[InsideOut, 2014]
Εισαγωγή: Νίκος Βέβες
19 / 06 / 2014
Η αξία του John Wesley αναγνωρίστηκε από τους ακροατές των Porcupine Tree στο έπακρο. Μόνο έτσι εξηγείται η ηχηρά εκφραζόμενη επιθυμία να ενταχθεί ο ταλαντούχος κιθαρίστας και τραγουδιστής στις τάξεις του Σκαντζοχοιρόδεντρου ως μόνιμο μέλος και όχι ως live sessionάς. Είναι σχεδόν κρίμα που όταν οι φωνές των ακροατών έφτασαν στο ζενίθ τους, ο Steven Wilson αποφάσισε να βάλει τους Porcupine Tree στον πάγο επ’ αόριστον. Γκαντεμιά, ρε Τζον, τι να πούμε;
Από την άλλη, ίσως ο John Wesley να αδικείται από το γεγονός ότι το όνομά του έχει γίνει άρρηκτα συνδεδεμένο με την πλέον αναγνωρίσιμη σύγχρονη μπάντα στον χώρο του prog rock. Βλέπετε, ο κύριος Wesley έχει στο μέχρι τώρα ενεργητικό του επτά studio δίσκους και EP, εννέα live δίσκους, μία συλλογή και τέσσερα singles. O πλέον πρόσφατος δίσκος του κυκλοφόρησε από την InsideOut Music, κάτι που μαρτυρά πως η δουλειά και το ταλέντο του δεν έχουν αναγνωριστεί μόνο από τους ακροατές, αλλά και από μεγάλες δισκογραφικές εταιρίες του χώρου. Εκτός, φυσικά, αν η InsideOut προσπαθεί απλά να εξαργυρώσει την όποια αναγνωρισιμότητά του John Wesley. Χμμ.
Όπως και να ‘χει, μόνο καλό μπορεί να είναι το γεγονός ότι η εν λόγω εταιρία τον εμπιστεύεται αρκετά ώστε να κυκλοφορήσει το υλικό του. Και μόνο καλό μπορεί να είναι το γεγονός ότι ο John Wesley παραμένει δημιουργικός και παραγωγικός. Και, εν τέλει, του αξίζει να βγει από τη σκιά του Steven Wilson και του Fish και να περάσει ο ίδιος στο προσκήνιο.
Μένει να δούμε αν το “Disconnect” μπορεί να είναι ουσιαστικός αρωγός σε αυτή την κίνηση.
Connected
Το έκτο album του John Wesley με τίτλο “Disconnect” είναι γεγονός. Περιλαμβάνει δέκα συνθέσεις, ενώ στο “Once A Warrior” προσφέρει κάτι από το μεγαλείο του και ο Alex Lifeson. Ο ίδιος ο Wesley έχει μεγάλη εμπειρία από τον ευρύτερο προοδευτικό χώρο, καθώς οι συνεργασίες του με τον μεγάλο Steven Wilson των Porcupine Tree (ως περιοδεύον μέλος) και με τον Fish (μάλιστα ήταν βασικός συνθέτης στο “Fellini Days”) μόνο αμελητέες δεν είναι. Η αλήθεια είναι ότι στην πρώτη ακρόαση ο δίσκος δε με έπεισε. Όχι γιατί ήταν κακός και σίγουρα όχι για την πολυπλοκότητα της δομής του. Το αντίθετο. Tο album κινείται σε εμπορικές και μελωδικές φόρμες, είναι ένα πάντρεμα alternative και art / prog rock, ενώ η επίδραση της συνεργασίας του με τον Wilson (που έχει βάλει το χεράκι του και στη μίξη του “Window”) αφήνει το ίχνος της στο ύφος του δίσκου. Όμως στις διαδοχικές ακροάσεις σε κερδίζει η πηγαιότητα και το κυριότερο η αισθαντικότητα του Wesley (ο οποίος αναλαμβάνει με επιτυχία και τα φωνητικά). Εδώ δεν υπάρχει επιτήδευση, ο δίσκος είναι σμιλεμένος από καθάριο συναίσθημα, διανθισμένος με όμορφες μελωδίες που εντυπώνονται στον εγκέφαλο, ακουστικά περάσματα και ηλεκτρικά ξεσπάσματα ενώ η εκφραστική δύναμη των αυτοσχεδιασμών του John Wesley είναι εκπληκτική. Τα solo, είτε εντάσσονται αρμονικά στο κάθε κομμάτι (π.χ στο μελωδικό “Mary Will”), είτε αυτονομούνται για να οδηγήσουν σε κορύφωση όπως στο oργιαστικό “Any Old Saint” είναι απόρροια του πάθους ενός ιδιαίτερου μουσικού και όχι καταχρηστικές ασκήσεις επί της ταστιέρας. Δε λείπουν τα uptempo τραγούδια (“Take What You Need”, “Get You Everytime”) και τα δυναμικά riffs (“Once A Warrior”), αλλά δεν αλλοιώνουν τη συνοχή του δίσκου, που άλλωστε συνυπάρχουν με ακουστικές συνθέσεις (το “Satellite” που το ντύνει μοναδικά ο Wesley με όμορφα θέματα) ή συνθέσεις που στηρίζονται σε υπέροχες φωνητικές μελωδίες (“Window”) και προσδίδουν ποικιλία. Από το πανέμορφο “Disconnect” που σε εισάγει στο κλίμα, ως το ακουστικό σβήσιμο του “Satellite” ο δίσκος διαπνέεται από ατμοσφαιρικότητα και μελωδικότητα, η παραγωγή είναι πιστή στο ύφος του album και ο John Wesley καταθέτει την ψυχή του. Εκείνοι που αρέσκονται στο μελωδικό rock (και οι φίλοι των Porcupine Tree φυσικά) είναι σίγουρο ότι θα το εκτιμήσουν δεόντως.
