Από τους: Σπύρο Κονιτόπουλο, Λίλα Γκατζιούρα
Σπύρος: Είναι δύσκολο να προσεγγίσεις κάτι που είναι μέρος της ωρίμανσης και της ανωριμότητάς σου. Οξύμωρο εγχείρημα να αποδώσεις σε δυο αράδες ένα εσωτερικό βίωμα σε μία διϋποκειμενική γλώσσα, να αναγνωστεί ως γεγονός από παρευρισκόμενους και μη, να φωτογραφήσεις μια ανατριχίλα, να αποδώσεις σε λόγο την οπτική σου σε ένα πλέγμα νοημάτων, ρυθμών και ήχων που σε έχει μολύνει απ’ άκρη σ’ άκρη, που σ’ έχει συγκροτήσει καθοριστικά στα ευαίσθητα χρόνια των υπαρξιακών σου ανησυχιών και που εξακολουθεί αδιάλειπτα να σε εμπνέει και να σε συντροφεύει στις μεταπτώσεις και τις εκρήξεις σου.
Καλώς ή κακώς οι Fates Warning αποτελούν ένα μεγάλο κεφάλαιο σε όσους πιάστηκαν στα δίχτυα της προοδευτικής μουσικής. Κατέχουν περίοπτη θέση ανάμεσα στους αγαπημένους μας συγγραφείς, των οποίων τα κείμενα ρουφούσαμε σα σφουγγάρι, μέσα στην ανάγκη να διαμορφώσουμε ένα έρμα για τη ζωή, τις διαπροσωπικές μας σχέσεις, τις απογοητεύσεις, τις στιγμές μοναξιάς και τον παραλογισμό του αναπόδραστου τέλους της. Δεν είναι που οι Fates έφεραν το progressive στο metal, δεν είναι τα σπασμένα μέτρα των Zimmerman και Zonder και τα ελαττωμένα ακόρντα του Jim που σε εξέτρεπαν από το δογματισμό της κλασικής πέμπτης. Ήταν που το έργο τους είχε πάντοτε να πει κάτι στο εδώ και το τώρα. Ήταν που η τεχνική κατάρτιση των μελών της μπάντας ουδέποτε αποσκόπησε στην επίδειξη και την εμπορική επιτυχία, αλλά αποτελούσε μέσο για να αποδωθούν εκείνα που έπρεπε να αποδωθούν και που χωρίς αυτή θα ήταν αδύνατον. Γιατί η εποχή μας δε χωράει απλοϊκές βεβαιότητες. Θέλει το δισταγμό, τη δεύτερη σκέψη, τη σιωπή, το κοντοσταμάτημα, την ενδοσκόπηση, την επανεκκίνηση. Δεν είναι απλή κατάφαση, αλλά μια διαρκής άρνηση που καταφέρεται ενάντια σε κάθε μορφής στατικότητα και που μόνο με αυτόν τον τρόπο θα πει το ΝΑΙ. Ένα ΝΑΙ πρόσκαιρο. Αυτό το ΝΑΙ είναι που οι Fates κατάφεραν με τόση αμεσότητα και ειλικρίνεια να κοινωνήσουν και γι’ αυτό νομίζω πως αγαπήθηκαν τόσο.
Λίλα: Εκεί που ήλπιζα να παρακολουθήσω και τις δύο ζωντανές εμφανίσεις των FW στην Ελλάδα, μπόρεσα να βρεθώ μόνο σε αυτή της Αθήνας. Είναι από τις περιπτώσεις αυτές που ξέρεις ότι θα περάσεις καλά και δεν θα βαρεθείς, που είσαι βέβαιος ότι η μπάντα θα σε αποζημιώσει ό,τι κι αν γίνει και δεν θα λυπηθείς ό,τι ξόδεψες για να παραβρεθείς, που το «τους έχω ξαναδεί, δε θα πάω» δεν τυγχάνει εφαρμογής… Καθώς το setlist είχε γίνει, λίγο έως πολύ, γνωστό και δεδομένου ότι η συναυλία θα λάμβανε χώρα στο συγκεκριμένο venue, οι οιωνοί ήταν άριστοι για ό,τι θα επακολουθούσε.
