[Soleil Mutant, 2015]
Εισαγωγή: Κώστας Μπάρμπας
26 / 08 / 2015
Η Γαλλία είναι παραδοσιακά μια χώρα ανοιχτή στην avant-garde τέχνη (ο όρος είναι γαλλικός άλλωστε). Ήταν λοιπόν αναμενόμενο ότι πολλές από τις νεοσύστατες μπάντες του λεγόμενου avant-prog, το οποίο πήρε σάρκα και οστά κάπου στις αρχές των 70s, θα ήταν Γαλλικές. Πέρα από αυτό, οι θρυλικοί Magma του Christian Vander μορφοποίησαν την δική τους προσωπική και ιδιαίτερη avant-prog άποψη, το λεγόμενο Zeuhl. Όπως ήταν λογικό αρκετά μουσικά σχήματα επηρεάστηκαν από τους Magma, αν και το Zeuhl δεν μονοπώλησε τη Γαλλική σκηνή.
Οι Scherzoo κυκλοφόρησαν τον πρώτο τους δίσκο με τίτλο “01” το 2011, με το “02” να ακολουθεί το 2012, όντας μέρος μια φαινομενικής αναγέννησης του Γαλλικού avant-prog (στην ουσία ποτέ δεν σταμάτησε να παράγει έργα), μαζί με τα “Guérison” των Setna και “Fanfare du chaos” των Rhùn (του 2013 και σε ξεκάθαρους Zeuhl δρόμους και τα δύο), αλλά και το πιο συμφωνικό φετινό ντεμπούτο των Alco Frisbass (oι κριτικές μας εδώ), ενώ παράλληλα οι Magma συνεχίζουν να δισκογραφούν με φρεσκάδα νεοσύστατης μπάντας (κλικ). Το βασικό γνώρισμα των δύο πρώτων δίσκων των Scherzoo είναι η ανάμειξη του avant-prog με κάποια Zeuhl στοιχεία και σφιχτό jazz-fusion παίξιμο. Στο φετινό “03” ο πολυοργανίστας και ιθύνων νους της μπάντας, François Thollot, επέλεξε να συνοδεύσει τα 6 κομμάτια του δίσκου, με 3 bonus tracks ηχογραφημένα με διαφορετικό line-up.
Πειραματική καλλιέπεια Αυτό που έμελλε να αποκαλεστεί πειραματικός ήχος πήρε πολλές διαστάσεις και με τον καιρό μεταλλάχθηκε στην βάση μιας διάδρασης με το περιβάλλον του. Έτσι, πέρα από την «μετωπική» σύγκρουση με την avant-garde μετά τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες (ρεύμα που έδωσε τα εργαλεία για την μετέπειτα θεωρητική και μουσική εννοιολόγηση) άνθησαν, μετά από προσμίξεις, τάσεις ιδιαίτερης δυναμικής μεταξύ των οποίων άξιες λόγου είναι για παράδειγμα τα RIO και Zeuhl. Με αυτόν τον τρόπο, είναι ιδιαίτερη η χαρά για τον φίλο αυτού του μουσικού ρεύματος να φτάνουν στα αυτιά του δίσκοι φετινοί σαν και την νέα κυκλοφορία των Scherzoo. Πράγματι, η μύηση στο συγκρότημα του François Thollot είναι μία διαδικασία που αποτελεί προσπάθεια και η τρίτη κατά σειρά κυκλοφορία του συγκροτήματος του οποίου ηγείται είναι η πιο απτή απόδειξη. Το “03” των Scherzoo αξιοποιεί μία πληθώρα οργάνων όπως τσέλο και σαξόφωνο σε έναν εμφανώς κλασσικίζοντα fusion/jazz προσανατολισμό με τα πλήκτρα να δίνουν τους απαραίτητους τόνους σκούρου φόντο. Στο όλο εγχείρημα θα πρέπει να αναφερθεί ότι κάνουμε λόγο για έναν δίσκο που ξεπερνά τη μία ώρα, πράγμα που κάνει άξιο συγχαρητηρίων