Steve Hackett – Wolflight

 [InsideOut, 2015]

Steve Hackett - Wolflight

Εισαγωγή: Λίλα Γκατζιούρα
23 / 11 / 2015

Ο Steve Hackett δε χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις και σίγουρα μια εισαγωγή δεν είναι αρκετή για να περιγράψει κανείς τη μακρά πορεία του στο χώρο της μουσικής και την αξία του έργου του.  Από την εποχή των Genesis στα 70’s έως σήμερα, η συνεισφορά του στη μουσική είναι αδιαμφισβήτητα μεγάλη, όχι μόνο για τα διαμάντια της Genesis εποχής, αλλά και λόγω της πλούσιας solo καριέρας του. Από το “Voyage of the Acolyte” (1975) και το κορυφαίο “Spectral Mornings” (1979) φτάσαμε στο “Wolflight” εν έτει 2015, το οποίο εκφεύγει από τις νόρμες του mainstream rock. Σε δήλωσή του ο ίδιος ο Hackett είπε ότι αυτή τη φορά τον ενδιέφερε κυρίως να χρησιμοποιήσει ορχήστρα και να παρεκκλίνει από τον ήχο του κλασικού ροκ, πηγαίνοντας πίσω στις ψυχεδελικές ρίζες των 60’s, οι οποίες όμως δεν θα ήταν γεωγραφικά περιορισμένες στην Ευρώπη όπως την ξέρουμε, αλλά με πολύ ευρύτερες επιρροές. Εδώ ο Steve Hackett δεν καταπιάνεται μόνο με την ηλεκτρική και ακουστική κιθάρα, αλλά τον ακούμε και σε ούτι, ταμπουρά, φυσαρμόνικα και φωνητικά. Πλαισιώνεται δε, μεταξύ άλλων, από τους  Roger King (Keyboards & programming), Gary O’Toole (drums), Rob Townsend (sax, duduk), Nick Beggs (bass & stick) και Amanda Lehmann (harmony vocals), ενώ βρίσκουμε τον Malik Mansurov στο tar και τη Sara Kovaks στο didgeridoo. Ο υπερδραστήριος λοιπόν Stephen Richard Hackett, ο οποίος πρόσφατα ξεκίνησε την “Acolyte To Wolflight with Genesis Revisited Tour”, φαίνεται ότι δεν σκοπεύει να αποσυρθεί σύντομα, παρά τα 66 χρόνια που κουβαλά.

                               


 

Σταθερή ποιότητα αλλά…

Τέσσερα χρόνια μετά από το “Beyond Τhe Shrouded Horizon” και μετά από συνεχή περιοδεία για το  “Genesis Revisited II” ο Steve Hackett έπαιξε με πραγματικούς λύκους, φωτογραφήθηκε μαζί τους και κυκλοφορεί το “Wolflight”. Για τις ανάγκες του δίσκου μάλιστα ο Hackett χρησιμοποίησε τους μουσικούς που συμμετείχαν στην περιοδεία  του “Genesis Revisited II”. Έτσι έχουμε τον  Roger King στα keyboards, τον Rob Townsend στο σαξόφωνο, τον Nick Beggs στο μπάσο, την Amanda Lehmann στα δεύτερα φωνητικά και τον Gary O’Toole στα τύμπανα.

Είναι πάντα παράξενο όταν ακούς καινούριο δίσκο κάποιου παλαιού θρύλου όπως ο Hackett, ο οποίος όμως καταφέρνει και έχει από αξιοπρεπείς μέχρι και πολύ καλούς δίσκους στο ενεργητικό του. Το ελάχιστο που περιμένεις από έναν καλλιτέχνη που η προσωπική του καριέρα ξεκίνησε το 1975 είναι τουλάχιστον οι κυκλοφορίες να είναι αξιοπρεπείς. Και το “Wolflight” είναι αξιοπρεπής δίσκος, αλλά μέχρι εκεί.

To “Out of the Body” ξεκινάει το δίσκο κινηματογραφικά με ωραίες ενορχηστρώσεις και τον Hackett να δείχνει ότι δεν έχει ξεχάσει να γράφει κιθαριστικές μελωδίες υψηλής αισθητικής.  Στο ενορχηστρωτικό κομμάτι ο δίσκος είναι πολυεπίπεδος με τα ηλεκτρικά σημεία να διακόπτονται από αρπίσματα ή μέρη κλασσικής κιθάρας. Εδώ ο Hackett αναμιγνύει τη folk με την κλασσική μουσική, με ωραία lead παιξίματα στην κιθάρα, αρκετά βαριά riffs και αλλαγές από όμορφα ατμοσφαιρικά σημεία σε σκοτεινά μέρη.