Λόγω εργασιακού φόρτου, έφτασα κάπως καθυστερημένα στο συναυλιακό χώρο, με αποτέλεσμα να χάσω το πρώτο support group, όμως δεν υπήρχε καμία περίπτωση να χάσω το δεύτερο. Ήταν άλλωστε κι ένας ακόμη βασικός λόγος που ήθελα να βρίσκομαι στο Gagarin 205 το βράδυ του Σαββάτου. Εν αναμονή του επερχόμενου ντεμπούτου τους, οι SiXforNinE έδωσαν μια πολύ καλή πρόγευση του τι μας επιφυλάσσει η δουλειά τους, με άνετη σκηνική παρουσία και υψηλή απόδοση παικτικά. Έχοντας χιλιοακούσει τους τελευταίους μήνες το όποιο υλικό είχα στη διάθεσή μου από την επίσημη ιστοσελίδα της μπάντας, προσμονούσα την εμφάνισή τους, η οποία σε γενικές γραμμές ανταποκρίθηκε στις προσδοκίες μου. Η μπάντα παρέμεινε κυρίως σε δυναμικό και έντονο ύφος, προθερμαίνοντας ευχάριστα το κοινό που είχε μαζευτεί εκείνη την ώρα στον χώρο, μεταδίδοντας ενέργεια και πάθος. Οι συνθέσεις ήταν ενδιαφέρουσες και σε αρκετά καλό επίπεδο, τα δε φωνητικά του Fotis Benardo ταίριαζαν απόλυτα με τη μουσική, ενώ το μπάσο του Herc Booze γέμιζε ιδανικά τον ήχο, με αποτέλεσμα να εμφανίζεται πιο συμπαγής. Σε ακόμα καλύτερη φόρμα ήταν ο Pete Outfox, με ντραμς πολύ καλύτερα απ’ ό,τι περίμενα, καθώς εκτελούσε με ακρίβεια, ενώ ομολογώ ότι την καλύτερη εντύπωση απ’ όλα μου άφησε η κιθάρα του George Kapa. Ο ήχος ήταν σχετικά καλός, θα έλεγα καλύτερος απ’ ό,τι στους FW, ίσως και γιατί υπήρχε λιγότερος κόσμος. Ηighlight θα έβαζα το “Sound Of Perfection”, αν και σίγουρα καλή στιγμή ήταν και το «χιτάκι» “Save Me”, όπως και η εισαγωγή με το “6 For 9”. Αυτό που ξεχωρίζω στους SiXforNinE είναι ο επαγγελματισμός και η επιμέλεια που επιδεικνύουν σε καθετί που αφορά τη μπάντα και την προώθησή της. Ελπίζουμε να ανακοινωθούν σύντομα κι άλλες ζωντανές εμφανίσεις, ώστε να τους απολαύσουμε και σε μεγαλύτερο set.
Σπύρος: Προχθές δεν απολαύσαμε απλώς ένα εξαιρετικό gig των Fates Warning, αλλά μια αμοιβαία εξομολόγηση μπάντας και κοινού για ένα δέσιμο που έχει αμετάκλητα παγιωθεί. Η αστοχία της διοργάνωσης να μην εκδώσει εισιτήρια σε hard μορφή, αν και δημιουργεί μεγάλο πλήγμα στη μνήμη, ήταν κάτι που θα μπορούσε να αποδωθεί στην οικονομική στενότητα των ημερών μας και το προσπερνάμε αν και το επισημαίνουμε. Η προσέλευση δε θα έλεγες πως ήταν μεγάλη. Το πάνω διάζωμα του Gagarin παρέμεινε κλειστό ώστε να δημιουργηθεί η δέουσα ατμόσφαιρα στο κάτω. Λίγοι και καλοί, λοιπόν, κοντά στα 700 άτομα, έτοιμοι να βιώσουμε τη διαδραστική εμπειρία που ελάχιστες μπάντες είναι σε θέση να προσφέρουν.
