Gazpacho – Demon

Sorry, this entry is only available in Ελληνικά.

 [Kscope, 2014]

 

Gazpacho - Demon

Εισαγωγή:  Λίλα Γκατζιούρα
25 / 04 / 2014

 

Gazpacho, η γνωστή μπασταρδεμένη σούπα που σερβίρεται κρύα. Μην ανησυχείτε, δεν πρόκειται να ακολουθήσει κάποια γαστρονομική ανάλυση, αλλά το ανωτέρω πιάτο κρίθηκε ότι περιγράφει με τον καλύτερο τρόπο τους Gazpacho, την πολύ αγαπημένη μπάντα από τη Νορβηγία. Πετυχημένη βάφτιση θα έλεγε κανείς,  μιας και όποιος γνωρίζει τη μουσική τους, παραδέχεται τον ιδιαίτερο, έξω από τους κανόνες, ήχο της και τον αντιφατικό, αναπάντεχο χαρακτήρα της.

Χωρίς να είναι ευρέως γνωστοί στη χώρα μας, οι Gazpacho δραστηριοποιούνται από το 2003, αν και η μπάντα είχε σχηματιστεί νωρίτερα, οπότε και κυκλοφόρησε το πρώτο τους άλμπουμ Bravo, με το οποίο προσεκλήθησαν να συμμετάσχουν στο Marillion Convention Weekend. Η εκεί πετυχημένη τους εμφάνιση οδήγησε στο να εμφανιστεί η μπάντα ως support στην ευρωπαϊκή περιοδεία των Marillion για την προώθηση του Marbles, κάνοντάς τους γνωστούς και αγαπητούς στην Ευρώπη και στο κοινό των Marillion ειδικότερα. Η κυκλοφορία του When Earth Lets Go, που είχε προηγηθεί, δεν κατάφερε να εξασφαλίσει κάποιο συμβόλαιο με δισκογραφική εταιρία, αλλά οι πολύ καλές φιλικές σχέσεις που είχαν απoκτήσει με τη βρετανική μπάντα, οδήγησαν στην κυκλοφορία του τρίτου δίσκου τους Firebird υπό τη δισκογραφική εταιρία των Marillion, ήτοι τη Racket Records label. Το 2007 θα ακολουθήσει το Night, για να φτάσουμε το 2009 στο Tick Tock, έναν κορυφαίο δίσκο, την καλύτερη έως σήμερα δουλειά τους κατά τη γνώμη της γράφουσας, ενώ την ίδια χρονιά εμφανίστηκαν και ως headliners στο Night of The Prog Festival στο Loreley της Γερμανίας. Η αξία τους είχε ήδη αρχίσει να αναγνωρίζεται και η δημοτικότητά τους να επεκτείνεται. Ακολουθούν δύο υπέροχοι δίσκοι, το Missa Atropos το 2011, οπότε και ξεκίνησε και η συνεργασία τους με την Kscope, τη γνωστή δισκογραφική εταιρία που στηρίζει την προοδευτική μουσική και το υπέροχο March of Ghosts το 2012.

Το γκρουπ βρίσκεται τα τελευταία χρόνια στην πιο παραγωγική, εμπνευσμένη περίοδό του, οπότε και ήταν λογικό η νέα τους δουλειά να προσμένεται με μεγάλη χαρά και πολλή αγωνία. Δεδομένου ότι τα θέματα που πραγματεύεται το συγκρότημα φέρουν συχνά ένα μεταφυσικό χαρακτήρα, καθώς αναφέρονται στη μετά-θάνατο ζωή και στον κόσμο των ονείρων, αλλά και στο φόβο, τη μοναξιά και την ψυχική δύναμη του ανθρώπου, ήταν σχεδόν βέβαιο ότι ούτε αυτή τη φορά επρόκειτο να αλλοιωθεί ό,τι συνεπάγεται το τόσο όμορφο σκοτάδι και τη μοναδική ατμόσφαιρα που δημιουργούν επιτυχώς οι Gazpacho. Τον περασμένο μήνα κυκλοφόρησε το πολυαναμενόμενο Demon, το οποίο η μπάντα χαρακτήρισε ως το πιο περίπλοκο και παράξενο άλμπουμ που έχουν κάνει ποτέ. Είναι όντως έτσι; 


 

Στοιχειωμένο δημιουργικό δαιμόνιο

 