Ο Hackett έχει το αδιαμφισβήτητο ταλέντο και την εμπειρία για να γράφει κομμάτια τα οποία μπορούν να ακουστούν ευχάριστα. Υπάρχουν ιδέες και μελωδίες που σίγουρα δεν μπορείς να παραβλέψεις ειδικά μετά από αλλεπάλληλα ακούσματα. Αλλά εδώ δεν είναι πάρα πολλές αυτές οι ιδέες και αρκετές από αυτές φαίνεται σαν να τελειώνουν πρόωρα. Ακόμα, αν και τα κομμάτια ατομικά ακούγονται πολύ ευχάριστα, συνολικά ο δίσκος πάσχει λίγο από συνοχή.

 To “Love Song to a Vampire” (με τον Chris Squire στο μπάσο) είναι μια πολύ καλή μπαλάντα (και πώς να μην είναι αφού το ρεφραίν είναι σχεδόν copy paste με αυτό. Τα εξαιρετικά ανατολίτικα “Corycian Fire” και “Dust and Dreams” ξεχωρίζουν επίσης με μια πρώτη ακρόαση αφού το πρώτο έχει εξαιρετικά κρούστα και πολύ ωραίο χορωδιακό κλείσιμο και το δεύτερο έχει τον Nick Beggs να παίζει μια από τις πιο funk μπασογραμμές στο δίσκο.

Το “Wolflight” βγάζει ένα όμορφο, νοσταλγικό συναίσθημα με ήχους της δεκαετίας του ’70, χωρίς  όμως να έχει κάποιο κομμάτι ή έστω σημείο που να σε κάνει να θες να ακούς τον δίσκο ξανά και ξανά. Ο Hackett έχει γράψει και παίξει πολύ όμορφα τα κομμάτια χωρίς όμως να υπάρχει κάτι το  συγκλονιστικό.

 

6.5 / 10

Λευτέρης Σταθάρας

 

Ακόμα να δύσει ο ήλιος…

Το πρώτο πράγμα που προσέχει κανείς στο δίσκο είναι σαφώς το εξώφυλλό του. Όχι μόνο λόγω του ότι αυτό αποτελεί απαράβατο κανόνα και πολλές φορές προϋπόθεση προκειμένου να ασχοληθεί κανείς με ένα μουσικό έργο, αλλά και γιατί απεικονίζει τον Hackett πλαισιωμένο από λύκους και δη πραγματικούς! ΟΚ, υποθέτεις ότι το περιεχόμενο δε θα είναι και πολύ μοντέρνο (καμία έκπληξη εδώ) και ξεκινάς την ακρόαση ακούγοντας, τί άλλο; Λύκους! Παρεξηγημένο ζώο, καθώς από αρχαιοτάτων χρόνων αντιπροσώπευε το καλό, κάτι  που άλλαξε με την έλευση του χριστιανισμού (καμία έκπληξη κι εδώ). Δεν είναι τυχαία και η γλωσσολογική προέλευση της λέξης όπου λύκος σημαίνει «φωτεινός» από το σανσκριτικό luc=φως (εξού π.χ. η λέξη luc-νάρι –λυχνάρι).

Ας έρθουμε όμως επί του δίσκου: Γενικά το θέμα που διατρέχει όλο το δίσκο είναι αυτό της ελευθερίας, σε κάθε της μορφή και αποτελεί ένα φόρο τιμής στον αέναο αγώνα που γίνεται στο όνομά της. Μετά το κάπως επικό intro του “Out of the Body”, μεταφερόμαστε στην ανατολή και στο ομότιτλο κομμάτι του δίσκου, όπου συναντάμε  βαριές κιθάρες με ορχηστρικά περάσματα, ο συνδυασμός των οποίων δίνει συγχρόνως ένα απαλό όσο και απειλητικό ύφος. Οφείλω να σημειώσω ότι σαφώς ο Hackett παίζει καλύτερα κιθάρα απ’ ό,τι τραγουδάει, ωστόσο στέκεται αξιοπρεπώς και υπάρχει βελτίωση σε σχέση με το παρελθόν.

