Γράφουν οι: Ηλίας Γουμάγιας, Πάρης Γραβουνιώτης, Γιάννης Ζαβραδινός, Δημήτρης Καλτσάς, Δημήτρης Καστρίτης, Χρήστος Μήνος, Κώστας Μπάρμπας, Κώστας Ρόκας, Αλέξανδρος Τοπιντζής, Γιώργος Φλωράκης
Εισαγωγή: Δημήτρης Καλτσάς
Είναι πολύ δύσκολο να μιλήσει κανείς για τον Daevid Allen και να τον περιγράψει επαρκώς, γιατί ήταν και είναι πολλά πράγματα μαζί. Και είναι πολύ εύκολο ταυτόχρονα, γιατί όλα τα χαρακτηριστικά του Αυστραλού “εξωγήινου” είναι διακριτά και σαφή. Και όλα αυτά χρωματίζονται από μερικές από τις πιο σημαντικές στιγμές της σύγχρονης μουσικής ιστορίας με έντονο πολιτικό φόντο. Στιγμές στις οποίες συμμετείχε ή και δημιούργησε εξολοκλήρου ο Allen, ο οποίος ποτέ δεν κρύφτηκε, λατρεύοντας να εκτίθεται καλλιτεχνικά όσο λίγοι και καταφέρνοντας να το κάνει χωρίς ίχνος εγωισμού.
Ο άνθρωπος περιγράφεται από όλους ως ευγενής, ευφυέστατος, ζεστός, βαθιά καλλιεργημένος, πηγαία φιλικός, ασίγαστα δημιουργικός και με μία ζωντάνια αναπόφευκτα μεταδιδόμενη στους γύρω του. Ο αντισυμβατικός, αντικαπιταλιστής hippie ήταν αδιάφορος για υλικά αγαθά, αρνήθηκε τον σύγχρονο αποστειρωμένο αστικό τρόπο ζωής, συχνά αγκάλιαζε με θέρμη τη γραφικότητα, όντας ταυτόχρονα βαθιά πνευματώδης. Ένας λάτρης της φιλοσοφίας, ένας συνειδητοποιημένος ποιητής και συνθέτης με σκοπό, ο οποίος ποτέ δεν δεχόταν κανένα όριο στις εμπνεύσεις του, λειτουργώντας πάντα στα πλαίσια δημιουργικών συνόλων, ακόμα και σε πολλά σημεία της καθαρά προσωπικής του καριέρας. Υπήρξε υπερβατικός, πρωτοπόρος και καινοτόμος και καθόλου τυχαία ως κιθαρίστας ήταν θαυμαστής του Jeff Beck. Κατά πολλούς υπήρξε ένας από τους πατέρες του punk (πόσο ιστορικά αντιφατικό…) και χωρίς αμφιβολία ήταν ο κεντρικός εμπνευστής της freakout πλευράς της ψυχεδελικής και space rock μουσικής. Ο ίδιος όρισε τη σύζευξη της απόλυτης ηχοτοπικής ατμοσφαιρικότητας με την αυστηρή τεχνική του progressive σε ένα πακέτο γεμάτο από το καυστικό χιούμορ που έγινε ταυτόσημο των Gong, των space whisperers και των pot head pixies.
Όλα ξεκίνησαν από τότε που ο τότε beat ποιητής Divided Alien μετέβη το 1961 από τη Μελβούρνη στο Παρίσι κι από εκεί στο Λονδίνο, όπου λίγο αργότερα γνωρίστηκε με τον William S. Burroughs. Σχημάτισε την πρώτη του μπάντα με τον γιο του σπιτονοικοκύρη του, τον Robert Wyatt, και το νεοσύστατο σχήμα από Daevid Allen Trio μετονομάστηκε παίρνοντας το νέο όνομα από μία νουβέλα του Burroughs: Soft Machine. Επιστρέφοντας με το σχήμα του Canterbury από τη Γαλλία το 1967, δεν επετράπη στον Allen να μπει στην Αγγλία λόγω κάποιων επιπλοκών με τη visa του. Η συνέχεια ήταν η επιστροφή στο Παρίσι, η συμμετοχή του στα γεγονότα του Μάη του ’68 κι από εκεί με την παντοτινή σύντροφό του Gilli Smyth στη Μαγιόρκα, όπου γνώρισαν τον Didier Malherbe που τότε ζούσε σε μια σπηλιά (!). Μαζί ηχογράφησαν το ντεμπούτο της νέας μπάντας, που, απ’ ό,τι φάνηκε πολύ γρήγορα, ήταν πολύ παραπάνω από ένα μουσικό συγκρότημα…
Η συνέχεια είναι λίγο έως πολύ γνωστή και περιγράφεται μέσα από τις αναλύσεις που ακολουθούν σε μερικούς από τους σημαντικότερους δίσκους που άφησε ο Allen με τους Gong και όχι μόνο. Η glissando κιθάρα του, ο κοροϊδευτικός τρόπος με τον οποίο (μερικές φορές σχεδόν δεν) τραγουδούσε και ο θεατρικός παραλογισμός του πάνω και κάτω από τη σκηνή θα αποτελούν πάντα ένα ιδανικό παράδειγμα μοναδικότητας. Σε κάθε περίπτωση, κρίνοντας από τον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπισε τον επερχόμενο θάνατό του (κλικ), κάπως όμοια με έναν άλλο αντισυμβατικό τύπο, συμπεραίνει κανείς πως πολλές φορές παίρνουμε παραδείγματα αξιοπρέπειας από ιστορικά proto-trolls, όπως ο αγαπημένος μας Daevid.
Οι δίσκοι που επελέγησαν προς παρουσίαση από την πορεία του Daevid Allen από το ντεμπούτο των Gong μέχρι το περσινό “I See You” είναι 10 και η βαρύτητα δόθηκε στις ιδιαιτερότητες και την ιστορικότητα κάθε album, αλλά και στην καθαρά προσωπική ματιά καθενός από τους 10 γράφοντες.