Αναζητώντας πληροφορίες και πηγές έμπνευσης για το καινούργιο, όγδοο άλμπουμ των Gazpacho που τιτλοφορείται “Demon”, «έπεσα» πάνω σε μια ιστορική αναφορά που νομίζω πως εκφράζει με πληρότητα το υπόβαθρο των ιδεών και των συναισθημάτων, το οποίο εν πολλοίς καθορίζει τη νέα κυκλοφορία των Νορβηγών. Το δεύτερο τραγούδι του άλμπουμ έχει τον περίεργο  τίτλο “The Wizard of The Altai Mountains”. Παρόμοιο τίτλο, δηλαδή Τhe Wizard From Altay Mountains, έχει και το ανέκδοτο και χαμένο πλέον μυθιστόρημα του Τσέχου Petr Ginz (1928-1944), ο οποίος μετά από μια πολύ σύντομη και ταραγμένη ζωή αλλά και μια πρώιμη και εκρηκτική πνευματική δημιουργικότητα, έπεσε στα δεκαέξι του χρόνια θύμα της ναζιστικής βίας στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Άουσβιτς. Η πολύ ενδιαφέρουσα αλλά και τραγική ιστορία ζωής του Petr Ginz (κλικ) μπορεί να σταθεί ως ένα σύμβολο των συμφορών που προκαλεί η ανθρώπινη κτηνωδία, το Κακό που βρίσκεται ριζωμένο στην ανθρώπινη φύση.  

Αυτή ακριβώς τη φύση του Κακού πραγματεύονται και οι Gazpacho στο άλμπουμ τους “Demon”, προσπαθούν να αναμετρηθούν μαζί της, με όπλο την τέχνη και πιο συγκεκριμένα τη μουσική. Άλλωστε, εξίσου ενδιαφέρουσα είναι και η ιστορία, η οποία αποτέλεσε την αφορμή για τη δημιουργία του άλμπουμ, μια ιστορία που μπλέκει τον μύθο με την πραγματικότητα και μπορείτε να τη διαβάσετε, όπως την αφηγείται ο κιμπορντίστας και ιδρυτικό μέλος της μπάντας Thomas Anderson (κλικ).

Προκειμένου, λοιπόν, να αντεπεξέλθουν στις απαιτήσεις μιας τόσο φιλόδοξης προσπάθειας, αυτής του προβληματισμού γύρω από το Κακό, οι Gazpacho επιστρατεύουν όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που τους έχουν αναδείξει σε μια από τις σημαντικότερες μπάντες στον χώρο του σύγχρονου progressive rock και όχι μόνο. Η σύνθεση, η ενορχήστρωση και η παραγωγή της μουσικής είναι, όπως πάντα, προσεγμένες· δεν είναι δύσκολο να αντιληφθεί κανείς τη μεγάλη προσπάθεια του συγκροτήματος να δώσει μια αξιομνημόνευτη δουλειά. Και ως ένα μεγάλο βαθμό, πετυχαίνουν τον στόχο τους.  Σε αυτό συντελεί και η προσέγγιση των Gazpacho στο prog rock ιδίωμα: δεν αναλώνονται σε γεμάτες ναρκισσισμό επιδείξεις των αναμφισβήτητων τεχνικών τους δυνατοτήτων, αλλά ούτε και σε πυροτεχνήματα ανούσιων πειραματισμών.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, συνδυάζουν ιδιώματα της ροκ μουσικής και όχι μόνο, τα οποία εκ πρώτης όψης μοιάζουν άσχετα μεταξύ τους. Η περιγραφή ενός κριτικού, αν και εκκεντρική, είναι εύστοχη: “classical post ambient nocturnal atmospheric neo-progressive folk world rock” (κλικ).

Στο δημιουργικό της χωνευτήρι, η μπάντα έχει οικειωθεί τα πιο ουσιώδη στοιχεία των Radiohead, των Marillion με τραγουδιστή τον Steve Hogarth, των Talk Talk των δύο τελευταίων άλμπουμ, αλλά και των Sigur Ros και του Philip Glass, στοιχεία που έχει φιλτράρει μέσα από τη δική της προσωπική οπτική. Αναπόσπαστο συμπλήρωμα αποτελούν και οι πινελιές από folk, καθώς στο “Demon” ακούμε περάσματα ακόμα και τσιγγάνικης ή Yiddish μουσικής της Κεντρικής Ευρώπης, που ταιριάζουν γάντι στο άτυπο concept του άλμπουμ, μια ιστορία που ξεκινά από ένα παλιό διαμέρισμα της Πράγας. Τέλος, απαραίτητο καρύκευμα της μουσικής συνταγής των Gazpacho είναι τα ηλεκτρονικά στοιχεία, με πιο χαρακτηριστικά τα samples από στοιχειωμένα γυναικεία οπερατικά φωνητικά που βρίσκονται διάσπαρτα στο άλμπουμ.