Το κομμάτι που ανοίγει το νεό album των Fates Warning, One Thousand Fires, άνοιξε, λίγο μετά της 22:00 και το set. Ο κόσμος ζεστάθηκε, ο ήχος μετά από λίγα σκαμπανεβάσματα ανέβηκε στο ύψος της περίστασης και οι παιδικοί μας ήρωες φάνηκαν αρκετά ορεξάτοι. Πέντε λεπτά αργότερα έσκασαν οι πρώτες νότες του Pale Fire. Με λίγο παραλλαγμένο το δεύτερο μέρος του refrain, ο Ray φάνηκε πως είχε έρθει αποφασισμένος να σπείρει τη συγκίνηση. Το Part of the Machine, που επακολούθησε, αποτελεί κομμάτι ορόσημο για την prog metal σκηνή. Oι διαρκείς εναλλαγές στα μέτρα δεν επιτρέπουν headbaging: ανάβεις τσιγάρο και παρακολουθείς τον Jim ως άλλο Κινούν Ακίνητο να συνομιλεί ατάραχος με το συγκλονιστηκό rhythm section των Jarzombek και Vera. Οι φωνητικές γραμμές είναι γραμμένες για χορδές εικοσάχρονου φαινομένου (βλέπε Ray Alder) και μόνο κάποιος χαιρέκακος ή τρελός θα επέκρινε τον τραγουδιστή για την επιλογή του να ερμηνεύσει στα μέτρα της ηλικίας του και της vocal τεχνοτροπίας που παγίωσε για τον εαυτό του μετά το “A Pleasant Shade Of Gray”. Η εκτέλεση ήταν απολαυστική και ιδανική γέφυρα για το κομμάτι (Part III) που παρουσιάζει το κεντρικό θέμα ενός από τα πιο άρτια concept album όλων των εποχών. Η ανταπόκριση από το κοινό ήταν η αναμενόμενη και το Gagarin πήρε φωτιά. Η συναυλία φαίνεται να έχει φτάσει στην κορύφωση της έντασής με τα One και Simple Human να αναγκάζουν τον Ray να ανεβάσει παλμούς και να ερμηνεύσει με μικρές και κοφτές ανάσες. Ο ήχος φάνηκε να μας τα χαλάει προσωρινά. Αρκετά πριμαριστός για να υποστηρίξει τη «γκρούβα» των κομματιών έβγαινε συγκεχυμένος και θoρυβώδης. Τα πράγματα, ευτυχώς, επανήλθαν εκεί που έπρεπε στο I am όπου ο πιτσιρικάς Michael Abdow (αντικαταστάτης του Frank Aresti) επέδειξε, μέσα στη σεμνότητά του, την εκτελεστική του δεινότητα και την ικανότητά του στα δύσκολα μετρήματα. Η χημεία πάντως του Frank με την μπάντα ήταν κάτι που έλειψε. Ο Michael καίτοι αντεπεξήλθε επάξια στο διεκπεραιωτικό του καθήκον ήταν αδύνατον να παρακολουθήσει τους αυτοματισμούς των υπόλοιπων μελών.
Η συνέχεια ήταν αποστομωτική: με τα Through Different Eyes και Quietus (Ivory Gates Of Dreams – part IV) να ανακαλούν αναμνήσεις δεκαετιών, αφηνιασμένοι οπαδοί καταθέσαμε τα ενεργητκά μας αποθέματα μέσα σε μια συναισθηματική διάχυση ικανή να υπερκαλύψει τις αστοχίες του Alder στις υψηλές νότες (κυρίως στο δεύτερο). Οι ευχάριστες πινελιές που πρόσθεσε ο Bobby Jarzombek στο Quietus στα αξιοσημείωτα.
