Από τον Παναγιώτη Σταθόπουλο
Εξετάζοντας τα έργα και τις ημέρες του Florian Fricke με τους Popol Vuh, το μυαλό προσανατολίζεται ασυναίσθητα και στη σημαίνουσα συνεισφορά αυτού στο κινηματογραφικό πεδίο. Και η «κοσμική» ηχητική υπόκρουση που απέθεσε στα ζοφερά πλάνα του Werner Herzog στην επανερμηνεία της ταινίας Nosferatu, εξακολουθεί να μας διοχετεύει αγωνία και συγκίνηση 36 χρόνια μετά την πρώτη της εμφάνιση. Και είναι πραγματικά ευχής έργον το γεγονός ότι, το εν λόγω σάουντρακ θα επανακυκλοφορήσει τον προσεχή Αύγουστο σε συσκευασία που θα περιέχει δύο βινύλια (κλικ)!
Μεταβαίνοντας στην αχανή δισκογραφική συγκομιδή του σπουδαίου Florian Fricke, έρχεσαι πρόσωπο με πρόσωπο με απύθμενης «κοσμικής» ψυχεδέλειας έργα υπό το πρότζεκτ αυτού Popol Vuh, στο οποίο θα συνδράμουν, ανάλογα με την περίσταση, κι αρκετοί ακόμη μουσικοί.
Μέσα από 22 κυκλοφορημένες δουλειές, υπό την εν λόγω ονομασία που προήλθε κατευθείαν από την ομώνυμη βίβλο των Maya, ο Fricke παρουσίασε ενδελεχώς – με απαρχή το 1969 – μια ιδιοσυγκρασία που ενδιαφερόταν τόσο για τον σύγχρονο όσο και για τον αρχαίο κόσμο. Η εξελικτική πορεία των τεχνολογικών μέσων από τα ’50s κι έπειτα, εφοδίασε τον Γερμανό καλλιτέχνη με πληκτροφόρα όργανα (με το Moog III synthesizer να πρωτοστατεί) και μέσα παραγωγής/ηχογράφησης, τα οποία σε συνδυασμό με τα ήδη υπάρχοντα μουσικά εργαλεία, μετουσίωσαν τις εμπνεύσεις του σε ηχητικό υλικό αναρίθμητων προεκτάσεων. Τα ταξίδια του στην Αφρική και την Μέση και Άπω Ανατολή, θα εμπλουτίσουν με περισσότερες «πνευματικές» παραστάσεις τα δημιουργήματά του.
Πέραν των «κανονικών» άλμπουμ, στον κατάλογο των Popol Vuh ανταμώνει κανείς με πέντε μουσικές «επενδύσεις» για το σινεμά. Όλες τους, για λογαριασμό της – βρίθουσας ιδεαλιστικών συγκρούσεων – κινηματογραφικής οπτικής του συμπατριώτη τους Werner Herzog. Διόλου τυχαίο, αν αναλογιστείς ότι ο ιθύνων νους των PV βρέθηκε στο καστ της παρθενικής ταινίας του Herzog, Lebenszeichen, πίσω στο 1968…
Έκτοτε, λοιπόν, θα αναζητήσουν ξανά σημεία τομής και θα συμπράξουν στα Aguirre: The Wrath of God (1972), Heart of Glass (1976), Nosferatu: The Vampyre (1979), Fitzcarraldo (1982) και Cobra Verde (1987). Κατά την άποψή μου, τουλάχιστον τα Aguirre και Nosferatu αποτελούν υποδειγματικές περιπτώσεις όπου ήχος και εικόνα αλληλεπιδρούν καθηλωτικά για τις ανάγκες της μεγάλης οθόνης. Εστιάζω, λοιπόν, στη δεύτερη από τις δύο αυτές επιτυχημένες οπτικοακουστικές συμπράξεις, αυτή που λαμβάνει χώρα στο Nosferatu, επιχειρώντας μια ανάλυσή της παρακάτω…
Βρισκόμαστε πάντοτε επί γερμανικού εδάφους, κι αφού προηγήθηκαν δέκα πλήρους διάρκειας άλμπουμ, οι Popol Vuh θα περιβάλλουν μυστικιστικά τα αργόσυρτα καρέ τρόμου του Nosferatu, την εκδοχή του Herzog – που εκδόθηκε το 1979 – για το πρωτότυπο βουβό φιλμ του 1922. Στις συνθέσεις του σάουντρακ, επισκέπτονται τις τελετουργίες κάθαρσης, τα στιγμιότυπα πνευματικής και ψυχικής περισυλλογής, που τόσο στιγμάτισαν την παρακαταθήκη τους. Στη διάρκεια αυτών, ο Fricke θα προσδώσει στις συχνότητες του moog του όπως και σε αυτές του πιάνου, ένα χαρακτήρα στοιχειού στον οποίο υπεισέρχεται μια υποβλητική θρησκευτικότητα. Ταυτόχρονα, θα λάβει την καθοριστική συμπαράσταση του Daniel Fichelscher σε ηλεκτρική και ακουστική κιθάρα καθώς και σε κρουστά.
