[Bad Elephant Music, 2020]
Intro: Dimitris Kaltsas
Translation: Alexandros Mantas, Dimitris Kaltsas
Zopp is the creative vehicle of multi-instrumentalist Ryan Stevenson who primarily composes music for documentaries. The concept of Zopp turned up in 2010 and their debut album came out this year with Andrea Moneta (drums, percussion, sound engineering and also a member of the Italian neo-proggers Leviathan) as his partner. The rest of the musicians are Andy Tillison (keyboards, effects, sound-engineering, co-producer, mastering – also member of The Tangent), Caroline Joy Clarke (vocals), Mike Benson (saxophone) and Theo Travis (flute – now member of Soft Machine).
Zopp describe their music on their Facebook page as “epic fuzz organ driven prog / jazz / electronic rock music with a slice of lemon”. If anything, this sounds interesting.
[bandcamp width=100% height=120 album=3110513484 size=large bgcol=ffffff linkcol=0687f5 tracklist=false artwork=small]
A testimony that Canterbury sound is timeless
It has been observed that the revival of progressive rock is based on three pillars. The first one refers to the bands that replicate the past by adopting the appropriate aesthetic and style. They bet on nostalgia and romanticism and they aim for the immediate reception of the audience, but they fail to come up with a sound of their own. The second taps into the talent and the improvisational skills of the musicians who compose loose musical structures, blend assorted genres and intend to capture the listener from the get-go before the latter even begins to classify. Therefore, they get a sense of resourcefulness and originality. Finally, there is a third option which is the attempt to adapt the past to present through modern productions, fresh approaches and dynamics minimally accentuated. Zopp are assessed to belong in the third category.
The whole venture is based on the talent and compositional prolificacy of the multi-instrumentalist Ryan Stevenson who plays all the bass and guitar parts, aside the keyboard ones. Ηis main inspiration becomes evident right from the very first seconds and it is none other than Dave Stewart – undoubtedly one of the most underrated musicians of his generation – and this is to Stevenson’s credit. The nature of the music nods to Egg, the early National Health (as a septet) while there are also dashes of Gilgamesh. The compositions are flawless, structurally-wise, free of polyrhythmic bouts, but reasonably developed and loaded with atmosphere. Naturally this leaves no room for things to intervene and as a result the element of surprise is quite limited. Their artistic intention is clear and respectable. They put the emphasis on passages full of sentiments through magnificent chord progressions and wondrous themes. The modern approach results in balanced dynamics and thus maintaining a mature symmetry. Very important is the contribution of Andrea Moneta with his meaningful playing on the drums, of Mike Benson and Theo Travis on the wind instruments and of Caroline Joy Clarke who brings to mind Barbara Gaskin with her wonderful vocal melodies. The task of production is taken over by Stevenson himself and he does a great job which is reflected in the marvelous harmonization of the layers, especially the keyboard ones, which are shared occasionally between him and Andy Tillison (also co-producer). The total running time of the album is the required and the nine compositions that make the whole of it could well be a unified suite.
The Canterbury sound with its peculiarities and its phlegmatic idiosyncrasy is even to this day an inexhaustible source with deep roots in the past and, fortunately, with its gaze towards the future. Applying and adapting it to modern forms is paramount and it is deemed as successful so far and this is what the fans of the genre desire. Stevenson seems to possess the tools, the enthusiasm and the zeal and its musical DNA bears the school we speak of. It is a remarkable album and one of the best of 2020 up to now. If we must point out some songs, then V and Being and Time are probably the summits. My view is that multiple listens will result in getting under the skin of the average prog rock fan and it will be revisited time and time again for further listens, appreciation and love. We look forward to just as good – or even better- releases of similar mindset and sensibility from Ryan and his bandmates.
8.5 / 10
Giannis Zavradinos
2nd opinion
The music of Zopp is based on the characteristic 70s Canterbury sound with apparent avant-prog elements and a concrete experimental mood. Before listening to a single note, the album cover gives away the content. The teapot that transforms into a scorpion refers without a lot of imagination to Flying Teapot by Gong (1973) and Elton Dean’s solo album (1971), respectively. Perhaps the same goes for the band’s name which brings the 70s Belgian band Pazop to mind, maybe not necessarily, but this is hardly important.
What is essential is that in Stevenson’s music three basic elements are combined. The basis is the typical Canterbury sound and references to several bands of that scene, e.g. Egg, Hatfield and the North and Gilgamesh are evident. However, the album exudes a limitedly vintage air and sounds fresh and contemporary. This is mainly due to the other two ingredients, the jazzy avant-garde transcendence and neo-classicism, elements that add a very melodic and pompous edge in a smooth or even ambient environment, with peaks that jump out of the exceptional flow of the nine tracks.
Even though Zopp’s debut is addressed to a subset of progressive rock listeners, this is irrelevant to Stevenson’s undoubted success.
