[Pendragon/Toff Records, 2014]
Εισαγωγή: Δημήτρης Καλτσάς
25 / 11 / 2014
Η ιστορία των Pendragon ταυτίζεται με την πιο δύσκολη περίοδο της μουσικής που εξαρχής υπηρέτησε το κουαρτέτο από το Stroud της Αγγλίας. Οι Pendragon σχηματίστηκαν πριν 36 ολόκληρα χρόνια και μετά το (μάλλον ατυχές) ντεμπούτο τους και το δεύτερο (και επίσης επιεικώς μέτριο) άλμπουμ τους τα πράγματα έμελλε να πάρουν μία απότομη ανοδική πορεία για τους εργατικότατους Nick Barrett (κιθάρα, φωνή), Clive Nolan (πλήκτρα), Peter Gee (μπάσο) και Fudge Smith (ντραμς). Μέχρι το 2005 αυτή η σύνθεση έδωσε μερικά πολύ καλά albums, όπως τo “The Window Of Life” [1993], το “Not Of This World” [2001] και φυσικά το “The Masquerade Overture” [1996], το οποίο μέχρι σήμερα (δικαιότατα) θεωρείται ως ένα από τα καλύτερα δείγματα neo-prog.
Μετά την αποχώρηση του Smith, τη θέση του πίσω από τα ντραμς πήρε ο Scott Higham στο εξαιρετικό “Pure” [2008], με το οποίο η μπάντα επανασυστήθηκε στο κοινό φανερά αναζωογονημένη, με φρεσκαρισμένο ήχο, περισσότερη ενέργεια και ιδέες που φυσικά δεν άφησαν ασυγκίνητο το prog ακροατήριο. Τρία χρόνια μετά το επίσης δυνατό “Passion” [2011], οι Pendragon επιστρέφουν με το φετινό “Men Who Climb Mountains”, το δέκατο studio album τους.
Περνώντας διά πυρός και σιδήρου τα πιο δύσκολα χρόνια για το progressive rock ιδίωμα, μπάντες όπως οι Pendragon διεκδικούν το μερίδιό τους από την τωρινή ανάκαμψη του προοδευτικού ήχου σχεδόν σε όλες τις πτυχές του. Με δεδομένο το σεβασμό για την ιστορία τους, θα μπορούσαν να αποτύχουν σε τόσο ευνοϊκές συνθήκες;
Σταθερή ποιότητα Από τις εξέχουσες μπάντες του λεγόμενου neo-prοg κινήματος με μακρόβια πορεία στο χώρο δίχως όμως να έχουν δρέψει σε ικανοποιητικό βαθμό τους καρπούς των προσπαθειών τους απο άποψης δημοφιλίας. Οι Pendragon δημιουργημένοι στην Αγγλία το μακρινό 1978 -αν και η πρώτη τους επίσημη κυκλοφορία καθυστέρησε έτι περισσότερο- σταθερά προσανατολισμένοι στον κλασικό ήχο της προοδευτικής μουσικής, όπως στα κλασικά τους άλμπουμ “The World” και “The Window Of Life”, δεν δίστασαν να αφομοιώσουν νεωτερικά στοιχεία ευθυγραμμιζόμενοι με τις τρέχουσες εξελίξεις στη μουσική. Οι δίσκοι “Pure” και “Passion” αποτύπωσαν τη στροφή σε ένα καλώς εννοούμενο μοντερνισμό, ο όποιος δεν αλλοίωνε το χαρακτήρα τους ως μπάντα. Φθάνοντας στο φετινό “Men who Climb Mountains”, η δέκατη κυκλοφορία αισίως, οι Pendragon εξακολουθούν να αποπνέουν τη σφριγηλότητα μιας ακμαίας μπάντας. Μοναδική αλλά σημαντική αλλαγή στη σύνθεση της μπάντας είναι αυτή του Graig Bundell στη θέση Scott Higham στα ντραμς ο οποίος πλαισιώνει τους Clive Nolan, Peter Gee και βεβαίως τον Nick Barret, τα άτομα που συνιστούν τον θεμέλιο λίθο της μπάντας. Η συγκεκριμένη αλλαγή φαίνεται να λειτουργεί καλύτερα για το στυλ του καινούργιου δίσκου. Το άλμπουμ απο τις πρώτες ακροάσεις δείχνει να συνταιριάζει το παρελθόν με τις όψιμες επιρροές τους σε ένα ιδιαίτερο αμάλγαμα που σφύζει απο συναισθηματισμό, με στίχους που επικεντρώνονται στην αταλάντευτη πίστη του ανθρώπου σε μία ανώτερη και υπερβατική δύναμη η οποία τον καθοδηγεί με ασφάλεια στις ατραπούς του καθημερινού του βίου. Ίσως και λόγω της στιχουργικής του σύλληψης ο δίσκος παρουσιάζει ομοιογένεια, με τα τραγούδια να ενώνονται άρρηκτα μεταξύ τους, καθιστόντας τη μούσικη ρέουσα, γεγονός που βοηθά την εκδίπλωση των καλύτερων συστατικών της μπάντας: της κιθάρας του Ηigham και των πλήκτρων του Nolan. Αψευδής μάρτυρας της έμπνευσής τους είναι τα μεγάλα κομμάτια όπως το “Explorers Of The Infinite”, που πέραν της ποιοτικής του μουσικής δημιουργεί στον ακροατή μια έντονα συναισθηματικά φόρτιση. Όμοιως το “Come Home Jack” που θυμίζει έντονα Camel και το “Beautiful Light” με την ωραία φωνητική του μελωδία. Θα ξεχώριζα επίσης τα δύο “Faces” του φωτός και του σκότους, το πιο συμβολικό ζεύγος των αντιθέτων, για τις μελωδίες τους: ανέμελες στο πρώτο σκέλος, φορείς ανησυχίας στο δεύτερο. Θα ενστερνιστώ το κλασικό λεκτικό στερεότυπο που επιστρατεύεται για τη περιγραφή ενός δίσκου: «με τις αλλεπάλληλες ακροάσεις μεγαλώνει μέσα σου». Στην περίπτωση του νέου δίσκου των Pedragon δεν θα μπορούσα να το θέσω με μεγαλύτερη ευστοχία. Δίσκος που στοχεύει στο θυμικό και στο νου αξεδιάλυτα, συγκινεί, αλλά και παρακινεί τον ακροατή -ανεξαρτήτως κοσμοθεωρίας- σε στοχασμό.