8 / 10 Δημήτρης Αναστασιάδης | Σύνδεσε την κιθάρα, αποσύνδεσε την πρωτοτυπία
Έκτος λοιπόν full-length studio δίσκος του John Wesley, αυτή τη φορά από την InsideOut Music, μια εταιρία που ειδικεύεται στο prog. Αλλά το “Disconnect” δεν είναι prog. Όχι πως αυτό είναι μεμπτό, βεβαίως βεβαίως, αλλά δημιουργεί κάποια προβλήματα ως προς το υποψήφιο κοινό του δίσκου. Είναι μάλλον εύκολο κάποιος να αναγνωρίσει το όνομα του John Wesley εξαιτίας της θητείας του στους Porcupine Tree, όπως και να αναγνωρίσει το λογότυπο της InsideOut, και να αγοράσει τον δίσκο πιστεύοντας πως θα είναι prog και όχι κιθαριστικό ροκ. Οι ακροατές που θα εκτιμήσουν τον δίσκο δεν είναι οι προγκρεσιβάδες, αλλά οι κιθαρίστες. Όχι οι προγκρεσιβάδες κιθαρίστες. Οι κιθαρίστες. Σκέτο. Γιατί η δουλειά που έχει γίνει στο κομμάτι «κιθάρα» του δίσκου είναι πραγματικά καλή. Όχι ιδιαίτερα πρωτότυπη ή εξεζητημένη, αλλά πραγματικά καλή. Ο John Wesley ξέρει σχεδόν παράλογα καλά τι τόνο να βγάλει από την κιθάρα του. Γλυκός όσο μπορεί να πάει από τη μία (“Window”), αιχμηρός όσο γίνεται από την άλλη (“Any Old Saint”). Ξέρει πότε να έχει καθαρό ήχο και πότε να βάλει distortion. Και πόσο. Και πότε έχει νόημα να χρησιμοποιήσει το reverb του. Και πόσο. Ο δίσκος ενδείκνυται για μελέτη κιθαριστικού ήχου. Αν παραβλέψει το πόσο μπροστά είναι η κιθάρα του στη μίξη δηλαδή. Γιατί σε πολλά σημεία είναι ενοχλητικά μπροστά. Προφανώς κάτι τέτοιο ήταν σκόπιμο, αλλά είναι κρίμα να έχει γίνει ένα τέτοιο ατόπημα στη μίξη όταν αποφεύχθηκε επιτυχώς στο “Shiver” του 2005. Αλλά εκεί ήταν ο Steven Wilson στην κονσόλα, οπότε… Το δεύτερο ατού του δίσκου είναι το παίξιμο του Wesley. Το ταλέντο και η κιθαριστική ευφυΐα του είναι έκδηλα. Είναι αναμφίβολα έξοχα καταρτισμένος, αλλά και αρκετά έξυπνος ώστε να αποφύγει τις τετριμμένες κακοτοπιές των ανούσιων επιδεικτικών σόλο. Κάθε νότα του ξέρει γιατί βρίσκεται εκεί. Ίσως με την εξαίρεση του “Any Old Saint”, στο οποίο κομμάτι το παρακάνει κατιτίς. Η φωνή του είναι η γνωστή (κυρίως από τη live εκδοχή του “My Ashes” και του “Half Light” των Porcupine Tree) «ταλαιπωρημένη», ελαφρώς σπασμένη φωνή που είτε θα λατρέψεις ή θα μισήσεις. Όταν όμως χρησιμοποιείται ως εργαλείο για να ενισχύσει την εγγενή μελαγχολία κομματιών όπως το “Satellite”, είναι απλά ιδανική. Καλά μέχρι εδώ. Υπάρχουν και μπόλικα κακά όμως. Κατ’ αρχάς, παρότι υπάρχουν κάποια ενδιαφέροντα riffs και αρκετές όμορφες κιθαριστικές φράσεις, το μεγαλύτερο μέρος του δίσκου δε φαίνεται να διαθέτει καμία συνθετική ή ενορχηστρωτική πρωτοτυπία και αναλώνεται σε κοινότοπες, τετριμμένες ιδέες που δεν προσφέρονται για πολλαπλές ακροάσεις, με το “New Life Old Sweat” να αποτελεί ενδεικτικό παράδειγμα. Η μπάντα που πλαισιώνει τον Wesley κάνει ακριβώς αυτό. Τον πλαισιώνει. Αλλά δεν προσφέρει ουσιαστικά στον δίσκο και φαντάζει αμιγώς διεκπεραιωτική σε όλα ανεξαιρέτως τα κομμάτια. Τα οποία κομμάτια έχουν ακριβώς την ίδια δομή μεταξύ τους χωρίς να παρουσιάζουν καμία παρέκκλιση από τη χιλιομαγειρεμένη συνταγή. Είναι συμπαθητικός ο δίσκος. Απλά δίνει την εντύπωση ότι δε δουλεύτηκε αρκετά. Οι ιδέες υπάρχουν μεν αλλά είναι λίγες και σχετικά αδύναμες, η μίξη είναι ενοχλητική και δίνει την εντύπωση της βεβιασμένης δουλειάς, οι ενορχηστρώσεις είναι διεκπεραιωτικές… Οι κιθαρίστες θα βρουν πράγματα να εκτιμήσουν. Οι υπόλοιποι θα είναι μάλλον καλύτερα να ακούσουν το “Shiver” που είναι και διαθέσιμο δωρεάν από το site του καλλιτέχνη. Μόλις γλιτώσατε 15 ευρώ, you’re welcome.
6 / 10 Nίκος Βέβες |
Κάντε το πρώτο σχόλιο