των Thollot (αν και τρία κομμάτια είναι από το solo project του). Ομολογουμένως η έναρξη και οι πρώτες στιγμές του δίσκου δεν με κέρδισαν εξολοκλήρου και άποψή μου είναι πως ο δίσκος ξετυλίγεται από το δεύτερο μισό και κάτω. Παρόλα αυτά, και λόγω της ιδιομορφίας του είδους, αυτό δεν σημαίνει ότι έχουμε να κάνουμε με κομμάτια ασταθή, όσο περισσότερο με ορισμένες μινιμαλιστικές επαναλήψεις, ιδιαίτερα από πλευράς πλήκτρων, που μπορεί υφολογικά να ακολουθούν την πεπατημένη ορθοδοξία, στο δια ταύτα ωστόσο δεν εισχώρησαν πιο μέσα, παρά μόνο χρησίμευσαν ως «γυμνάσματα» στο αυτί για την συνέχεια. Η συνέχεια όμως δεν είναι έτσι, με πιο ευρείες συνθέσεις να κάνουν την εμφάνισή τους, όργανα όπως η κιθάρα να βγαίνουν διακριτικά στο προσκήνιο ενώ γενικά ο τόνος και η ένταση ανεβαίνουν. Στον τομέα των τυμπάνων και του σαξοφώνου έχει γίνει εκπληκτική δουλειά (με τον σαξοφωνίστα Renauld Vernet να έχει παρακολουθήσει αρκετά τον David Jackson των Van der Graaf Generator) και συνθέσεις όπως τα “Contagion”, “Turbulence” και “Dissonata” να αποτελούν προνομιακό πεδίο ανάδειξής τους. Επιγραμματικά και αυτές οι τρεις συνθέσεις αποτελούν τα βαρύτιμα στολίδια που ανεβάζουν ψηλά το επίπεδο του δίσκου. Συνολικά πρόκειται για μία άκρως ενδιαφέρουσα κυκλοφορία, ιδιαίτερα για τα ευήκοα ώτα, που από την φύση της μουσικής της μία γραμμική αποτίμηση καθίσταται εν τέλει μία λανθασμένη προσέγγιση προς την ουσία της.
8 / 10 Δημήτρης Καστρίτης | Allez les blue Πριν καν βάλεις να παίξει το νέο τρίτο album των Scherzoo, ξέρεις από πριν τι περίπου θα ακούσεις. Ακόμα και η επιλογή της απλής αρίθμησης στους τίτλους των τριών δίσκων, δίνει την αίσθηση πως αποτελούν κεφάλαια του ίδιου βιβλίου. Τα τρία χρόνια διαφοράς όμως του 3ου με το 2ο κεφάλαιο συνηγορούν σε λίγο πιο μεγάλες διαφοροποιήσεις. Τα Zeuhl στοιχεία μειώνονται και η «αιχμηρότητα» που συναντούμε στα δύο πρώτα album, εδώ είναι σαφώς περιορισμένη. Το Avant-Prog του “03” είναι πιο smoothy, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν παραμένει απαιτητικό για τον ακροατή. Τα 6 πρώτα ηλεκτρικά κομμάτια αποτελούν τον «κανονικό» δίσκο, ενώ τα 3 bonus είναι παιγμένα ακουστικά. Στο ηλεκτρικό κομμάτι του album είναι η κιθάρα και το σαξόφωνο που πρωτοστατούν ως lead όργανα, με τα πλήκτρα του αρχηγού François Thollot να χρωματίζουν καίρια τις συνθέσεις και να προσθέτουν coolness. Αξιοθαύμαστη είναι η ισορροπία που επιταχύνεται ανάμεσα στον Avant-Prog και τον jazz-fusion χαρακτήρα των συνθέσεων. Τα «αγχωμένα» avant θέματα φιλτράρονται μέσα από το jazzy παίξιμο και γίνονται κάπως πιο ευκολοχώνευτα. Το συνθετικό επίπεδο παραμένει υψηλό καθ’ όλη τη