[Self-Released, 2015]
Εισαγωγή: Νίκος Βέβες
10 / 11 / 2015
Η Αυστραλία εξακολουθεί να έχει ενδιαφέρον μουσικά. Μπορεί το πρόσημο αυτού του ενδιαφέροντος να μην είναι πάντα θετικό, αλλά το ενδιαφέρον παραμένει ενδιαφέρον. Αφενός, ας πούμε, έχουμε τους σημαντικότερους εκπροσώπους του αυστραλέζικου prog χώρου, τους Karnivool και τους Dead Letter Circus, να έχουν παρουσιάσει μέτριες έως κακές πρόσφατες δουλειές. Στον αντίποδα, μόνο φέτος έχουν βγει σπουδαία δισκάκια από τους Caligula’s Horse, τους Transience και τους Arcane. Στους τελευταίους, αυτούς με τα σπουδαία ή έστω καλύτερα του αναμενόμενου δισκάκια, έρχονται να προστεθούν και οι Breaking Orbit.
Σχηματισμένοι το 2009 με το όνομα Nucleus, η παρέα των Quayle, Mitrovitch, Mitrovitch και Tyson άλλαξαν το συλλογικό τους όνομα σε Breaking Orbit το 2010 και, έχοντας ήδη περιοδεύσει εκτεταμένα στην Αυστραλία μαζί με τους Dead Letter Circus, κυκλοφόρησαν το εξαιρετικό τους ντεμπούτο, “The Time Traveller”, το 2012. Τόσο οι live εμφανίσεις τους όσο και το “Time Traveller” οδήγησαν στον σχηματισμό ενός αξιοσέβαστου πυρήνα οπαδών στη γενέτειρά τους, αλλά όλα δείχνουν πως με το “Transcension” και με την υποδοχή που έχει ήδη λάβει μπορούν να κάνουν θόρυβο γύρω από το όνομά τους και να πολλαπλασιάσουν τους ακροατές τους και εκτός Αυστραλίας.
Generic Australian Alt-Prog Δε θα σας το κρύψω, έχω επηρεαστεί τόσο από την alt-prog σκηνή της Αυστραλίας, που όταν ο αρχισυντάκτης του progrocks.gr μου ζήτησε τον Ιούλιο κριτική στο νέο δίσκο των Breaking Orbit, του απάντησα ότι δεν είμαι σε mood μέσα στο καταχείμωνο να γράφω. Είναι κοινό μυστικό πλέον πως το ιδίωμα αυτό της rock ανθεί σε αυτό το γεωγραφικό μήκος και πλάτος, δίνοντας μπάντες όπως οι Karnivool, οι Caligula’s Horse, οι Toehider, οι Sydonia και αρκετούς ακόμα που έκαναν κάπως μόδα το σκεπτόμενο rock τα τελευταία χρόνια. Σε αυτή την ομάδα έχουν προστεθεί εδώ και ορισμένα χρόνια οι Breaking Orbit, ένα τετραμελές συγκρότημα από το Sydney, που σχηματίστηκε το 2009 από τον τραγουδιστή-κιθαρίστα Matt Quayle, τον ντράμερ Mark Tyson και τον έτερο κιθαρίστα Dylan Mitrovitch υπό την ονομασία Nucleus, όμως με την είσοδο στη μπάντα του μπασίστα Ayden Mitrovich άλλαξαν όνομα και κυκλοφόρησαν τον πρώτο τους δίσκο, το “The Time Traveller” το 2013. Η μουσική τους χαρακτηρίζεται από μικρά τραγούδια σε διάρκεια, djent rhythm section αλλά σε πιο σταθερό μοτίβο, σχεδόν καθόλου σόλο από την κιθάρα, παρά μόνο ορισμένα lead σημεία στα τραγούδια για να τονίζουν τη μελωδία και έναν τραγουδιστή υψίφωνο, κάτι που μπορεί να «χαλάσει» αυτούς στους οποίους αρέσει ο όγκος και το γρέζι στη φωνή. Η παραγωγή είναι ογκώδης και καθαρή, με το μπάσο να είναι πολύ μπροστά όπως και η φωνή, δίνοντας μια ιδιαιτερότητα στον ήχο, και τα υπόλοιπα πιο πίσω, χωρίς ευτυχώς να θάβονται. Χαρακτηριστικά τραγούδια αυτού του στυλ είναι το “When Isis Starts Τo Cry”, όπου το παιχνίδι με τους χρόνους, η κιθάρα που θυμίζει πολύ Tool, το πιασάρικο refrain και οι djent επιρροές της μπάντας κάνουν την εμφάνισή τους ειδικά στο τελείωμα του, ή το “Become The Light” που θυμίζει πολύ TesseracT, αλλά και το “Song of The Sea” με τις χορευτικές μελωδίες στο μέσο του που θα μπορούσαν να το είχαν γράψει οι Dead Letter Circus, αν ήταν πιο σκοτεινοί. Από την άλλη, υπάρχουν και τα πιο ταξιδιάρικα κομμάτια, όπως το “Transcension Pt. 2” που είναι μελωδικό τραγούδι με βαρύ μπάσο, ιδανικό για να σε βάλει στο κλίμα του δίσκου, το “Namaskar” το πιο ήρεμο και απλό κομμάτι του δίσκου που φέρνει λίγο στο μυαλό τα προοδευτικά σημεία των Cog, ή τα “Eternity” και “Transcension Pt. 3” που κλείνουν το δίσκο και οι μελωδίες τους σου δημιουργούν μια νοσταλγία. Τέλος, προσωπικά ξεχώρισα το “Another Rac”e που είναι πιο straight rock στην αρχή με μπάσο βαρβάτο που φέρνει στο μυαλό Red Hot Chili Peppers, ενώ τα tribal τύμπανα, η ηχογραφημένη ομιλία στη μέση, τα tutti σημεία κιθάρας-φωνής και το τέλειο refrain, το τοποθετούν κατ’ εμέ στην κατηγορία super hit. Το “Transcension” είναι ένας ωραίος alt-prog δίσκος, χωρίς να κάνει τη διαφορά στο ιδίωμα, αλλά δεν περνάει και απαρατήρητος. Είναι μοντέρνος, χωρίς να πέφτει στην παγίδα του djent, με σημεία που αν δουλευτούν περισσότερο από τη μπάντα θα την αλλάξουν επίπεδο. Πιστεύω πως θα μας απασχολήσουν στο μέλλον θετικά με κάποια κυκλοφορία τους. Η τωρινή όμως είναι απλώς ικανοποιητική.
