[Esoteric Antenna, 2014]
Εισαγωγή: Κώστας Μπάρμπας & Δημήτρης Καλτσάς
19 / 03 / 2014
Το όνομα του Peter Hammill και η σημασία του τόσο για το progressive rock αλλά και τη rock μουσική γενικά είναι αδιαμφισβήτητα. Παρόλη τη στρυφνότητα της μουσικής τους, οι Van Der Graaf Generator στέκουν ως ιστορικά ισάξιοι δίπλα στους άλλους μεγάλους του progressive rock, έχοντας βάλει την απόλυτη σφραγίδα τους στις πιο σκοτεινές απολήξεις του είδους και παράλληλα επηρεάζοντας μουσικά και αισθητικά πολλούς μουσικούς εκτός των τειχών του ιδιώματος.
Η προσωπική καριέρα του Hammill πέρασε αρκετές φάσεις. Τους τεράστιους δίσκους (προεξέχοντος του “The Silent Corner And The Empty Stage”), που κυκλοφόρησαν παράλληλα με τους VDGG, διαδέχθηκε μία σειρά δίσκων που ισορροπούσαν την τάση για πειραματισμό με τον singer / songwriter χαρακτήρα, όλοι τους εναρμονισμένοι με την ιδιαίτερη προσωπικότητά του όπως μας έχει φανερωθεί μέσα από τους στίχους και τις ερμηνείες του. Στις αρχές των 80s δημιούργησε την K band και μαζί της κυκλοφόρησε τα δύο τελευταία πραγματικά μεγάλα του album (“Enter K”, “Patience”). Αριστούργημα δεν ξαναήρθε, αλλά ίσως να μην ήταν και αυτός ο σκοπός. Στα τελευταία 28 χρόνια κυκλοφόρησε 22 δίσκους, όπου παρά τους όποιους πειραματισμούς, ο βασικός σκοπός του δημιουργού είναι η εξωτερίκευση του εσωτερικού του κόσμου και του προσωπικού του σκοταδιού, αναδεικνύοντάς τον σε έναν από τους πιο ειλικρινείς singers / songwriters που έχουν υπάρξει.
Φέτος λοιπόν βρίσκει ως συνοδοιπόρο τον Αμερικανό πειραματικό κιθαρίστα Gary Lucas, ένα σπουδαίο μουσικό, ο οποίος είναι γνωστός για τη συνεργασία του με τον Jeff Buckley και τη μεγάλη επιρροή του στη μουσική του μεγάλου τραγουδοποιού. Ο Lucas ήταν μέλος της Magic Band του Captain Beefheart και συμμετείχε στα δύο τελευταία άλμπουμ της μπάντας του Van Vliet πριν αποσυρθεί για να ασχοληθεί με τη ζωγραφική: το “Doc at the Radar Station” [1980] και το “Ice Cream for Crow” [1982]. Αργότερα ίδρυσε τους Gods and Monsters, μέλος των οποίων ήταν το 1990 και ο Jeff Buckley. Έχει στο ενεργητικό του πάνω από 20 προσωπικούς δίσκους και χαίρει της εκτίμησης των φίλων της πειραματικής μουσικής χωρίς περαιτέρω ταμπέλες.
Ο Gary Lucas έχει δικαιολογημένα χαρακτηριστεί ως “the thinking man’s guitar hero” (The New Yorker, 8 Iανουαρίου 2007) και αυτό προσδίδει μεγάλο ενδιαφέρον στη συνεργασία του με τον μέχρι πρότινος εμμονικά μοναχικό Peter Hammill.