8 / 10
Dimitris Kaltsas
[Bad Elephant Music, 2020]
Εισαγωγή: Δημήτρης Καλτσάς
Μετάφραση: Αλέξανδρος Μαντάς, Δημήτρης Καλτσάς
Οι Zopp είναι το δημιουργικό όχημα του πολυοργανίστα Ryan Stevenson, που δραστηριοποιείται κυρίως στη μουσική επένδυση ντοκιμαντέρ. Η ιδέα των Zopp προέκυψε το 2010 και το παρθενικό τους album κυκλοφόρησε φέτος με βασικό συνοδοιπόρο τον Andrea Moneta (ντραμς, κρουστά, ηχοληψία – μέλος των Ιταλών neo-proggers Leviathan) και συμμετέχοντες τους Andy Tillison (πλήκτρα, εφφέ, ηχοληψία, συμπαραγωγή, mastering – μέλος των Tangent), την Caroline Joy Clarke (φωνητικά), τον Mike Benson (σαξόφωνο) και τον πολυπράγμονα Theo Travis (φλάουτο – νυν μέλος των Soft Machine). Ο ίδιος ο Stevenson παίζει πλήκτρα, κιθάρα, μπάσο, έγραψε τη μουσική, έκανε τη μίξη και την παραγωγή μαζί με τον Tillison.
Η περιγραφή της μουσικής των Zopp στη σελίδα τους στο facebook είναι “epic fuzz organ driven prog / jazz / electronic rock music with a slice of lemon”. Αν μη τι άλλο, ενδιαφέρουσα περιγραφή.
[bandcamp width=100% height=120 album=3110513484 size=large bgcol=ffffff linkcol=0687f5 tracklist=false artwork=small]
Μια απόδειξη της διαχρονικότητας του Canterbury ήχου
Έχει παρατηρηθεί πως η αναβίωση του progressive rock έχει στηριχτεί σε τρεις πυλώνες. Ο πρώτος έχει να κάνει με την υιοθέτηση αισθητικής, ύφους, ρεπλικάροντας το παρελθόν. Οι μπάντες αυτές ποντάρουν στο αίσθημα νοσταλγίας και ρομαντισμού και στοχεύουν στην άμεση αποδοχή, αποτυγχάνουν όμως να επιδείξουν προσωπικότητα. Ο δεύτερος βασίζεται στο ταλέντο και την αυτοσχεδιαστική δεινότητα των μουσικών σε χαλαρές μουσικές δομές, διασταυρώνοντας ιδιώματα με σκοπό να δεσμεύσουν εξαρχής τον ακροατή πριν προλάβει καν να μπει στην διαδικασία κατηγοριοποίησης. Έτσι δίνεται μια αίσθηση ευρηματικότητας και πρωτοτυπίας. Τέλος, υπάρχει και ο τρίτος δρόμος όπου γίνεται μια προσπάθεια μεταφοράς στο σήμερα με μοντέρνες παραγωγές, φρέσκια ηχητική προσέγγιση και μινιμαλιστικούς τονισμούς στις δυναμικές. Σ’ αυτήν την κατηγορία εκτιμάται ότι ανήκουν οι Zopp μέσα από το πρώτο τους πόνημα.
Το όλο εγχείρημα βασίζεται πάνω στο ταλέντο και την συνθετική ευχέρεια του πολυοργανίστα Ryan Stevenson, o oποίος πέρα από τα πλήκτρα παίζει τα μέρη της κιθάρας και του μπάσου. Από τα πρώτα δευτερόλεπτα αναγνωρίζεται η πρωταρχική επιρροή που δεν είναι άλλη από αυτή του Dave Stewart -αναμφίβολα από τους πιο υποτιμημένους μουσικούς της γενιάς του- και αυτό είναι προς τιμήν του Stevenson. Η φύση της μουσικής παραπέμπει στις δουλειές των Egg, στους πρώιμους Νational Health (ως σεπτέτο) καθώς και στους Gilgamesh. Οι συνθέσεις είναι δομικά άρτιες χωρίς πολυρυθμικές εξάρσεις, αλλά με εύλογη ανάπτυξη και έντονη ατμοσφαιρικότητα. Αυτό βέβαια δεν δίνει περιθώρια για επεμβατικά σημεία, οπότε το στοιχείο της έκπληξης είναι αρκετά περιορισμένο. Η καλλιτεχνική πρόθεση είναι ξεκάθαρη όσο και σεβαστή. Δίνεται μεγαλύτερη έμφαση σε αισθαντικά περάσματα μέσα από υπέροχες προόδους συγχορδιών και θεμάτων. Η μοντέρνα προσέγγιση έχει ως αποτέλεσμα την εξισορρόπηση των δυναμικών και τόνων τηρώντας μια ώριμη συμμετρία. Σημαντική κρίνεται η συμβολή των Andrea Moneta με το ουσιαστικό του παίξιμο στα τύμπανα, των Mike Benson και Theo Travis στα πνευστά και της Caroline Joy Clarke με τις πανέμορφες φωνητικές γραμμές που φέρνουν στο μυαλό την Barbara Gaskin. Την παραγωγή έχει αναλάβει ο ίδιος ο Stevenson με εξαιρετική επιτυχία κι αυτό αποτυπώνεται στην εξαίσια εναρμόνιση των «στρωμάτων» ιδιαίτερα στα μέρη των πλήκτρων, τα οποία σε σημεία μοιράζεται με τον Αndy Tillison (και συμπαραγωγός εδώ). Η διάρκεια του συνολικού έργου είναι η απαιτούμενη και οι εννιά συνθέσεις που το απαρτίζουν θα μπορούσαν να λειτουργήσουν και ως μια ενιαία σουίτα.
