[AltrOck, 2014]
Εισαγωγή: Δημήτρης Καλτσάς
04 / 11 / 2014
Ακούγοντας νέες κυκλοφορίες τη μία μετά να την άλλη, ένα από τα στοιχεία που διατηρεί το ενδιαφέρον και την αντοχή είναι αυτή η βουτιά στο άγνωστο και η αδημονία για τον επόμενο εξαιρετικό δίσκο. Μερικές φορές σου έρχεται από εκεί που δεν το περιμένεις. Τώρα τελευταία δε, έχει σχεδόν χαθεί το νόημα να περιμένει κανείς κάτι, με εξαίρεση φυσικά τις ήδη γνωστές και κλασικές μπάντες (βάσιμα ή εις μάτην). Κι αυτό, γιατί είναι πλέον όλο και πιο συχνό φαινόμενο οι διακριθείσες νέες κυκλοφορίες να έρχονται από άσημα συγκροτήματα, χωρίς μεγάλα (ή απλώς χωρίς) συμβόλαια. Ειδικά σε μία εποχή που η χονδροειδώς λεγόμενη «πίτα» προς μοίρασμα έχει φαγωθεί προ πολλού, η τυποποίηση είναι πλέον κάκιστος σύμβουλος και όχι εισιτήριο για επιτυχία (αυτό σε παγκόσμιο επίπεδο. τοπικά εμφανίζονται παθογενείς μόδες, πράγματι) και τα καλλιτεχνικά κριτήρια βαραίνουν ολοένα περισσότερο στη ζυγαριά της επιτυχίας, η κατάσταση είναι συναρπαστικά απρόβλεπτη. Αναζητώντας λογική και ερμηνεία πίσω από μία αναπάντεχη ευχάριστη έκπληξη μερικές φορές χρειάζεται να πάει κανείς πολύ πίσω…
Ας τα πάρουμε από την αρχή. Οι Ut Gret αρχικά (πριν 30 χρόνια περίπου) ήταν το προσωπικό σχήμα του multi-instrumentalist Joee Conroy και το εγχείρημα ξεκίνησε ως παράσταση τέχνης και ελεύθερου πειραματισμού με αυτοσχέδια όργανα, ενώ η μουσική τους στηριζόταν στο avant-garde ως εκφραστικό στοιχείο με free jazz κώδικα. Το 1996 ο δημιουργικός πυρήνας των Ut Gret ήταν πλέον ο Conroy και o κημπορντίστας Steve Roberts και όταν μετά από χρόνια στη Δυτική Ακτή μεταφέρθηκαν στο Louisville του Kentucky ο χαρακτήρας της μπάντας είχε πλέον αλλάξει οριστικά και αμετάκλητα, χωρίς να περιορίζεται η εκφραστική ελευθερία εντός σχήματος. Η μίξη του progressive rock με διάφορα «ασυνήθιστα» (όπως περιγράφουν οι ίδιοι) οδήγησε σε μία μορφή αρκετά εγκεφαλικού RIO (Rock In Opposition), όπου το χιούμορ ισορροπεί σχεδόν ανεξήγητα με το (ημι)πομπώδες ίδιον του προοδευτικού rock κλάδου, με το αυστηρό και (θα ανέμενε κανείς) ξενέρωτα συγκεκριμένο στοιχείο να κερδίζει παραδόξως τις εντυπώσεις, εκφρασμένο με δυναμικό χαρακτήρα και πλουραλιστική ενορχήστρωση στο σημείο τομής του avant-prog με το Canterbury.
Μετά από τρεις αξιόλογες κυκλοφορίες που ελάχιστοι πήραν χαμπάρι (“Time Of The Grets”-1998, “Recent Fossils”-2000, “Radical Symmetry”-2011) το φετινό “Ancestors’ Tale” ήρθε για να μας καταπλήξει και να επιβεβαιώσει πως σε ένα μουσικό είδος όπως το progressive rock 30 και βάλε χρόνια ιστορίας δεν είναι αρκετά για να δημιουργήσουν έστω μία βάσιμη υποψία. Αναζητώντας τη λογική πίσω από μία αναπάντεχη ευχάριστη έκπληξη, συμπεραίνει κανείς πως μερικές φορές αυτή απλώς απουσιάζει. Ευτυχώς.
