[Periferic Records, 2014]
Εισαγωγή: Δημήτρης Καλτσάς
30 / 01 / 2015
H προοδευτική σκηνή της Ουγγαρίας δεν είναι η πιο φημισμένη ούτε και η πιο πολυπληθής σε αριθμό εκπροσώπων. Τα πρόσφατα χρόνια οι After Crying, οι Korai Öröm, οι Másfél και εσχάτως οι Special Providence έχουν δώσει δείγματα προοδευτικής μουσικής υψηλού επιπέδου με μεγάλο εύρος σε ύφος. Ανατρέχοντας όμως πιο πίσω στο χρόνο, εξαιρώντας το θρυλικό πρώτο album των Syrius (1972), η σημαντικότερη και πιο γνωστή Ουγγρική prog μπάντα μπορεί δικαιολογημένα να θεωρηθεί αυτή των πολυγραφότατων Omega, οι οποίοι εξάλλου γνώρισαν μεγάλη επιτυχία και εκτός των συνόρων της χώρας τους. Κι όμως, οι ειδήμονες της ουγγρικής σκηνής γνωρίζουν πως υπάρχει ένα αντίπαλο δέος που διεκδικεί τα σκήπτρα από τους Omega.
Oι Solaris σχηματίστηκαν το 1980, παίρνοντας το όνομά τους από το βιβλίο του Πολωνού συγγραφέα Stanislaw Lem. Το πρώτο τους album “Marsbéli Krónikák” [1984] (Martian Chronicles) γνώρισε μεγάλη επιτυχία στη χώρα τους, όχι απλά επειδή το progressive rock είχε μεγάλη απήχηση τότε, αλλά και γιατί θεωρείται ένα από τα σπουδαιότερα δείγματα συμφωνικού prog κατά τη δεκαετία του ’80 στην Ευρώπη. Έξι χρόνια μετά ακολούθησε το “Solaris 1990” και επέστρεψαν θριαμβευτικά το 1999 με το “Nostradamus – Book Of Prophecies” που απέσπασε πάρα πολύ καλές κριτικές.
Μετά από τον τρίτο τους δίσκο οι Solaris έπαψαν να είναι δραστήριοι, αλλά η ακμή του προοδευτικού ήχου στις μέρες μας δεν τους άφησε αδιάφορους (όπως και πολλές άλλες κάποτε ένδοξες μπάντες). Έτσι, η παλιά παρέα επανενώθηκε και οι παλιοί συνοδοιπόροι μπήκαν στο studio για να ετοιμάσουν το τέταρτο album τους, το sequel του “Marsbéli Krónikák” (καθόλου πρωτότυπη ιδέα, όντως…). Το ερώτημα κατά πόσο μπορεί η μουσική των Solaris να είναι σήμερα ενδιαφέρουσα και επίκαιρη φυσικά κυριαρχεί…
Δύο πλευρές του ίδιου νομίσματος Στα πέτρινα χρόνια των 80s για το progressive rock λίγες ήταν οι νεοϊδρυθείσες μπάντες που κατάφεραν να ξεχωρίσουν και να κάνουν την ποιοτική διαφορά σε μια εποχή όπου κυριαρχούσαν τα cheesy synths, με σημαντικότερους απ’ όλους φυσικά τους Marillion. Πέραν όμως της neo-prog σκηνής που άνθισε στο Ηνωμένο Βασίλειο εμφανίστηκαν και άλλα ταλαντούχα σχήματα όπως οι Bραζιλιάνοι Bacamarte με το αριστουργηματικό “Depois Do Fim” και φυσικά οι Ούγγροι Solaris με το “Marsbeli Kronikak” (Martian Chronicles αγγλιστί), έναν δίσκο ορόσημο για τον προοδευτικό χώρο των 80s-90s. Μετά λοιπόν από ένα μεγάλο διάλειμμα 15 ετών και έναν πολύ αξιόλογο και αρκετά διαφορετικό δίσκο όπως το “Nostradamus Book Of Prophecies”, οι Μαγυάροι επιστρέφουν με το sequel του ντεμπούτου τους, και αυτό που μένει να δούμε είναι αν κατάφεραν να προσεγγίσουν το μεγαλείο του. “Martian Chronicles II” λοιπόν, και ο πήχης των προσδοκιών μπαίνει αυτόματα ψηλά, μιας και, θέλοντας και μη, οι συγκρίσεις με το πρώτο είναι αναπόφευκτες. Η βάση του ηχητικού καμβά των Solaris παραμένει το symphonic prog των Genesis, η “Wish You Were Here” περίοδος των Floyd, το φλάουτο του Ian Anderson και οι synth πινελιές των Tangerine Dream. Πέραν τούτου όμως, διατηρούν τον εκμοντερνισμό