[Purple Pyramid, 2015]
Εισαγωγή: Δημήτρης Καλτσάς
23 / 07 / 2015
Η σχέση του progressive rock με την κλασσική μουσική είναι κάτι παραπάνω από γνωστή. Μία από τις πιο χαρακτηριστικές και τυπικές μορφές του πολύμορφου αγαπημένου μας ιδιώματος είναι το συμφωνικό του παρακλάδι, στοιχεία του οποίου υπάρχουν και σε πολλά άλλα prog υποείδη.
Η συμμετοχή συμφωνικής ορχήστρας στο prog rock δεν είναι επίσης πρωτότυπο εγχείρημα, ούτε καν γενικά οι διασκευές rock κομματιών από συμφωνικές ορχήστρες, δεδομένου ότι το πρώτο επιχειρήθηκε από τα τέλη της δεκαετίας του ’60 και το δεύτερο το έχουμε συναντήσει πολλές φορές.
Με βάση τα παραπάνω, τι κάνει λοιπόν την υπό παρουσίαση κυκλοφορία ξεχωριστή; Μα πρωτίστως ότι η ορχήστρα δεν είναι όποια κι όποια, αλλά η θρυλική Royal Philharmonic Orchestra. Δεύτερον, είναι ηχογραφημένο στα Abbey Road Studios. Τρίτον, τα κομμάτια τα οποία επιλέχτηκαν καλύπτουν ένα πολύ μεγάλο εύρος του προοδευτικού rock και ο τέταρτος λόγος αφορά τους καλεσμένους συμμετέχοντες που δεν είναι ούτε τυχαίοι, ούτε αναμενόμενοι (οι περισσότεροι). Οι Ian Bairnson (The Alan Parsons Project, Kate Bush), Richard Harvey (Gryphon), Thijs Van Leer (Focus), Mark Feltham (Nine Below Zero, Rory Gallagher), Patrick Moraz (Yes, Moody Blues, Refugee, Mainhorse), Adrian Smith (Iron Maiden), Gavin Harrison και Guthrie Govan είναι υπεραρκετοί για να ακούσει κανείς αυτό το άλμπουμ. Όσοι δε, θυμούνται τους ιδιαίτερους Three Dog Night, θα θυμούνται εσαεί αυτό το δίσκο ως την τελευταία ηχογράφηση του Jimmy Greenspoon πριν αφήσει την τελευταία του πνοή στις 11 Μαρτίου 2015.
“Play me my song…” H rock μουσική έχοντας τις ρίζες της στην κλασσική πάντα “έπαιζε” με συμφωνικές ορχήστρες. Έτσι, κατά καιρούς έχουν κυκλοφορήσει live άλμπουμ με rock μπάντες να παίζουν κομμάτια τους συνοδεία συμφωνικής ορχήστρας. Η Royal Philarmonic Orchestra (RPO) του Λονδίνου έχει ασχοληθεί ουκ ολίγες φορές για να ηχογραφήσει ροκ κομμάτια. Το 2012 κυκλοφόρησαν ένα δίσκο παίζοντας κομμάτια των Rush, το 2004 διασκεύασαν κομμάτια των Beatles, Abba και Queen, το 2003 έπαιξαν Pink Floyd και το 1999 διασκεύασαν Meatloaf. Φέτος κυκλοφορεί ενας δίσκος με την RPO να διασκευάζει κλασσικά prog τραγούδια. Αυτή τη φορά στις διασκευές των κομματιών συμμετέχουν και rock μουσικοί από τον progressive και όχι μόνο χώρο. Η αρχή γίνεται με το “ELP Suite: Tarkus/From The Beginning/Tarkus (reprise)” το οποίο καταφέρνει με τα κοφτά έγχορδα, τα πνευστά και τα κρουστά να μεταφέρει πολύ ωραία τον γρήγορο ρυθμό. Συνέχεια γίνεται με το “Comfortably Numb” των Pink Floyd με τον Ian Bairnson των Alan Parsons Project στη κιθάρα. Για μια ακόμη φορά η αισθητική είναι υψηλή με την εισαγωγή να είναι βασισμένη σε φόρμες κλασσικής μουσικής και το solo να θυμίζει prog τζαμάρισμα. Εξαιρετική μίξη κλασσικών στοιχείων και rock γίνεται και στο “21st Century Schizoid Man” με τον Gavin Harrison και τον Guthrie Govan να βρίσκονται σε απόλυτη αρμονία με την υπόλοιπη ορχήστρα και να δημιουργούν μια πολύ ωραία διασκευή που αρκετές φορές ξεφεύγει ευχάριστα από το original. Το “Think of me With Kindness” των Gentle Giant είναι ίσως αρκετά φορτωμένο με αποτέλεσμα να χάνονται αρκετά σημεία του πιάνου του Patrick Moraz (Yes, Moody Blues). Στο (αρκετά πιστό στο original) “Roundabout” υπάρχει και μια απο τις τελευταίες ηχογραφήσεις του πληκτρά των Three Dog Night, Jimmy Greenspoon. Πολύ όμορφη και επίσης πλούσια η ενορχήστρωση στο “Watcher Οf The Skies” κάνει το κλασσικό έπος των Genesis αρκετά διαφορετικό. Το κλείσιμο γίνεται με το “Red Barchetta” των Rush όπου υπάρχουν και τα μόνα φωνητικά υπό την μορφή χορωδίας. Στο κομμάτι αυτό συμμετέχει ο Adrian Smith των Iron Maiden χωρίς αλήθεια να προσφέρει κάτι το ιδιαίτερο στην συνολική ενορχήστρωση. Το αισθητικό αποτέλεσμα συνολικά είναι υψηλό, αφού μιλάμε για μια ορχήστρα που απαρτίζεται από εξαιρετικούς μουσικούς και συμμετοχές από θρύλους του progressive rock χώρου. Αρκετές διαφορετικές οπτικές σε κλασσικά progressive rock κομμάτια και guest εμφανίσεις που προσδίδουν στο πάντρεμα κλασσικής και ροκ μουσικής. Fans τον ορχηστρικών διασκευών και τις κλασσικής μουσικής θα ευχαριστηθούν το album μιας και ακούγεται πολύ ευχάριστα από την αρχή μέχρι το τέλος.
