Από τον Νίκο Βέβε
Το βροχερό βράδυ της Δευτέρας έμελλε να αφήσει μάλλον ανάμεικτα συναισθήματα σε αυτούς που ήταν στο Αν Club για να δουν την πρώτη εμφάνιση των Leprous με την ιδιότητα πλέον της headlining μπάντας, αλλά μάλλον κυρίως επειδή οι προσδοκίες βρίσκονταν κάπου στην ιονόσφαιρα. Αυτό όμως δε σημαίνει πως η συναυλία δεν ήταν καλή. Και καλή ήταν και χορταστική ήταν. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά τους.
Με την αναμενόμενη και τυπική καθυστέρηση του εικοσάλεπτου οι πόρτες του Αν άνοιξαν για να υποδεχτούν τον κόσμο και ελάχιστη ώρα μετά, ίσα-ίσα που προλάβαμε να πούμε δυο κουβέντες με φίλους και να πάρουμε την πρώτη μπύρα, ανέβηκαν στη σκηνή οι SiXforNinE. Αυτοί που είχαν ακούσει το ντεμπούτο τους ήξεραν πολύ καλά ότι θα άκουγαν καλοπαιγμένο, γκρουβάτο σύγχρονο metal αμερικανικής νοοτροπίας. Παρουσιάζοντας κομμάτια λοιπόν από τον ένα μέχρι τώρα δίσκο τους (οι κριτικές μας εδώ) προσπάθησαν να κερδίσουν το κοινό, κάτι που θα ήταν μάλλον εύκολο λόγω του groove και του singalongability των ρεφρεν τους, αν τους βοηθούσε ο ήχος. Ο Fotis Benardo ήταν αρκετά χαμηλά στη μίξη και οι συχνότητες που ακούγονταν βρίσκονταν κυρίως, αποκλειστικά σχεδόν, στο χαμηλό άκρο του ηχητικού φάσματος. Αναμφίβολα, η προσπάθεια της μπάντας ήταν κάτι παραπάνω από φιλότιμη, αλλά με τον ήχο να μη βοηθά δεν υπάρχουν και πολλά πράγματα που να μπορείς να κάνεις ώστε να σώσεις καταστάσεις. Είμαι σίγουρος ότι σε μεγαλύτερο χώρο, φεστιβαλικό ιδανικά, οι SiXforNinE μπορούν να δείξουν το πόσο πραγματικά καλοί είναι.
Ακολούθησαν οι Mother of Millions. Παρότι εξακολουθούν να έχουν μόλις έναν δίσκο στις αποσκευές τους, νομίζω πως μπορούν να χαρακτηριστούν πλέον ως βετεράνοι συναυλιακά μιας και έχουν οργώσει τη χώρα για να κάνουν live. Προσωπικά, και έχοντας δει τη μπάντα πέντε ή έξι φορές μέχρι τώρα, με εκπλήσσει το γεγονός ότι κάθε φορά φαίνονται πιο δεμένοι, πιο άνετοι, πιο ορεξάτοι και πάντα λίγο διαφορετικοί. Αυτή τη φορά με τον Πάνο Πρίφτη στο μπάσο να βρίσκεται στο κέντρο σχεδόν της σκηνής και τον κιθαρίστα Κώστα Κωνσταντινίδη να έχει ακροβολιστεί δεξιά (ασυνήθιστο, ε;) και με τον ήχο να είναι πραγματικά καλός, απέδωσαν κομμάτια από το Human (οι κριτικές μας εδώ) άψογα και κερδίζοντας μάλλον εύκολα το κοινό που είχε πλέον σχεδόν γεμίσει τον χώρο του Αν. Αυτό που προσωπικά βρίσκω ιδιαίτερα ενδιαφέρον είναι το πώς έχει εξελιχθεί το ακυκλοφόρητο ακόμα κομμάτι τους In Silence, το οποίο αποτελεί μεν στανταράκι στο σετ τους, αλλά δεν έχει υπάρξει ούτε μία φορά που να είναι ίδιο με την προηγούμενη. Βάλτε στο σύνολο καινούριες ατμοσφαιρικές εισαγωγές, το Light, ένα πολύ όμορφο μελαγχολικό/επιθετικό κομμάτι και το τσουλούφι του πληκτρά Μάκη Τσαμκόσογλου να ανεβοκατεβαίνει με ταχύτητα πίσω και πάνω από τα κλαβιέ (επουσιώδης πληροφορία μεν, αλλά ενδεικτική της ενέργειας επί σκηνής) και έχετε μια εμφάνιση που δικαιολογημένα έλαβε παρατεταμένο χειροκρότημα αλλά και την προσοχή από τη μπάντα που θα οδηγούσε στο κλείσιμο της βραδιάς.