του ήχου τους που τον είχαν ξεκινήσει από τον προηγούμενο τους δίσκο, και τον έχουν εμπλουτίσει με αισθητά πιο heavy κιθαριστικό παίξιμο και αρκετά tribal/ethnic, μέχρι και new age/classic στοιχεία που σε σημεία φέρνουν στον νου μέχρι και τον Σταμάτη Σπανουδάκη. Ο δίσκος ξεκινάει εντυπωσιακά με το “Martian Chronicles II Suite-1st Movement”, με έναν bass guitar καλπασμό που τον ακολουθεί ένας μαγικός συνδυασμός πλήκτρων-φλάουτου για να αντικατασταθεί από ένα δίπολο κιθάρας-σαξόφωνου μέχρι να επανέλθει στο θέμα του φλάουτου. Εξαιρετική εκκίνηση που συνεχίζεται εξίσου μαγικά με το “2-6th Movement”, μία σύνθεση με πολλές εναλλαγές και πλούσιο παίξιμο που συνοψίζει όλες τις επιρροές των Solaris. Η σουίτα κλείνει με το “7th Movement” που θυμίζει εντόνως το “The Great Gig In The Sky” και σε δομή και σε απόδοση. Κάπου εκεί ξεκινάει μια τεράστια κοιλιά που δυστυχώς δεν επανέρχεται ποτέ. Το δεύτερο μέρος του δίσκου, με μοναδική ίσως εξαίρεση το “The World Without Us”, είναι γεμάτο με μέτριες και νερόβραστες συνθέσεις, που δεν θυμίζουν σε τίποτε την μπάντα του πρώτου μέρους, και δεν δικαιολογούν ούτε την ποιότητά τους, ούτε την τριακονταετή τους πορεία. Η παραγωγή του δίσκου κινείται σε αρκετά υψηλά επίπεδα και αναδεικνύει στον μέγιστο βαθμό την πληθώρα οργάνων που συμμετέχουν σε αυτόν. Δεν μπορεί όμως με τίποτα κάποιος να ισχυριστεί το ίδιο και για το rhythm section των Solaris, που αποτελεί και το μεγάλο μειονέκτημα του “Martian Chronicles II”. Ειδικά το παίξιμο του original drummer τους, Laszlo Gomor, είναι εντελώς ανέμπνευστο και παιδικό, πόσο μάλλον όταν αναφερόμαστε σε μια καθαρά progressive rock μπάντα όπου το rhythm section είναι από τους πιο νευραλγικούς παράγοντές της. Εν κατακλείδι έχουμε να κάνουμε με έναν καθαρά Dr. Jekyll and Mr. Hyde δίσκο, με την “Martian Chronicles II” σουίτα που πιάνει όλη την πρώτη πλευρά του να θυμίζει την μπάντα που αγαπήσαμε το μακρινό 1984, και το δεύτερο μέρος του να κινείται σε πολύ ρηχά νερά όπου με δυσκολία κάποιος μπορεί να εντοπίσει έστω μία στιγμή μεγαλείου. Το θετικό πάντως είναι ότι φέτος πραγματοποιήθηκε ακόμη ένα αναπάντεχο prog comeback και ελπίζουμε στο εγγύς μέλλον να έχουμε ακόμη καλύτερες δισκογραρφικές στιγμές από τους Solaris.
7 / 10 Πάρης Γραβουνιώτης | Πολύ παλιά συνταγή Ας ξεκινήσουμε από μία παραδοχή: οι Solaris είχαν κάθε δικαίωμα να επιστρέψουν στη δισκογραφία 15 μετά το “Nostradamus – Book Of Prophecies”. Όλα τα albums τους ήταν πολύ προσεγμένα σε κάθε τους λεπτομέρεια και αν μη τι άλλο ποτέ δεν έλειπαν οι καλές (έως σπουδαίες) ιδέες από τη μουσική τους. Επίσης, ποτέ δεν κούρασαν και όσο κι αν μας απογοήτευσαν μεγάλα ονόματα του παρελθόντος με τα albums τους το 2014 (Amon Düül II, Caravan, Colosseum, Curved Air, Yes, Ian Anderson), οι Solaris ούτε τόσο μεγάλοι είναι ηλικιακά, ούτε έχουν τόσο πλούσια δισκογραφία, ώστε να θεωρούνται κορεσμένοι. Η πρώτη ένσταση όμως αφορά τον τίτλο του τέταρτου δίσκου τους. Η επιλογή της συνέχειας του ντεμπούτου τους με την πρόφαση της επετείου 30 ετών από την κυκλοφορία του θρυλικού “Marsbéli Krónikák” επί της ουσίας εκβιάζει την προσοχή