διάρκεια. Προσωπικά δυσκολεύτηκα να ξεχωρίσω κάποιο από τα έξι κομμάτια, οπότε με καθαρά υποκειμενικά κριτήρια θα επέλεγα ως κορυφαίο το “Open Cluster”. Στο δεύτερο ακουστικό μέρος του δίσκου ακούμε μια τελείως διαφορετική μπάντα. Ο Thollot αναλαμβάνει χρέη ντράμερ, ενώ τα lead όργανα είναι το πιάνο, το τσέλο και το hurdy gurdy. Οι συνθέσεις και εδώ παραμένουν σε καλό επίπεδο, με το τελευταίο κομμάτι (“Dissonata”) να είναι πιθανόν και το καλύτερο. Το παίξιμο όμως, αλλά και γενικότερα το τελικό αποτέλεσμα βγάζει μια αίσθηση ακαδημαϊσμού που προσωπικά δεν με ενθουσιάζει. Παρόλα αυτά ως άκουσμα είναι τουλάχιστον ευχάριστο και χαλαρωτικό. Οι Scherzoo κατάφεραν να κάνουν τις ενδιαφέρουσες κυκλοφορίες του τρεις. Το αριστούργημα μπορεί να μην έχει έρθει ακόμα, αλλά σε μια χρονιά σχετικά φτωχή μέχρι τώρα (για την παγκόσμια δισκογραφία γενικά), το “03” καλό θα ήταν να μην περάσει απαρατήρητο. Έχει την ποιότητα αλλά και την προσωπικότητα για να ενθουσιάσει τους ακροατές και των δύο ιδιωμάτων με τα οποία καταπιάνεται. (Από την τελική βαθμολογία δεν αφαιρέθηκαν πόντοι λόγω της ανομοιογένειας ανάμεσα στα δύο μέρη του δίσκου, αφού το δεύτερο μισό θεωρείται bonus)
7.5 / 10 Κώστας Μπάρμπας |
[Soleil Mutant, 2015]
Εισαγωγή: Κώστας Μπάρμπας
26 / 08 / 2015
Η Γαλλία είναι παραδοσιακά μια χώρα ανοιχτή στην avant-garde τέχνη (ο όρος είναι γαλλικός άλλωστε). Ήταν λοιπόν αναμενόμενο ότι πολλές από τις νεοσύστατες μπάντες του λεγόμενου avant-prog, το οποίο πήρε σάρκα και οστά κάπου στις αρχές των 70s, θα ήταν Γαλλικές. Πέρα από αυτό, οι θρυλικοί Magma του Christian Vander μορφοποίησαν την δική τους προσωπική και ιδιαίτερη avant-prog άποψη, το λεγόμενο Zeuhl. Όπως ήταν λογικό αρκετά μουσικά σχήματα επηρεάστηκαν από τους Magma, αν και το Zeuhl δεν μονοπώλησε τη Γαλλική σκηνή.
Οι Scherzoo κυκλοφόρησαν τον πρώτο τους δίσκο με τίτλο “01” το 2011, με το “02” να ακολουθεί το 2012, όντας μέρος μια φαινομενικής αναγέννησης του Γαλλικού avant-prog (στην ουσία ποτέ δεν σταμάτησε να παράγει έργα), μαζί με τα “Guérison” των Setna και “Fanfare du chaos” των Rhùn (του 2013 και σε ξεκάθαρους Zeuhl δρόμους και τα δύο), αλλά και το πιο συμφωνικό φετινό ντεμπούτο των Alco Frisbass (oι κριτικές μας εδώ), ενώ παράλληλα οι Magma συνεχίζουν να δισκογραφούν με φρεσκάδα νεοσύστατης μπάντας (κλικ). Το βασικό γνώρισμα των δύο πρώτων δίσκων των Scherzoo είναι η ανάμειξη του avant-prog με κάποια Zeuhl στοιχεία και σφιχτό jazz-fusion παίξιμο. Στο φετινό “03” ο πολυοργανίστας και ιθύνων νους της μπάντας, François Thollot, επέλεξε να συνοδεύσει τα 6 κομμάτια του δίσκου, με 3 bonus tracks ηχογραφημένα με διαφορετικό line-up.