1. Gong – Magick Brother [1970] γράφει ο Γιάννης Ζαβραδινός
To album θα κυκλοφορήσει τελικά τον Μάρτιο του 1970 από την ΒYG με παραγωγούς δυο εκ των ιδρυτών της, τους Jean Karakos και Jean-Luc Young. Στο εσώφυλλο για πρώτη φορά θα κάνει την εμφάνισή του ο κλασσικός πλέον γραφιστικός χαρακτήρας του Αllen, με τον pot head pixie να φιγουράρει παιχνιδιάρικα, με τον ίδιο τρόπο που μας εξηγεί το κομμάτι “Gongsong” για το πώς βρέθηκε στη Γη. Ουσιαστικά σηματοδοτεί την έναρξη της πιο θρυλικής μυθολογίας που ασφαλώς συνεχίστηκε στους επόμενους δίσκους. Αρκετά πρωτόλειο ως ντεμπούτο, με την κιθάρα και το γνωστό ερμηνευτικό ύφος του Allen να δεσπόζουν χωρίς τα ψυχεδελικά space ξεσπάσματα με τα οποία θα μας “κακομάθαινε” στη συνέχεια. Η παραγωγή του δίσκου μπορεί να χαρακτηριστεί ως μουντή, αλλά αυτό εντάσσεται στα υπέρ του δίσκου καθώς λειτουργεί ενισχυτικά στην όλη ατμόσφαιρα. Ευφάνταστες, σχεδόν χιουμοριστικές εισαγωγές, μελωδικά pop περάσματα, καμουφλαρισμένα πότε με σποραδικές πειραματικές εξάρσεις (όπως “ξυσίματα” στο κοντραμπάσο), πότε με τους εθιστικούς ψιθύρους της Smyth κι έναν Didier Malherbe με τις a la Charlie Parker Bebop πινελιές, είναι τα κύρια συστατικά μιας τόσο πετυχημένης συνταγής! “Rational Αnthem”, “Chainstore Chant / Pretty Miss Tittty”, “Fable Of A Fredfish / Hope You Feel Well”, “Ego”, “Gongsong” είναι τα κομμάτια που ξεχωρίζουν από την πρώτη κιόλας ακρόαση. Κατά γενική ομολογία το “Magick Brother” δε θεωρείται και ο ιδανικότερος δίσκος για να γνωρίσει κανείς τους Gong, άποψη που δε με βρίσκει σύμφωνο, γιατί οποιαδήποτε δουλειά φέρει την υπογραφή του Daevid Allen είναι ιδανική! “And everything we made, a flicker of light and shade, a body to wander by, a whistle of sound & sigh”. |
2. Daevid Allen – Banana Moon [1971] γράφει ο Ηλίας Γουμάγιας
Αρκετά πιο heavy από το ύφος των Gong, με αρκετά στοιχεία από τη σκηνή του Canterbury, το ύφος του album είναι ταυτόχρονα πειραματικό, αυτοσαρκαστικό, naive και λυσεργικό. Μεταξύ των κομματιών ξεχωρίζουν τα “Stoned Innocent Frankenstein”, “And His Adventures In the Land of Flip”, το πρώτο μέρος του οποίου αναφέρεται στον Wes Brunson, έναν εκκεντρικό Τεξανό εκατομμυριούχο ο οποίος συνετέλεσε στη δημιουργία των Soft Machine μετά από τη συνάντησή του με τον Kevin Ayers και τον Daevid Allen στη Μαγιόρκα, το δε δεύτερο μέρος αναφέρεται στις περιπέτειες του Daevid Allen στο Παρίσι το Μάη του ’68 (είναι γνωστό ότι εκείνη την περίοδο ο Allen μοίραζε αρκουδάκια και λουλούδια στους αστυνομικούς…). Κυρίως όμως, ξεχωρίζει η συγκλονιστική εκτέλεση του “Memories” του Hugh Hopper, τραγουδισμένο από το Robert Wyatt. Ένα τραγούδι που ποτέ πριν την κυκλοφορία του “Banana Μoon” δεν είχε κυκλοφορήσει επίσημα και το οποίο έχουν διασκευάσει, μεταξύ άλλων, οι The Mars Volta και η Whitney Houston. |
3. Gong – Camembert Electrique [1971] γράφει ο Γιώργος Φλωράκης
Ο δίσκος κυκλοφόρησε στη Γαλλία το 1971 και πέρασε τη Μάγχη τρία χρόνια αργότερα, μέσω της νεοσύστατης Virgin και μάλιστα σε τιμή single. Αυτός ήταν και ο λόγος που ακούστηκε από ένα τόσο πλατύ κοινό στην Αγγλία και κατά συνέπεια αργότερα σε όλη την Ευρώπη. Για όσους από εμάς έτυχε -λόγω ηλικίας- να δοκιμάσουμε μερικά χρόνια αργότερα τους πρώιμους καρπούς της αντι-κουλτούρας, όπου θα κατέτασσα τόσο την υπερρεαλιστική αισθητική του Zappa όσο και τη μετα-χίππικη λυσεργική μυθολογία των Gong, τα πράγματα ήταν κάπως περίεργα: είχε ήδη σκάσει το punk οπότε όλα αυτά φάνταζαν κάπως παλιομοδίτικα, προϊόντα μιας περασμένης εποχής. Έτσι, το ηλεκτρικό καμαμπέρ, τα τσαγεροκέφαλα ξωτικά του πλανήτη Gong, το «τσάι» και η «μαρμελάδα» του Daevid Allen και της παρέας του ήταν είδος πρώιμα ανεπτυγμένης νοσταλγίας για μια προηγούμενη εποχή, μια παλαιότερη φάση. Το punk ήρθε και πέρασε και μαζί του όλοι αυτοί που ήταν έτοιμοι να ουρλιάξουν «τράβα γαμήσου χίπη» σε τύπους όπως ο Allen. Και δημιουργήθηκε για το punk η ίδια νοσταλγία -όχι πια τόσο πρώιμη- όσο κι εκείνη για τον παράλληλο κόσμο που έφτιαχναν οι Gong. Τώρα έχουν μείνει τα πλάσματα της φαντασίας του Allen, το ανατρεπτικό χιούμορ και ο μετα-ζαπικός αυτοσαρκασμός και περισσότερο από οτιδήποτε άλλο τα εξαιρετικά τραγούδια του “Camembert Electrique”, που ακούγονται ακόμη καλύτερα εξαιτίας των συνεχών ακροάσεων που χρειαζόμασταν τότε -πιτσιρίκια ακόμα- για να καταλάβουμε τι στο διάβολο εννοεί ο ποιητής. Στο “Camembert Electrique” δημιουργείται ο θαυμαστός καινούργιος κόσμος του Allen και τώρα -ακριβώς την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, σαράντα τέσσερα χρόνια αργότερα- είναι η στιγμή που φεύγει ο σπουδαίος αυτός δημιουργός – πρωταρχικά κόσμων και σε δεύτερο επίπεδο μουσικής. Στον τόπο που εκείνος έφτιαξε κρυβόμαστε κι εμείς. Όχι ακριβώς όλοι, ίσως οι σχιζοφρενικότεροι (punk εδώ, Gong εκεί) της γενιάς μας. |