του κοινού παρά δίνει κάτι καινούργιο. Κι αυτό, όχι μόνο γιατί αντίστοιχες απόπειρες αποδείχθηκαν καταδικασμένες (Eloy, Mike Oldfield και δε συμμαζεύεται…), αλλά κυρίως γιατί δεν υπάρχει λόγος για κάτι τέτοιο, εκτός της εγωιστικής και εύκολης παρελθοντολαγνείας που οδηγεί στη βέβηλη επιστράτευση δαφνών του παρελθόντος. Η αλήθεια είναι ότι επί της ουσίας το “Marsbéli Krónikák II” δεν είναι κακό album. Ίσως είναι πολύ καλύτερο απ’ ό,τι θα ανέμενε κανείς από μια μπάντα ανενεργή για τόσο μεγάλο διάστημα. Όπως πάντα, έτσι κι εδώ οι Solaris καταφέρνουν να εντυπωσιάσουν με την ποιότητα αρκετών ιδεών τους. Αυτό μόνο στο πρώτο μισό του δίσκου, στο 22λεπτο “Martian Chronicles II Suite”, με τις υπέροχες μελωδίες να κυριαρχούν και την πλοκή να είναι αργή και έξυπνα, αλλά φανερά απλουστευμένη. Το πιο κουραστικό ίσως στοιχείο εδώ είναι το παντελώς αδιάφορο rhythm section. Μπορεί οι ρυθμοί συνθετικά να είναι επιβεβλημένα αργοί, αλλά αυτό δρα περιοριστικά, αν και δε λείπουν οι χρωματισμοί σε κάποια σημεία. Η αλήθεια είναι ότι οι ρυθμικές αλλαγές ποτέ δεν ήταν μέσα στις πρώτες επιλογές των Solaris, αλλά αυτό που ίσως ακουγόταν ως πρωτότυπη άποψη συμφωνικού prog το 1984 (ίσως…), είναι απίθανο να εντυπωσιάζει και 30 χρόνια μετά. Κατά συνέπεια, η εφαρμογή μιας πολύ παλιάς συνταγής είναι πολύ πιθανό να συγκινεί κάθε αφοσιωμένο οπαδό και να κουράζει δικαιολογημένα κάθε μέσο φίλο της περιπετειώδους rock μουσικής σήμερα. Το βάρος έχει πέσει στην κιθάρα, τα πλήκτρα (που εδώ ευτυχώς δεν είναι εκείνα τα ενοχλητικά synths των 80s), το φλάουτο και το βιολί που χάρη στην πολύ καλή παραγωγή έχουν δέσει εντυπωσιακά, αλλά οι εκτελεστικές μανιέρες δεν αρκούν, ομοίως με μία εξαιρετική ερμηνεία σε μία κιν/κή ταινία χωρίς επαρκές σενάριο. Το χειρότερο στοιχείο του “Marsbéli Krónikák II” είναι οι cheesy μελωδίες που παρελαύνουν κυρίως στο δεύτερο μισό του δίσκου. Αυτές μπορεί να ήταν έκδηλες και στο παρελθόν στη μουσική των Solaris, αλλά συνήθως κρύβονταν πίσω από ιδέες που μάγευαν τους περισσότερους. Δεδομένου όμως ότι εδώ κυριαρχεί η Floyd-ική ατμοσφαιρικότητα (σε ενοχλητικό σημείο), οι εκρήξεις στα πρότυπα των Eloy (απροκάλυπτα και πάλι) δεν πείθουν αρκετά και ο πήχης της αισθητικής μένει δυστυχώς πιο χαμηλά απ’ ό,τι επιτάσσει το όνομα των Solaris. Η επιστροφή μετά από χρόνια απραξίας είναι πολύ δύσκολο και ριψοκίνδυνο εγχείρημα, ειδικά αν αναλογιστούμε την ταχύτατη εξέλιξη του ήχου και των μουσικών προσμίξεων. Μπορεί το πρόσημο στο τέταρτο album των Solaris να είναι αναμφισβήτητα θετικό, αλλά είναι ολοφάνερο ότι δεν έχουν να δώσουν κάτι καινούργιο στη μουσική. Οι φίλοι του παραδοσιακού τυποποιημένου συμφωνικού progressive rock πιθανότατα θα ικανοποιηθούν, αλλά θα είναι και οι μόνοι ίσως που θα δώσουν ιδιαίτερη σημασία στο το “Marsbéli Krónikák II”. Με σεβασμό στην ιστορία και τη σημαντική προσφορά των Solaris σε χρόνια που ήταν δύσκολα για το είδος που υπηρετούν, εύχομαι αυτό να είναι ένα απολύτως αξιοπρεπές κύκνειο άσμα.
6 / 10 Δημήτρης Καλτσάς |
Μωρέ δισκάρα είναι. Μην το πολυκουράζουμε. Βέβαια αμα δεν έχεις ακούσει το πρώτο τους-το Nostradamus -ΔΕΝ….