι ζωντανές εμφανίσεις της μπάντας από την άλλη δεν προβλημάτισαν κανέναν, όπως γίνεται αντιληπτό από τη θέαση του “The Norwegian National Opera” DVD.
Γόνιμος πειραματισμός
Το φετινό “ATGCLVLSSCAP” αποτελεί μια προσπάθεια προσαρμογής των ζωντανών εμφανίσεων των Ulver στα δεδομένα ενός studio album. Το μεγαλύτερο μέρος του αποτελείται από ηχογραφήσεις προερχόμενες από 14 αυτοσχεδιαστικού χαρακτήρα show της μπάντας τον Φεβρουάριο του 2014, συν κάποιες επιπλέον ηχογραφήσεις στο studio. Η συλλογή του υλικού και η τελική μίξη έγινε από τον Daniel O’Sullivan, ο οποίος προσπάθησε να δώσει έναν studio χαρακτήρα στο τελικό αποτέλεσμα. Η μεταφορά σε δίσκο του αυθόρμητου ζωντανού αυτοσχεδιασμού, περιορισμένου από το ψαλίδι του παραγωγού, με σκοπό την εξυπηρέτηση του songwriting, είναι το βασικό προσόν του “ATGCLVLSSCAP”.
Παρόλα αυτά, κάθε νεοτερισμός και φρέσκια ιδέα στη μουσική οφείλει να συνδυάζεται με ένα ενδιαφέρον μουσικά αποτέλεσμα. Οι Ulver, χρησιμοποιώντας εδώ και τα 80 λεπτά διάρκειας ενός CD, είναι σίγουρα πειστικότατοι, δημιουργώντας ένα ταξίδι στην ιστορία της προοδευτικής και πειραματικής μουσικής, χωρίς όμως να χάνουν σε προσωπικότητα και σε συνάφεια με τη σύγχρονη μουσική πραγματικότητα. Δεν διστάζουν να κινηθούν από το ambient στο space-rock, με ενδιάμεσους σταθμούς το drone και το krautrock, ρισκάροντας τη συνοχή του δίσκου, αλλά βγαίνοντας κερδισμένοι εκτός κάποιων ελαχίστων εξαιρέσεων.
Αυτές οι εξαιρέσεις βρίσκονται προς το τέλος του δίσκου και κυρίως στα δύο κομμάτια όπου ο Rygg επιστρατεύει την αισθαντική φωνή του, τα οποία είναι ενδιαφέροντα ως μονάδες (ειδικά η επανεκτέλεση του ‘Nowhere/Catastrophe’) αλλά μοιάζουν κάπως εκτός κλίματος. Μέχρι εκείνη τη στιγμή όμως, ο ακροατής έχει ανταμειφθεί στο έπακρο με νεοεμφανιζόμενες συνθέσεις αλλά και ολικά «λίφτινγκ» παλαιοτέρων. Το “Glammer Hammer” αναδεικνύει αρετές που θα μπορούσαν να έχουν τα κομμάτια του “Messe I.X-VI.X“, ενώ η επανεκτέλεση του “Doom Sticks” (ως “Moody Stix”) τοποθετεί αριστουργηματικά το post-rock παρελθόν της μπάντας στο ψυχεδελικό τοπίο του δίσκου, όντας μάλλον και η κορυφαία του στιγμή. Το “Cromagnosis” θα μπορούσε να είναι μέρος οποιασδήποτε συλλογής σύγχρονου space-rock, ενώ η βουτιά στο krautrock δεν περιορίζεται μόνο στους Can και στους Neu! (η επαναφορά των οποίων στο μουσικό γίγνεσθαι χρωστάει κατά βάσει στους Radiohead ), αφού το “Om Hanumate Namah” είναι πασπαλισμένο με την αστρόσκονη των Amon Düül II και το “Desert/Dawn” παραπέμπει ευθέως στους Tangerine Dream και στον Klaus Schulze. Τέλος τo “D-Day Drone” αποτελεί ένα από τα πιο σκοτεινά σημεία του album, στηριζόμενο πάνω στην εμπειρία της συνεργασίας με τους Sunn O))).
Και οι οχτώ μουσικοί που συμμετέχουν (τα τέσσερα βασικά και τα τέσσερα live μέλη) αξίζουν συγχαρητήρια, αλλά όπως είναι λογικό τα περισσότερα εύσημα θα πάνε στον «αρχηγό» και στο «υπαρχηγό». Το όραμα του Rygg και ο τρόπος που το διαχειρίστηκε ο O’Sullivan, έδωσαν ως αποτέλεσμα την καλύτερη ως τώρα συνεργασία τους. Κατάφεραν να εκμεταλλευτούν την εμπειρία που έχουν αποκτήσει στο σανίδι (ποιος θα το ‘λεγε;), μεταφέροντας την αυτούσια μεν, ελεγχόμενα δε, στα αυλάκια του “ATGCLVLSSCAP”, παρουσιάζοντας το καλύτερο Ulver album από την εποχή του “Shadows of the Sun” (για να μην υπερβάλουμε λέγοντας από την εποχή του “Perdition City”).
8.5 / 10
Κώστας Μπάρμπας
2η γνώμη
Το “ATGCLVLSSCAP” (τα αρχικά όλων των ζωδίων του αστρολογικού χάρτη) ταξιδεύει από drone σε ηλεκτρονική μουσική και ambient αισθητική. Παρά την πειραματική του διάθεση, ο δίσκος κυλάει ευχάριστα με ήχους που αναπτύσσονται αργά και πάντα δίνουν την εντύπωση ζωής στο background. Αν και μεγάλο σε διάρκεια, με λίγη υπομονή το ηχητικό αποτέλεσμα είναι αρκετά συναρπαστικό.
9 / 10
Λευτέρης Σταθάρας
Be the first to comment