Node – Node 2

Sorry, this entry is only available in Ελληνικά.

 [DiN, 2014]

Node - Node 2

Εισαγωγή: Παναγιώτης Σταθόπουλος
24 / 12 / 2014

Από τα ’00s κι έπειτα, οι δισκογραφικές επαναδραστηριοποιήσεις καλλιτεχνών και σχημάτων που κατά τις προηγούμενες αυτής δεκαετίες διέτρεξαν μια βραχύβια πορεία στο μουσικό τερέν, κατέθεσαν ένα αξιοσημείωτο έργο και εξαφανίστηκαν, συνοδεύτηκαν ορισμένες φορές με υπερβολικές δόσεις θαυμασμού από τα μουσικά μέσα ενημέρωσης. Θες η δήθεν ανάγκη για σημαντικές κυκλοφορίες (και τις τελευταίες δυο δεκαετίες συμβαίνουν σπουδαία πράγματα στο μουσικό γίγνεσθαι) ανάλογες με εκείνες του παρελθόντος, θες η προσμονή για την παραγωγή ενός ηχογραφήματος από τον/τους δημιουργό/ούς με αντίστοιχη καλλιτεχνική αξία με εκείνη του προηγηθέντος (ηχογραφήματος), κι η μυθοποίηση μιας επανεμφάνισης με φρέσκο υλικό έρχεται με χαρακτηριστική ευκολία.

Στην περίπτωση των Βρετανών ηλεκτρονικάριων Node και του δεύτερου άλμπουμ τους σε διάστημα είκοσι περίπου (!) χρόνων, το προαναφερθέν φαινόμενο συναντάται εκεί έξω, δίχως, πάντως, να λαμβάνει υπέρμετρες διαστάσεις. Το πρόσφατα κυκλοφορημένο LP τους, στην DiN της ambient εξοχότητας του Ian Boddy, που φέρει τον …γλαφυρό τίτλο “Node 2”, καταφθάνει ούτως ώστε να καλύψει ένα μεγάλο κενό από την τελευταία τους ηχητική απόπειρα με τον φερώνυμο (“Node”) δίσκο τους του 1995, λειτουργώντας σαν απαραίτητο συμπλήρωμα του πρώτου, μέσα σε ένα ηλεκτρονικό σκηνικό που συντίθεται από αναλογικό εξοπλισμό παλαιάς κοπής.

Από μόνη της, βέβαια, η σύνθεση του συγκροτήματος μπορεί να δικαιολογήσει μια σεβαστή ποσότητα ενθουσιασμού. Ο πολυπράγμων Flood, κατά κόσμον Mark Ellis, είναι γνωστό τοις πάσι (σχεδόν) πια πως βιοπορίζεται ως σημαίνων παραγωγός και συνεργάτης ετερόκλητων μουσικών και γκρουπ, όπως οι Brian Eno, PJ Harvey, Nine Inch Nails, Depeche Mode, Smashing Pumpkins, U2, Ministry κ.α. O Ed Buller, από τη μεριά του, διατέλεσε παραγωγός και μουσικός σε  αξιόλογα άλμπουμ όπως αυτά των Pulp, Suede, Raincoats, Boo Radleys και Psychedelic Furs. Όσο για τον Dave Bessell, θα έλεγα ότι είναι συνθέτης με λιγότερη, ίσως, επιρροή από τους προαναφερθέντες, με δυναμικό, ωστόσο, παρόν τόσο σε σύγχρονα ηχητικά κομψοτεχνήματα όπως το αποτέλεσμα της σύμπραξής του με τον δικό μας Parallel Words στο “Morphogenic” του 2012, όσο και στη διδακτική της μουσικής, ως πανεπιστημιακός με ειδίκευση, μεταξύ άλλων, στο συνταίριασμα ακουστικών και ηλεκτρονικών οργάνων μέσα σε ψηφιακά περιβάλλοντα ηχητικού σχεδιασμού. Τέλος, ο Mel Wesson, που μοιάζει να αντικαθιστά τον… «φυγά» Gary Stout του αρχικού σχήματος, αποτελεί έναν εξαιρετικά ενεργό κρίκο στην αλυσίδα των συνθετών τόσο της ambient όσο και της κινηματογραφικής μουσικής (από το Mission Impossible II στη στενή του επαφή με τον Hans Zimmer και το Dark Night Rises). 

