[Self-Released, 2015]
Εισαγωγή: Δημήτρης Καλτσάς
30 / 12 / 2015
Τι μπορεί να περιμένει κανείς από έναν μουσικό που ξεκινά παίζοντας όμποε, μετά ντραμς και κατόπιν κιθάρα (και μερικά ακόμα, ας μην επεκταθούμε), λατρεύει τους Simon and Garfunkel και τους Beatles και φτιάχνει ουσιαστικά μόνος του (με τη συμβολή μερικών φίλων) τους δίσκους του που είναι μάλιστα progressive rock και concept; Η απάντηση θα ήταν πιθανότατα πολύ συγκρατημένη ή απογοητευτική (λόγω Beatles, θα έλεγαν κάποιοι κακεντρεχείς) αν δεν αναφερόμασταν στον Σπύρο Χαρμάνη, έναν από τους πιο αθόρυβους και ουσιαστικούς one man band καλλιτέχνες στην Ελλάδα, που ζει και δημιουργεί στον Βόλο.
Ο κύριος λόγος της παραπάνω διατύπωσης βασίζεται στο προσωπικό ύφος του Σπύρου που συνδυάζει θαυμάσια το alt/crossover prog με την ουσιώδη τραγουδοποιία, αποδίδοντας τις ιστορίες του με εξαιρετικό τρόπο. Το “Just Another Story” (2010) αποτέλεσε ένα ελπιδοφόρο πρώτο βήμα, ενώ στο “Wound” (2012) ο καλλιτέχνης απέδειξε σε μεγαλύτερο βαθμό τις υψηλές δυνατότητές του.
Τρία χρόνια μετά, ο Χαρμάνης μας συστήνει ως None Other το “Than The Common Plague” (το πιάσαμε, έτσι;), το τρίτο του album και λογικά πιο φιλόδοξο μέχρι σήμερα, το οποίο στην έκδοσή του συνοδεύεται με νουβέλα 30 σελίδων όπου αναλύεται το concept του album. Οι κκ. Μπάρμπας και Βέβες αναλύουν σε βάθος αυτό το album που προσωπικά απολαμβάνω στα ακουστικά και έχω συνδυάσει με έναν πάντα χαμογελαστό ποδηλάτη με γυαλιά που βλέπω συχνά στο δρόμο του σπιτιού μου.
[bandcamp width=600 height=120 album=2902955594 size=large bgcol=ffffff linkcol=0687f5 tracklist=false artwork=small]
Breakthrough prog από τον Βόλο Είναι πραγματικά πολύ ευχάριστο να βλέπεις Έλληνες μουσικούς με όραμα, φιλοδοξίες και πίστη στις δυνατότητές τους. Ο Σπύρος Χαρμάνης μετά από τους δύο δίσκους που φέρουν το όνομά του (προτείνονται και οι δύο ανεπιφύλακτα), κυκλοφορεί ως None Other το “Than The Common Plague”. Ο δίσκος είναι concept και ο Χαρμάνης τραγουδά και παίζει όλα τα βασικά όργανα (θυμίζοντας την προσέγγιση του Νικήτα Κίσσονα στον πρώτο δίσκο των Methexis), ενώ παράλληλα δοκιμάζεται συγγραφικά συνοδεύοντας τους στίχους με ένα πεζό κείμενο. Το κεντρικό θέμα του δίσκου είναι η μάχη ενός ανθρώπου με μια ασθένεια και οι σκέψεις του κατά τη διάρκεια αυτής της μάχης. Παρόλο που οι στίχοι και το κείμενο που τους συνοδεύει μοιάζουν