Πειραματική καλλιέπεια Αυτό που έμελλε να αποκαλεστεί πειραματικός ήχος πήρε πολλές διαστάσεις και με τον καιρό μεταλλάχθηκε στην βάση μιας διάδρασης με το περιβάλλον του. Έτσι, πέρα από την «μετωπική» σύγκρουση με την avant-garde μετά τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες (ρεύμα που έδωσε τα εργαλεία για την μετέπειτα θεωρητική και μουσική εννοιολόγηση) άνθησαν, μετά από προσμίξεις, τάσεις ιδιαίτερης δυναμικής μεταξύ των οποίων άξιες λόγου είναι για παράδειγμα τα RIO και Zeuhl. Με αυτόν τον τρόπο, είναι ιδιαίτερη η χαρά για τον φίλο αυτού του μουσικού ρεύματος να φτάνουν στα αυτιά του δίσκοι φετινοί σαν και την νέα κυκλοφορία των Scherzoo. Πράγματι, η μύηση στο συγκρότημα του François Thollot είναι μία διαδικασία που αποτελεί προσπάθεια και η τρίτη κατά σειρά κυκλοφορία του συγκροτήματος του οποίου ηγείται είναι η πιο απτή απόδειξη. Το “03” των Scherzoo αξιοποιεί μία πληθώρα οργάνων όπως τσέλο και σαξόφωνο σε έναν εμφανώς κλασσικίζοντα fusion/jazz προσανατολισμό με τα πλήκτρα να δίνουν τους απαραίτητους τόνους σκούρου φόντο. Στο όλο εγχείρημα θα πρέπει να αναφερθεί ότι κάνουμε λόγο για έναν δίσκο που ξεπερνά τη μία ώρα, πράγμα που κάνει άξιο συγχαρητηρίων των Thollot (αν και τρία κομμάτια είναι από το solo project του). Ομολογουμένως η έναρξη και οι πρώτες στιγμές του δίσκου δεν με κέρδισαν εξολοκλήρου και άποψή μου είναι πως ο δίσκος ξετυλίγεται από το δεύτερο μισό και κάτω. Παρόλα αυτά, και λόγω της ιδιομορφίας του είδους, αυτό δεν σημαίνει ότι έχουμε να κάνουμε με κομμάτια ασταθή, όσο περισσότερο με ορισμένες μινιμαλιστικές επαναλήψεις, ιδιαίτερα από πλευράς πλήκτρων, που μπορεί υφολογικά να ακολουθούν την πεπατημένη ορθοδοξία, στο δια ταύτα ωστόσο δεν εισχώρησαν πιο μέσα, παρά μόνο χρησίμευσαν ως «γυμνάσματα» στο αυτί για την συνέχεια. Η συνέχεια όμως δεν είναι έτσι, με πιο ευρείες συνθέσεις να κάνουν την εμφάνισή τους, όργανα όπως η κιθάρα να βγαίνουν διακριτικά στο προσκήνιο ενώ γενικά ο τόνος και η ένταση ανεβαίνουν. Στον τομέα των τυμπάνων και του σαξοφώνου έχει γίνει εκπληκτική δουλειά (με τον σαξοφωνίστα Renauld Vernet να έχει παρακολουθήσει αρκετά τον David Jackson των Van der Graaf Generator) και συνθέσεις όπως τα “Contagion”, “Turbulence” και “Dissonata” να αποτελούν προνομιακό πεδίο ανάδειξής τους. Επιγραμματικά και αυτές οι τρεις συνθέσεις αποτελούν τα βαρύτιμα στολίδια που ανεβάζουν ψηλά το επίπεδο του δίσκου. Συνολικά πρόκειται για μία άκρως ενδιαφέρουσα κυκλοφορία, ιδιαίτερα για τα ευήκοα ώτα, που από την φύση της μουσικής της μία γραμμική αποτίμηση καθίσταται εν τέλει μία λανθασμένη προσέγγιση προς την ουσία της.