8 / 10 Χρήστος Μήνος | Δίσκος στασιμότητας σε μια ανοδική δισκογραφία Όποιος έχει τύχει να διαβάσει περισσότερα από ένα κείμενά μου στο ProgRocks.gr θα έχει παρατηρήσει ότι συνήθως ασχολούμαι με συγκροτήματα του μοντέρνου τεχνικού metal και λίγο με του alternative prog, ενώ δεν έχω γράψει ποτέ για μη metal συγκρότημα. Φανταστείτε λοιπόν την έκπληξή μου όταν ο αρχισυντάκτης μου ζήτησε κριτική για το νέο δίσκο των Pendragon (δεν ήξερα αν με τρόλλαρε ή αν πράγματι πείστηκε ότι δεν ακούω μόνο metal). Έχοντας στο νου το “Not Of This World”, που είναι ένας από τους αγαπημένους μου neo-prog δίσκους, συνάμα με το καλό σερί από ποιοτικούς δίσκους που έχουν τα τελευταία χρόνια, ξεκινώ την ακρόαση του album. Τα λόγια γύρω από τη μπάντα και η παρουσίασή της είναι περιττά όταν μιλάμε για τους Pendragon, ένα συγκρότημα με 30 χρόνια δισκογραφίας, πρωτοπόρους του neo-prog με δίσκους διαμάντια (“The Masquerade Overture”) και έναν Nick Barrett με αστείρευτη έμπνευση. Επομένως, περνώντας γρήγορα στην παρουσίαση του δίσκου θα έλεγα ότι μοιάζει με την συνάρτηση Gauss στην ποιότητά του και στον καταμερισμό των τραγουδιών, με την πρώτη τριάδα, “Belle Ame” / “Beautiful Soul” / “Come Home Jack”, να πηγαίνει από το καλό στο καλύτερο με το δεύτερο να είναι το πιο up tempo και ευδιάθετο όλου του δίσκου, ενώ στο “Come Home Jack” οι ταχύτητες πέφτουν, τα «φορτισμένα» σημεία κάνουν την εμφάνισή τους και οι Genesis επιρροές (στη δομή κυρίως, μου θύμισε κάπως το “Cinema Show”) το ίδιο, δίνοντας το πρώτο highlight. Στην τριπλέτα των κομματιών “In Bardo” / “Faces Of Light” / “Faces Of Darkness”, ο δίσκος κορυφώνεται, με τα δύο πρώτα να είναι μακράν τα καλύτερα του άλμπουμ, όπου στη μικρή τους διάρκεια οι Pendragon προλαβαίνουν να χωρέσουν τις εσωστρεφείς μελωδίες τους με τα τεχνικά τύμπανα και τα υπέροχα solo πλήκτρων-κιθάρας. Τα τελευταία τρία τραγούδια, “For When The Zombies Come” / “Explorers Of The Infinite” / “Netherworld” χωλαίνουν συγκριτικά με τα προηγούμενα, όμως δεν είναι χειρότερα από τα πρώτα, με το μεσαίο να ξεχωρίζει κάπως. Ωστόσο, σε ένα τραγούδι με διάρκεια 11 λεπτών προσωπικά περιμένω από τους Pendragon να το διανθίσουν με διαφορετικά style και tempo και όχι να «απλώσουν» ένα 5λεπτο κομμάτι προσθέτοντας μακρόσυρτα πλήκτρα και ομολογουμένως ωραία solos. Παρόλη την ευχαρίστηση με την οποία ξεκίνησα να ακούω τον δίσκο, η τελική γεύση που μου άφησε το “Men Who Climb Mountains” είναι κάπως δυσάρεστη μιας και θα έλεγα πως είναι αρκετά επίπεδος δίσκος, με όλα τα τραγούδια να μοιάζουν μεταξύ τους, αλλά κανένα να μην ξεχωρίζει ξεκάθαρα. Οι επιρροές των Pink Floyd και των Marillion είναι έκδηλες, ενώ σε κάποια σημεία που σκληραίνουν κάπως τον ήχο τους θυμίζουν λιγάκι και τα πρόσφατα Riverside, όμως συνεχίζω να πιστεύω ότι αυτό δεν είναι από μόνο του αρκετό, αν δεν συνοδεύεται και από μια κομματάρα. Βέβαια, σε έναν λάτρη του neo-prog μπορεί να αρέσει αρκετά και να του αφιερώσει αρκετό χρόνο, ειδικά αν του αρέσουν οι πιο «σκοτεινοί» δίσκοι των Marillion.
6.5 / 10 Γιάνης Βούλγαρης |
Κάντε το πρώτο σχόλιο