αρκετά προσωπικοί, είναι τόσο ανθρώπινος ο χαρακτήρας τους, ώστε κάθε ακροατής να μπορεί να ταυτιστεί μαζί τους. Γενικά όποιος τολμήσει να βυθιστεί στην ιστορία θα έρθει αντιμέτωπος με τριάντα καλογραμμένες σελίδες σκοτεινιάς αλλά και ελπίδας. Το concept πραγματώνεται σε έντεκα μέρη και εκτός του “Lie To Me”, είναι όλα κανονικά τραγούδια. Το πεζό κείμενο εξάλειψε πιθανότατα την ανάγκη για εισαγωγές και εκτεταμένα ιντερλούδια, κάτι πολύ θετικό, αφού το βασικό προσόν του Χαρμάνη είναι το ταλέντο του στο να γράφει τραγούδια. Όλα τα κομμάτια μπορούν να σταθούν ως ξεχωριστές οντότητες και εκτός αυτού μουσικά διέπονται από μεγάλη ποικιλία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το εναρκτήριο “The Beast Is Yet To Come” με τα γυναικεία φωνητικά και το swing παίξιμο, ενώ δεν λείπουν και εκπλήξεις όπως η σχεδόν grunge μπαλάντα “Torpor Serving” και το (βαρύ και ασήκωτο) πέρασμα με μπουζούκι στο “I, Replicator”. Στο ίδιο κομμάτι γίνεται κάτι παραπάνω από σαφής η βασική μουσική επιρροή του δίσκου, οι Pain of Salvation. Παρότι το μουσικό πλαίσιο που κινείται ο Χαρμάνης εκτείνεται σε όλο το φάσμα του λεγόμενου alternative/ crossover prog (τα neo-prog στοιχεία είναι σαφώς λιγότερα), στο “Than The Common Plague” υπάρχει έντονο το στίγμα των Σουηδών, χωρίς όμως τη metal πλευρά τους. Εκτελεστικά όλα είναι άψογα. Ο Χαρμάνης, παρότι αρχικά ήταν drummer, μοιάζει άνετος σε όλα τα όργανα, με αποκορύφωμα (φυσικά) την κιθάρα. Στο “’n Hand vol Vere” για παράδειγμα παίζει ένα εξαιρετικό ηλεκτρικό σόλο, με μια ακουστική κιθάρα να συνοδεύει. Παρόλα αυτά, σχεδόν ποτέ το παίξιμο δεν υπερβαίνει τη σύνθεση, ενώ τα φωνητικά αποτελούν τον βασικό πυλώνα έκφρασης. Η φωνή του Χαρμάνη είναι έντονα συναισθηματική, ενώ οι εκφραστικότητά του χρωστά πολλά στους Daniel Gildenlöw και Jeff Buckley, χωρίς βέβαια να προσπαθεί να τους μιμηθεί (θα ήταν αδύνατο άλλωστε). Ηχητικά, ο δίσκος στέκεται σε πολύ καλό επίπεδο, με μια παραγωγή που αναδεικνύει τις συνθέσεις και δίνει ομοιομορφία στο τελικό αποτέλεσμα. Το “Than The Common Plague” είναι το πρώτο πραγματικά μεγάλο βήμα του Σπύρου Χαρμάνη, επιβεβαιώνοντας το συνθετικό και στιχουργικό του ταλέντο. Αν στο μέλλον κατορθώσει να κάνει τις επιρροές του λιγότερο εμφανείς και επενδύσει στη εξέλιξη του προσωπικού του ύφους (που ήδη υπάρχει), τα αποτελέσματα θα είναι ακόμα θεαματικότερα.