6.5 / 10 Γιάννης Βούλγαρης | Δείχνει πολυμορφικό, είναι supercar Λαμβάνοντας υπόψιν πως το 2015 φαίνεται να είναι το έτος των άκρων για την Αυστραλία, με τα πλέον δημοφιλή συγκροτήματα της crossover prog σκηνής της να βγάζουν μετριότητες το τελευταίο διάστημα (μα τι έχουν πάθει οι Dead Letter Circus;!) και διαμάντια να εμφανίζονται από εκεί που δεν το περιμένεις (εντάξει, κάποιοι ορθώς την ψυλλιάστηκαν από νωρίς τη φάση με τους/τον Hibernal/Mark Healy), το ψυχεδελικά παραφορτωμένο με αποχρώσεις της μελανιάς εξώφυλλο του δεύτερου δίσκου των Breaking Orbit προδιαθέτει για μετριότητα. Αλλά τον δίσκο δεν τον κρίνεις από το εξώφυλλο, έτσι δεν είναι; Ε; Έτσι δεν είναι, “No World For Tomorrow”;! E λοιπόν, το “Transcension” είναι σαν να έχεις κινητήρα Porsche σε σασί Fiat Multipla. Είναι οπτικά κακάσχημο, αλλά είναι να μην το ακούσεις γιατί έτσι και το ακούσεις θα ανακαλύψεις ότι γουργουρίζει αλλά και βρυχάται υπέροχα. Ναι, αρχικά φαίνεται να αναπαράγει όλα τα αναμενόμενα και προβλέψιμα στοιχεία του prog από «σα κάτ’», αλλά το κουαρτέτο επεκτείνει πάνω σε αυτά και δημιουργεί κάτι το οποίο διαφοροποιείται σημαντικά από τα υπόλοιπα και είναι χαρακτηριστικά δικό τους. Από τις έξοχες και συχνά συναισθηματικά φορτισμένες μελωδίες (“When Isis Starts To Cry”, “The Glitch”) μέχρι τον επιθετικό djent-ίζοντα όγκο των riff του Dylan Mitrovich (“Song of the Sea”), από τον ψαγμένο ήχο στα καλογραμμένα κιθαριστικά περάσματα που κοιτάζουν πότε στο παρελθόν του progressive rock και πότε στο παρόν του progressive metal, συχνά στο ίδιο κομμάτι (“Become The Light”), μέχρι το σπουδαίο λαρύγγι του Matt Quayle και τις καταπληκτικές του ερμηνείες σε κάθε κομμάτι και από το στιβαρό rhythm section των Ayden Mitrovich στο μπάσο και Mark Tyson στα τύμπανα και τη βιόλα (!!!) μέχρι τον πειραματισμό με ηλεκτρονικά στοιχεία και κρουστά πέρα των ντραμς (“Transcension Pt. 3”), το “Transcension” αποκαλύπτει με σχεδόν ανησυχητική ευκολία όχι μόνο το ταλέντο που διαθέτει η μπάντα, αλλά και το πόση σκέψη, προσοχή και φροντίδα έχει επενδυθεί στα κομμάτια σε συνθετικό, ενορχηστρωτικό και στιχουργικό επίπεδο. Ναι, το “Transcension” αποκαλύπτει τις αρετές του γρήγορα, αλλά αυτό δε σημαίνει πως «παλιώνει» εξίσου γρήγορα. Τουναντίον, ο δίσκος φαίνεται να απαιτεί/προκαλεί πολλαπλές και δη απανωτές ακροάσεις καθώς διαθέτει τόση ουσία που δε μπορεί να αφομοιωθεί πλήρως από τις πρώτες δύο ή τρεις φορές που το δισκάκι θα φέρει τις βόλτες του. Δύο στα δύο, λοιπόν, για τους Breaking Orbit, οι οποίοι φαίνονται και οι πιο πιθανοί εκ των αυστραλέζικων συγκροτημάτων να καταφέρουν το πολυπόθητο, αλλά τόσο δύσκολο τελικά τρία στα τρία. Προς το παρόν, μπορούμε με ασφάλεια να μιλάμε για έναν από τους καλύτερους crossover δίσκους (ανεξαρτήτως προέλευσης) για το 2015.
9 / 10 Νίκος Βέβες |
Be the first to comment