[Dust On The Tracks Records, 2014]
Εισαγωγή: Δημήτρης Καλτσάς
27 / 01 / 2015
Oι Tune σχηματίστηκαν στο Łódź της κεντρικής Πολωνίας το 2009 από τους Leszek Swoboda (μπάσο) και Adam Hajzer (κιθάρα). Η μουσική τους βασίζεται ξεκάθαρα στο σύγχρονο εναλλακτικό rock με έντονη 80s-90s ατμοσφαιρικότητα και επιρροές από τον προοδευτικό χώρο. Αυτή η αρκετά πρωτότυπη εκδοχή του crossover prog παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο πρώτο τους album με τίτλο “Lucid Moments” το οποίο κυκλοφόρησε το 2011. Ακούγοντάς το, εύκολα συμπεραίνει κανείς ότι βασικό κομμάτι της μουσικής των Tune είναι οι εικόνες που δημιουργεί. Καθόλου τυχαία, η μπάντα χρησιμοποιεί οπτικό υλικό στις ζωντανές της εμφανίσεις χτίζοντας ένα εσωστρεφές ύφος με πολλή ενέργεια στη σκηνή και κεντρικό εκφραστή φυσικά τον τραγουδιστή, Jakub Krupski.
Τρία χρόνια και κάτι μετά το ντεμπούτο τους, οι Tune επέστρεψαν με το “Identity” το οποίο ετοίμαζαν με προσοχή σε κάθε λεπτομέρεια. Απ’ ό,τι αποδείχθηκε με βάση το τελικό αποτέλεσμα, αυτό το album αδικήθηκε όσο λίγα, καθώς χάθηκε στον τεράστιο όγκο κυρίως αδιάφορων κυκλοφοριών και επίσης επειδή κυκλοφόρησε λίγο πριν ολοκληρωθεί το 2014. Ο Κώστας ο Μπάρμπας έχει τα δίκια του…
Searching for “identity” Η Πολωνία είναι στον χώρο του progressive rock η πιο παραγωγική από τις πρώην χώρες του συμφώνου της Βαρσοβίας, έχοντας τηρουμένων των αναλογιών, παράδοση στο είδος και πριν το 1990. Με τον καιρό δημιουργήθηκε και ένας κοινός ήχος από κάποιες μπάντες, αν και ποτέ το Πολωνικό prog δεν υπήρξε πλήρως αυτόφωτο. Ακούγοντας τον δεύτερο δίσκο των Tune παρατηρούμε κάποιες αναφορές στην τοπική σκηνή (Riverside), αλλά αυτές είναι αρκετά περιορισμένες. Επιπροσθέτως τους ακούμε σαφώς πιο ώριμους και σίγουρους σε σχέση με το αρκετά καλό ντεμπούτο τους “Lucid Moments”. To “Identity” είναι κατ’ αρχάς η αποθέωση του εστιασμένου songwriting. Η μπάντα χρησιμοποιεί όλες τις δυνατότητές της, για να γράψει και να αποδώσει καλά κομμάτια. Το ύφος του τελικού αποτελέσματος θα μπορούσε να περιγραφεί ως alternative/prog rock, με το πρώτο συνθετικό να υπερέχει κάπως του δευτέρου, με μια διάχυτη μελαγχολία να είναι συνεχώς παρούσα. Οι συνθέσεις κινούνται όλες πάνω-κάτω σε mid-tempo ρυθμούς και εκτός του intro και του outro, είναι φτιαγμένες για να πατήσουν πάνω τους οι ερμηνείες του Jakub Krupski. Η φωνή του είναι βαθιά και έντονα συναισθηματική και η απόδοσή του φανταστική. Το μόνο μείον είναι η υπερβολική επιρροή που ασκεί πάνω του ο David Bowie, αφού και οι υπόλοιπες φωνητικές του επιρροές είναι επίγονοι του Bowie (από τον Peter Murphy μέχρι και τον Marilyn Manson). Τεράστιο ρόλο στην συνθετική επιτυχία του δίσκου παίζει ο κιθαρίστας Adam Hajzer. Τα θέματα του είναι όλα ευφυέστατα και to the point. Το παίξιμό του συγκρατημένο μεν αλλά γεμάτο όμορφες λεπτομέρειες και τα σόλο του είναι όλα καίρια και σωστά τοποθετημένα στα κομμάτια, ενώ αποφεύγει ευτυχώς τις εύκολες λύσεις των υπερβολικών εφέ. Παρά τον σαφή κιθαριστικό κορμό, η χρήση των synths δίνει πόντους στην ατμόσφαιρα του album, αλλά πιο ουσιαστικό ρόλο έχει ο πιανίστας Janusz Kowalski, που αν και μένει κυρίως στον χρωματισμό των συνθέσεων, παίζει αρκετά πληθωρικά σε κάποια σημεία χωρίς όμως να τραβάει του προβολείς. Αυτή η συγκρατημένη πληθωρικότητα αποτελεί γενικό χαρακτηριστικό του δίσκου, αφού είναι σαφές ότι ακούμε progressive rock μουσικούς να παίζουν alternative rock. Το rhythm section προσθέτει πόντους στο έτσι και αλλιώς εξαιρετικό δέσιμο της μπάντας, με την ηχητική παραγωγή να βοηθάει και αυτή, ταιριάζοντας γάντι στις μουσικές επιλογές της μπάντας. Πέραν όλων αυτών, με το πέρας της ακρόασης του “Identity”, τα τραγούδια είναι που μένουν. Οι Tune παρουσίασαν έναν δίσκο χωρίς μέτρια στιγμή που ακούγεται από την αρχή μέχρι το τέλος, τραγουδιέται και παραμένει στο μυαλό του ακροατή για πολύ καιρό. Το μόνο που οφείλουν είναι στο επόμενο βήμα τους να αποκτήσουν πλήρως την δική τους ταυτότητα.
