Από τον Νίκο Βέβε
Την Κυριακή 26 Απριλίου στο Τριανόν είχαμε άλλη μία απόδειξη για το πώς η σύγχρονη ελληνική προοδευτική σκηνή κάνει συνεχείς προσπάθειες να βγει από τα στεγανά του όρου «ζωντανή εμφάνιση» (πέντε άνθρωποι παίζουν τα μουσικά τους όργανα πάνω σε μια σκηνή) και να περάσει στη «ζωντανή παράσταση», να υπερβεί τη μουσική τέχνη και να παρουσιάσει ολοκληρωμένη, πολυεπίπεδη Τέχνη. Σε αυτή την περίπτωση δε, η απόπειρα ζωντανής παρουσίασης ενός δίσκου που χαρακτηρίζεται από την περιπλοκότητά του τόσο μουσικά όσο και ως concept δημιουργούσε απορίες ως προς το εφικτόν του μεγαλόπνοου και μεγαλεπίβολου εγχειρήματος.
Με τον πάλαι ποτέ κινηματογράφο, πλέον πολυχώρο, του Τριανόν να είναι κατά τα 3/5 γεμάτος, τα φώτα πέφτουν και η παρουσίαση του Suiciety από τους Methexis του Νικήτα Κίσσονα αρχίζει με τον Νίκο Ζαδέ να φτιάχνει επιβλητική ηλεκτρονική ατμόσφαιρα και τον Νικήτα Κίσσονα στημένο απόλυτα ακίνητο και καλυμμένο στο σκοτάδι πίσω από το stand του μικροφώνου μέχρι την εμφάνιση του Jargon (των Verbal Delirium) στο πίσω μέρος της σκηνής και ακριβώς μπροστά από την οθόνη να απευθύνει λόγια σε μια λούτρινη κούκλα με τόσο σπαρακτικό τρόπο που έφερνε κατά νου το Don’t Leave Me Now των Pink Floyd.
Μέχρι το Remember, Fear’s a Relic να φτάσει στο ρεφρέν του, κάθε αμφιβολία περί του αν το Suiciety προσφέρεται για live απόδοση είχε εξαφανιστεί. Με την πλήρη μπάντα πλέον επί σκηνής και με το groove του κομματιού να διατηρείται ατόφιο, με το τρίο χάλκινων πνευστών των Κολπονδίνου, Ρούσσου και Τρίμη να συνεισφέρουν τα μέγιστα στη διαμόρφωση του ζωντανού ηχοτοπίου, με την πολύτιμη αρωγή του Νικόλα Νικολόπουλου των Ciccada σε πλήκτρα και φλάουτο και με τον Jargon να χρησιμοποιεί το falsetto του με σχεδόν ανησυχητική ευκολία πάνω από τις έξοχες κιθαριστικές φράσεις του Κίσσονα. Ειδική μνεία πρέπει να γίνει και στον ντράμερ Θοδωρή Χριστοδούλου, ο οποίος ως τεχνικό θηρίο περνούσε από ροκ φόρμες σε τζαζ παίξιμο σαν να πρόκειται για το πλέον φυσιολογικό πράγμα στο κόσμο, παρότι ο ήχος των τυμπάνων του στην αρχή ήταν λίγο επίπεδος. Το τελευταίο διορθώθηκε λίγο αργότερα.
Το avant-garde (avant-prog?) στοιχείο ήταν επίσης παρόν. Το Who Can It Be? για παράδειγμα κατάφερε να με ταξιδέψει προς τα Grand Wazoo και Waka/Jawaka του Frank Zappa, αλλά με την κιθάρα να είναι πιο jazz/fusion και φέρνοντας τον Al DiMeola κατά νου. Σε αυτό το σημείο είναι που φάνηκε έκδηλα πόσο καλοπροβαρισμένη και δεμένη ήταν η μπάντα.
Μετά το εξαιρετικό και συναισθηματικά φορτισμένο Prey’s Prayer – φράσεις του οποίου θύμιζαν υφολογικά το Watermelon in Easter Hay του Frank Zappa – άρχισε το Chapter II, το οποίο καθ’ όλη τη διάρκειά του συνοδευόταν από animation φτιαγμένο ειδικά για την παράσταση και το οποίο ενίσχυε ακόμα περισσότερο το concept του δίσκου, ενώ ο ήχος εμπλουτίστηκε περαιτέρω με το βιολί του Ματθαίου Δακουτρού. Avant-garde φόρμες, το φλάουτο του Νικολόπουλου να προσδίδει μια ελαφρώς folk prog, σχεδόν Jethro Tull-ική χροιά και η οριστική πλέον συνειδητοποίηση ότι αυτό που βλέπεις και ακούς είναι κάτι πάρα μα πάρα πολύ ιδιαίτερο και ότι σίγουρα χρειάστηκε ασύλληπτα μεγάλη και εστιασμένη προσπάθεια για να παρουσιαστεί ζωντανά από τη μπάντα.
Kαι μετά το The Relic – σπουδαία ερμηνεία από τον Jargon εδώ, ενώ το instrumental κομμάτι του με το βιολί του Δακουτρού, το εξαιρετικό μπάσο από τον Μιχάλη Καλαντζή και τον Παναγιώτη Κραμπή στο πιάνο ήταν απλά ανατριχιαστικό – ήρθε η ώρα για το ομώνυμο κομμάτι του Suiciety. Πλέον στην οθόνη το animation έχει αντικατασταθεί από σκηνές από τη σύγχρονη κοινωνία, ο Χριστοδούλου παίζει φρενήρεις ρυθμούς στα τύμπανα, ο Νικολόπουλος avant-gardίζει στα πλήκτρα του, δεν απουσιάζει το ηλεκτρονικό στοιχείο, το κοινό νιώθει το άγχος που φέρει το κομμάτι. Αμέσως μετά επιβλητικότητα και soundtrackική ατμόσφαιρα. Στόμφος και έρεβος, ενώ δεν απουσιάζει και μια έντονη δόση θλίψης.
Και κάπως έτσι ολοκληρώθηκε η ζωντανή παρουσίαση του Suiciety των Methexis. Το κοινό ξεσπά σε ένθερμα χειροκροτήματα, κάτι που οδηγεί στη συνειδητοποίηση ότι δεν ακούστηκε χειροκρότημα κατά τη διάρκεια της παράστασης, όχι μόνο επειδή δεν υπήρχε ο χώρος για να γίνει κάτι τέτοιο, αλλά κυρίως επειδή αυτό που μας προσέφερε η ομάδα του Νικήτα Κίσσονα ήταν αυτό που στα αγγλικά αποκαλούν immersive experience. Εγώ θα το αποκαλέσω «χάσιμο».
Προστέθηκε ένα ακόμα διαπιστευτήριο για την ποιότητα του ελληνικού prog. Και ενισχύθηκε η αίσθηση πως μεγάλο μέρος των Ελλήνων prog καλλιτεχνών συνειδητοποιούν τι σημαίνει «προοδευτικότητα», όχι μόνο στο υφολογικό κομμάτι της μουσικής που παίζουν, αλλά και στον τρόπο που θα παρουσιάσουν τη μουσική τους στο κοινό.
Εις το επανιδείν.
Κάντε το πρώτο σχόλιο