Σειρά έχει ένα από τα καλά κομμάτια του δίσκου, το “Love Song for a Vampire”, που αναπόφευκτα θα σας θυμίσει την αυλή του Πορφυρού βασιλιά. Το κομμάτι αναφέρεται στο δράμα της ενδοοικογενειακής βίας και όλων των μορφών κακοποίησης μέσα σε μια σχέση. Κοινώς το μήνυμα είναι: μην αφήνετε κανέναν να σας ρουφάει το αίμα. Αξιοσημείωτη εδώ είναι η συμμετοχή του Chris Squire, καθώς πρόκειται για την τελευταία του ηχογράφηση προτού αποβιώσει. Και μόνο γι’αυτό η ιστορικότητα του κομματιού είναι σημαντική.  

Ακολουθεί το “The Wheel’s Turning”, επηρεασμένο από τις αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας. Εμπνευσμένο από το λούνα παρκ του Battersea, το οποίο αποτελούσε μια διαφυγή από το γκρίζο Λονδίνο των ‘50s και στο οποίο ο Hackett αργότερα δούλευε ως έφηβος. Στην περιοχή υπήρχε ο σταθμός παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, θέα στον οποίο είχε ο Hackett από το παιδικό του υπνοδωμάτιο. Και για να καταλάβετε την εικόνα, πρόκειται για τον Battersea Power Station που απεικονίζεται στο εξώφυλλο του Animals των Pink Floyd. Κατά τ’άλλα το εν λόγω τραγούδι δεν μπορώ να πω ότι με ενθουσίασε…

Κι ερχόμαστε ίσως στο καλύτερο κομμάτι του δίσκου, που έχει και ελληνική χροιά, καθώς ο τίτλος είναι εμπνευσμένος από το Κωρύκειο Άντρο του Παρνασσού, γνωστό και ως σπήλαιο του Πανός, καθώς οι αρχαίοι το είχαν αφιερώσει στο θεό Πάνα και στις Νύμφες. Τα ethnic στοιχεία είναι εμφανή στο “Corycian Fire”, ενώ υπάρχουν πολλές εναλλαγές και χορωδιακά μέρη, που δίνουν ένα μεγαλοπρεπή τόνο (ειδικά στο κλείσιμο).

Την ηρεμία επιφέρει το “Earthshine”, ένα εξαιρετικό ιντερλούδιο ακουστικής κιθάρας, για να περάσουμε κατόπιν στο “Loving Sea”. Το συγκεκριμένο τραγούδι σε μεταφέρει στα 60’s και θυμίζει στοιχεία από The Who (Substitute) και Beach Boys μέχρι Yes από τα τέλη των 90’s. Αγαπημένο κομμάτι που ανεβάζει τη διάθεση, ενώ βρίσκεσαι νοερά σε μια παραλία με έντονο ήλιο, θέα τη θάλασσα, λουλούδια στα μαλλιά και ένα κοκτέιλ αγκαλιά.

Το “Black Thunder” αποτελεί κι αυτό ένα «κατηγορώ» ενάντια στη σκλαβιά. Μεταφερόμαστε στην Αμερική και στον αγώνα των μαύρων για ελευθερία. Από τα πιο «δυνατά» tracks του album που το διακρίνει η ένταση και οι βαριές κιθάρες.

Στο “Dust and Dreams” που ακολουθεί, τα drums αναλαμβάνει ο Hugo Dagenhardt και θα έλεγα ότι δεν είναι μόνο ο τίτλος που θυμίζει τον Andy Latimer εδώ. Ο ήχος από το ούτι σε ταξιδεύει στην έρημο και γενικά η δουλειά στα έγχορδα είναι και εδώ καταπληκτική.

Το album ολοκληρώνεται με το “Heart Song”, μία pop μπαλάντα, ψιλοαδιάφορη κατά τη γνώμη μου. Το κομμάτι είναι αφιερωμένο στη σύζυγό του, Jo, και επειδή ο ρομαντισμός πάντα συγκινεί, το κλείσιμο αφήνει μια γλυκιά αίσθηση νοσταλγίας που σε χαλαρώνει.

Σε γενικές γραμμές θα λέγαμε ότι ο δίσκος αποτελεί ένα ενδιαφέρον ταξίδι σε πολιτισμούς και μέρη από όλο τον κόσμο και θα συμβούλευα να μην το εγκαταλείψετε από την πρώτη ακρόαση, καθώς αν και η πρώτη εντύπωση δεν ήταν η καλύτερη, σιγά-σιγά με κέρδισε.

 

8 / 10

Λίλα Γκατζιούρα

Be the first to comment

Leave a Reply