Lonely with company
Μεγάλο μέρος της πορείας του Hammill ήταν μοναχική. Αυτή τη μοναξιά έδειχνε πολλές φορές να την επιδιώκει, κάνοντας πολλά album του να αποτελούν τον ορισμό της “προσωπικής δουλειάς”, τόσο στο καθαρά μουσικό αποτέλεσμα όσο κυρίως στην προσωπικότητα, την ατμόσφαιρα και τη γενική αίσθηση που έβγαζαν. Παρόλα αυτά, πάντα ήταν ανοιχτός σε συνεργασίες και κατά καιρούς πέρασαν από τους δίσκους του αρκετοί μουσικοί, αλλά και παλιοί συνεργάτες του. Η φετινή του συνεργασία με τον αμερικάνο Gary Lucas είναι εν μέρει μία έκπληξη, αφού μετά την επανασύνδεση των Van Der Graaf Generator έδειχνε να εξαντλεί εκεί την ανάγκη του για συλλογικότητα, αλλά και γιατί οι μέχρι τώρα συνεργάτες του ήταν Βρετανότατοι. Προχωρώντας στα της μουσικής, γίνονται αμέσως αντιληπτά τα μουσικά στοιχεία που φέρνει ο Lucas από τις αποικίες, με το παίξιμό του σε τραγούδια όπως το “Cash” και το “This is Showbiz”. Το album στην ολότητά του όμως είναι αρκετά πολυσχιδές. Υπάρχουν μερικές κλασικές Hammill-ικές μπαλάντες όπως το “Spinning Coins” και το πολύ όμορφο “Of Kith & Kin” που διατηρεί τον Hammill χαρακτήρα ακόμη και στον τίτλο του. Με την πρώτη ακρόαση γίνεται αντιληπτό και τα πιο avant-garde (ακόμη και noise) στοιχεία στο παίξιμο του Lucas στην κιθάρα, που έχουν πολλά κοινά με τον τρόπο που αντιλαμβάνεται ο Hammill το όργανο, αλλά είναι ανώτερα εκτελεσμένα από τον Lucas. Εδώ μπορούσε κανείς να βρει και τη βασική τομή των δύο μουσικών. Αρκετά instrumental κομμάτια αυτής της λογικής συνυπάρχουν με τα καθαρά “τραγουδιστικά”, αλλά υπάρχουν και μερικά που αποτελούν μίξη των δύο, όπως το “Some Kind of Fracas” με το εκτενές κλείσιμό του ή το “Reboot” που αποτελεί και ένα από τα καλύτερα κομμάτια του δίσκου. Μια τελευταία ειδική αναφορά σε κομμάτι πρέπει να γίνει στο “The Kid” που είναι το αγαπημένο μου, με την αρκετά έντονη ερμηνεία του Hammill (η καλύτερή του στο δίσκο), πάνω στο πολύ γεμάτο και σχετικά επιθετικό παίξιμο του Lucas στην ακουστική. Το “Other World” στο γενικό του φόντο, έχει μια αξιοπρόσεκτη διατήρηση του επιπέδου της ποιότητας του. Δυστυχώς δεν υπάρχει κάποιο πραγματικά stand-out τραγούδι, που συνήθως συναντάμε ακόμα και στις λιγότερο καλές δουλείες του Hammill, αλλά από την άλλη δεν υπάρχουν και κάποια κακά. Τα instrumental σημεία που διανθίζουν τον δίσκο είναι γενικά πετυχημένα χωρίς να ανεβάζουν επίπεδο το τελικό αποτέλεσμα, με μερικά να λειτουργούν απλά ως ambient διαλείμματα. Η παρουσία του Lucas και το παίξιμό του ανεβάζει το μέσο όρο, αλλά δίνει και μια κανονική ροή σε ένα album με αρκετά διαφορετικά μεταξύ τους κομμάτια. Τέλος, οι ερμηνείες του Hammill είναι αξιοπρεπέστατες, παρόλο που δεν αποφεύγει κάποιες ερμηνευτικές trademark μανιέρες, πράγμα όμως απόλυτα δικαιολογήσιμο στην ηλικία του. Θετικό λοιπόν το πρόσημο, χωρίς δυσάρεστες αλλά και χωρίς ευχάριστες εκπλήξεις. Ένας ακόμα δίσκος του Peter Hammill (αυτή τη φορά με έναν εξαιρετικό συνεργάτη) που δεν θα μείνει στην ιστορία της μουσικής, αλλά θα προσφέρει μερικές ακόμα ιδιωτικές στιγμές (κατά προτίμηση μεταμεσονύχτιες) στην προσωπική μοναξιά των ανθρώπων που τον ακολουθούν στη μοναχική του πορεία για την κατανόηση του μυστηρίου της ζωής.