4. Gong – Flying Teapot [1973] γράφει ο Αλέξανδρος Τοπιντζής
Με γνώμονα αυτή την ελευθεριότητα, ο Allen εμπνέεται ένα “φευγάτο” concept (στιχουργικά και μουσικά) μακρυά από νόρμες ή κανόνες και αποφεύγοντας την εμπλοκή στον διαγωνισμό περιπλοκότητας που είχαν στήσει οι μεγάλοι της prog σχολής, οργανώνει μαεστρικά ένα αστρικό “carnival bizarre”. Μέχρι σήμερα δεν μπορώ να αποφασίσω εάν χρωστάει πιο πολλά η space ή η prog rock ή η jazz-fussion στο “Flying Teapot”, είναι όμως σίγουρο ότι η σύζευξη των διαφόρων ειδών στο εν λόγω album θεωρείται δίκαια ως ένα αιώνιο highlight της σημαντικότερης δεκαετίας και υβριδίων που περιλαμβάνει. Από τον κολλητικό ρυθμό του στίχου “banana, nirvana, manana” στο αξεπέραστο “Radio Gnome Invisible” που ανοίγει το δίσκο και την pop δυναμική του “The Pot Head Pixies”, μέχρι το ηδονικό ντουέτο της φωνής της Smyth με το σαξόφωνο του Malherbe στο “Witch’s Song / I Am Your Pussy” και την post-space, ομώνυμη 12λεπτη σύνθεση (που αντίστοιχη δεν κατάφεραν να γράψουν ποτέ οι Hawkwind), το “Flying Teapot” αφήνει στον ακροατή τεράστια περιθώρια στο να ψαχουλέψει, μανιακά ανάμεσα στους χιλιάδες ήχους του. Κι όμως, όσο κι αν αυτό θα φάνταζε απίθανο για οποιαδήποτε μη τεράστια μπάντα, οι Gong απέδειξαν πως αυτή ήταν απλά η αρχή. Το “Flying Teapot” απέκτησε σύντομα σοβαρό ανταγωνισμό, μόλις έξι μήνες μετά για την ακρίβεια, όταν κυκλοφόρησε το δεύτερο μέρος της Radio Gnome Invisible τριλογίας… |
5. Gong – Angels’s Egg [1973] γράφουν οι Πάρης Γραβουνιώτης & Χρήστος Μήνος Το “Angel’s Egg” είναι το δεύτερο μέρος της τριλογίας Radio Gnome Invisible που εμπνεύστηκε ο Allen (δεχόμενος την επιρροή του Sun Ra για τη σύλληψη της ιδέας) με πρωταγωνιστή τον Zero The Hero ο οποίος μέσω… acid trip ταξιδεύει στο διάστημα, με τη βοήθεια του Captain Capricorn βρίσκει το Πλανήτη Gong, συναντά την Θεά του Φεγγαριού Selene, επισκέπτεται τον Ναό Gong όπου αντικρίζει το “Angel’s Egg” και του αποκαλύπτεται το σχέδιο του Switch Doctor που θέλει τον ήρωα μας να οργανώνει στην Γη το Great Melting Feast of Freeks, όπου όποιος θα το διασκεδάζει θα του ανοίγει το πολυπόθητο Τρίτο Μάτι, εγκαινιάζοντας την Νέα Εποχή της Γης. Αν και ένα weed bong θα ήταν απαραίτητο για την κατανόηση της ιστορίας, στο μουσικό σκέλος τα πράγματα είναι πιο ξεκάθαρα. Ο δίσκος διέθετε την κατά γενική ομολογία καλύτερη σύνθεση των Gong. Εδώ εδραιώθηκε το το κλασσικό line-up που αποτελούνταν από τους: Daevid Allen σε φωνή και κιθάρα, Time Blake στα πλήκτρα, Steve Hillage στις κιθάρες, Mike Howlett στο μπάσο, Didier Malherbe σε σαξόφωνο και φλάουτο, Pierre Moerlen στα τύμπανα και φυσικά την Gilli Smyth στα space whispering φωνητικά. Το ρηξικέλευθο περιεχόμενο του album δύσκολα μπορεί να πολιτογραφηθεί σε ένα συγκεκριμένο μουσικό ιδίωμα. Space rock ατμόσφαιρα, jazz αυτοσχεδιασμοί, έντονη διάθεση για ακραίο πειραματισμό και η τρέλα του συχωρεμένου Daevid Allen συνθέτουν έναν αξεπέραστο δίσκο, όπου με βάση ένα απροσπέλαστο rhythm section βρίσκουν ευκαιρία οι Blake, Malherbe και Hillage να συνδυάζονται και να δημιουργούν μοναδικά ψυχεδελικά ταξίδια δίχως επιστροφή. O δίσκος ακούγεται σαν να καταγράφει τους παλμούς ενός ψυχεδελικού ονείρου τοποθετώντας τον ακροατή συνοδοιπόρο στο αγωνιώδες ταξίδι του Zero για την εύρεση της Ουτοπίας του. Η κυκλοφορία του τρίτου μέρους της τριλογίας ένα χρόνο μετά θα σηματοδοτήσει την αποχώρηση του Αllen από τους Gong και ουσιαστικά το τέλος της πρώτης περιόδου τους. Η τριλογία θα παραμείνει η καλύτερη στιγμή των Gong και το “Angel’s Egg”, αν όχι ο κορυφαίος τους δίσκος, είναι ίσως ο μόνος δίσκος των Gong που κοιτάει στα μάτια το μοναδικό “You”. |
6. Gong – You [1974] γράφει ο Δημήτρης Καστρίτης