8 / 10 Κώστας Μπάρμπας | Abstract ελιτισμός Μπορεί τελευταία να έχουμε συνηθίσει στις εκπλήξεις, αλλά αυτό δεν τις κάνει αναμενόμενες, ευτυχώς. Έτσι, κάθε χρόνο πλέον θεωρείται φυσιολογικό τουλάχιστον μία από τις κορυφαίες κυκλοφορίες να είναι το ντεμπούτο μιας μπάντας πρωτοεμφανιζόμενων μουσικών, ωστόσο αυτό συμβαίνει κυρίως σε πιο περιπετειώδη είδη. Η ευθύτητα εντός rock δεν διανύει και την καλύτερη περίοδο (κλικ), ειδικά εκτός ρετρό χωραφιών. Οι Tune εκπλήσσουν όντας εξαίρεση, απλή και καθόλου «μπλεγμένη» (προαιρετικά τα εισαγωγικά). Το “Identity” αποδεικνύει με το παραπάνω τα παραπάνω καταλαμβάνοντας έναν αδίκως αραιοκατοικημένο μουσικό θώκο σήμερα, χάρη στο ευφυέστατο στήσιμο του μουσικού τους concept. Το crossover alt-prog rock των Πολωνών ισορροπεί σεμιναριακά υπέρ της προσβασιμότητας του εναλλακτικού στοιχείου, αφήνοντας τα προοδευτικά στοιχεία κυρίως να συμπληρώνουν εκφραστικά και δομικά μέσω της abstract οδού και όχι με επιδεικτικές τεχνικές φανφάρες, σε σημεία φλερτάροντας (ευτυχώς μάταια) με τον μινιμαλισμό. Κι αν αυτά θα ήταν ούτως ή άλλως αρκετά για να κινήσουν το ενδιαφέρον και να κερδίσουν τον ακροατή, οι Tune δεν μένουν εκεί. Η εμφανής παρουσία στοιχείων από την εγκεφαλική και πειραματική pop / rock των 80s και φυσικά τα εναλλακτικά 90s είναι νομίζω το στοιχείο που απογειώνει τη συνταγή τους, όπως παρουσιάζεται στο δεύτερο album τους με τα synths να μην έχουν μόνο επικουρικό ρόλο. Φυσικά όλα τα παραπάνω θα παρέμεναν αστείες θεωρίες αν το πεδίο εφαρμογής τους ήταν αδιάφορο. Το βασικότερο προσόν του “Identity” δεν είναι η καταπληκτική παραγωγή, ούτε η άριστη ενορχήστρωση, αλλά το υψηλότατο συνθετικό επίπεδο. Με εξαίρεση τα “On” και “Off” που ανοίγουν και κλείνουν αντίστοιχα τον δίσκο, τα υπόλοιπα οκτώ κομμάτια είναι απολύτως αυτόνομα και στην πλειοψηφία τους είναι εντυπωσιακά. Το δραματικό “Disposable”, το ατμοσφαιρικότατο “Changes”, το υπερπιασάρικο “Trendy Girl”, το “Deafening” με την αλα Tori Αmos κλιμάκωση (αν όχι κάτι παραπάνω…) και το proggy και σχεδόν protest “Suggestions” αποτελούν τις κορυφαίες στιγμές ενός δίσκου που ακόμα και στις πιο «δεύτερες» στιγμές του (“Crackpot”, “Sheeple”) παραμένει ενδιαφέρων, για λόγους αισθητικής και κλάσης. Και σε αυτό το τελευταίο παίζουν ρόλο τα πρόσωπα και όχι μόνο το σύνολο. Ο Jakub Krupski με τη βαθιά και δραματική του ερμηνεία κερδίζει αυτόματα τις εντυπώσεις, αν και το στυλ του είναι χτισμένο σχεδόν αποκλειστικά στη φωνή και το ερμηνευτικό ύφος του David Bowie και αυτό δεν μπορεί να είναι θετικό, ειδικά όταν επιστρατεύονται ευκολίες του παρελθόντος. Ωστόσο, ο Krupski δεν είναι απλώς ένας ταλαντούχος τραγουδιστής, αλλά και ένας frontman, επωμιζόμενος το βάρος που παραδοσιακά αντιστοιχούσε στον άνθρωπο πίσω από το μικρόφωνο. Έτσι, συνυπολογίζοντας τα πάντα, το τελικό πρόσημο δεν είναι απλά θετικό για τον κύριο εκφραστή των Tune. Παρόλα αυτά, ακόμα και σε ένα παραδοσιακό rock group όπως αυτό, ο ΜVP δεν είναι ο αναμενόμενος… Ο Adam Hajzer μαγεύει καθόλη τη διάρκεια του “Identity” με την κιθάρα του, χωρίς να φλυαρεί σε κανένα σημείο, με εκπληκτικό ήχο, άψογα ρυθμικά, φράσεις που «στάζουν» συνθετική ουσία και σόλο που προκαλούν διαστολή κόρης οφθαλμών. Το “Identity” κυκλοφόρησε κατά τις τελευταίες ημέρες του 2014 και ήταν καταδικασμένο να αγνοηθεί και να αδικηθεί. Κι αυτό, όχι απλώς επειδή δεν το άκουσαν αρκετοί, αλλά επειδή πρόκειται για μία από τις καλύτερες κυκλοφορίες της χρονιάς που πέρασε. Ειδικά οι crossover-στές και όσοι αναζητούν καλή άμεση rock μουσική ας επενδύσουν άφοβα.
8 / 10 Δημήτρης Καλτσάς |
Be the first to comment