[Self-Released, 2015]
Εισαγωγή: Δημήτρης Καλτσάς
26 / 03 / 2015
Έχουν περάσει πλέον ουκ ολίγα χρόνια από τότε που ο όρος «ελληνική σκηνή» έχει χάσει το νόημά του, τουλάχιστον όσον αφορά την απουσία παράδοσης στο χώρο, την αδυναμία στον τεχνικό τομέα κ.ά. (ευτυχώς βέβαια). Δεν είναι λίγοι οι Έλληνες μουσικοί που πρωταγωνιστούν στη διεθνή σκηνή, όχι μόνο ως εκτελεστές, αλλά και ως δημιουργοί και αυτό μόνο έκπληξη δεν προκαλεί πια. Η συγκεκριμένη παρουσίαση εμπίπτει σε αυτή την κατηγορία, με τη διαφορά ότι ο παράγοντας έκπληξη μάλλον δεν εξαλείφεται, ανεξάρτητα καταγωγής.
Οι Methexis δεν είναι κανονική μπάντα, είναι ένα μουσικό project και πίσω από το όνομα αυτό κρύβεται ο Νικήτας Κίσσονας, ο οποίος συνθέτει, ενορχηστρώνει, παίζει (τουλάχιστον) κιθάρα και αναλαμβάνει και την παραγωγή. Η διαδρομή του Αθηναίου κιθαρίστα ξεκίνησε δισκογραφικά με την κυκλοφορία του πρώτου δίσκου των Verbal Delirium με τίτλο “So Close And Yet So Far Away” το 2010, στους οποίους διατήρησε τη θέση του κιθαρίστα και στο δεύτερο album τους, το εξαιρετικό “From The Small Hours Of Weakness” (2013). Στη συνέχεια έγινε μέλος των Yianneis και συμμετείχε και στις ηχογραφήσεις του δεύτερου album τους (το οποίο δεν έχει κυκλοφορήσει ακόμα) αλλά το καθαρά προσωπικό του στίγμα το έδωσε στο πρώτο album των Methexis, το “The Fall Of Bliss”, στο οποίο ο Κίσσονας έκανε πολύ περισσότερα απ’ όσα αναλογούν σε έναν κιθαρίστα, αναλαμβάνοντας με επιτυχία και τα φωνητικά και δίνοντας βαρύτητα στο βρετανικό progressive rock. Εξάλλου, η αγάπη του για το progressive rock και τη μουσικολογία είναι ήδη γνωστή, τουλάχιστον στο αναγνωστικό κοινό του ProgRocks.gr, μέσω της στήλης του στο site μας (κλικ).
Τέσσερα χρόνια μετά το ντεμπούτο, οι Methexis επιστρέφουν με ένα ακόμα concept album με τίτλο “Suiciety” και αυτή τη φορά με μία all-star prog σύνθεση (Joe Payne -The Enid, Linus Kåse -Änglagård, Walle Wahlgren -Agents of Mercy, Brett d’Anon -Birds & Buildings, συν τον ταλαντούχο Νίκο Ζαδέ -Mother ‘n Son). Εκτός, όμως, της πολλά υποσχόμενης σύνθεσης, η ακρόαση του “Suiciety” είναι εκείνη που δημιουργεί ερωτηματικά, τα οποία συν τω χρόνω αποκτούν απολαυστικές απαντήσεις…
[bandcamp width=550 height=120 album=3224115274 size=large bgcol=ffffff linkcol=0687f5 tracklist=false artwork=small]
Τελειομανία (η) Τέσσερα σχεδόν χρόνια πέρασαν από την κυκλοφορία του “The Fall Of Bliss”, του δίσκου όπου για πρώτη φορά οι φίλοι του progressive rock ήρθαν σε επαφή με την τελειομανία του Νικήτα Κίσσονα και των Methexis. Το καινούριο προσωπικό δισκογραφικό εγχείρημα του καλλιτέχνη έρχεται εν έτει 2015 με τίτλο “Suiciety”, δημιουργήθηκε με τη συνεισφορά all-star μουσικών του ιδιώματος (Joe Payne των The Enid στα φωνητικά, Brett D’Anon των Birds And Buildings στο μπάσο, Walle Wahlgren των Agends Of Mercy στα τύμπανα, Linus Kåse των Änglagård στα πλήκτρα), επισφραγίζει το ύφος του δημιουργού του και προκαλεί κάθε απαιτητικό ακροατή του ιδιώματος. Όπως και ο προκάτοχός του, το “Suiciety” -ένα concept album με πραγματικά εντυπωσιακό artwork- χαρακτηρίζεται από ύφος