Ut Great Μέσα σε ολόκληρη την ιστορία του progressive rock από τα τέλη των 60s μέχρι και σήμερα, αν θα έπρεπε να απομονώσουμε ένα και μόνο παρακλάδι του progressive το οποίο παρέμεινε αναλλοίωτο από μουσικές τάσεις και μόδες και διατήρησε στο ακέραιο την ιδεολογική του ταυτότητα, αυτό σίγουρα είναι το λεγόμενο RIO (Rock In Opposition) ή αλλιώς avant-prog. Ένα σημαντικό στοιχείο για το συγκεκριμένο υποείδος είναι ότι υπηρετήθηκε πιστά από συγκροτήματα που προέρχονταν από τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, μία χώρα με μικρή συνεισφορά στον χώρο, πράγμα περίεργο αν αναλογιστεί κανείς το πληθυσμιακό της μέγεθος και την τεράστια μουσική της παράδοση σε είδη που επηρέασαν άμεσα το prog. Μία τέτοια μπάντα λοιπόν είναι και οι Ut Gret από το Kentucky που φέτος επιστρέφουν δυναμικά με τον τέταρτό τους δίσκο. Παρά το ότι είχαν δώσει τα διαπιστευτήρια τους στα τρία προηγούμενα πονήματά τους, τόσο ως προς την κατεύθυνση που θέλουν να ακολουθήσουν όσο και ως προς την τεχνική τους κατάρτιση, στο “Ancestors’ Tale” φαίνεται να έχουν βρει την χρυσή τομή μεταξύ τεχνικής, πειραματισμού και δομής στις συνθέσεις τους. Και για να είμαι και πιο συγκεκριμένος, οι Ut Gret μουσικά πατάνε στην τεράστια κληρονομιά του Frank Zappa (της περιόδου “The Grand Wazoo” και “One Size Fits All”), αλλά και σε πρωτοπόρα ευρωπαϊκά συγκροτήματα του RIO, όπως οι Henry Cow, οι Samla Mammas Manna και οι Univers Zero. Εκτός όμως τους πειραματικού και avant-garde χαρακτήρα του δίσκου, το συνολικό εγχείρημά τους το διέπει και μια έντονη μελωδικότητα, λόγω κάποιων πιο καθαρών jazz σημείων, αλλά κυρίως λόγω της Canterbury ατμόσφαιρας που είναι ευδιάκριτη στις περισσότερες συνθέσεις. Πολύ επιτυχημένη κίνηση θεωρώ την έναρξη του “Ancestors’ Tale” με το ομώνυμο κομμάτι, την ίσως πιο βατή στιγμή του δίσκου στην οποία απολαμβάνουμε και τα πανέμορφα guest φωνητικά της Cheyenne Mize. Από εκει και πέρα θα λέγαμε ότι η μπάντα πραγματικά ξεφεύγει παίζοντας με τις διαθέσεις και τα όρια του ακροατή, πάντα μέσα σε ένα ελεγχόμενο πλαίσιο και εκεί ακριβώς είναι που σε κερδίζουν. Πέρα από τις προαναφερθείσες επιρροές τους, έξτρα ενδιαφέρον έχουν και κάποιες επιπλέον πινελιές, όπως το σόλο φλάουτο πάνω σε ένα μοναδικό κιθαριστικό μοτίβο στη μέση του εξαιρετικού “The Raw, The Cooked And The Overeasy”, το King Crimson στοιχείο στο επικό “The Grotesque Pageantry Of Fading Empires”, αλλά και η ικανότητά τους να συνθέτουν ανεπανάληπτα symphonic prog epics όπως το “Zodiac”. Όπως καταλαβαίνει κανείς, μόνο και μόνο από τα χωράφια στα οποία «παίζουν μπάλα» δε χρειάζεται καν να σχολιάσω το τεχνικό επίπεδο και την εκτελεστική τους δεινότητα. H ευκολία με την οποία συνδυάζουν τόσα πολλά μουσικά -και κυρίως πνευστά- όργανα αρκεί. Ο τέταρτος δίσκος των Αμερικανών έχει μπει ήδη με συνοπτικές διαδικασίες στις αγαπημένες μου φετινές κυκλοφορίες. Όποιος ακροατής ενθουσιάζεται από μουσικές απαιτητικές και εμπνευσμένες οφείλει να λιώσει το “Ancestors’ Tale, γιατί πιστέψτε με, θα τον ανταμείψει πλουσιοπάροχα.