Ο ήχος του Canterbury με τις ιδιαιτερότητες και την φλεγματική του ιδιοσυγκρασία αποτελεί μέχρι και σήμερα μια αστείρευτη πηγή με ρίζες στο παρελθόν και, ευτυχώς, βλέμμα στο μέλλον. Η εφαρμογή και προσαρμογή του σε μοντέρνες φόρμες κρίνεται απαραίτητη και μέχρι στιγμής επιτυχημένη και αυτό επιθυμούν οι φίλοι του είδους. Ο Stevenson δείχνει πως διαθέτει τα εργαλεία, τον ενθουσιασμό και την θέρμη έχοντας στο μουσικό του DNA την εν λόγω σχολή. Πρόκειται για μια αξιοπρόσεκτη δουλειά και μια από τις σημαντικότερες της χρονιάς μέχρι τώρα. Αν πρέπει να ξεχωρίσουμε στιγμές, τότε τα κομμάτια V και Βeing and Time ίσως να είναι οι κορυφαίες του. Θεωρώ πως με πολλαπλές ακροάσεις θα μεγαλώσει ακόμα περισσότερο μέσα στο μουσικό αισθητήριο και τη συνείδηση του μέσου λάτρη του προοδευτικού rock και θα αποτελέσει συχνή επιλογή για περαιτέρω ακρόαση, εκτίμηση και αγάπη. Ευελπιστούμε σε παρόμοιες -και ίσως καλύτερες- κυκλοφορίες ανάλογης λογικής και ευαισθησίας από τον Ryan και την παρέα του.
8.5 / 10
Γιάννης Ζαβραδινός
2η γνώμη
Η μουσική των Zopp βασίζεται στον χαρακτηριστικό Canterbury ήχο των 70s με σαφή στοιχεία avant-prog και πειραματική –αλλά όχι ασαφή- διάθεση. Ακόμα, όμως, πριν ακούσει κανείς καμία νότα από το album, το εξώφυλλο είναι πρόδηλο του περιεχομένου. Η τσαγιέρα που μεταμορφώνεται σε σκορπιό παραπέμπει χωρίς πολλή φαντασία στο Flying Teapot των Gong (1973) και τον ομώνυμο πρώτο προσωπικό δίσκο του Elton Dean (1971). Ίσως το ίδιο ισχύει και για το όνομα της μπάντας που θυμίζει αυτό των Βέλγων Pazop, ίσως όχι κατ’ ανάγκη, αλλά αυτό δεν έχει ιδιαίτερη σημασία.
Σημασία έχει ότι στη μουσική του Stevenson συνδυάζονται υπέροχα τρία βασικά μουσικά στοιχεία. Η βάση βρίσκεται εμφανώς στον χαρακτηριστικό Canterbury ήχο και οι παραπομπές για παράδειγμα στους Egg, Hatfield and the North και Gilgamesh είναι ευδιάκριτες. Ωστόσο, το album αποπνέει έναν περιορισμένα vintage αέρα και ακούγεται φρέσκο και σύγχρονο. Αυτό οφείλεται στα άλλα δύο συστατικά, την jazzy avant-garde υπερβατικότητα και τον νεοκλασικισμό, στα οποία οφείλεται το αρκούντως μελωδικό και πομπώδες επίπεδο, σε smooth έως σημειακά ambient περιβάλλον, με κορυφώσεις που ξεπηδούν μέσα από την εξαιρετική ροή των εννέα κομματιών αυτού του σχεδόν ενιαίου έργου.
Μπορεί το ντεμπούτο των Zopp να απευθύνεται κυρίως σε ένα υποσύνολο των ακροατών του progressive rock, αλλά αυτό δεν σχετίζεται με την αδιαμφισβήτητη επιτυχία του Stevenson.
8 / 10
Δημήτρης Καλτσάς
Κάντε το πρώτο σχόλιο