Τα παραπάνω χαρακτηριστικά απλώνονται σε τέσσερα κομμάτια, τρία από τα οποία έχουν μέσο όρο διάρκειας τα δέκα λεπτά, με το τελευταίο, που έχει τίτλο  “Death Room”, να φτάνει σχεδόν τα είκοσι. Αυτές οι μεγαλόπνοες συνθέσεις έχουν μια καλειδοσκοπική δομή καθώς θέματα και μελωδίες, στιχουργικές και μουσικές εικόνες επανέρχονται και ανακυκλώνονται με μια λογική συνειρμού και ονείρου, από την οποία όμως δεν λείπει η εγκεφαλικότητα. Μέσα από την κυριαρχία των πλήκτρων και των εκπληκτικών φωνητικών του Jan-Henrik Ohme και από τις συχνότερα ακουστικές και σπανιότερα ηλεκτρικές κιθάρες, μέσα από το μετρημένο και στιβαρό rhythm section αλλά και από πιο folk οργάνα, με πιο σταθερό το βιολί, οι Gazpacho χτίζουν μια συναισθηματική ατμόσφαιρα ταξιδιού και γλυκόπικρης μελαγχολίας, που συχνά με πολύ πετυχημένο τρόπο -ειδικά αν αναλογιστεί κανείς το concept του άλμπουμ- ανοίγεται σε μια ψυχολογία πιο σκοτεινή και στοιχειωμένη.

Ωστόσο, θα λέγαμε πως το “Demon” δεν στοιχειώνει μόνο αυτή η υπαρξιακή αίσθηση του Κακού, αλλά μιλώντας μεταφορικά, το φάντασμα από τις προηγούμενες δουλειές της μπάντας. Για να γίνω πιο συγκεκριμένος, οι Gazpacho από το 1996 που δημιουργήθηκαν, έχουν κυκλοφορήσει οχτώ άλμπουμ. Στο τέταρτο και στο πέμπτο, με τίτλους “Night” και “Tick Tock” αντίστοιχα, τουλάχιστον κατά τη γνώμη μου, άγγιξαν την απόλυτη καλλιτεχνική τους ακμή, προσφέροντας δύο άριστα δείγματα του ιδιαίτερου μουσικού τους ύφους. Οι δουλειές που έδωσαν στη συνέχεια, αν και δεν στερούνται σημασίας και ενδιαφέροντος, δεν εξελίσσουν ακόμα περισσότερο ανανεώνουν με ουσιαστικό τρόπο την πορεία τους. Παρόμοια εντύπωση αφήνει και το “Demon”:  μια εξαιρετική δουλειά, η οποία όμως κάπως υστερεί από άποψη πρωτοτυπίας και εξέλιξης.

Αν αυτή η έλλειψη αποτελεί το ένα μειονέκτημα του άλμπουμ, το άλλο είναι μια διάχυτη αίσθηση πως οι Gazpacho, αν και επιδιώκουν βάθος και ουσία με τη μουσική τους, δεν το πετυχαίνουν πάντα. Παρόλο που, οι μουσικές τους συνθέσεις έχουν οργανωθεί με έμπνευση και προσοχή, κάποιες φορές γίνεται δύσκολο για τον ακροατή να τις παρακολουθήσει, με αποτέλεσμα να αποσπάται η προσοχή και προσήλωσή του. Ο φιλόδοξος συνδυασμός ειδών και ιδιωμάτων της μουσικής, αλλά και οι φιλοσοφικές και υπαρξιακές αναφορές  στις  οποίες επιδίδεται η μπάντα, απαιτούν λεπτούς χειρισμούς. Για ακόμα μια φορά, αισθανόμαστε πως στο “Night” και στο “Tick Tock” είχαν καταφέρει μια πιο ολοκληρωμένη σύνθεση.

Έτσι, αν οι δύο προαναφερθέντες δίσκοι αξίζουν σχεδόν το άριστα, το  πολύ καλό “Demon” δεν μπορούμε παρά να το βαθμολογήσουμε με…  

 

8 / 10

Νίκος Φιλιππαίος

 

Δαιμoνιώδης ευδαιμονία

 

Δαίμων, καλός και κακός, αυτός που ορίζει την τύχη των ανθρώπων, η μοίρα. Προτού η λέξη πάρει τη σημερινή αρνητική σημασία που επήλθε κατά την άνοδο του χριστιανισμού, ο δαίμονας ήταν υπεύθυνος όχι μόνο για το κακό, αλλά και για καθετί καλό που έπραττε ο άνθρωπος, ενώ κανείς δε μπορεί να αρνηθεί την αλήθεια που ευστόχως κρύβουν τα λόγια του Tennessee Williams, “If I got rid of my demons, I’d lose my angels.” 