9 / 10 Πάρης Γραβουνιώτης | Η αναγέννηση του Avant-rock Το avant-rock ως ιδίωμα απο τις αρχές τως 70’s φρόντισε εξ αρχής να διαχωρίσει τη θέση του απο το κύριο «σώμα» του ευρύτερου προοδευτικού ροκ οπου τα πλήκτρα και η συμφωνική κατεύθυνση ηταν το σήμα κατατεθέν του. Ακολουθώντας κάποια από τα χνάρια του Frank Zappa (περιόδου Mothers Of Invention κυρίως) και με γερές δόσεις απο free jazz, μοντέρνα κλασσική / πειραματική, music concrete σε διαστάσεις μουσικής δωματίου, απευθύνθηκε σε ένα πιο εκλεκτικό και απαιτητικό ακροατήριο! Πνευστά και έγχορδα πλέον σε πρωταγωνιστηκό ρολο κρατούν τις λεπτές ισορροπίες μεταξύ καλογραμμένης / πολύπλοκης ενορχήστρωσης και άναρχου αυτοσχεδιασμού πάντα σε υψηλό επίπεδο. Οι μπάντες-εκπρόσωποι ακόμα και στις δεκαετίες που ακολούθησαν διατήρησαν τον ασυμβίβαστο μουσικό χαρακτήρα τους οταν κλασσικές prog rock μπάντες εγλωβισμένες απο τις «πλαστικές» παραγωγές των 80s και την κυριαρχία του εναλλακτικού ροκ των 90s έμειναν στατικές και παρήκμαζαν. Μπορεί η δισκογραφική κίνηση να ήταν αραιή, η ένταξη όμως νέων σχημάτων κατέστησαν το avant rock έστω και «υποδόρια» μια ανανεώσιμη πηγή εμπνευσμένης μουσικής για «μυημένα» αυτιά. Φτάνοντας στο σήμερα, συναντούμε συγκροτήματα όπως οι Ut Gret από το Louisville του Kentucky να μας δίνουν εξαιρετικά δείγματα της συνθετικής και εκτελεστικής τους δεινότητας από τα τέλη της δεκαετίας του ‘90 με τρεις σπουδαίες κυκλοφορίες. Σταθερός πυρήνας του γκρουπ οι μουσικοί Joee Conroy και Steve Roberts περιστοιχισμένοι στην εκάστοτε δημιουργία τους απο guest εμφανίσεις ετέρων ανάλογα με την κατεύθυνση και όραμά του. Στη φετινή, τέταρτη δουλειά τους με τίτλο “Ancestors’ Tale” δείχνουν περίτεχνα και με μια υποδειγματική παραγωγή την πρόθεσή τους να εξομαλύνουν λίγο τις τραχειές πτυχές του ιδιώματος προκειμένου το αποτέλεσμα να είναι ελκυστικό και σχετικά προσβάσιμο χωρίς αυτο να γίνεται εις βάρος της ποιότητας και της μουσικής αισθητικής του. Τα δέκα κομμάτια που το αποτελούν (και πραγματικά μου είναι αδύνατον να ξεχωρίσω κάποιο) αποδεικνύουν τη συνθετική φόρμα και τον δημιουργικό οίστρο της μπάντας. Κάθε ένα από αυτά με τη δική του ταυτότητα, την ξεχωριστή του παραπομπή στο παρελθόν χωρίς ίχνος μιμιτισμού! Για παράδειγμα, η χρήση του bassoon (μπάσο όμποε) μπορεί να φέρνει στο νου την Lindsay Cooper και τους Ηenry Cow, αλλά δεν ακολουθεί τα μονοπάτια τους. Η ακρόαση ξεκινάει με το ομώνυμο κομμάτι κι εδώ θέλω να σταθώ στην πολύ καλή ερμηνεία της Cheyenne Mize (που συνδράμει παίζοντας και βιολί) που σαν αέρινo jazz χάδι προσδίδει αισθαντικότητα και χάρη. Σε συνδυασμό με το φλάουτο και το ηλεκτρικό πιάνο, προσωπικά μου θυμίζει λίγο πρώιμους Return To Forever και συγκεκριμένα το “Light As Feather”. Η συνέχεια γίνεται ακόμα πιο ενδιαφέρουσα, καθώς συναντάται το στοιχείο του prog και σε σημεία στοιχεία από τη σκηνή του Canterbury δοσμένο με μια chamber music υφή! Το κομμάτι “Hopperknockity Tune”, φορός τιμής στον Hugh Hopper των Soft Machine, είναι μια τρανή απόδειξη! To μεσαιωνικό άρωμα του “Selves Unmade” με τους jazz αυτοσχεδιασμούς και τις πολλαπλές φωνητικές «στρώσεις» του σαγηνεύει χωρίς περιθώρια αντίδρασης! H παραμυθένια και παιχνιδιάρικη αρχή του “The Raw, The Cooked And The Overeasy” δεν σε προϊδεάζει για την περαιτέρω αναάπτυξη όπου η κιθάρα με φράση αλα Fripp δινει χώρο σε ενα απογειωτικό σόλο στο φλάουτο! Tο ιμπρεσιονιστικό “An Elephant In Berlin” σου δημιουργεί μελαγχολικές εικόνες που στο άκουσμα του κομματιού δεν μπορείς να αποφύγεις. Από την παλέτα τους δε θα μπορούσε να λείψει και η απόχρωση των King Crimson στο “Dinosaur On The Floor” στην ολότητά του, όπως και στο δραματικό κιθαριστικό σόλο του “The Grotesque Pageantry Of Fading Empires” και την εφιαλτική κλιμάκωση του “Zodiac” στο μοτίβο του “Red”. Όλα αυτά πάντα φιλτραρισμένα μέσα απο την δική τους πάντα εκδοχή! O επίλογος γράφεται με το “Walk The Plank”, ένα ακόμα σπονδυλωτό κομψοτέχνημα με περάσματα από Henry Cow, Universe Zero, Hatfield And The North, μέσα σε 8 μόλις λεπτά απλά σου δίνει το ιδανικό κίνητρο να ξανακούσεις το “Acenstors’ Tale” από την αρχή! Σπάνια ακούς κάτι τόσο τεχνικό και πολυποίκιλο που να κυλάει αβίαστα χωρίς να κουράζει ή να μειώνεται έστω και λίγο το ενδιαφέρον του ακροατή! Για μένα δεν αποτελεί υπερβολή να πω οτι πρόκειται για πόνημα που έχει όλα τα προσόντα να χαρακτηριστεί ως κλασσικό και για τους αναζητητές του εξεζητημένου prog διαφαίνεται πλέον οτι το avant rock περνάει τη δεύτερη εφηβεία του!
9 / 10 Γιάννης Ζαβραδινός |
Κάντε το πρώτο σχόλιο