Κατά μία άποψη, η σύμπραξη των τριών αυτών μουσικών είναι που χαρακτηρίζει το “You”, χωρίς να παραγνωρίζεται η ηγετική μορφή του Allen ή ο ρόλος του επίσης κομβικού Howlett στο μπάσο. Ωστόσο, σε κομμάτια όπως το “Master Builder”, “The Isle of Nowhere” ή το “You Never Blow Yr Trip Forever” είναι εμφανές πως το βάρος έχει μετατοπιστεί από την αφηγηματικότητα του Allen προς τις οργιώδεις εκτελέσεις του Hillage, τα space πλήκτρα του Blake και τις jazz επιρροές του Moerlen που κατά την γνώμη μου δίνουν την τελική πινελιά σε ένα αριστούργημα. Αυτό δε σημαίνει πως έχει χαθεί το ιδιότυπο χιούμορ και η παρουσία του Allen, αλλά πολύ περισσότερο πως στο εκτελεστικό πεδίο το συγκρότημα έφτασε σε επίπεδα που μάλλον δεν είχε ξαναφτάσει και χάραξε μονοπάτια δύσβατα για τους μετέπειτα μνηστήρες της τέχνης τους. Λίγοι είναι εκείνοι οι δίσκοι που έχουν στιγματίσει την εξέλιξη συγκεκριμένων μουσικών κατευθύνσεων οριοθετώντας ταυτόχρονα τις προηγούμενες τάσεις και ανοίγοντας παράλληλα ένα ευρύ πεδίο για τον εκάστοτε ακροατή ή μουσικό. Και αναμφίβολα το “You” είναι ένας από αυτούς. |
7. Planet Gong – Floating Anarchy Live [1977] γράφει ο Κώστας Ρόκας
Ο Allen εδώ παρουσιάζει μια πολύ ελεύθερη εκδοχή της μουσικής του και ως προς την εκτέλεσή της, αλλά και από τη μεριά της έμπνευσης. Καταφέρνει και επιβιώνει μέσα από τις φιλοδοξίες του για μουσική αυτονομία. Δημιουργεί μια ιπτάμενη αρμονία με νέους μουσικούς ορίζοντες και εκεί αρχίζει να χαλαρώνει οτιδήποτε μπορεί να του δημιουργήσει τον παραμικρό περιορισμό. Χαρακτηριστικό εδώ είναι ότι αφήνει μεγάλη ελευθερία κινήσεων στην μπάντα και εκεί δικαιώνεται. Στο πρόσωπο του… Dingbat Alien (έτσι αναγράφεται ο Allen στο album) και των Planet Gong βλέπουμε μια νέα μορφή έκφρασης, που αποτυπώνεται στην ελευθεριακή ή αναρχική -αν θέλετε- μορφή μουσικής. Με τα χρόνια βέβαια ο σπουδαίος Daevid Allen δικαιώθηκε, καθώς κράτησε και τον χαρακτήρα αλλά και το ήθος του στο ακέραιο, κάτι που φάνηκε μέχρι και στο περυσινό “I See You”. |
8. New York Gong – About Time [1979] γράφει ο Δημήτρης Καλτσάς
|
9. Gong – Zero To Infinity [2000] γράφει ο Κώστας Μπάρμπας
|
10. Gong – I See You [2014] γράφουν οι Ηλίας Γουμάγιας & Δημήτρης Καλτσάς Aυτό έμελλε να είναι το κύκνειο άσμα του αγαπημένου μας Daevid και κοιτώντας πάλι πίσω σε αυτό το πρόσφατο album (οι κριτικές μας εδώ) το συμπέρασμα που προκύπτει είναι πως δεν χρειαζόταν να είναι τόσο καλό, όχι απλώς γιατί ο Allen πάλευε με τον καρκίνο, αλλά και γιατί δεν είχε να αποδείξει κάτι. Οι απαντήσεις σε αυτά τα δύο βέβαια ήταν ότι στην οικογένεια των Allen το χαμόγελο δεν έσβησε ποτέ, ούτε το πνεύμα θετικότητας και ότι οι Gong ποτέ δεν αποτέλεσαν προσωπικό θέμα ενός ατόμου. Εν έτει 2014 λοιπόν οι Gong είναι εδώ, όπως τους λατρέψαμε μέσα από το κοινοβιακό προοδευτικό rock των 70’s. To “I See You” είναι ένας δίσκος ανασκοπικός, με συνεχείς αναφορές στα album-ορόσημα του παρελθόντος και παράλληλα ένας δίσκος από μια νέα, φιλόδοξη μπάντα που καταφέρνει να ακούγεται σαν ένα ορμητικό και πολλά υποσχόμενο ντεμπούτο. Ο άνθρωπος κλειδί της υπόθεσης ονομάζεται Orlando Allen. Ο γιος του Daevid και της Gilli, εξαιρετικός drummer, αναλαμβάνει ξεκάθαρα ηγετικό ρόλο στο σχήμα, ενώ εκτελεί και χρέη παραγωγού. Μπορεί η προσπάθεια για μια σύγχρονη, καλογυαλισμένη παραγωγή να μην ταιριάζει με το ύφος του album, σίγουρα όμως δεν αφαιρεί πόντους από το τελικό αποτέλεσμα, που από τις πρώτες νότες του ομώνυμου κομματιού μέχρι το αποχαιρετιστήριο “Thank You” και το “Shakti Yoni & Dingo Virgin” κρατά το ενδιαφέρον αμείωτο. Μεταξύ άλλων, υπάρχουν κομμάτια όπως το rock in opposition ύφους “Occupy”, το γκρουβάτο “Syllabub” και το “Pixielation”, που αποτελούν εξαιρετικά δείγματα Gong γραφής, ενώ το “Eternal Wheel”, σαφές tribute στους Ozric Tentacles (οι Ozric «γεννήθηκαν» μέσα από το “Glorious Om Riff” του “Master Builder”) είναι ίσως η πιο cool στιγμή του δίσκου. Ο τελευταίος δίσκος του Daevid Allen και των Gong μόνο θετικά συναισθήματα αφήνει. Το όραμα των Gong έχει περάσει πλέον στην καινούρια γενιά, οι παλιοί pot head pixies μπορούν να επιστρέψουν ήσυχοι στον πλανήτη τους να ξεκουραστούν. Μαζί με τον Daevid, πλέον… |
Γράφουν οι: Ηλίας Γουμάγιας, Πάρης Γραβουνιώτης, Γιάννης Ζαβραδινός, Δημήτρης Καλτσάς, Δημήτρης Καστρίτης, Χρήστος Μήνος, Κώστας Μπάρμπας, Κώστας Ρόκας, Αλέξανδρος Τοπιντζής, Γιώργος Φλωράκης
Εισαγωγή: Δημήτρης Καλτσάς
Είναι πολύ δύσκολο να μιλήσει κανείς για τον Daevid Allen και να τον περιγράψει επαρκώς, γιατί ήταν και είναι πολλά πράγματα μαζί. Και είναι πολύ εύκολο ταυτόχρονα, γιατί όλα τα χαρακτηριστικά του Αυστραλού “εξωγήινου” είναι διακριτά και σαφή. Και όλα αυτά χρωματίζονται από μερικές από τις πιο σημαντικές στιγμές της σύγχρονης μουσικής ιστορίας με έντονο πολιτικό φόντο. Στιγμές στις οποίες συμμετείχε ή και δημιούργησε εξολοκλήρου ο Allen, ο οποίος ποτέ δεν κρύφτηκε, λατρεύοντας να εκτίθεται καλλιτεχνικά όσο λίγοι και καταφέρνοντας να το κάνει χωρίς ίχνος εγωισμού.
