[InsideOut, 2015]
Εισαγωγή: Λευτέρης Σταθάρας
04 / 12 / 2015
Όταν ακούς τον όρο progressive rock metal των 90s τότε σίγουρα θα σκεφτείς μπάντες που γράφανε μεγάλους (σε διάρκεια) δίσκους, πολύπλοκα κιθαριστικά σόλο, και μουσικούς με φάτσες που όριζαν τον όρο “nerd”. Μέσα σε όλες της μπάντες που θα σκεφτείς σίγουρα οι Spock’s Beard θα είναι μια από αυτές. Το μούσι του Spock προέρχεται από την σειρά “Star Trek” και συγκεκριμένα από το επεισόδιο “Mirror, Mirror” της δεύτερης σεζόν. Tο πλήρωμα του Enterprise έρχεται αντιμέτωπο με τους “evil twins” τους που έρχονται από ένα παράλληλο σύμπαν στο οποίο ο Vulcan κύριος Spock έχει μούσι.
Γεννημένοι στο Los Angeles το 1992 από τα αδέλφια Neal και Alan Morse ξεκίνησαν να παίζουν μουσική και να γράφουν κομμάτια για να κυκλοφορήσουν το “The Light” το 1995. Σύντομα ξεκίνησαν να κερδίζουν την προσοχή κοινού αλλά και άλλων μουσικών για τους οποίους οι Spock’s Beard άνοιγαν τις συναυλίες. Το 1997 άνοιξαν την συναυλία του Fish στο LA και το 1998 έκαναν την πρώτη τους περιοδεία για το “Kindness of Strangers” έχοντας τους “Chandelier” και τους “Enchant” σαν opening acts.
Μετά από αρκετές αλλαγές και με μια ιστορία που θυμίζει της αλλαγές τραγουδιστών των Genesis οι Spock’s Beard επιστρέφουν στη δισκογραφία με το δεύτερο studio album έχοντας τον Ted Leonard στα φωνητικά. Οι Genesis σταμάτησαν στην πρώτη κυκλοφορία με τον τρίτο τραγουδιστή τους… οι Spock’s Beard συνεχίζουν με το “The Oblivion Particle” και η αφεντιά μου μαζί με τον Δημήτρη Καλτσά ακούσαμε και κρίνουμε…
Μια αχρείαστη αστοχία Κάθε νέα κυκλοφορία των Spock’s Beard είναι ένα μεγάλο στοίχημα για την ίδια την μπάντα. Έχοντας στο ενεργητικό τους 11 δίσκους μεταξύ των οποίων τα ιστορικά πλέον “The Light” (1995) και “V” (2000) και έχοντας επιστρέψει δυναμικότατα με το πολύ καλό “Brief Nocturnes And Dreamless Sleep” (2013), ο πήχης για το φετινό “The Oblivion Particle” βρισκόταν πολύ ψηλά. Η σύνθεση είναι ακριβώς η ίδια με το προπέρσινο album τους, αλλά ούτε αυτό ούτε η προϊστορία της μπάντας ήταν τελικά αρκετά για να διασφαλίσουν την καλλιτεχνική επιτυχία του 12ου δίσκου τους. Κι όμως, το “The Oblivion Particle” δεν είναι προχειροφτιαγμένο, ούτε βεβιασμένο, κάθε άλλο μάλιστα. Η ενορχήστρωση είναι όπως πάντα πολύ προσεγμένη και η παραγωγή βρίσκεται στα τυπικά για την μπάντα υψηλά επίπεδα. Εκτός της συμμετοχής του David Ragsdale στο “Disappear”, το Kansas στοιχείο είναι έντονο (π.χ. “Tides Of Time”, “Hell’s Not Enough”), όπως και το τυπικό συμφωνικό prog σήμα-κατατεθέν των Spock’s Beard (“A Better Way To Fly”). Αυτό που λείπει, όμως, από παντού είναι κατά κύριο λόγο η έμπνευση. Σε αντίθεση με το “Brief Nocturnes…”, δεν υπάρχει ούτε μία ευχάριστη έκπληξη μεταξύ των εννέα κομματιών και το ακόμα χειρότερο είναι ότι κατά τα 66 λεπτά του album εξαντλούνται τα prog cliché και οι μέθοδοι αντιγραφής από το πλούσιο παρελθόν των Spock’s Beard, αλλά -όλως περιέργως- και από την προσωπική καριέρα του Neal Morse, αν και απουσιάζει από αυτό το δίσκο. Οι Morse και Okumoto προσφέρουν όπως πάντα μερικές ευχάριστες στιγμές, αλλά όπως και η υπέροχη φωνή του Ted Leonard, δεν ξεφεύγουν από μια γενική εντύπωση που επιβεβαιώνεται σε όλο το μήκος του δίσκου: δυστυχώς απουσιάζει η ειλικρίνεια. Ούτε ένα εγχείρημα ατμοσφαιρικότητας δεν είναι πειστικό και είναι φανερό ότι συνολικά το αποτέλεσμα προέκυψε ακολουθώντας μια ξεπερασμένη συνταγή που στο τέλος δεν αφήνει σχεδόν τίποτα αξιομνημόνευτο (εξαίρεση αποτελεί ίσως το “Minion”, χωρίς να ενθουσιάζει βέβαια). Το “The Oblivion Particle” είναι ένα επαγγελματικό και τεχνικά άρτιο, βαρετό, χιλιοακουσμένο πριν την κυκλοφορία του και τελικά αδιάφορο album. Αν οι Spock’s Beard καταφέρουν να επιστρέψουν για άλλη μία φορά σε υψηλό επίπεδο, θα είναι μία ευχάριστη έκπληξη από μία μπάντα που έχει προσφέρει πολλά στην αναβίωση του προοδευτικού ήχου στην τυπική του μορφή. Το συγκεκριμένο album καλύτερα να το ξεχάσουμε.