7.5 / 10 Λευτέρης Σταθάρας | Prog με σμόκιν και μαέστρο Αρχικά δίνει την εντύπωση ενός novelty item. Ένα CD μιας από τις πιο ευυπόληπτες και καταξιωμένες φιλαρμονικές ορχήστρες παγκοσμίως και δη με ένα σετλιστ αναγεγραμμένο στο οπισθόφυλλο που είναι απόλυτα αναγνωρίσιμο και θα μπορούσε να είναι εισαγωγικό μάθημα στην ιστορία του prog για κάποιον που έρχεται σε πρώτη επαφή με το ιδίωμα. Απευθύνεται όμως σε ακροατές της ορχηστρικής μουσικής; Σε ακροατές του progressive rock; Και στους δύο; Λίγη σημασία έχει. Εξυπηρετεί τον σκοπό του. Δείχνει στους μεν ότι υπάρχει ένα πιο σύγχρονο είδος μουσικής που χρίζει διερεύνησης και στους δε προσφέρει μια ενδιαφέρουσα εναλλακτική οπτική πάνω σε γνώριμους ύμνους της μουσικής μας. Σε αυτό το site όμως οφείλουμε να δούμε το άλμπουμ από την οπτική του προγκρεσιβά. Και ο προγκρεσιβάς φαντάζεται και περιμένει εκ των προτέρων τρία πολύ συγκεκριμένα πράγματα σε απόπειρες τέτοιου είδους: ενδιαφέρουσες ενορχηστρώσεις, έντονο παιχνίδι με δυναμικές και ληφθείσες ελευθερίες με το πρωτότυπο υλικό που άλλες φορές ικανοποιούν κι άλλες ξενίζουν. Και τα τρία υπάρχουν στο “Royal Philharmonic Orchestra Plays Prog Rock Classics”. Το άλμπουμ αρχίζει αριστουργηματικά. Το “ELP Suite”, απαρτιζόμενο από το “Tarkus” με το “From the Beginning” να έχει επιτυχώς τοποθετηθεί εμβόλιμα έχει εξαιρετική ενορχήστρωση, πετυχημένα flourishes και κάποια crescendo που σηκώνουν την τρίχα. Ως εναρκτήριο κομμάτι μπορεί να προκαλέσει ενθουσιασμό από τις πρώτες του νότες κιόλας και να ανοίξει την όρεξη για τα 62 λεπτά του δίσκου. Τίποτα από αυτά δεν ισχύει για το “Comfortably Numb”. Ενορχηστρωτικά φαντάζει περισσότερο ως άσκηση μεμονωμένης χρήσης κάθε διαφορετικού section της φιλαρμονικής ορχήστρας. Και παρότι μένει αρκετά πιστό στο πρωτότυπο των Pink Floyd αρχικά, μετά το δεύτερο λεπτό παίρνει τόσες ελευθερίες που καταλήγει να καταστρέφει το κομμάτι, τη «μίζερη» θεματολογία του, τις εικόνες του. Ποιο είναι το νόημα του να αλλάζεις τόσο πολύ το καλύτερο σόλο κιθάρας που έχει γραφτεί ποτέ όταν ο τόνος, το ύφος και η τεχνική που χρησιμοποιείται παραπέμπει τόσο πολύ στον David Gilmour; Υπάρχει σημαντική διαφορά ανάμεσα στον φόρο τιμής και το κακέκτυπο και εδώ δυστυχώς έχουμε το δεύτερο. “Thick as a Brick”. Από φιλαρμονική. Που ορθώς χρησιμοποιεί κυρίως ξύλινα και χάλκινα πνευστά για την απόδοσή του. Που παίζει το κομμάτι με τέτοιο τρόπο που σε ωθεί να τραγουδάς τους στίχους από πάνω θέλεις-δε θέλεις, τους ξέρεις-δεν τους ξέρεις, που τους ξέρεις, μη λέμε χαζομάρες. Καθ’ όλα εξαιρετικό, πραγματικός φόρος τιμής, το αποκορύφωμα του δίσκου. Μαζί με το επόμενο. Τσουπ! Εκπληξούλα! Όχι το κομμάτι, γιατί σε μια τέτοια συλλογή θα ήταν δύσκολο να έλειπε το “21st Century Schizoid Man” των