Leprous, κυρίες και κύριοι. Υπεύθυνοι για δισκάρες μέχρι τώρα, και με το πλέον πρόσφατο πόνημά τους να είναι σίγουρο πως θα φιγουράρει πολύ ψηλά σε λίστες με τα καλύτερα του 2015 (οι κριτικές μας εδώ). Ντυμένοι όλοι με μαύρα κοστούμια (εντάξει, ο ντράμερ δεν την πάλεψε για πολύ) έβγαλαν πάρα πολλή ενέργεια από την αρχή μέχρι το τέλος, με τον Einar Solberg να κοπανιέται συχνά με τόση λύσσα που θα έπρεπε να είχε πάθει τουλάχιστον διάσειση αν όχι αυτοκαρατόμηση. Επίσης, ό,τι έχετε ακούσει για τον Baard Kolstad είναι αλήθεια, πρόκειται περί σπουδαίου και ακούραστου θηρίου πίσω από τα τύμπανα.
Και ο κόσμος από κάτω να συμμετέχει καθ’ όλη τη διάρκεια της εμφάνισης της μπάντας. Πάντα ακούγονταν φωνές να τραγουδούν στίχους, λιγότερο σε κομμάτια όπως το Forced Entry, περισσότερο σε κομμάτια όπως το Cloak (αναμενόμενο, ναι). Πάντα υπήρχαν κεφάλια να ανεβοκατεβαίνουν και σε κάποιες περιπτώσεις παραλίγο να δημιουργηθεί ένα άτυπο moshpit (ναι, στους Leprous, ναι, στο Αν), όπως στα Foe και Moon.
Έλα όμως που ο ήχος δε βοήθησε. Και αυτό είναι λίγο παράδοξο. Γιατί όταν βλέπεις ηχολήπτη περιφερόμενο μέσα στο κοινό με το tablet ανά χείρας να διορθώνει τον ήχο, περιμένεις ότι κάποια στιγμή ο ήχος θα βελτιωθεί. Δυστυχώς, χάριν της έντασης της μουσικής θυσιάστηκαν συχνότητες, τυπικό και αναμενόμενο συμβάν σε πληθώρα metal συναυλιών. Υπήρξαν, δυστυχώς, σημεία όπου το να αναγνωρίσεις τα κομμάτια που παίζονταν εκείνη τη στιγμή προϋπέθετε πραγματικά καλή γνώση της στούντιο δισκογραφίας της μπάντας, αφού περισσότερο βασιζόσουν στη μνήμη σου παρά στην αναγνώριση. Εικάζω πως ευθύνη μπορεί να φέρει σε κάποιον βαθμό και η ακουστική του χώρου. Όπως και να έχει, ο ήχος σε καμία περίπτωση δεν ήταν αντάξιος της μπάντας.
Επίσης, δυστυχώς, ο Einar Solberg ήταν σε κακή μέρα. Νομίζω ότι στο σύνολο των ψεύτικων και των φαλσέτο που αποπειράθηκε να χρησιμοποιήσει, κατάφερε να πιάσει μόλις δύο, το οποίο είναι κρίμα, αλλά κατανοητό λαμβάνοντας υπόψιν την κούραση που συνεπάγεται μια εκτενής περιοδεία. Το θέμα όμως είναι πως αν διαπιστώνεις πως δεν «το ‘χεις» δεν επιμένεις με φαλσέτο και ψεύτικες απλά προσθέτοντας στο σύνολο των στοναρισμάτων και των φάλτσων. Για τον γράφοντα ήταν πραγματικά κρίμα ένα τόσο σπουδαίο λαρύγγι όσο αυτό του Solberg να μην αποδίδει το εξαιρετικό υλικό των Leprous όπως φαίνεται να έχει μπορέσει και δη με χαρακτηριστική άνεση στο παρελθόν.
Ευτυχώς όμως αυτό δε φάνηκε να ενοχλεί ιδιαίτερα όσους βρίσκονταν στο κοινό, οι οποίοι ήταν αποφασισμένοι να περάσουν καλά και πέρασαν πράγματι καλά. Και κρίνοντας από την προσέλευση, νομίζω πως μπορούμε με σχετική ασφάλεια να συμπεράνουμε πως την επόμενη φορά που οι Leprous θα τιμήσουν την Αθήνα, θα είναι σε μεγαλύτερο χώρο και με καλύτερο ήχο.
Be the first to comment