απόλυτα βρετανικό. Στον δίσκο αυτό η αφηγηματικότητα των Genesis και η ενδοσκοπική διάθεση του Peter Hammill συνυπάρχουν με την avant-garde αισθητική, το συμφωνικό progressive rock, την εμπορική pop των Beatles, το κιθαριστικό ύφος του David Gilmour και ένα σχεδόν electro στοιχείο, υπό το πρίσμα μίας κλασικότροπης και ιδιαίτερα αυστηρής ενορχήστρωσης η οποία, παρά την πολυπλοκότητά της, καταφέρνει να προσδώσει απλότητα και αμεσότητα στο αποτέλεσμα. To υψηλό επίπεδο της παραγωγής βοηθάει στο μέγιστο βαθμό να αποτυπωθεί η εκτελεστική δεινότητα των μουσικών. Η πολύπλευρη, συγκλονιστική ερμηνεία του Joe Payne κυριαρχεί στο “Suiciety”, αποδίδοντας υπέροχα τους γεμάτους προβληματισμό, κυνικούς, βαθύτατα υπαρξιακούς στίχους ενός concept που καυτηριάζει και ταυτόχρονα αποδομεί τα στερεότυπα της σύγχρονης αποστειρωμένης κοινωνίας και στο οποίο μετά από αρκετές ακροάσεις ο ακροατής γίνεται τελικά και ο ίδιος συμμέτοχος, έως και πρωταγωνιστής της ιστορίας. Ο δίσκος ξεκινάει (σκοπίμως) ανορθόδοξα με το post apocalyptic “Chapter IV – Ruins”,το τελευταίο από τα τέσσερα μέρη από τα οποία αποτελείται. Ακολουθεί το “Chapter I” και το “Remember, Fear Is A Relic”, το πιο groovy κομμάτι του δίσκου, μία μίξη βρετανικού jazz-rock με avant-garde στοιχεία και στη συνέχεια το αφαιρετικό “The Window’s Cracking Sound” με τα υποβλητικά τύμπανα στο βάθος της ηχογράφησης, τα οποία φθάνουν στην κορύφωσή τους για τη μετάβαση στο “Who Can It Be”, μία κλασικότροπη σύνθεση η οποία καθώς εξελίσσεται εμπλουτίζεται με στοιχεία βρετανικής pop και καταλήγει σε ένα αρκετά heavy θέμα, όπου το εγκεφαλικό,οργιώδες space solo του Linus Kåse εντυπωσιάζει. Η απότομη μετάβαση στο “The Origin Of Blame”, με τη θριαμβευτική ερμηνεία του Payne ο οποίος απευθύνεται στον ακροατή σε δεύτερο ενικό πρόσωπο και το πανέξυπνο μοιρολατρικό pop ρεφραίν είναι ίσως η πιο έντονη στιγμή του δίσκου, η στιγμή που ο ακροατής, θέλοντας και μη, οικειοποιείται το concept του “Suiciety”. Το φλοϋδικό “Prey’s Prayer” είναι μια στιγμή ανάτασης,ένα κομμάτι όπου κυριαρχεί το solo της κιθάρας, η οποία «αναπνέει» σε Gilmour-ικό ύφος που πατάει σε κλασικές φόρμες. Το album συνεχίζει στο “Chapter II” και τα κομμάτια “Sunlight” και “The Relic”, στα οποία το συμφωνικό progressive rock είναι το κυρίαρχο στοιχείο και είναι αυτά ακριβώς τα κομμάτια που θα ανταμείψουν τον οπαδό του είδους, με την ομορφιά, την απλότητα και την εκτελεστική αρτιότητά τους. O δίσκος κλείνει με το “Chapter III” και το “Suiciety”, η ηλεκτρονική, gothic ατμόσφαιρα του οποίου καταλήγει σε μία soundtrack-ική εκδοχή της εσχατολογικής σημειολογίας των King Crimson και σβήνει σε μια πανέμορφη φράση που παραπέμπει άμεσα στον Rick Wright, προκαλώντας την ανάλογη συναισθηματική διέγερση. Αν θα χρησιμοποιούσαμε μία λέξη για να χαρακτηρίσουμε το “Suiciety” ως δίσκο, αυτή θα ήταν η λέξη “grower”. Ένας δίσκος που στα πρώτα του ακούσματα προκαλεί αμηχανία, σταδιακά καταφέρνει να «περικυκλώσει» τον ακροατή και στο τέλος γίνεται κομμάτι του. Ένα από τα πιο δυνατά υπαρξιακά concept albums που έχω ακούσει ποτέ.