Ο άνθρωπος περιγράφεται από όλους ως ευγενής, ευφυέστατος, ζεστός, βαθιά καλλιεργημένος, πηγαία φιλικός, ασίγαστα δημιουργικός και με μία ζωντάνια αναπόφευκτα μεταδιδόμενη στους γύρω του. Ο αντισυμβατικός, αντικαπιταλιστής hippie ήταν αδιάφορος για υλικά αγαθά, αρνήθηκε τον σύγχρονο αποστειρωμένο αστικό τρόπο ζωής, συχνά αγκάλιαζε με θέρμη τη γραφικότητα, όντας ταυτόχρονα βαθιά πνευματώδης. Ένας λάτρης της φιλοσοφίας, ένας συνειδητοποιημένος ποιητής και συνθέτης με σκοπό, ο οποίος ποτέ δεν δεχόταν κανένα όριο στις εμπνεύσεις του, λειτουργώντας πάντα στα πλαίσια δημιουργικών συνόλων, ακόμα και σε πολλά σημεία της καθαρά προσωπικής του καριέρας. Υπήρξε υπερβατικός, πρωτοπόρος και καινοτόμος και καθόλου τυχαία ως κιθαρίστας ήταν θαυμαστής του Jeff Beck. Κατά πολλούς υπήρξε ένας από τους πατέρες του punk (πόσο ιστορικά αντιφατικό…) και χωρίς αμφιβολία ήταν ο κεντρικός εμπνευστής της freakout πλευράς της ψυχεδελικής και space rock μουσικής. Ο ίδιος όρισε τη σύζευξη της απόλυτης ηχοτοπικής ατμοσφαιρικότητας με την αυστηρή τεχνική του progressive σε ένα πακέτο γεμάτο από το καυστικό χιούμορ που έγινε ταυτόσημο των Gong, των space whisperers και των pot head pixies.
Όλα ξεκίνησαν από τότε που ο τότε beat ποιητής Divided Alien μετέβη το 1961 από τη Μελβούρνη στο Παρίσι κι από εκεί στο Λονδίνο, όπου λίγο αργότερα γνωρίστηκε με τον William S. Burroughs. Σχημάτισε την πρώτη του μπάντα με τον γιο του σπιτονοικοκύρη του, τον Robert Wyatt, και το νεοσύστατο σχήμα από Daevid Allen Trio μετονομάστηκε παίρνοντας το νέο όνομα από μία νουβέλα του Burroughs: Soft Machine. Επιστρέφοντας με το σχήμα του Canterbury από τη Γαλλία το 1967, δεν επετράπη στον Allen να μπει στην Αγγλία λόγω κάποιων επιπλοκών με τη visa του. Η συνέχεια ήταν η επιστροφή στο Παρίσι, η συμμετοχή του στα γεγονότα του Μάη του ’68 κι από εκεί με την παντοτινή σύντροφό του Gilli Smyth στη Μαγιόρκα, όπου γνώρισαν τον Didier Malherbe που τότε ζούσε σε μια σπηλιά (!). Μαζί ηχογράφησαν το ντεμπούτο της νέας μπάντας, που, απ’ ό,τι φάνηκε πολύ γρήγορα, ήταν πολύ παραπάνω από ένα μουσικό συγκρότημα…
Η συνέχεια είναι λίγο έως πολύ γνωστή και περιγράφεται μέσα από τις αναλύσεις που ακολουθούν σε μερικούς από τους σημαντικότερους δίσκους που άφησε ο Allen με τους Gong και όχι μόνο. Η glissando κιθάρα του, ο κοροϊδευτικός τρόπος με τον οποίο (μερικές φορές σχεδόν δεν) τραγουδούσε και ο θεατρικός παραλογισμός του πάνω και κάτω από τη σκηνή θα αποτελούν πάντα ένα ιδανικό παράδειγμα μοναδικότητας. Σε κάθε περίπτωση, κρίνοντας από τον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπισε τον επερχόμενο θάνατό του (κλικ), κάπως όμοια με έναν άλλο αντισυμβατικό τύπο, συμπεραίνει κανείς πως πολλές φορές παίρνουμε παραδείγματα αξιοπρέπειας από ιστορικά proto-trolls, όπως ο αγαπημένος μας Daevid.
Οι δίσκοι που επελέγησαν προς παρουσίαση από την πορεία του Daevid Allen από το ντεμπούτο των Gong μέχρι το περσινό “I See You” είναι 10 και η βαρύτητα δόθηκε στις ιδιαιτερότητες και την ιστορικότητα κάθε album, αλλά και στην καθαρά προσωπική ματιά καθενός από τους 10 γράφοντες.