Το περιεχόμενο του δίσκου έρχεται να επιβεβαιώσει τις οποίες υποψίες…


Ρετρό αναλογική ηλεκτρονική μουσική

Τα τελευταία χρόνια, στα πλαίσια της κυρίαρχης τάσης στην παγκόσμια μουσική σκηνή για αναβίωση ειδών και τάσεων από το χθες, παρατηρείται μια ολοένα εντονότερη επιστροφή στην πρώτη χρονικά φάση της ηλεκτρονικής μουσικής. Συνθέτες και παραγωγοί που έχουν ήδη εξοικειωθεί με τα ψηφιακά μέσα, παρατάνε laptops και samplers,  για να ανοιχτούν στον κόσμο των ρετρό ήχων και των αναλογικών συνθεσάιζερ. Αυτή η στροφή στο παρελθόν έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς κάποιες από τις σύγχρονες κυκλοφορίες, αφενός εμπλουτίζονται με πολυεπίπεδες αναφορές, αφετέρου βυθίζονται σε ένα κύμα ατόφιου συναισθήματος, που στην ψηφιακή εποχή μας εκλείπει.

Ωστόσο, το συγκρότημα των Node έχει ξεκινήσει αυτή την αναζήτηση στον κόσμο της ρετρό αναλογικής electronica πολλά χρόνια πριν την πρόσφατη αναβίωσή της. Στο πρώτο τους ομώνυμο άλμπουμ που κυκλοφόρησε το 1995, είχαν ήδη στραφεί στην ambient της λεγόμενης βερολινέζικης  σχολής -ή κατά το αγγλικότερον, Berlin-school, μια τάση που αναπτύχθηκε κυρίως τη δεκαετία του 70 από καλλιτέχνες όπως οι Tangerine Dream, ο Klaus Schulze και οι Ashra του Manuel Göttsching. Στο δεύτερο full-length τους, σχεδόν είκοσι χρονιά μετά το ντεμπούτο τους, το κουαρτέτο ακολουθεί πεισματικά αυτή τη μεγαλοπρεπή και εσωστρεφή ambient κατεύθυνση.

Πράγματι, ο δρόμος που επιλέγουν οι Βρετανοί είναι δύσβατος, αν και η όλη τους νοοτροπία σίγουρα  θα βρει υποστηρικτές ανάμεσα στους πιο ανήσυχους ακροατές της electronica. Το “Node 2” συγκροτείται από αυτοσχεδιαστικές συνθέσεις που ηχογραφήθηκαν ζωντανά σε δύο στουντιακά jam sessions, όπου  τα μέλη του συγκροτήματος αποπειράθηκαν να αναδιαπραγματευτούν τον ήχο παλιών αναλογικών συνθεσάιζερ, σύμφωνα με τα δεδομένα του 21ου αι. Περιττό να πούμε ότι δεν έγινε κάποια ψηφιακή επέμβαση εκ των υστέρων σε όλο το αυτοσχεδιαστικό εγχείρημα.

Ένα από τα βασικότερα θετικά στοιχεία της κυκλοφορίας αποτελεί ο ήχος της, ένας ήχος πληθωρικός και βαθύς που προσθέτει αίγλη και λυρισμό. Το ιδιαίτερο βάρος που δίνεται στον ήχο οφείλεται και στο ότι σχεδόν και τα τέσσερα μέλη των Node είναι σημαντικοί  παραγωγοί με χρόνια εμπειρίας στον χώρο, πιο γνωστός  από αυτούς ο Mark Ellis, που με το ψευδώνυμο Flood έχει επιμεληθεί την παραγωγή μερικών από των σημαντικότερων άλμπουμ της post punk/ new wave σκηνής.

Έτσι, λοιπόν, στο δεύτερο δισκογραφικό πόνημα των Node έχουμε την ευκαιρία να ακούσουμε ενδιαφέρουσα κοσμική ambient στην οποία κυριαρχούν ηχοτοπία και sequensers, ένα soundtrack μίας φουτουριστικής αφήγησης για μηχανές που κοπιάζουν να νιώσουν ανθρώπινα. Η ατμόσφαιρα, πότε πιο φωτεινή, όπως στο “Traveller”, πότε πιο σκοτεινή, όπως στο “Marche Mecanique”, παραμένει φουλ από υπαρξιακή ανάταση, στοιχείο που ενισχύεται από την ενορχήστρωση, την οποία θα χαρακτήριζα ηλεκτρονικά συμφωνική. Από την άλλη πλευρά όμως, η απλότητα κάποιων συνθέσεων καλλιεργεί μια ψυχολογία μοναξιάς, μιας, θα έλεγα, post-apocalyptic ερήμωσης. Παράλληλα, η όλη αυτοσχεδιαστική ελευθερία, στην οποία άλλωστε εν πολλοίς οφείλονται και οι παραπάνω συσχετισμοί και συνειρμοί, δεν καταλήγει σε αταξία, καθώς οι συνθέσεις δομούνται προσεκτικά.