9 / 10 Ηλίας Γουμάγιας | Προοδευτικός θρίαμβος Κοιτάζοντας πίσω στο εξαιρετικό ντεμπούτο “The Fall Οf Bliss” του Νικήτα Κίσσονα υπό τη σκέπη των Methexis, μπορούμε να πούμε ότι αν κάτι του έκοβε «πόντους», αυτό ήταν η καλλιτεχνική του απομόνωση. Σε ένα solo project αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό, αλλά ήταν τέτοια η φύση των συνθέσεων, που ένας παικτικός πλουραλισμός θα βοηθούσε περαιτέρω στην ανάδειξή τους. Δεν ξέρω πόσες δυσκολίες συνάντησε ο Κίσσονας για να συγκεντρώσει τους εξαιρετικούς μουσικούς που τον συνοδεύουν στο νέο του πόνημα, αλλά σίγουρα αυτή η «σύναξη» άξιζε τον κόπο. Το “Suiciety” διατηρεί ξεκάθαρα τα χαρακτηριστικά μιας προσωπικής δουλειάς και ως δομή και λογική δεν διαφέρει πολύ από το ντεμπούτο. Παρόλα αυτά είναι παρουσιασμένο με όλες τις «ανέσεις» και τα «κομφόρ» που μπορεί να προσφέρει μία full progressive rock μπάντα. Ένα progressive rock concept album είναι λοιπόν και το “Suiciety”. Οι βασικές του πρώτες ύλες προέρχονται φυσικά από την Μεγάλη Βρετανία και τους μεγάλους του είδους, φιλτραρισμένες μέσω του neo-prog και γενικά του σύγχρονου progressive, ώστε να μην μένει η αίσθηση του ρετρό στον ακροατή. Η μέχρι τώρα περιγραφή θα μπορούσε βέβαια να αφορά ένα από τους δεκάδες ανέμπνευστους και flat δίσκους που κυκλοφορούν τα τελευταία χρόνια στο είδος. Εδώ όμως είναι που κερδίζει ο Κίσσονας το μεγάλο στοίχημα. Ήδη από το “The Fall Οf Bliss” είχε γίνει εμφανής η συνθετική του δεινότητα αλλά και ιδιαιτερότητα. Ακόμα πιο ώριμος και κατασταλαγμένος πλέον, συνθέτει με προσωπικό στίγμα και επενδύει εκεί που το σύγχρονο συμφωνικό progressive και neo-prog συνήθως αποτυγχάνει: στην προσωπικότητα και εκλεκτικότητα των μελωδιών και των θεμάτων. Καταλυτικό ρόλο σε αυτό παίζουν οι επιρροές του από πιο avant-garde και πειραματικές μουσικές, που χωρίς να το φωνάζουν, ενσωματώνονται καίρια στην μουσική σύνθεση. Τέλος καταφέρνει επιτυχώς να χαλιναγωγήσει και να εκμεταλλευτεί σωστά την επίδραση του Peter Hammill στο μουσικό του όραμα. Το στιχουργικό concept αφορά τη ζωή ενός ανθρώπου, μελετώντας αρχικά τις διαπροσωπικές σχέσεις που ανέπτυξε κατά τη διάρκειά της και πόσο αυτές τον επηρέασαν στην διαμόρφωση της προσωπικότητάς του. Στη συνέχεια δίνεται βάση στην εσωτερική του αναζήτηση για μία προσωπική πυξίδα, αλλά και την αλληλεπίδρασή του με μία προβληματική κοινωνία (suiciety). Παρόλα αυτά η ιστορία δεν είναι ξεκάθαρη, αφού η στιχουργική οπτική την αφήνει ανοιχτή σε πολλές ερμηνείες, πιθανότατα για να βοηθήσει τον ακροατή να ταυτιστεί μέσω της δικής του προσωπικής ιστορίας. Η δομή του δίσκου καθορίζεται αρκετά από το concept, χωρίς όμως να «καπελώνονται» ιδιαίτερα οι συνθέσεις, αφού