8 / 10 Δημήτρης Καστρίτης | Allez les blue Πριν καν βάλεις να παίξει το νέο τρίτο album των Scherzoo, ξέρεις από πριν τι περίπου θα ακούσεις. Ακόμα και η επιλογή της απλής αρίθμησης στους τίτλους των τριών δίσκων, δίνει την αίσθηση πως αποτελούν κεφάλαια του ίδιου βιβλίου. Τα τρία χρόνια διαφοράς όμως του 3ου με το 2ο κεφάλαιο συνηγορούν σε λίγο πιο μεγάλες διαφοροποιήσεις. Τα Zeuhl στοιχεία μειώνονται και η «αιχμηρότητα» που συναντούμε στα δύο πρώτα album, εδώ είναι σαφώς περιορισμένη. Το Avant-Prog του “03” είναι πιο smoothy, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν παραμένει απαιτητικό για τον ακροατή. Τα 6 πρώτα ηλεκτρικά κομμάτια αποτελούν τον «κανονικό» δίσκο, ενώ τα 3 bonus είναι παιγμένα ακουστικά. Στο ηλεκτρικό κομμάτι του album είναι η κιθάρα και το σαξόφωνο που πρωτοστατούν ως lead όργανα, με τα πλήκτρα του αρχηγού François Thollot να χρωματίζουν καίρια τις συνθέσεις και να προσθέτουν coolness. Αξιοθαύμαστη είναι η ισορροπία που επιταχύνεται ανάμεσα στον Avant-Prog και τον jazz-fusion χαρακτήρα των συνθέσεων. Τα «αγχωμένα» avant θέματα φιλτράρονται μέσα από το jazzy παίξιμο και γίνονται κάπως πιο ευκολοχώνευτα. Το συνθετικό επίπεδο παραμένει υψηλό καθ’ όλη τη διάρκεια. Προσωπικά δυσκολεύτηκα να ξεχωρίσω κάποιο από τα έξι κομμάτια, οπότε με καθαρά υποκειμενικά κριτήρια θα επέλεγα ως κορυφαίο το “Open Cluster”. Στο δεύτερο ακουστικό μέρος του δίσκου ακούμε μια τελείως διαφορετική μπάντα. Ο Thollot αναλαμβάνει χρέη ντράμερ, ενώ τα lead όργανα είναι το πιάνο, το τσέλο και το hurdy gurdy. Οι συνθέσεις και εδώ παραμένουν σε καλό επίπεδο, με το τελευταίο κομμάτι (“Dissonata”) να είναι πιθανόν και το καλύτερο. Το παίξιμο όμως, αλλά και γενικότερα το τελικό αποτέλεσμα βγάζει μια αίσθηση ακαδημαϊσμού που προσωπικά δεν με ενθουσιάζει. Παρόλα αυτά ως άκουσμα είναι τουλάχιστον ευχάριστο και χαλαρωτικό. Οι Scherzoo κατάφεραν να κάνουν τις ενδιαφέρουσες κυκλοφορίες του τρεις. Το αριστούργημα μπορεί να μην έχει έρθει ακόμα, αλλά σε μια χρονιά σχετικά φτωχή μέχρι τώρα (για την παγκόσμια δισκογραφία γενικά), το “03” καλό θα ήταν να μην περάσει απαρατήρητο. Έχει την ποιότητα αλλά και την προσωπικότητα για να ενθουσιάσει τους ακροατές και των δύο ιδιωμάτων με τα οποία καταπιάνεται. (Από την τελική βαθμολογία δεν αφαιρέθηκαν πόντοι λόγω της ανομοιογένειας ανάμεσα στα δύο μέρη του δίσκου, αφού το δεύτερο μισό θεωρείται bonus)
7.5 / 10 Κώστας Μπάρμπας |
Be the first to comment