Με όλα τα προαναφερθέντα πλεονεκτήματα του άλμπουμ, θα μπορούσαμε να μιλάμε ως και για μία από τις καλύτερες κυκλοφορίες της χρονιάς. Αλλά, η δύναμη αυτή της θετικής εντύπωσης μειώνεται δραστικά, λόγω ενός βασικού μειονεκτήματος: οι Node παραμένουν πεισματικά αγκυλωμένοι στην ambient της βερολινέζικης σχολής. Οι συνθέσεις τους αναμφίβολα αξιοποιούν τα καλύτερα στοιχεία από τα αριστουργήματα των πρωτοπόρων των 70s, αλλά τελικά ο βηματισμός για μια πιο τολμηρή και πιο προσωπική πρόταση δεν βρίσκει ποτέ τον ρυθμό του. Σπάνια ακούμε στοιχεία και από άλλες τάσεις της electronica, όπως industrial στο “Doppler” και I.D.M. στα πρώτα λεπτά του “Shinkhansen West”, αλλά και αυτά χάνονται στην δεσποτική παρουσία της κυρίαρχης επιρροής. Αυτή η πιστή αναβίωση του Berlin-school έχει ως αποτέλεσμα η προσεγμένη δομή των συνθέσεων να γίνεται συχνά φορμαλιστική, περιοριστική: ξεκίνημα με beatless ambient και συνέχεια με επικά sequences ή το αντίστροφο. Τελικά, αν συνυπολογίσουμε και τη μεγάλη διάρκεια του άλμπουμ, όλη η προσπάθεια των Node κινδυνεύει να εκληφθεί ως συνοδευτική μουσική, ως μια πιο ποιοτική εκδοχή της elevator music.

Κάτι τέτοιο βέβαια δεν συμβαίνει, καθώς στο “Node 2” αναδεικνύεται τόσο το ταλέντο, όσο και η εμπειρία ανθρώπων που, αν και ασχολούνται σε ακραιφνώς επαγγελματικό επίπεδο με τη μουσική, δεν έχουν χάσει το μεράκι τους για ακόμα μια πειραματική αναζήτηση. Αν αυτοί καταφέρουν να αποδεσμεύσουν την έμπνευσή τους από τις αγαπημένες του ακροάσεις, θα καταφέρουν πράγματι να φέρουν, με αξιώσεις και γνησιότητα, την αναλογική electronica στον 21ο αι.

 

7 / 10

Νίκος Φιλιππαίος

 

Ηλεκτρονική ενδοσκόπηση παλαιάς κοπής

Στο δεύτερο μόλις δισκογραφικό της βήμα, η τετράδα των Node (αυτο)καλείται να πλαισιώσει τις ιδιαίτερες εντυπώσεις που είχε προξενήσει σε -ας πούμε- εκλεκτικούς δέκτες (απλοί ακροατές και κριτικοί) με το παρθενικό της καταστάλαγμα υπό το όνομά της μια εικοσαετία περίπου πίσω. Κι είναι κομμάτι δύσκολο μια παρέα που έχει σχεδόν δύο δεκαετίες να επιχειρήσει κάτι από κοινού, να παράγει υλικό που θα ηχεί συγκροτημένα απολαυστικό και το οποίο θα ρέει με αδιάσπαστη συνοχή. Εντούτοις, από τις πρώτες κιόλας αναπαραγωγές των στιγμιοτύπων του “Node 2”, του νέου τους δηλαδή άλμπουμ, φαίνεται πως κερδίζουν το παραπάνω στοίχημα· οι Flood, Ed Buller, Dave Bessell και Mel Wesson κατέστρωσαν ένα ηχητικό πλάνο που δεν μοιάζει να διακόπτει σε κανένα σημείο του τον ειρμό του, παρέχοντας επαρκείς λόγους για να σε κρατήσουν κοντά τους.