Στους συντελεστές, εντοπίζουμε και μια εκκλησιαστική χορωδία από το Μόναχο, καθώς και τους Robert Eliscu, Alois Gromer και Ted De Jong, οι οποίοι θα προσθέσουν εκστατικά μοτίβα σε όμποε, σιτάρ και ταμπουρά αντίστοιχα… Για την αποφυγή παρεξηγήσεων, από τα 14 κομμάτια στην ταινία συμπεριελήφθησαν τελικά μόνο τα πέντε, δύο από τα οποία περιέχονται στο άλμπουμ του 1978 με τον τίτλο (που σε έκδοση του soundtrack θα βρείτε ως σημείωση) Brüder Des Schattens – Söhne Des Lichts (δείτε εδώ κι εδώ) που γράφτηκε γι’ αυτήν και ακόμη τρία από τα δέκα εκείνου με αρχειακό υλικό, που κυκλοφόρησε ως επίσημο score της ταινίας (κλικ) την ίδια χρονιά.
Ενόσω επί της οθόνης ο Bruno Ganz (στο ρόλο του άμοιρου υπαλλήλου κτηματομεσιτικού γραφείου, που αναλαμβάνει την παράδοση εγγράφων αγοραπωλησίας μιας οικείας στον Κόμη Δράκουλα) και ο Klaus Kinski (ενσαρκώνοντας έναν κόμη Δράκουλα με υπαρξιακές ανησυχίες) πρωταγωνιστούν σε ένα μπαράζ σκιαχτικών καταστάσεων (αιματοκύλισης, επιδημιών κ.τ.λ.) το προκείμενο συγκρότημα παραθέτει ηχητικές πράξεις που επιζητούν τη λύτρωση μέσα από την εμμονική επανάληψη. Ένα σύνολο μουσικών θεμάτων που εναποθέτουν τη δυναμική τους στη σύζευξη ανατολίτικων, αφρικανικών, ινδιάνικων (προσεγγίζοντας την κουλτούρα των Maya) και δυτικών στοιχείων, και εκμεταλλευόμενα τη διαρκή υπογράμμιση των μελωδιών / θορύβων και των ρυθμών τους, κατορθώνουν να τρυπώσουν βαθιά στο νου. Φανταστείτε τους ηλεκτρονικούς αυτοσχεδιασμούς που ξεμύτισαν στο δεύτερο LP των Popol Vuh, In Der Gärten Pharaos, να διασταυρώνονται μυσταγωγικά με τις μετέπειτα ψυχεδελικές folk-rock (με new age σιγοντάρισμα) ιδιοκατασκευές τους, καθώς το σκοτάδι πέφτει πηχτό και μαύρο σαν πίσσα στα πλάνα του Herzog.
Όλοι οι παραπάνω παράγοντες συνηγορούν σε ένα ενιαίο και ομοιόμορφο αποτέλεσμα. Διακόπτω, όμως, εδώ τον μονόλογο και σας αφήνω να το απολαύσετε.
