[Steamhammer/SPV, 2014]
Εισαγωγή: Χρήστος Μήνος
18 / 06 / 2014
Είναι σύνηθες φαινόμενο στην ιστορία της μουσικής να υιοθετείται εκ μέρους ενός μουσικού ή μιας μπάντας ένα ιδιότυπο καθεστώς ανωνυμίας, ένα πέπλο μυστικοπάθειας με το οποίο περιβάλλονται οι καλλιτεχνικές αναζητήσεις όσον αφορά την ταυτότητα και την προέλευση του πνευματικού δημιουργού. Οι λόγοι που ωθούν ένα μουσικό σε αυτή την πρακτική ποικίλλουν. Ευγενείς λόγοι: η παρουσίαση ενός έργου ρηξικέλευθου και πρωτοποριακού γίνεται ευκολότερη με την απόκρυψη των στοιχείων των δημιουργών ειδικότερα σε ένα περιβάλλον μη ανεκτικό σε έργα επαναστατικής υφής. Eμπορικοί λόγοι: η ανωνυμία και το μυστήριο που εκπορεύεται από αυτή προσφέρουν πρόσφορο έδαφος σε πολλούς (ως επί των πλείστον μετρίους) να αποκτήσουν δημοσιότητα, έστω και εφήμερη. Προσωπικοί λόγοι: η κρυψίνοια του μουσικού για τον οποίο πρωτεύει να επικοινωνήσει το έργο του παραμένοντας ο ίδιος στο περιθώριο.
Οι Μekong Delta υπήρξαν για χρόνια το «σπουδαιότερο μυστικό του κόσμου» αναφορικά με την ταυτότητα των συμβαλλόμενων μουσικών. Ο φόβος της απόρριψης εξαίτιας της γερμανικής καταγωγής ώθησε τον ιθύνοντα νου του συγκροτήματος, τον πολυπράγμονα Ralf Hubert, στην επιλογή ψευδώνυμων για τον ίδιο και τους εκάστοτε συνεργαζόμενους μουσικούς του. Σίγουρα μια ενδεδειγμένη λύση να παρουσιάσει το ιδιαίτερο μουσικό στίγμα των Mekong Delta σε ένα κόσμο που δεν φημιζόταν για την ευμένειά του απέναντι στο διαφορετικό και ένας σοφός δρόμος να διαφυλάξει την προσωπικότητα του από τα φώτα της δημοσιότητας, δημιουργώντας ένα μυστήριο που σαγήνευσε λίγους αλλά πιστούς φίλους της μουσικής.
Η ανωνυμία των μελών των Μekong Delta τερματίστηκε στις αρχές των 90s με τη διεξαγωγή της πρώτης συναυλίας τους και σφράγισε το κλείσιμο της πρώτης φάσης της καριέρας τους. Έχοντας κυκλοφορήσει μια τετράδα εξαιρετικών δίσκων που κινούνταν στο χώρο του προοδευτικού thrash, με ήχο ριζοσπαστικό, όμορο των Watchtower, Coroner, Voivod (και άλλων αντικομφορμιστικών μπαντών), είχαν αποκτήσει ένα αδιαφιλονίκητο cult status. Στα άλμπουμ που ακολούθησαν τη δεκαετία του ‘90 οι Mekong Delta εγκολπώνουν όλο και πιο θαρραλέα στοιχεία από την κλασική μουσική και η κατεύθυνση της μπάντας γίνεται ακραιφνώς προοδευτική: δίσκοι όπως το “Visions Fugitives” και το “Pictures At An Εxhibition” (μεγαλεπήβολη διασκευή του Μussorgsky) αποτελούν σταθμούς του ευρωπαϊκoύ prog metal. Παρά την καλλιτεχνική επιτυχία της, η μπάντα στα μέσα των 90s θα αποτραβηχτεί από τη δημοσιότητα.
Το 2007, προς τέρψη των ακροατών, οι Mekong Delta επανέρχονται στη δισκογραφία με το “Lurking Fear” και με αλλαγές στο πάντα ευμετάβολο line up τους. Το “Wanderer On The Edge Of Time” του 2010 θα επισφραγίσει την οριστική επιστροφή στα μουσικά δρώμενα. Αναντίρρητα το περίσσιο πάθος τους και η απαρασάλευτη πίστη τους στην προοδευτική μουσική αποζητούσαν έκφραση και ευτυχώς φέτος οι Μekong Delta, για άλλη μια φορά, κυκλοφορούν νέο δίσκο.