Η ιστορία του δίσκου είναι εμπνευσμένη από μια συζήτηση που είχε ο Thomas Alexander Andersen, πληκτράς και ψυχή της μπάντας, με τον πατέρα του, ο οποίος του απεκάλυψε ότι κατά τη διάρκεια μιας επίσκεψής του στην Πράγα τη δεκαετία του ’70, οι εκεί οικοδεσπότες του διέμεναν σε ένα διαμέρισμα, όπου είχε βρεθεί ένα παλιό χειρόγραφο, σαν ημερολόγιο, το οποίο ανήκε σε προηγούμενο ενοικιαστή του διαμερίσματος. Ο συγγραφέας του ημερολογίου υποστήριζε ότι είχε ανακαλύψει ένα δαίμονα, τον οποίο κατεδίωκε και παρακολουθούσε ωσάν είχε ζήσει χιλιάδες χρόνια. Το χειρόγραφο κρίθηκε τόσο ενδιαφέρον που δόθηκε στη βιβλιοθήκη Strahov προς μελέτη για τους φοιτητές της ψυχιατρικής. Ήταν λογικό και αναμενόμενο η μυστηριώδης φιγούρα του συγγραφέα και τα όσα αυτός διηγούνταν να ιντριγκάρουν τoυς Gazpacho, οι οποίοι αφηγούνται την εν λόγω ιστορία στα κομμάτια του δίσκου.

Στοιχειωμένο, σαγηνευτικό, ατρόμητο είναι τρεις λέξεις που χαρακτηρίζουν αυτό το concept άλμπουμ στην ολότητά του. Παράξενος πειραματισμός διακατέχει τον ήχο του, κάνοντας το δίσκο να διαφέρει έξυπνα από την προηγούμενη δισκογραφία της μπάντας. Απαιτούνται πολλά ακούσματα και ίσως, κλειστά φώτα για να αντιληφθεί κανείς την ταινία που εκτυλίσσεται κατά την ακρόαση του “Demon”, προκειμένου να ταξιδέψει σε αυτή τη δαιμονική διαδρομή. Ομολογώ ότι η πρώτη ακρόαση του δίσκου υπήρξε απογοητευτική, αφήνοντάς με εντελώς μπερδεμένη, κάτι που με πείσμωσε στο να αναζητήσω τη μαγεία με την οποία κάθε φορά είχε περιβάλλει τον κόσμο μου η μουσική των Gazpacho. Παραδοσιακοί ήχοι, μοναχικά βιολιά, φολκλόρ ακούσματα, κλασσικό πιάνο, παραμορφωμένες κιθάρες, ακορντεόν, μαντολίνα, banjos, ελάσσονες κλίμακες, χορωδιακά μέρη σε συνδυασμό με την πανέμορφη, ιδιαίτερη φωνή του Jan Henrik Ohme, διαμορφώνουν το μωσαϊκό του “Demon”.

Το πρώτο κομμάτι -“I’ve Been Walking Part 1 (9:47)”- αποτελεί ένα κρεσέντο, με τη φωνή να μας καθοδηγεί με αποχρώσεις θυμού και απελπισίας,  με επιθετικά περάσματα και μελωδικές καταδύσεις για να κλείσει με ένα υπέροχο βιολί, έχοντας ως υπόκρουση μπάσα έγχορδα. Σίγουρα προοδευτικός ο χαρακτήρας του κομματιού, σε αντίθεση με το κομμάτι που ακολουθεί, το  “The Wizard of Altai Mountains” (4:52). Σαφώς παράξενο, ξεκινά υπό τους ήχους του μαντολίνου, θυμίζοντας λίγο tango, για να καταλήξει σε ρυθμούς μπαλαλάικας στο βιολί του Mikael Krømer. Τείνει προς μιούζικαλ, με θεατρικό ύφος, όπου η μπάντα μάς καλεί σε έναν κωμικό χορό. Καθώς πρόκειται για το τραγούδι του δίσκου με τη μικρότερη διάρκεια, το γκρουπ γύρισε και το αντίστοιχο βίντεο (κλικ). Η εισαγωγή του τρίτου κομματιού του δίσκου – “I’ve Been Walking Part 2 (12:30)”– αποτελεί κατ’ εμέ την καλύτερη στιγμή του, με στοιχειωμένη, αιθέρια μελωδία. Έντονος συναισθηματισμός, μελαγχολικός τόνος και πένθιμες αποχρώσεις διαπνέουν όλο το κομμάτι, δημιουργώντας  μια ατμόσφαιρα ενός τρομακτικού, ανήσυχου περιβάλλοντος, όπου ο Δαίμονας κυριαρχεί. Ο τραγουδιστής θρηνεί και ομολογεί την αδυναμία του. Αποσπάσματα γραμμοφώνου των πρώτων δεκαετιών του περασμένου αιώνα, ενισχύουν το ταξίδι στο χρόνο. O δυνατός συμβολισμός του με την αναφορά σε άρρωστους  συκόμορους -“a sycamore tree”– ενός δέντρου που συμβολίζει την προστασία, τη θεότητα, την αιωνιότητα και τη δύναμη (χρήση του γίνεται τόσο στη Βίβλο, όσο και στην Αρχαία Αίγυπτο, βλ. “Το Βιβλίο των Νεκρών”), αποτέλεσε και την έμπνευση για το εξώφυλλο του “Demon”. Το artwork του δίσκου επιμελήθηκε ο Antonio Seijas, ο οποίος έχει συνεργαστεί στο παρελθόν με τους Gazpacho με μεγάλη επιτυχία (κλικ), κάνοντας εκπληκτική δουλειά για ακόμη μια φορά. Η μουσική ζωντανεύει ξανά με το κρεσέντο των τυμπάνων του Lars Erik Asp και την οργισμένη κιθάρα του Jon Arne Vilbo, ενώ η αγωνία κορυφώνεται “now, they ’ve got you against the wall…and the peace is like a curse”.