1. Gong – Magick Brother [1970] γράφει ο Γιάννης Ζαβραδινός
To album θα κυκλοφορήσει τελικά τον Μάρτιο του 1970 από την ΒYG με παραγωγούς δυο εκ των ιδρυτών της, τους Jean Karakos και Jean-Luc Young. Στο εσώφυλλο για πρώτη φορά θα κάνει την εμφάνισή του ο κλασσικός πλέον γραφιστικός χαρακτήρας του Αllen, με τον pot head pixie να φιγουράρει παιχνιδιάρικα, με τον ίδιο τρόπο που μας εξηγεί το κομμάτι “Gongsong” για το πώς βρέθηκε στη Γη. Ουσιαστικά σηματοδοτεί την έναρξη της πιο θρυλικής μυθολογίας που ασφαλώς συνεχίστηκε στους επόμενους δίσκους. Αρκετά πρωτόλειο ως ντεμπούτο, με την κιθάρα και το γνωστό ερμηνευτικό ύφος του Allen να δεσπόζουν χωρίς τα ψυχεδελικά space ξεσπάσματα με τα οποία θα μας “κακομάθαινε” στη συνέχεια. Η παραγωγή του δίσκου μπορεί να χαρακτηριστεί ως μουντή, αλλά αυτό εντάσσεται στα υπέρ του δίσκου καθώς λειτουργεί ενισχυτικά στην όλη ατμόσφαιρα. Ευφάνταστες, σχεδόν χιουμοριστικές εισαγωγές, μελωδικά pop περάσματα, καμουφλαρισμένα πότε με σποραδικές πειραματικές εξάρσεις (όπως “ξυσίματα” στο κοντραμπάσο), πότε με τους εθιστικούς ψιθύρους της Smyth κι έναν Didier Malherbe με τις a la Charlie Parker Bebop πινελιές, είναι τα κύρια συστατικά μιας τόσο πετυχημένης συνταγής! “Rational Αnthem”, “Chainstore Chant / Pretty Miss Tittty”, “Fable Of A Fredfish / Hope You Feel Well”, “Ego”, “Gongsong” είναι τα κομμάτια που ξεχωρίζουν από την πρώτη κιόλας ακρόαση. Κατά γενική ομολογία το “Magick Brother” δε θεωρείται και ο ιδανικότερος δίσκος για να γνωρίσει κανείς τους Gong, άποψη που δε με βρίσκει σύμφωνο, γιατί οποιαδήποτε δουλειά φέρει την υπογραφή του Daevid Allen είναι ιδανική! “And everything we made, a flicker of light and shade, a body to wander by, a whistle of sound & sigh”. |
2. Daevid Allen – Banana Moon [1971] γράφει ο Ηλίας Γουμάγιας
Αρκετά πιο heavy από το ύφος των Gong, με αρκετά στοιχεία από τη σκηνή του Canterbury, το ύφος του album είναι ταυτόχρονα πειραματικό, αυτοσαρκαστικό, naive και λυσεργικό. Μεταξύ των κομματιών ξεχωρίζουν τα “Stoned Innocent Frankenstein”, “And His Adventures In the Land of Flip”, το πρώτο μέρος του οποίου αναφέρεται στον Wes Brunson, έναν εκκεντρικό Τεξανό εκατομμυριούχο ο οποίος συνετέλεσε στη δημιουργία των Soft Machine μετά από τη συνάντησή του με τον Kevin Ayers και τον Daevid Allen στη Μαγιόρκα, το δε δεύτερο μέρος αναφέρεται στις περιπέτειες του Daevid Allen στο Παρίσι το Μάη του ’68 (είναι γνωστό ότι εκείνη την περίοδο ο Allen μοίραζε αρκουδάκια και λουλούδια στους αστυνομικούς…). Κυρίως όμως, ξεχωρίζει η συγκλονιστική εκτέλεση του “Memories” του Hugh Hopper, τραγουδισμένο από το Robert Wyatt. Ένα τραγούδι που ποτέ πριν την κυκλοφορία του “Banana Μoon” δεν είχε κυκλοφορήσει επίσημα και το οποίο έχουν διασκευάσει, μεταξύ άλλων, οι The Mars Volta και η Whitney Houston. |
3. Gong – Camembert Electrique [1971] γράφει ο Γιώργος Φλωράκης
Ο δίσκος κυκλοφόρησε στη Γαλλία το 1971 και πέρασε τη Μάγχη τρία χρόνια αργότερα, μέσω της νεοσύστατης Virgin και μάλιστα σε τιμή single. Αυτός ήταν και ο λόγος που ακούστηκε από ένα τόσο πλατύ κοινό στην Αγγλία και κατά συνέπεια αργότερα σε όλη την Ευρώπη. Για όσους από εμάς έτυχε -λόγω ηλικίας- να δοκιμάσουμε μερικά χρόνια αργότερα τους πρώιμους καρπούς της αντι-κουλτούρας, όπου θα κατέτασσα τόσο την υπερρεαλιστική αισθητική του Zappa όσο και τη μετα-χίππικη λυσεργική μυθολογία των Gong, τα πράγματα ήταν κάπως περίεργα: είχε ήδη σκάσει το punk οπότε όλα αυτά φάνταζαν κάπως παλιομοδίτικα, προϊόντα μιας περασμένης εποχής. Έτσι, το ηλεκτρικό καμαμπέρ, τα τσαγεροκέφαλα ξωτικά του πλανήτη Gong, το «τσάι» και η «μαρμελάδα» του Daevid Allen και της παρέας του ήταν είδος πρώιμα ανεπτυγμένης νοσταλγίας για μια προηγούμενη εποχή, μια παλαιότερη φάση. Το punk ήρθε και πέρασε και μαζί του όλοι αυτοί που ήταν έτοιμοι να ουρλιάξουν «τράβα γαμήσου χίπη» σε τύπους όπως ο Allen. Και δημιουργήθηκε για το punk η ίδια νοσταλγία -όχι πια τόσο πρώιμη- όσο κι εκείνη για τον παράλληλο κόσμο που έφτιαχναν οι Gong. Τώρα έχουν μείνει τα πλάσματα της φαντασίας του Allen, το ανατρεπτικό χιούμορ και ο μετα-ζαπικός αυτοσαρκασμός και περισσότερο από οτιδήποτε άλλο τα εξαιρετικά τραγούδια του “Camembert Electrique”, που ακούγονται ακόμη καλύτερα εξαιτίας των συνεχών ακροάσεων που χρειαζόμασταν τότε -πιτσιρίκια ακόμα- για να καταλάβουμε τι στο διάβολο εννοεί ο ποιητής. Στο “Camembert Electrique” δημιουργείται ο θαυμαστός καινούργιος κόσμος του Allen και τώρα -ακριβώς την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, σαράντα τέσσερα χρόνια αργότερα- είναι η στιγμή που φεύγει ο σπουδαίος αυτός δημιουργός – πρωταρχικά κόσμων και σε δεύτερο επίπεδο μουσικής. Στον τόπο που εκείνος έφτιαξε κρυβόμαστε κι εμείς. Όχι ακριβώς όλοι, ίσως οι σχιζοφρενικότεροι (punk εδώ, Gong εκεί) της γενιάς μας. |