The prog / thrash machine
Οι Mekong Delta είναι από τις πλέον χαρακτηριστικές περιπτώσεις “υπόγειας” metal μπάντας. Η στριφνή μουσική τους πρόταση σε συνδυασμό με τη αντιεμπορική θεώρηση των πραγμάτων από την πλευρά του αρχηγού τους, Ralph Hubert, δεν τους βοήθησε να περάσουν στο ευρύ metal ακροατήριο. Η επιστροφή τους με το απλά αξιοπρεπές “Lurking Fear” δεν βοήθησε ιδιαίτερα την κατάσταση. Παρόλα αυτά στο “Wanderer On The Edge Of Time” που ακολούθησε άλλαξαν αρκετά πράγματα. Ο ήχος πλησίασε πιο κοντά στο καθαρό progressive metal, είχε έντονο το συμφωνικό στοιχείο, αλλά κρατούσε και τα trademark tech-thrash χαρακτηριστικά τους, ενώ και ο νέος τραγουδιστής (Martin LeΜar) είχε πολύ πιο στρωτή φωνή σε σχέση με τους “όξινους” προκατόχους του. Η φετινή δισκογραφική τους επιστροφή, τους βρίσκει με το ίδιο line-up πλην τους ενός κιθαρίστα. Ακούγοντας το “In Α Mirror Darkly” γίνεται αμέσως αντιληπτό πως τους ευνόησε πολύ αυτή η σταθερότητα. Παρόλα αυτά, το ύφος του δίσκου δεν είναι πανομοιότυπο με το αντίστοιχο του προηγούμενου. Οι συνθέσεις διατηρούν τον progressive metal αέρα, αλλά έχουμε παράλληλα μια επιστροφή σε πιο thrash διαθέσεις. Η μπάντα πετυχαίνει τη χρυσή τομή των δύο ειδών, ενώ παράλληλα η εμμονή του Hubert με τα συμφωνικά σημεία είναι σαφέστατα χαλιναγωγημένη εδώ. Απόλυτα ισορροπημένη είναι και η μίξη του παλιού αντικομφορμιστικού Mekong Delta χαρακτήρα με την “κανονική” μελωδικότητα που πηγάζει κυρίως από τη φωνή του LeΜar. Η φωνητική του ερμηνεία είναι εξαιρετική και σίγουρα ανώτερη από την αντίστοιχη στο “Wanderer…”. Το μουσικό κομμάτι χτυπάει και αυτό κόκκινο, αλλά αυτό είναι κάτι που το περιμέναμε. Η μετάβαση από δύο κιθαρίστες σε έναν δεν τους επηρεάζει ιδιαίτερα, αφού υπάρχουν πολλαπλά σημεία που ακούγονται δύο κιθάρες. Τέλος, το ρυθμικό κομμάτι είναι από τα πολύ δυνατά χαρτιά του δίσκου, με τον Hubert να πλαισιώνεται από τον εκπληκτικό Alex Landenburg στα drums. Η ροή του album είναι και αυτή καλά μελετημένη από τα δύο instrumentals που το ανοίγουν σε prog-thrash κομματάρες, όπως το “The Armageddon Machine” και από εκεί σε πιο mid-tempo διαλείμματα όπως το “The Sliver In Gods Eye”, ενώ η κορυφή του δίσκου είναι το εκπληκτικό “Inside Τhe Outside Οf Τhe Inside”. Τα 45 λεπτά μοιάζουν ως ιδανική διάρκεια και περνάνε ακούραστα, παρά το έντονο τεχνικό στοιχείο, τα πολλά θέματα και αλλαγές ρυθμών, αφού ο δίσκος βγάζει την αίσθηση του σφιχτοδεμένου. Σε μια εποχή που η καλή metal κυκλοφορία δυστυχώς δεν είναι και τόσο συχνό φαινόμενο, καλό θα είναι να μην προσπεράσουμε το “In Α Mirror Darkly”. Είναι ένας δίσκος που τέμνει το progressive με το τεχνικό thrash metal, φανερώνει εμπειρία, είναι μελετημένος μέχρι το τελευταίο δευτερόλεπτο, ενώ δε χάνει καθόλου σε ορμή και πιθανότατα να τον ευχαριστηθούν και ακροατές που δεν άντεχαν την αντισυμβατικότητα στις παλαιότερες κυκλοφορίες των Mekong Delta.