Οι ηλεκτρονικές αρμονίες της βρετανικής τετράδας εξακολουθούν να φέρουν αναλογικό στίγμα, αφού για τις ανάγκες περάτωσής τους αξιοποιήθηκαν κυρίως αναλογικά πληκτροφόρα όργανα (moog και modular synthesizers, sequencers και διάφορα, επίσης παλαιάς κοπής, keyboards) και δευτερευόντως κιθάρες (συνδεδεμένες με αναλογικά πετάλια). Μελωδίες, βόμβοι, θόρυβοι, drones, παράσιτα και αναδράσεις συνθέτουν ένα μωσαϊκό ήχων στα πρότυπα των απόκοσμων μουσικών οι οποίες εκπορεύονται από Γερμανούς καλλιτέχνες και σχήματα που έδρασαν κατά κύριο λόγο, καταθέτοντας κι αξιομνημόνευτα εγχειρήματα, από τα τέλη των ’60s μέχρι και μέσα των ’80s. Αισθητικώς, δηλαδή, αυτό που παρουσιάζουν οι Node παραπέμπει ευθέως σε σημαντικά ονόματα για τον χώρο της ηλεκτρονικής αντίληψης όπως οι Tangerine Dream (της μετά Phaedra εποχής), o Klaus Schulze (με συμβολή, άλλωστε, και στους TD), ο Conrad Snitzler, o Michael Hoenig και πολλοί ακόμη εκπρόσωποι της «κοσμικής» electronica, μέσα από  kraut, ambient και new age προσανατολισμούς.  

Το υπόψη κουιντέτο, οραματίζεται και εν τέλει υλοποιεί ένα μόρφωμα sci-fi  υποβλητικότητας και μυστηριώδους κλίματος, που όσο περιορισμένο σε ιδέες ακούγεται τόσο εύρος και τόσες προεκτάσεις φέρει. Σε αυτό συνηγορούν το μεθοδικό και λεπτομερές παίξιμο των μελών των Node, που απλώνουν τις εμπνεύσεις τους επιχειρώντας μικρές και μεγαλύτερες εκπλήξεις εδώ κι εκεί μέσα στο δεύτερο αυτό άλμπουμ τους. Κατά αυτόν τον τρόπο, τα εννέα μακράς διάρκειας οργανικά θέματα του Node 2 με μέση διάρκεια τα οκτώ λεπτά δίχως να προβαίνουν σε ζιγκ ζαγκ μεταξύ μουσικών υφών και υβριδίων, καταλήγουν να ηχούν συναρπαστικά. Αύτη τη διαπίστωση, την αφουγκράζεσαι στις new age «ιαχές» και τη Berlin School Electronica ρυθμολογία του εναρκτήριου “Shinkansen East”, στη μελωδική ευφορία των πλήκτρων του “The Traveller”, το οποίο ενδέχεται να λατρέψουν κι εκείνοι που γοητεύονται από τη ζεστασιά και την παιδικότητα που εκλύουν οι αναπτύξεις των Boards Of Canada, στο αινιγματικό drone περιβάλλον του “No Signal”, στη δυστοπία που αποτυπώνουν τα επίμονα bleeps του “Dark Beneath The Earth”… Αυτή και στο βιομηχανικό σφυροκόπημα του “Marche Mécanique”, αυτή και στην κατακλείδα του “Thin Air” που βουίζει σαν μοιρολόι στ’ αυτιά…

Είναι γεγονός, πάντως, πως οι Flood, Buller, Bessel και Wesson, δεν …προσπαθούν και ιδιαίτερα να διαταράξουν τις ισορροπίες του οικοδομήματός τους. Κι εξηγούμαι: δεν δοκιμάζουν να αυτοσχεδιάσουν με μεγάλο περιθώριο ρίσκου. Μοιάζουν να ξέρουν εξ αρχής και σε μεγάλο βαθμό που θα τους βγάλουν τα… τερτίπια του ήχου, φτάνοντας σε ένα αποτέλεσμα συγγενικό με το ντεμπούτο τους. Έτσι, δεν αποπειρώνται  να συντονιστούν με τις τελευταίες εξελίξεις στον ηλεκτρονικό χώρο (στην future bass φάση, στο ambient drone παραπέτασμα, στην μετά-idm πραγματικότητα…) και την ίδια στιγμή δεν προτείνουν νέες συντεταγμένες. Θα μου πεις, την ίδια τακτική ακολούθησαν και στο ντεμπούτο τους, όταν η τότε νεοφερμένη beat εγκεφαλικότητα των Warp και Ninja Tune μεσουρανούσε στα μέσα των 90s. Και τώρα όπως και τότε, οι Node διαγράφουν επιτυχώς τροχιές σε ένα ολόδικό τους σύμπαν, χωρίς να ενδιαφέρονται για την όποια up to date εκδοχή του ύφους τους. Και κατορθώνουν να σε κάνουν να τους απολαύσεις ξανά…

 

7.5 / 10

Παναγιώτης Σταθόπουλος

Be the first to comment

Leave a Reply