4. Gong – Flying Teapot [1973] γράφει ο Αλέξανδρος Τοπιντζής
Με γνώμονα αυτή την ελευθεριότητα, ο Allen εμπνέεται ένα “φευγάτο” concept (στιχουργικά και μουσικά) μακρυά από νόρμες ή κανόνες και αποφεύγοντας την εμπλοκή στον διαγωνισμό περιπλοκότητας που είχαν στήσει οι μεγάλοι της prog σχολής, οργανώνει μαεστρικά ένα αστρικό “carnival bizarre”. Μέχρι σήμερα δεν μπορώ να αποφασίσω εάν χρωστάει πιο πολλά η space ή η prog rock ή η jazz-fussion στο “Flying Teapot”, είναι όμως σίγουρο ότι η σύζευξη των διαφόρων ειδών στο εν λόγω album θεωρείται δίκαια ως ένα αιώνιο highlight της σημαντικότερης δεκαετίας και υβριδίων που περιλαμβάνει. Από τον κολλητικό ρυθμό του στίχου “banana, nirvana, manana” στο αξεπέραστο “Radio Gnome Invisible” που ανοίγει το δίσκο και την pop δυναμική του “The Pot Head Pixies”, μέχρι το ηδονικό ντουέτο της φωνής της Smyth με το σαξόφωνο του Malherbe στο “Witch’s Song / I Am Your Pussy” και την post-space, ομώνυμη 12λεπτη σύνθεση (που αντίστοιχη δεν κατάφεραν να γράψουν ποτέ οι Hawkwind), το “Flying Teapot” αφήνει στον ακροατή τεράστια περιθώρια στο να ψαχουλέψει, μανιακά ανάμεσα στους χιλιάδες ήχους του. Κι όμως, όσο κι αν αυτό θα φάνταζε απίθανο για οποιαδήποτε μη τεράστια μπάντα, οι Gong απέδειξαν πως αυτή ήταν απλά η αρχή. Το “Flying Teapot” απέκτησε σύντομα σοβαρό ανταγωνισμό, μόλις έξι μήνες μετά για την ακρίβεια, όταν κυκλοφόρησε το δεύτερο μέρος της Radio Gnome Invisible τριλογίας… |
5. Gong – Angels’s Egg [1973] γράφουν οι Πάρης Γραβουνιώτης & Χρήστος Μήνος Το “Angel’s Egg” είναι το δεύτερο μέρος της τριλογίας Radio Gnome Invisible που εμπνεύστηκε ο Allen (δεχόμενος την επιρροή του Sun Ra για τη σύλληψη της ιδέας) με πρωταγωνιστή τον Zero The Hero ο οποίος μέσω… acid trip ταξιδεύει στο διάστημα, με τη βοήθεια του Captain Capricorn βρίσκει το Πλανήτη Gong, συναντά την Θεά του Φεγγαριού Selene, επισκέπτεται τον Ναό Gong όπου αντικρίζει το “Angel’s Egg” και του αποκαλύπτεται το σχέδιο του Switch Doctor που θέλει τον ήρωα μας να οργανώνει στην Γη το Great Melting Feast of Freeks, όπου όποιος θα το διασκεδάζει θα του ανοίγει το πολυπόθητο Τρίτο Μάτι, εγκαινιάζοντας την Νέα Εποχή της Γης. Αν και ένα weed bong θα ήταν απαραίτητο για την κατανόηση της ιστορίας, στο μουσικό σκέλος τα πράγματα είναι πιο ξεκάθαρα. Ο δίσκος διέθετε την κατά γενική ομολογία καλύτερη σύνθεση των Gong. Εδώ εδραιώθηκε το το κλασσικό line-up που αποτελούνταν από τους: Daevid Allen σε φωνή και κιθάρα, Time Blake στα πλήκτρα, Steve Hillage στις κιθάρες, Mike Howlett στο μπάσο, Didier Malherbe σε σαξόφωνο και φλάουτο, Pierre Moerlen στα τύμπανα και φυσικά την Gilli Smyth στα space whispering φωνητικά. Το ρηξικέλευθο περιεχόμενο του album δύσκολα μπορεί να πολιτογραφηθεί σε ένα συγκεκριμένο μουσικό ιδίωμα. Space rock ατμόσφαιρα, jazz αυτοσχεδιασμοί, έντονη διάθεση για ακραίο πειραματισμό και η τρέλα του συχωρεμένου Daevid Allen συνθέτουν έναν αξεπέραστο δίσκο, όπου με βάση ένα απροσπέλαστο rhythm section βρίσκουν ευκαιρία οι Blake, Malherbe και Hillage να συνδυάζονται και να δημιουργούν μοναδικά ψυχεδελικά ταξίδια δίχως επιστροφή. O δίσκος ακούγεται σαν να καταγράφει τους παλμούς ενός ψυχεδελικού ονείρου τοποθετώντας τον ακροατή συνοδοιπόρο στο αγωνιώδες ταξίδι του Zero για την εύρεση της Ουτοπίας του. Η κυκλοφορία του τρίτου μέρους της τριλογίας ένα χρόνο μετά θα σηματοδοτήσει την αποχώρηση του Αllen από τους Gong και ουσιαστικά το τέλος της πρώτης περιόδου τους. Η τριλογία θα παραμείνει η καλύτερη στιγμή των Gong και το “Angel’s Egg”, αν όχι ο κορυφαίος τους δίσκος, είναι ίσως ο μόνος δίσκος των Gong που κοιτάει στα μάτια το μοναδικό “You”. |