Από τον Παναγιώτη Σταθόπουλο
Εξετάζοντας τα έργα και τις ημέρες του Florian Fricke με τους Popol Vuh, το μυαλό προσανατολίζεται ασυναίσθητα και στη σημαίνουσα συνεισφορά αυτού στο κινηματογραφικό πεδίο. Και η «κοσμική» ηχητική υπόκρουση που απέθεσε στα ζοφερά πλάνα του Werner Herzog στην επανερμηνεία της ταινίας Nosferatu, εξακολουθεί να μας διοχετεύει αγωνία και συγκίνηση 36 χρόνια μετά την πρώτη της εμφάνιση. Και είναι πραγματικά ευχής έργον το γεγονός ότι, το εν λόγω σάουντρακ επανακυκλοφόρησε σε συσκευασία που περιέχει δύο βινύλια (κλικ)!
Μεταβαίνοντας στην αχανή δισκογραφική συγκομιδή του σπουδαίου Florian Fricke, έρχεσαι πρόσωπο με πρόσωπο με απύθμενης «κοσμικής» ψυχεδέλειας έργα υπό το πρότζεκτ αυτού Popol Vuh, στο οποίο θα συνδράμουν, ανάλογα με την περίσταση, κι αρκετοί ακόμη μουσικοί.
Μέσα από εικοσιδύο κυκλοφορημένες δουλειές, υπό την εν λόγω ονομασία που προήλθε κατευθείαν από την ομώνυμη βίβλο των Maya, ο Fricke παρουσίασε ενδελεχώς – με απαρχή το 1969 – μια ιδιοσυγκρασία που ενδιαφερόταν τόσο για τον σύγχρονο όσο και για τον αρχαίο κόσμο. Η εξελικτική πορεία των τεχνολογικών μέσων από τα ’50s κι έπειτα, εφοδίασε τον Γερμανό καλλιτέχνη με πληκτροφόρα όργανα (με το Moog III synthesizer να πρωτοστατεί) και μέσα παραγωγής/ηχογράφησης, τα οποία σε συνδυασμό με τα ήδη υπάρχοντα μουσικά εργαλεία, μετουσίωσαν τις εμπνεύσεις του σε ηχητικό υλικό αναρίθμητων προεκτάσεων. Τα ταξίδια του στην Αφρική και την Μέση και Άπω Ανατολή, θα εμπλουτίσουν με περισσότερες «πνευματικές» παραστάσεις τα δημιουργήματά του.
Πέραν των «κανονικών» άλμπουμ, στον κατάλογο των Popol Vuh ανταμώνει κανείς με πέντε μουσικές «επενδύσεις» για το σινεμά. Όλες τους, για λογαριασμό της – βρίθουσας ιδεαλιστικών συγκρούσεων – κινηματογραφικής οπτικής του συμπατριώτη τους Werner Herzog. Διόλου τυχαίο, αν αναλογιστείς ότι ο ιθύνων νους των PV βρέθηκε στο καστ της παρθενικής ταινίας του Herzog, Lebenszeichen, πίσω στο 1968…
Έκτοτε, λοιπόν, θα αναζητήσουν ξανά σημεία τομής και θα συμπράξουν στα Aguirre: The Wrath of God (1972), Heart of Glass (1976), Nosferatu: The Vampyre (1979), Fitzcarraldo (1982) και Cobra Verde (1987). Κατά την άποψή μου, τουλάχιστον τα Aguirre και Nosferatu αποτελούν υποδειγματικές περιπτώσεις όπου ήχος και εικόνα αλληλεπιδρούν καθηλωτικά για τις ανάγκες της μεγάλης οθόνης. Εστιάζω, λοιπόν, στη δεύτερη από τις δύο αυτές επιτυχημένες οπτικοακουστικές συμπράξεις, αυτή που λαμβάνει χώρα στο Nosferatu, επιχειρώντας μια ανάλυσή της παρακάτω…
Βρισκόμαστε πάντοτε επί γερμανικού εδάφους, κι αφού προηγήθηκαν δέκα πλήρους διάρκειας άλμπουμ, οι Popol Vuh θα περιβάλλουν μυστικιστικά τα αργόσυρτα καρέ τρόμου του Nosferatu, την εκδοχή του Herzog – που εκδόθηκε το 1979 – για το πρωτότυπο βουβό φιλμ του 1922. Στις συνθέσεις του σάουντρακ, επισκέπτονται τις τελετουργίες κάθαρσης, τα στιγμιότυπα πνευματικής και ψυχικής περισυλλογής, που τόσο στιγμάτισαν την παρακαταθήκη τους. Στη διάρκεια αυτών, ο Fricke θα προσδώσει στις συχνότητες του moog του όπως και σε αυτές του πιάνου, ένα χαρακτήρα στοιχειού στον οποίο υπεισέρχεται μια υποβλητική θρησκευτικότητα. Ταυτόχρονα, θα λάβει την καθοριστική συμπαράσταση του Daniel Fichelscher σε ηλεκτρική και ακουστική κιθάρα καθώς και σε κρουστά.