King Crimson. Η έκπληξη είναι οι συμμετοχές των αξιότιμων κυρίων Guthrie Govan στην κιθάρα και Gavin Harrison στα ντραμς. Σπουδαία ενορχήστρωση, εκτελεστικά άψογο, και οι προαναφερθέντες κύριοι κάνουν αυτό που ξέρουν να κάνουν καλύτερα από οτιδήποτε/οποιονδήποτε άλλο. Το “Focus II” δεν ξεπερνάει τα δύο προηγούμενα κομμάτια του δίσκου, χωρίς όμως να είναι κακό και προσφέροντας όχι μόνο ένα πολύ καλό παιχνίδι με δυναμικές και ένα πέρασμα που θυμίζει έντονα lounge jazz, αλλά και τη συνεισφορά του ίδιου του Thijs van Leer. Το “Nights in White Satin” των Moody Blues από την άλλη, είναι εξαιρετικά προβλέψιμο ενορχηστρωτικά και αποδεικνύεται εν τέλει βαρετό, δίνοντας την εντύπωση ότι διαρκεί πολύ περισσότερο από τα 4μισι λεπτά που διαρκεί στην πραγματικότητα. Σειρά έχει το “Think of Me with Kindness” των Gentle Giant, το οποίο καταφέρνει να είναι εξίσου ψυχαγωγικό με το αυθεντικό, διαθέτει υποδειγματική ενορχήστρωση και διατηρεί ατόφιο το πνεύμα των θεών Gentle Giant ακόμα κι αν σε σημεία καταλήγει να ακούγεται σαν soundtrack παλιάς ταινίας κινουμένων σχεδίων της Disney. Δύσκολα κάποιος θα ακούσει το συγκεκριμένο κομμάτι χωρίς να χαμογελά διαρκώς για 4 λεπτά και 22 δευτερόλεπτα. Το “Roundabout” των Yes λογικά πρέπει να ήταν το πλέον προκλητικό κομμάτι για να μεταφερθεί σε μουσική για ορχήστρα. Και παρότι τα πρώτα 45 δευτερόλεπτα ξενίζουν, αμέσως μετά το κομμάτι γίνεται άμεσα αναγνωρίσιμο. Το πρόβλημα είναι πως πέρα από αναγνωρίσιμο γίνεται και προβλέψιμο. Δεν είναι επ’ ουδενί κακό, αλλά σίγουρα απέχει πολύ από το να είναι συγκλονιστικό. Η ίδια προβλεψιμότητα μπορεί να χαρακτηρίσει και την εκτέλεση του “Watcher of the Skies” των Genesis. Ξανά, δεν πρόκειται για κακή διασκευή, αλλά όταν έχεις στη διάθεσή σου κοτζάμ φιλαρμονική περιμένεις ότι έχεις και τα απαραίτητα μέσα για να κάνεις τον ακροατή να ανατριχιάσει, να τονίσεις τις αρετές του κομματιού. Κάτι τέτοιο δυστυχώς δε γίνεται. Το κλείσιμο του δίσκου ανήκει στο “Red Barchetta” των Rush. Η εισαγωγή του με την άρπα προϊδεάζει για κάτι σπουδαίο, αλλά η λιτή ενορχήστρωση στα κουπλέ αφήνει μόνο τα ρεφρέν να κερδίσουν τις όποιες εντυπώσεις, ενώ η χορωδία που συμμετέχει είναι απλά χλιαρή. Είναι όμως σίγουρα ενδιαφέρουσα η επιλογή του Adrian Smith των Iron Maiden στην κιθάρα. Όχι καλή ή κακή, αλλά απλά ενδιαφέρουσα. Στο σύνολό του λοιπόν, ο δίσκος αποτελεί ένα ενδιαφέρον «πείραμα», με τόσες καλές όσες και μέτριες στιγμές, δύο αριστουργηματικές διασκευές και μια επιεικώς απαράδεκτη. Ίσως να είναι μια καλή εναλλακτική για εκείνες τις στιγμές που ο ακροατής έχει «μπουκώσει» από τα κιμπορντιστικά σόλο (ναι, λες και συμβαίνει αυτό ποτέ). Αλλά πατάμε skip στο “Comfortably Numb”. Κάθε φορά.
6.5 / 10 Νίκος Βέβες |
Be the first to comment