6. Gong – You [1974] γράφει ο Δημήτρης Καστρίτης
Κατά μία άποψη, η σύμπραξη των τριών αυτών μουσικών είναι που χαρακτηρίζει το “You”, χωρίς να παραγνωρίζεται η ηγετική μορφή του Allen ή ο ρόλος του επίσης κομβικού Howlett στο μπάσο. Ωστόσο, σε κομμάτια όπως το “Master Builder”, “The Isle of Nowhere” ή το “You Never Blow Yr Trip Forever” είναι εμφανές πως το βάρος έχει μετατοπιστεί από την αφηγηματικότητα του Allen προς τις οργιώδεις εκτελέσεις του Hillage, τα space πλήκτρα του Blake και τις jazz επιρροές του Moerlen που κατά την γνώμη μου δίνουν την τελική πινελιά σε ένα αριστούργημα. Αυτό δε σημαίνει πως έχει χαθεί το ιδιότυπο χιούμορ και η παρουσία του Allen, αλλά πολύ περισσότερο πως στο εκτελεστικό πεδίο το συγκρότημα έφτασε σε επίπεδα που μάλλον δεν είχε ξαναφτάσει και χάραξε μονοπάτια δύσβατα για τους μετέπειτα μνηστήρες της τέχνης τους. Λίγοι είναι εκείνοι οι δίσκοι που έχουν στιγματίσει την εξέλιξη συγκεκριμένων μουσικών κατευθύνσεων οριοθετώντας ταυτόχρονα τις προηγούμενες τάσεις και ανοίγοντας παράλληλα ένα ευρύ πεδίο για τον εκάστοτε ακροατή ή μουσικό. Και αναμφίβολα το “You” είναι ένας από αυτούς. |
7. Planet Gong – Floating Anarchy Live [1977] γράφει ο Κώστας Ρόκας
Ο Allen εδώ παρουσιάζει μια πολύ ελεύθερη εκδοχή της μουσικής του και ως προς την εκτέλεσή της, αλλά και από τη μεριά της έμπνευσης. Καταφέρνει και επιβιώνει μέσα από τις φιλοδοξίες του για μουσική αυτονομία. Δημιουργεί μια ιπτάμενη αρμονία με νέους μουσικούς ορίζοντες και εκεί αρχίζει να χαλαρώνει οτιδήποτε μπορεί να του δημιουργήσει τον παραμικρό περιορισμό. Χαρακτηριστικό εδώ είναι ότι αφήνει μεγάλη ελευθερία κινήσεων στην μπάντα και εκεί δικαιώνεται. Στο πρόσωπο του… Dingbat Alien (έτσι αναγράφεται ο Allen στο album) και των Planet Gong βλέπουμε μια νέα μορφή έκφρασης, που αποτυπώνεται στην ελευθεριακή ή αναρχική -αν θέλετε- μορφή μουσικής. Με τα χρόνια βέβαια ο σπουδαίος Daevid Allen δικαιώθηκε, καθώς κράτησε και τον χαρακτήρα αλλά και το ήθος του στο ακέραιο, κάτι που φάνηκε μέχρι και στο περυσινό “I See You”. |
8. New York Gong – About Time [1979] γράφει ο Δημήτρης Καλτσάς
|
9. Gong – Zero To Infinity [2000] γράφει ο Κώστας Μπάρμπας
|
10. Gong – I See You [2014] γράφουν οι Ηλίας Γουμάγιας & Δημήτρης Καλτσάς Aυτό έμελλε να είναι το κύκνειο άσμα του αγαπημένου μας Daevid και κοιτώντας πάλι πίσω σε αυτό το πρόσφατο album (οι κριτικές μας εδώ) το συμπέρασμα που προκύπτει είναι πως δεν χρειαζόταν να είναι τόσο καλό, όχι απλώς γιατί ο Allen πάλευε με τον καρκίνο, αλλά και γιατί δεν είχε να αποδείξει κάτι. Οι απαντήσεις σε αυτά τα δύο βέβαια ήταν ότι στην οικογένεια των Allen το χαμόγελο δεν έσβησε ποτέ, ούτε το πνεύμα θετικότητας και ότι οι Gong ποτέ δεν αποτέλεσαν προσωπικό θέμα ενός ατόμου. Εν έτει 2014 λοιπόν οι Gong είναι εδώ, όπως τους λατρέψαμε μέσα από το κοινοβιακό προοδευτικό rock των 70’s. To “I See You” είναι ένας δίσκος ανασκοπικός, με συνεχείς αναφορές στα album-ορόσημα του παρελθόντος και παράλληλα ένας δίσκος από μια νέα, φιλόδοξη μπάντα που καταφέρνει να ακούγεται σαν ένα ορμητικό και πολλά υποσχόμενο ντεμπούτο. Ο άνθρωπος κλειδί της υπόθεσης ονομάζεται Orlando Allen. Ο γιος του Daevid και της Gilli, εξαιρετικός drummer, αναλαμβάνει ξεκάθαρα ηγετικό ρόλο στο σχήμα, ενώ εκτελεί και χρέη παραγωγού. Μπορεί η προσπάθεια για μια σύγχρονη, καλογυαλισμένη παραγωγή να μην ταιριάζει με το ύφος του album, σίγουρα όμως δεν αφαιρεί πόντους από το τελικό αποτέλεσμα, που από τις πρώτες νότες του ομώνυμου κομματιού μέχρι το αποχαιρετιστήριο “Thank You” και το “Shakti Yoni & Dingo Virgin” κρατά το ενδιαφέρον αμείωτο. Μεταξύ άλλων, υπάρχουν κομμάτια όπως το rock in opposition ύφους “Occupy”, το γκρουβάτο “Syllabub” και το “Pixielation”, που αποτελούν εξαιρετικά δείγματα Gong γραφής, ενώ το “Eternal Wheel”, σαφές tribute στους Ozric Tentacles (οι Ozric «γεννήθηκαν» μέσα από το “Glorious Om Riff” του “Master Builder”) είναι ίσως η πιο cool στιγμή του δίσκου. Ο τελευταίος δίσκος του Daevid Allen και των Gong μόνο θετικά συναισθήματα αφήνει. Το όραμα των Gong έχει περάσει πλέον στην καινούρια γενιά, οι παλιοί pot head pixies μπορούν να επιστρέψουν ήσυχοι στον πλανήτη τους να ξεκουραστούν. Μαζί με τον Daevid, πλέον… |
Be the first to comment