Το Part XI του γκρίζου album απαιτεί τα πάντα για να παιχτεί αξιοπρεπώς: τον απόλυτο συγχρονισμό του rhythm section, τον front man με ανάσες και ξεκούραστο και τις κιθάρες συγκεντρωμένες. Τα πάντα δόθηκαν και απολαύσαμε μία αριστουργηματική εκτέλεση που έπεισε και τον πλέον δύσπιστο ότι ο Bobby Jarzombek έκανε απόλυτο κτήμα του τις μανιέρες του Zonder, ότι με την πολυετή του εμπειρία είναι σε θέση όχι απλώς να τις αποδώσει ζωντανά στην εντέλεια, αλλά προσδίδοντας το δικό του στίγμα να τις απογειώσει. Είναι αλήθεια πως με την αποχώρηση του Mark από την μπάντα, πίστεψα πως οι Fates δε θα κατάφερναν ποτέ να αγγίξουν ξανά την ποιότητα στην οποία μας είχαν συνηθίσει. Τα Firefly και Wish αποτελούν τρανή απόδειξη ότι οι Fates είναι εδώ, up to date και με μεγάλες εμπνεύσεις. Οι συνθέσεις κομμένες και ραμμένες στα μέτρα του όγκου και της έκτασης που ο Ray επέλεξε να κινείται, εκτελέστηκαν άρτια. Ο ενθουσιασμός της μπάντας δεν μπορούσε να κρυφτεί. Η φωνή της, σε κάθε ευκαιρία που δινόταν, επέστρεφε τα ενεργειακά vibes του κοινού με ευχαριστίες και φράσεις όπως: “You are amazing! I’m really having a great time!”. Επιχειρήσαμε στον πρόλογο να διερευνήσουμε τους λόγους που οι Fates έχουν τόσο θερμή ανταπόκριση από το εκλεκτό κοινό τους, αλλά οι ίδιες οι στιγμές σου αποκαλύπτουν σχέσεις και συναισθήματα που είναι αδύνατον να αναπαρασταθούν. Μέσα σε μια τέτοια ψυχοδραματική ατμόσφαιρα η σκυτάλη δόθηκε στα Life in Still Water και το Les Adieux της μπάντας: We Only Say Goodbye. Συγκίνηση. Οι στίχοι γνωστοί. Παράφωνοι, κοκκινισμένοι, άλλοι μαθημένοι να πιάνουν σωστά τις νότες, αγκαλιασμένοι και μονήρεις, όλοι μαζί συντονισμένοι στις μελωδίες που έχουν για πάντα χαραχτεί στο βιωματικό μας ενεργητικό.
Έπρεπε να περιμένω ως το Monument για να να βρω τη δέουσα νηφαλιότητα που θα μου επέτρεπε να επιστρέψω στο καθήκον του ανταποκριτή του ProgRocks.gr. Εκεί που η ανθρώπινη ματαιοδοξία συνομιλεί με την αμείλικτη πραγματικότητα και εξαναγκάζει το όνειρο να εκπέσει σε έναν σπασμωδικό μηχανισμό άμυνας, οι νότες ξεχύνονται από την κιθάρα του Matheos σε μια διάταξη αντίστροφης μέτρησης που διαπερνάει και τον πλέον σκληρόπετσο. Είναι που πάντοτε, ο Jim έχει μάθει να μας λέει κάτι μέσα από τη συντεταγμένη αναπαράσταση της αντιστροφής του. Να προκαλεί την κίνηση μέσα από τη στάση του, το τσαλάκωμα του άλλου προσώπου μέσα από την αταραξία του δικού του, να στέκεται δεξιά (του ντράμερ) και να εμφανίζεται αριστερά (στο κοινό) και στο τέλος (μετά την πέψη) να μοιάζουν τα πάντα τόσο σαφή: πλαισιωμένα από μια άκρως επαγγελματική ερμηνεία.