Και κάπως έτσι οδηγούμαστε στο τελευταίο κομμάτι του δίσκου, το “Death Room” (18:30), όπου αποτυπώνονται οι τελευταίες σκέψεις θανάτου του Δαίμονα, οι οποίες αποτελούνται από διάφορες αναμνήσεις, όπως αυτές ενός μαζικού δολοφόνου ή ενός πιλότου βομβαρδιστικού αεροπλάνου. Καταπληκτικό μπάσο από τον Kristian “Fido” Torp και κάποιες Floyd-ικές πινελιές αναβάζουν το επίπεδο. Οι ρίζες του κακού είναι σίγουρα βαθιές και ο ήρωας αναρωτιέται τελικά “Oh, was the man within my head a lie?”. Τα ηχητικά εφέ θυμίζουν βασανιστήρια και προκαλούν ανατριχίλα, ενώ το κομμάτι κλείνει τελικά με μια αύρα ήσυχου σκοταδιού.

Η limited edition του “Demon” περιέχει ένα bonus track, το “The Cage” (03:44) (κλικ), το οποίο έχει μιξαριστεί από τον David Bottrill (Placebo / Muse). Το κομμάτι αναφέρεται σε μια δηλητηριώδη πλευρά του μυαλού του Δαίμονα, αυτή όπου κυριαρχεί μια μικρή φωνή λέγοντάς σου ότι δεν είσαι αρκετά καλός σε ό,τι κι αν κάνεις. Σίγουρα το λιγότερο ενδιαφέρον κομμάτι του δίσκου, έχοντας όμως μια γλυκιά μελωδία στα πλήκτρα.

Η βαθμολογία είνα αυστηρή σχετικά, αλλά το σίγουρο είναι ότι ο χρόνος και οι περισσότερες ακροάσεις βοηθούν στην κατανόηση του εν λόγω δίσκου. Δεν έχει τόσο να κάνει με τις δυνατότητες που πιστεύω ότι έχουν οι Gazpacho  ή με τη σύγκριση με τις προηγούμενες δουλειές τους, όσο με το γεγονός ότι δυσκολευόμουν να πατήσω repeat, κάτι που κάνω με μεγάλη ευκολία άπειρες μάλιστα φορές όταν πρόκειται για ένα άκουσμα που μου αρέσει πολύ. Και απέφευγα την επανάληψη όχι από βαρεμάρα, αλλά από αυτό το έντονο σφίξιμο στο στομάχι που μου άφηνε κάθε φορά η ακρόαση τουDemon. Το άλμπουμ αναφέρεται σε τελική ανάλυση τόσο σε ό,τι κακό συμβαίνει στον κόσμο, όσο και στους δαίμονες που έχει καθένας από εμάς μέσα του. Κι αν επιθυμείτε να διώξετε αυτούς τους δαίμονες, σκεφτείτε το καλά, γιατί όπως έλεγε και ο Nietzsche,  “Be careful when you cast out your demons that you don’t throw away the best of yourself.”  

 

7.5 / 10

Λίλα Γκατζιούρα

Be the first to comment

Leave a Reply