Στους συντελεστές, εντοπίζουμε και μια εκκλησιαστική χορωδία από το Μόναχο, καθώς και τους Robert Eliscu, Alois Gromer και Ted De Jong, οι οποίοι θα προσθέσουν εκστατικά μοτίβα σε όμποε, σιτάρ και ταμπουρά αντίστοιχα… Για την αποφυγή παρεξηγήσεων, από τα 14 κομμάτια στην ταινία συμπεριελήφθησαν τελικά μόνο τα πέντε, δύο από τα οποία περιέχονται στο άλμπουμ του 1978 με τον τίτλο (που σε έκδοση του soundtrack θα βρείτε ως σημείωση) Brüder Des Schattens – Söhne Des Lichts (δείτε εδώ κι εδώ) που γράφτηκε γι’ αυτήν και ακόμη τρία από τα δέκα εκείνου με αρχειακό υλικό, που κυκλοφόρησε ως επίσημο score της ταινίας (κλικ) την ίδια χρονιά.
Ενόσω επί της οθόνης ο Bruno Ganz (στο ρόλο του άμοιρου υπαλλήλου κτηματομεσιτικού γραφείου, που αναλαμβάνει την παράδοση εγγράφων αγοραπωλησίας μιας οικείας στον Κόμη Δράκουλα) και ο Klaus Kinski (ενσαρκώνοντας έναν κόμη Δράκουλα με υπαρξιακές ανησυχίες) πρωταγωνιστούν σε ένα μπαράζ σκιαχτικών καταστάσεων (αιματοκύλισης, επιδημιών κ.τ.λ.) το προκείμενο συγκρότημα παραθέτει ηχητικές πράξεις που επιζητούν τη λύτρωση μέσα από την εμμονική επανάληψη. Ένα σύνολο μουσικών θεμάτων που εναποθέτουν τη δυναμική τους στη σύζευξη ανατολίτικων, αφρικανικών, ινδιάνικων (προσεγγίζοντας την κουλτούρα των Maya) και δυτικών στοιχείων, και εκμεταλλευόμενα τη διαρκή υπογράμμιση των μελωδιών / θορύβων και των ρυθμών τους, κατορθώνουν να τρυπώσουν βαθιά στο νου. Φανταστείτε τους ηλεκτρονικούς αυτοσχεδιασμούς που ξεμύτισαν στο δεύτερο LP των Popol Vuh, In Der Gärten Pharaos, να διασταυρώνονται μυσταγωγικά με τις μετέπειτα ψυχεδελικές folk-rock (με new age σιγοντάρισμα) ιδιοκατασκευές τους, καθώς το σκοτάδι πέφτει πηχτό και μαύρο σαν πίσσα στα πλάνα του Herzog.
Όλοι οι παραπάνω παράγοντες συνηγορούν σε ένα ενιαίο και ομοιόμορφο αποτέλεσμα. Διακόπτω, όμως, εδώ τον μονόλογο και σας αφήνω να το απολαύσετε.
Be the first to comment