Οι Fates θα αποχωρήσουν συγκινημένοι για το encore που επεφύλλασσε μια έκπληξη ειδικά προορισμένη για το αθηναϊκό κοινό. Με την ακουστική του κιθάρα και τα δάχτυλα διατεταγμένα σε ακόρντο σολ μείζονα, ο Jim άφησε την αγαπημένη μας μπαλάντα, Part IX, να ξεχυθεί ισοτροπικά και να ταρακουνήσει λίγο ίσως πιο μέσα από εκεί που μας έχει συνηθίσει. Το μπάσο του Vera κυματιστό και στακάτο απλώθηκε σαν τοίχος ανάμεσα στη δημιουργημένη ατμόσφαιρα και τα ιδιότροπα πηδήματα του νου, περιχαρακώνοντας τη σκέψη αποκλειστικά εντός της πρώτης. Ο λατρεμένος μας μεταλλάς με το ιδιόρυθμο παίξιμο εμφανίστηκε ολόφρεσκος, γεμάτος θετική ενέργεια, αλάνθαστος και σε μαθηματική συνήχηση με τον Bobby. Στο Eleventh Hour που επακολούθησε (κατά πολλούς επιτομή της μπάντας) η συγκίνηση κορυφώθηκε με τον Alder να καλεί το κοινό να τραγουδήσει μαζί του. Ήταν κάτι που ούτως ή άλλως θα γινόταν και δεν μπορούσε παρά να εκτοξεύσει τον ενθουσιασμό στα ύψη.
Ενώ η μπάντα φάνηκε να κλείνει με μια δυναμική εκτέλεση του Point of View, το αθηναϊκό κοινό υπήρξε αχόρταγο. Η ώρα είχε φτάσει κοντά μεσάνυχτα, αλλά οι Fates εξαναγκάστηκαν αφενός από τις ιαχές του κοινού, αφετέρου από τη δική τους παραζάλη να μας πουν πως δυστυχώς δεν έχουν κάτι άλλο να μας πουν. Επέλεξαν όμως να μας το πουν με τον τρόπο που μόνο εκείνοι γνωρίζουν: Nothing Left to Say…
Αν και το setlist υπήρξε χορταστικό (κοντά στις 2 ώρες), στα μελανά σημεία θα σημείωνα την πλήρη απαξίωση της προ-Alder εποχής (δεν ακούστηκε κανένα κομμάτι από τα τρία πρώτα albums) και την εκκωφαντική απουσία του And Yet It Moves. Θα είχαν σίγουρα τους λόγους τους γι’ αυτές τις επιλογές, οπότε δε μας μένουν παρά οι εξωπραγματικές αναμνήσεις από ένα υπέροχο live και η προσμονή της επιστροφής τους στην Ιθάκη της νέας τους περιοδείας.
Λίλα: Οι FW μας αποζημίωσαν με ένα γεμάτο setlist, με δύο encore, με κομμάτια που είχαν να τα παίξουν χρόνια και με κομμάτια που δεν τα είχαμε ακούσει ποτέ. Προσωπικά ανυπομονούσα για το “Wish” (στο οποίο παραλείφθηκε το μέρος των πλήκτρων όπως ήταν επόμενο), όπου επικρατούσε έντονη συγκίνηση, όπως και κατά τη διάρκεια του ακουστικού “Part IX”… Πότε άραγε θα ξαναπαίξουν ολόκληρο το APSOG; Πάντως, και τα τρία δείγματα -parts III, IX & XI- ήταν πολύ δυνατά σημεία στο live. Αυτή τη φορά, απόλαυσα και τα κομμάτια του καινούριου δίσκου που ακούστηκαν, καθώς πλέον έχουν εμπεδωθεί καλύτερα και συνειδητοποιεί κανείς πιο εύκολα το πόσο τεράστιο δίσκο έβγαλαν οι Fates… Κομμάτια όπως το “Firefly” είναι σκέτη ιδιοφυΐα! Φυσικά, στις πιο κλασικές στιγμές -“Pale Fire”, “Through Different Eyes”, “Life in Still Water”, “Quietus”, “We Only Say Goodbye”, “Monument”, “The Eleventh Hour”, “Point of View”- επικρατούσε παραλήρημα και αίσθημα ευφορίας! Και καθώς τα φώτα δεν είχαν ανάψει, έπρεπε να υποθέσουμε ότι υπάρχει και δεύτερο encore, όπου ο Ray προλογίζοντας το τελευταίο κομμάτι, το πρόδωσε… “Nothing Left To Say”.