6.5 / 10 Κώστας Μπάρμπας | Ψυχεδελική ανανέωση
Ομολογώ πως όταν πρωτοέμαθα για αυτή τη συνεργασία, περίμενα πώς και πώς την ακρόαση του άλμπουμ για πολλούς λόγους. Ο Peter Hammill συνεργάζεται και μοιράζεται τα credits για τρίτη φορά φορά στην προσωπική του καριέρα (“Spur of the moment”, 1991 με τον Guy Evans και “The Appointed Hour”, 1999 με τον Roger Eno οι προηγούμενες δύο), αλλά αυτή τη φορά με Αμερικανό και φυσικά όχι κάποιον τυχαίο. Ο Gary Lucas (του χρωστάμε αιώνια για τη συμβολή του στο “Grace” του Jeff Buckley) δεν υπήρξε ποτέ συμβατικός και ειδικά εν αναμονή του “Other World” θα ήταν απίθανο να γίνει προβλέψιμη η μουσική ισορροπία της σύμπραξης των δύο. Στο 38ο άλμπουμ του υπεραγαπημένου ηγέτη των Van Der Graaf Generator οι όποιες διαφοροποιήσεις εντοπίζονται τόσο στον τρόπο και τις οδούς έκφρασης, όσο και στο ύφος αυτό καθαυτό. Σε γενικές γραμμές το “Other World” είναι ένα άλμπουμ με Hammill χαρακτήρα, με τη συμβολή, όμως, του Lucas να είναι καθοριστικότατη σχεδόν παντού και κυρίαρχη σε σημεία. Η συνταγή είναι διαρκώς μεταβαλλόμενη κατά τη διάρκεια της μιας ώρας του δίσκου. Τόσο μεταβαλλόμενη, ώστε η συνεργασία σε σημεία ακούγεται (δυστυχώς) ως ένα ετερογενές σύνολο, με συνέπεια να δυσχεραίνεται η ομαλότητα στη ροή του άλμπουμ. Τα “Spinning Coins” και “Of Kith And Kin” είναι δύο πανέμορφα, τυπικά Hammill κομμάτια με απλές και ουσιώδεις φωνητικές μελωδίες που ερμηνεύονται εντυπωσιακά από τον φανερά ανανεωμένο δημιουργό. Στο μελαγχολικό και απόκοσμα ψυχεδελικό “Some Kind Of Fracas” αποκαλύπτονται για πρώτη φορά στο άλμπουμ οι πειραματικές διαθέσεις του Lucas. Η ισορροπία Αγγλίας και Αμερικής αγγίζει το απόλυτο στα αρκετά έντονα (σε ηχητικό βάθος και ενέργεια αντίστοιχα) και επίσης διακριθέντα “Cash” και “This Is Showbiz”. Το πιο ξεχωριστό σε ύφος κομμάτι είναι μάλλον το “The Kid”, μία ακουστική σύνθεση στην οποία λάμπει το κιθαριστικό ταλέντο του Lucas, αλλά και η δεινή ερμηνευτική ικανότητα του Hammill. Όντως, το Βρετανικό folk και prog του Hammill παντρεύεται εξαιρετικά σε κάποια κομμάτια με το ψυχεδελικότατο και βαθύ US blues παίξιμο του Lucas. Ωστόσο, ειδικά στα σημεία που ο πειραματισμός εντείνεται, η ουσία δείχνει να χάνεται. Tα παρεμβαλλόμενα instrumental κομμάτια ανακόπτουν τη ροή του άλμπουμ χωρίς να προσθέτουν κάτι σημαντικό και νομίζω ότι θα ήταν προτιμότερο να βρίσκονται σε κάποιο προσωπικό άλμπουμ του Lucas, παρά στο συγκεκριμένο. Το χαρακτηριστικό υπερβολικό delay, το «αιχμηρό» chorus και το ambient εν είδει soundscape (έως noise) παίξιμο του βιρτουόζου Lucas κυριαρχεί εδώ, αλλά δυστυχώς όχι πάντα ευχάριστα. Το συνθετικά κατώτερο μέρος του άλμπουμ είναι αναμφισβήτητα το κλείσιμο. Τα τέσσερα τελευταία κομμάτια δεν υπήρχε κανένας λόγος να συμπεριλαμβάνονται και κυρίως το “Means to An End”, το οποίο είναι μία ολοφάνερη παραλλαγή του “Cash”. Συνολικά, πρόκειται χωρίς αμφιβολία για το καλύτερο άλμπουμ του Hammill τα τελευταία 15 τουλάχιστον χρόνια. Η παρουσία ενός εξίσου ανοικτού νου μουσικά, όπως ο φίλος και δηλωμένος οπαδός του, Gary Lucas, έδρασε το δίχως άλλο θετικά. Ακόμα κι αν κάποια σημεία του “Other World” δεν ήταν τόσο (ή το ίδιο) δουλεμένα, οι (τουλάχιστον 6) εξαιρετικές στιγμές του άλμπουμ θα μας μείνουν για πάντα.
6.5 / 10 Δημήτρης Καλτσάς |
Κάντε το πρώτο σχόλιο