4 / 10 Δημήτρης Καλτσάς | Γιατί μου το χαλάς τώρα; Το “Brief Nocturnes And Dreamless Sleep” ήταν καλή επιστροφή. Όχι, ήταν πολύ καλή επιστροφή. Οι ταλαιπωρημένοι Spock’s Beard επέστρεψαν μετά την φυγή του Nick Di’Virgilio τα συναισθήματα για την επιστροφή στη δισκογραφία ήταν ανάμεικτα. Αλλά κάτι ο εξαιρετικός Ted Leonard, κάτι η συνεργασία ξανά με τον Neal Morse, το “Brief Nocturnes and Dreamless Sleep” ήταν μια δουλειά αντάξια του ονόματος των Spock’s Beard. Τώρα που ερχόμαστε στην δεύτερη κυκλοφορία με τον Ted Leonard στα φωνητικά οι προσδοκίες ήταν υψηλές. Δυστυχώς όμως το αποτέλεσμα δεν είναι αντάξιο των προσδοκιών. Και νομίζω ότι το πρόβλημα του δίσκου συνοψίζεται στα πρώτα 30 δευτερόλεπτα. Η πιο συνηθισμένη, πιο χιλιoχρησιμοποιημένη εισαγωγή που έχει ακουστεί στο είδος τα τελευταία 3-4 χρόνια. Πομπώδης, με τύμπανα και τα πλήκτρα να είναι στο προσκήνιο. Σίγουρα ευχάριστο στο αυτί δεν λέω, αλλά είναι λίγο… στον αυτόματο. Και γενικά ο δίσκος έχει αυτή την αίσθηση. Οι Spock’s Beard είναι εξαιρετικοί μουσικοί και φυσικά με το “Oblivion Particle” έχουν ένα ευχάριστο δίσκο με εξαιρετική παραγωγή, ωραία ισορροπία στα όργανα, όμορφο εξώφυλλο και έναν τραγουδιστή που αποδεικνύει γιατί είναι τόσο πολυάσχολος τα τελευταία χρόνια. Το πρόβλημα του δίσκου είναι στο ότι δεν υπάρχει ιδιαίτερη ποικιλία, δεν υπάρχει συνοχή με αποτέλεσμα τα κομμάτια (όσο ευχάριστα και αν είναι) να είναι συνολικά κάπως ανούσια και να δίνουν την εντύπωση ότι τραβάνε πολύ. Φυσικά, υπάρχουν στιγμές που με τα καλά στοιχεία της μπάντας, αλλά όχι αρκετές για να αλλάξουν την συνολική κούραση που βγάζει ο δίσκος. Ενδιαφέρον είναι και το γεγονός πως στο “Bennett Build Α Τime Μachine”, που ίσως είναι και το καλύτερο κομμάτι του δίσκου, τραγουδάει ο Jimmy Keegan. Ακόμα το “A Better Way Τo Fly” είναι ένα κομμάτι που εμπνέει και θυμίζει λίγο τους Spock’s Beard των προηγούμενων ετών. Ξεκινάει mid-tempo θυμίζοντας soundtrack ταινίας τρόμου και σιγά σιγά αυξάνει το ρυθμό φτάνοντας σε ένα εξαιρετικό instrumental σημείο στο πέμπτο λεπτό. Η αξία των Spock’s Beard είναι αδιαμφισβήτητη και το “The Oblivion Particle” είναι ένας δίσκος με έμφαση στη μελωδία που όμως δείχνει μια απουσία έμπνευσης. Ίσως η απογοήτευση να έρχεται και λόγω των υψηλών προσδοκιών μετά το “Brief Nocturnes…”, αλλά γενικά σαν κυκλοφορία δεν καλύπτει παρά μόνο την ικανοποίηση της νοσταλγίας του progressive rock / metal των 90s.
6 / 10 Λευτέρης Σταθάρας |
Κάντε το πρώτο σχόλιο