Όσο για τα μέλη της μπάντας, άψογοι Joey Vera και Bobby Jarzombek, απέδωσαν εκπληκτικά όλα τα μέρη με δεξιοτεχνία και δυναμισμό, ενώ ασυζητητί κορυφή της βραδιάς υπήρξε ο Ray Alder, ο οποίος τα έδωσε κυριολεκτικά ΟΛΑ! Ίσως να φταίει το γεγονός ότι πρώτη φορά δεν στεκόμουν από την πλευρά του Jim Matheos, αλλά από δεξιά, με αποτέλεσμα να μην ακούω πολύ την κιθάρα του. Κι εκεί που σκεπτόμενη τα προβλήματα του ήχου πιάνεις τον εαυτό σου να μονολογεί: «Πόσο μου λείπει το Ρόδον;», λες λίγη σημασία έχει, χαλάλι το ξελαρύγγιασμα, χαλάλι η κούραση και ξεχνάς κάθε ατέλεια. Οι Fates Warning έχουν θεμελιώσει ένα δυνατό οπαδικό πυρήνα και όχι αδίκως, μιας και έχουν επιδείξει σεβασμό και αγάπη απέναντι στο κοινό τους, το οποίο και ανταποκρίνεται αναλόγως. Πώς θα γινόταν διαφορετικά άλλωστε, τη στιγμή που είναι από τα λίγα συγκροτήματα που περιλαμβάνουν πάντα τη χώρα μας ως σταθμό σε ευρωπαϊκή περιοδεία, ενώ διατηρούν έως σήμερα ένα χαμηλό προφίλ που τους καθιστά προσιτούς και ιδιαίτερα συμπαθείς. Καθώς τα live για το progressive κοινό είναι λιγοστά, θα περίμενα η προσέλευση να είναι μεγαλύτερη, αν και ομολογώ ότι το στριμωξίδι και η μασχαλίλα δεν μου έλειψαν. Ευτυχώς οι παρευρισκόμενοι φρόντισαν να δημιουργήσουν αυτή τη μαγική ατμόσφαιρα και το οικείο κλίμα που βιώνουμε πάντα στις εμφανίσεις των FW μεταξύ των ίδιων «γνωστών αγνώστων». Άνετα πρόκειται για καλύτερη εμφάνιση σε σχέση με τις τελευταίες. Ίσως από το 2005 θα έλεγα ότι είχα να ευχαριστηθώ έτσι συναυλία Fates, με τη διαφορά ότι τώρα δεν είχαμε πανό -το οποίο επιβιώνει ακόμα μέσα σε μια ντουλάπα όπως πληροφορήθηκα- αλλά με το σύνθημα ακόμα επίκαιρο : “From our point of view, we never say goodbye”.
Setlist: One Thousand Fires, Pale Fire, Part Of The Machine, A Pleasant Shade Of Gray, Part III, One, Simple Human, I Am, Through Different Eyes, The Ivory Gate Of Dreams: IV. Quietus, A Pleasant Shade Of Gray, Part XI, Firefly, Wish, Life In Still Water, We Only Say Goodbye, Monument Encore 1: A Pleasant Shade Of Gray, Part IX, The Eleventh Hour, Point Of View Encore 2: Nothing Left To Say |
Φωτογραφίες: Χρήστος Κισατζεκιάν www.livephotographs.com
Be the first to comment