μπορούν να λειτουργήσουν και ως ξεχωριστές οντότητες. Η αρχή γίνεται ατμοσφαιρικά με το “Ruins”, που είναι όμως το τελευταίο μέρος της ιστορίας, δημιουργώντας έτσι την αίσθηση του κύκλου της ζωής. Το up tempo “Remember, Fear’s a Relic” που ακολουθεί, μας συστήνει με εντυπωσιακό τρόπο τους μουσικούς που αναφέρθηκαν στην εισαγωγή. Οι Brett d’Anon και Walle Wahlgren ανεβάζουν κατά πολύ το ρυθμικό επίπεδο, αν και αναπόφευκτα διατηρούν τον session χαρακτήρα τους. Ο Linus Kåse από την άλλη αφήνει έντονη τη σφραγίδα του με το παίξιμό του στα πλήκτρα. Αυτός που κερδίζει τις εντυπώσεις όμως είναι ο Joe Payne. Ένας εξαιρετικός τραγουδιστής, με μεγάλο φωνητικό εύρος και ακόμα μεγαλύτερη ερμηνευτική γκάμα, καταφέρνει να γίνει ο τέλειος κοινωνός των συναισθημάτων που θέλει να μεταδώσει ο Κίσσονας στον ακροατή μέσω του concept. Ειδικά η ερμηνεία του στο “The Origin Of Blame” είναι μία από τις καλύτερες των τελευταίων ετών στο είδος. Ακούγοντας το “Who Can It Be” αντιλαμβανόμαστε αμέσως την διάσταση που δίνει η αναπαραγωγή πνευστών και εγχόρδων από κανονικούς μουσικούς. Κι αν στο συγκεκριμένο κομμάτι προσδίδουν μια αισθητική μουσικής δωματίου, όσο εξελίσσεται ο δίσκος εντείνεται και η συμφωνικότητα, με χαρακτηριστικό παράδειγμα το “The Relic”. Το “Prey’s Prayer” από την άλλη είναι ένα instrumental κομμάτι στο οποίο ο Κίσσονας σε πρωταγωνιστικό ρόλο υφαίνει ένα εξαίσιο lead θέμα, αντάξιο της ακαδημίας Gilmour/Latimer/Rothery, αποδεικνύοντας εκτός από την συνθετική και την παικτική του δεινότητα. Ένα ακόμα χαρακτηριστικό του ως κιθαρίστα, που περνά και στις συνθέσεις, είναι η εκτεταμένη χρήση της ακουστικής, την οποία ακούμε σε όλο της το μεγαλείο, στο μάλλον καλύτερο κομμάτι του δίσκου, το “Sunlight”. To ομώνυμο και τελευταίο κομμάτι ξεκινά με ένα σύγχρονο και σχεδόν industrial πέρασμα, που δεν μοιάζει όμως παράταιρο, αφού όπως προαναφέραμε ο δίσκος ακούγεται αρκετά σύγχρονος. Σε αυτό βοηθάει και η εξαιρετική και αψεγάδιαστη παραγωγή, που εκτός των άλλων καταφέρνει να δώσει την απαραίτητη ομοιογένεια σε ένα άλμπουμ που ηχογραφήθηκε σε διαφορετικά studio. Το “Suiciety” αποτελεί ξεκάθαρα μια προσωπική νίκη του Νικήτα Κίσσονα, ο οποίος δεν έκανε ούτε στο ελάχιστο εκπτώσεις στο μουσικό του όραμα. Είναι ένας δίσκος που μπορεί να σταθεί με περίσσια άνεση στην ελίτ του σύγχρονου προοδευτικού ήχου. Ένας δίσκος που πιστοποιεί την άνοδο του progressive rock στη χώρα μας και σίγουρα θα αποτελέσει παράδειγμα, τόσο με την μουσική του πρόταση, όσο και με το επαγγελματικό του στήσιμο, για πολλούς Έλληνες μουσικούς που είτε εκφράζονται, είτε θέλουν να εκφραστούν μέσω του περιπετειώδους αυτού είδους.
9 / 10 Κώστας Μπάρμπας |
Be the first to comment