8 / 10 Κώστας Μπάρμπας | Ο φέρων ευτυχή μαντάτα Με αρκετά νωπές ακόμα τις μνήμες από τις εμφανίσεις των Mother of Millions (κλικ) και των Methexis του Νικήτα Κίσσονα στο Τριανόν (κλικ), όπου μας δόθηκε η ευκαιρία να διαπιστώσουμε ότι οι φιλοδοξίες των εγχώριων prog σχημάτων είναι τώρα πια μεγαλύτερες και με υψηλότερο καλλιτεχνικό (και μάλιστα ουχί κατ’ αποκλειστικότητα μουσικό) αισθητήριο, η απορία παραμένει: θα δούμε αυτή τη φιλοδοξία να αντικατοπτρίζεται σε κάτι πέρα από τα live; Ο Σπύρος Χαρμάνης, έχοντας για την τρίτη δουλειά του υιοθετήσει το nom de plume των None Other έρχεται για να απαντήσει κατηγορηματικά «ναι» και να κάνει την αρχή. Το “Than The Common Plague” έχει κυκλοφορήσει σε μορφή CD-book και η προαναφερθείσα φιλοδοξία γίνεται άμεσα έκδηλη. Πέρα από το εικαστικό του εξωφύλλου, η 30-σέλιδη ιστορία που συνοδεύει το concept του δίσκου έχει ουσιαστικό λόγο ύπαρξης και λογοτεχνικές αρετές τέτοιες, ώστε να προσδίδει αξία στο συνολικό πακέτο και να συνεισφέρει θετικά στην εμπειρία της ακρόασης του δίσκου. Το concept αυτό καθ’ αυτό ευτυχώς είναι πιο εγκεφαλικό και εσωτερικό από το τετριμμένο γραμμικής αφήγησης concept επιστημονικής φαντασίας/fantasy. Εδώ έχουμε να κάνουμε με το «ταξίδι» που κάνει ένας άνθρωπος όταν έρχεται αντιμέτωπος με μια δυσάρεστη διάγνωση και μια απαιτητική θεραπευτική αγωγή, τις σκέψεις του, τα συναισθήματά του, τα πράγματα που μαθαίνει για τον εαυτό του. Μουσικά, το “Than The Common Plague” παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για αρκετούς λόγους. Υπάρχει σίγουρα πλουραλισμός ως προς το μουσικό ύφος, ο οποίος μάλιστα γίνεται έκδηλος από πρώτα τρία κιόλας κομμάτια, αφού αφενός συναντάμε στοιχεία της jazz/fusion (“The Beast is Yet to Come”), ambient/drone (“Lie to Me”) και μια συνύπαρξη των Pink Floyd με τους Pain of Salvation του “Perfect Element, Pt. 1” (“Bearer” – highlight του δίσκου και ταξινομημένο ως mind worm από την πρώτη ακρόαση). Το υφολογικό παιχνίδι συνεχίζεται και στον υπόλοιπο δίσκο, με το “Torpor Serving” να θυμίζει και αυτό κάτι από παλιούς καλούς Pain of Salvation, το “Ι, Replicator” να έχει ένα σόλο μπουζούκι το οποίο -και οφείλω να το τονίσω αυτό- είναι απόλυτα λειτουργικό στο πλαίσιο του κομματιού, το “Nausea” να καταφέρνει να είναι επιβλητικό, ατμοσφαιρικό, οργισμένο, αλλά και υπόκωφο ταυτόχρονα (δεύτερο highlight του δίσκου), το “Rieux” να εντείνει ακόμα περισσότερο το παιχνίδι με τις δυναμικές που υφίσταται στο σύνολο της διάρκειας του CD (και να κλείνει με τόσο υπέροχα Yes τρόπο), το “Dread in the Water” με το πιάνο και το τσέλο να καταφέρνει να είναι σκοτεινά ταξιδιάρικο… Γενικά, είναι ασφαλές να ειπωθεί πως στα 52 λεπτά της διάρκειας του δίσκου δεν υπάρχει τίποτα φτηνό, εύκολο ή περιττό. Η απορία έχει λυθεί. Οι νέες μεγάλες φιλοδοξίες του ελληνικού prog μπορούν να φανούν και δισκογραφικά. Τώρα έχουμε καινούρια απορία: πού μπορούμε να πάμε από εδώ;
9 / 10 Νίκος Βέβες |
Κάντε το πρώτο σχόλιο