8 / 10 Κώστας Μπάρμπας | Αντηχεί μεγαλόπρεπο στη metal κοινότητα
Το “In A Mirror Darkly” είναι το τρίτο άλμπουμ μετά την επανένωση των Mekong Delta τo 2007 και κυκλοφορεί 2 χρονιά μετά την ανθολογία “Intersections”. Ο θεμέλιος λίθος των Μekong Delta από συστάσεως της μπάντας Ralf Hubert πλαισιώνεται από τον κιθαρίστα Erik Adam H. Grösch, τον ντράμερ Alex Landenburg και στα φωνητικά τον Martin LeMar. Η σύνθεση της μπάντας παραμένει ουσιαστικά αμετάβλητη από το προηγούμενο δίσκο, “Wanderer On The Edge Of Time”, γεγονός ασυνήθιστο αν αναλογιστούμε τις συνεχείς αλλαγές στο line up από δίσκο σε δίσκο. Ίσως για αυτό το λόγο το άλμπουμ ακούγεται σαν την πιο αξιόλογη προσπάθεια τους από τη στιγμή που η μπάντα επανεμφανίστηκε στα μουσικά δρώμενα. Ο δίσκος ακούγεται απίστευτα σύγχρονος και αυτό δεν οφείλεται στο γεγονός ότι οι Mekong Delta συμπορεύονται με το σφυγμό της εποχής τους, αλλά εξαιτίας της εγγενούς προοδευτικής τους φύσης, η οποία τους έχει καταστήσει πρωτοπόρους εδώ και χρόνια, ασχέτως αν το έργο τους δεν έχει λάβει την ανάλογη αναγνώριση. Όπως θα έλεγε και ο Όσκαρ Ουάιλντ «η μοίρα κάθε πρωτοπόρου και ονειροπόλου είναι να βρίσκει το δρόμο του μόνο υπο το φως του φεγγαριού και η τιμωρία του είναι να βλέπει το ξημέρωμα πριν από τον υπόλοιπο κόσμο.» Οι Μekong Delta είχαν αυτό το θλιβερό προνόμιο: να είναι μπροστά απο την εποχή τους. Αυτό το αδιανόητο συναπάντημα thrash metal και κλασικής μουσικής, τόσο υπερβατικό από την ψευδεπίγραφη καινοτομία του παρόντος, απαιτεί καθολική αναγνώριση. Mε κατευθυντήριες γραμμές τα τελευταία και πιο κλασικότροπα άλμπουμ, το “Visions Fugitives”, το “Kaleidoscope” και το εμβληματικό “Pictures At An Exhibition”, οι Mekong Delta ενσωματώνουν δομικά στοιχεία του παρελθόντος τους στη σύγχρονη τους κατεύθυνση, η οποία ακροβατεί ανάμεσα στο metal, στο rock και την κλασική μουσική, αλλά διατηρεί πάντα το προοδευτικό της πρόσημο. Αυτή τη φορά η σύζευξη της κλασικής μουσικής με το metal επιτυγχάνεται με σαφώς πιο εποικοδομητικό τρόπο: η αξεδιάλυτη ένωσή τους κατατάσσει τα τραγούδια σε ένα ανώτερο στάδιο μουσικής εξέλιξης. Η επίδοση των μουσικών συνεισφέρει τα μέγιστα στην υλοποίηση αυτού του φιλόδοξου εγχειρήματος. Η κιθάρα του Erik Grösch ακούγεται τόσο μεγαλόπρεπη, θαρρείς και συμμετέχει σε ορχήστρα παραδοσιακής μουσικής. Τα ντραμς του Alex Landenburg εντυπωσιάζουν με την ακρίβεια και τον όγκο τους. Ο Martin LeMar είναι συνεπής σε αυτό που του έχει ανατεθεί και χωρίς να εντυπωσιάζει καταφέρνει να φέρει εις πέρας την αποστολή του. Ο μεγαλοφυής Ηubert, ο στυλοβάτης αυτού του εντυπωσιακού εγχειρήματος (και παραγωγός) συγκλονίζει με την καθάρια έμπνευσή του. Το έργο του είναι σαφώς αξιοζήλευτο για πολλούς νεότερους επίδοξους μουσικούς. Ο Ralf Hubert σε μια αποστροφή του σε συνέντευξή του στο γερμανικό Μetal Hammer (αναδημοσιεύτηκε στο ελληνικό Metal Hammer κάπου στα μέσα των 90s) είχε στηλιτεύσει το θεσμό του μουσικοκριτικού. Σύμφωνα με την άποψή του, ένας κριτικός εξαιτίας της αδυναμίας του συνθέσει ένα δικό του έργο δεν έχει τη δικαιοδοσία να εκφέρει άποψη για έργα καλλιτεχνών διότι πάντα θα αισθάνεται μειονεκτικά και ζηλόφθονα απέναντι σε αυτούς που ποιούν τέχνη. Ίσως και να είναι έτσι. Ίσως και να ισχύει το ακριβώς αντίθετο: ένας κριτικός δεν είναι παρά ένας φιλόμουσος ο οποίος εμφορείται από την ιερή υποχρέωση να γνωστοποιήσει την αδιαμφισβήτητη αξία ενός έργου σε ένα ευρύτερο κοινό, υποκινούμενος μόνο από την αγάπη του για τη μουσική καθεαυτή. Η παρούσα κριτική επιτελεί αυτόν ακριβώς το σκοπό.
9 / 10 Χρήστος Μήνος |
Be the first to comment