[Ninja Tune, 2015]
Εισαγωγή: Δημήτρης Καλτσάς
17 / 12 / 2015
Όσοι από εσάς διαβάζετε συχνά αυτό το site πιθανώς θα έχετε βαρεθεί να διαβάζετε για τα σύγχρονα «θαύματα» (τα εισαγωγικά είναι προαιρετικά) της σύγχρονης rock σκηνής της Νορβηγίας (π.χ. κλικ1, κλικ2, κλικ3, κλικ4). Οι Jaga Jazzist δικαιωματικά ανήκουν σε αυτά και είναι από τους βασικούς υπεύθυνους για αυτή την άνθιση, όντας από τις πιο προβεβλημένες μπάντες της σκηνής της Νορβηγίας, καθόλου άδικα, ούτε τυχαία βέβαια.
Βασιζόμενοι σε μια smooth εκδοχή της jazz παράδοσης της χώρας τους, προσθέτοντας επιθετικό και περιπετειώδες rock και έχοντας μια σταθερά πειραματική οπτική, οι Jaga Jazzist έχτισαν το όνομά τους βήμα-βήμα με κύριο χαρακτηριστικό τους τα πολλά πνευστά στα πλαίσια της τυπικής prog / jazz σκανδιναβικής ομαδικότητας.
Μετά από μια τόσο ποικίλη και πλούσια δισκογραφία, αυτό που αναμένουν οι ακροατές των Jaga Jazzist από το φετινό “Starfire” δεν είναι φυσικά μια αξιόλογη συνέχεια, αλλά μια νέα ηχητική καινοτομία.
Ηλεκτρονική εποχή Οι Jaga Jazzist είναι μία από τις σπουδαιότερες σύγχρονες μπάντες της Νορβηγίας, αλλά και από τις πιο χαρακτηριστικές όσον αφορά τον απόλυτο τρόπο που εκφράζουν τη σημερινή άνθηση της μουσικής σκηνής της χώρας τους. Ενεργοί από το 1996 και με τον πήχη για το συγκρότημα να βρίσκεται πολύ ψηλά μετά την κυκλοφορία του αριστουργήματος “One-Armed Bandit” του 2010, φαίνεται πως τα πέντε χρόνια που μεσολάβησαν από τότε είναι αρκετά για εκείνους ώστε να επανέλθουν σήμερα με νέο υλικό, στο οποίο διατηρούν τη φυσιογνωμία τους αναλλοίωτη και παράλληλα καταθέτουν μία πολύ ενδιαφέρουσα μουσική πρόταση. Δε γνωρίζουμε αν οι Jaga Jazzist επηρεάστηκαν από το σχετικά άγνωστο μέχρι πρόσφατα προφητικό τραγούδι του Λουκά μέσα από το δίσκο “Κερνάω Παγωτό” του 1991 (link) που δίνει τον τίτλο στο κείμενο, πάντως το ηλεκτρονικό στοιχείο είναι το στοιχείο που κυριαρχεί στο “Starfire”. Η σκοτεινή μελωδικότητα, trademark της σκανδιναβικής μουσικής φρασεολογίας συνυφαίνεται με ήχους Atari, διαστημικά μπλιμπλίκια από Ozric Tentacles, Klaus Schulze θεματολογία, dubstep πριονίσματα, πινελιές Massive Attack και Depeche Mode, ηλεκτρονικούς ήχους του χτες και του σήμερα μέσα από μία jazzy ζαππική ενορχήστρωση, φιλτραρισμένη με άφθονες μελωδίες βγαλμένες από την ιαπωνική μουσική παράδοση. Συνολικά δίνει την εντύπωση ότι οι Jaga επιχειρούν με τον τρόπο τους να μελοποιήσουν την οπτική τους πάνω στην αστική φρενίτιδα των σύγχρονων ασιατικών μεγαλουπόλεων. Το αποτέλεσμα είναι ελκυστικότατο και αν μη τι άλλο εξαιρετικά επίκαιρο. Στην αρχή του ομώνυμου κομματιού φαίνεται πως οι Jaga το συνεχίζουν από εκεί που το άφησαν, μέχρι που τα πρώτα ηλεκτρονικά στοιχεία κάνουν την εμφάνισή τους. Το “Big City Music” είναι η μεγαλύτερη σε διάρκεια σύνθεση του δίσκου και η πολυπλοκότερη. Οπωσδήποτε ενδιαφέρουσα, παρά το γεγονός ότι σε σημεία θυμίζει (σκοπίμως;) teaser δελτίου ειδήσεων των οχτώ, γεγονός που δεν πρέπει να αποθαρρύνει κανέναν ακροατή. Τα καλύτερα κομμάτια του δίσκου είναι το “Shinkansen” όπου συμβαίνει ένα καταπληκτικό πάντρεμα της folk αθωότητας και μίας urban, high-definition αισθητικής και το “Oban” ένα λεπτούργημα στο οποίο ίσως η μπάντα αγγίζει το peak της καριέρας της από συνθετική άποψη. Ένα κομμάτι υπνωτιστικό, trippy στην αρχή που στη συνέχεια χρωματίζεται διακριτικά με πνευστά, που καθώς εξελίσσεται ξεδιπλώνονται στιγμές απέραντου λυρισμού και μελωδικότητας για να καταλήξει σε ένα χορευτικό, βιομηχανικό κλείσιμο που θυμίζει κάτι ανάμεσα σε Krafwerk και Depeche Mode ως προς την αμεσότητά του. Ο δίσκος κλείνει με το electro-jazz-oriental “Prungen” με το απότομο κλείσιμό του να δίνει την αίσθηση του ημιτελούς. Το “Starfire” των Jaga Jazzist δεν είναι καλύτερος δίσκος από το “One-Armed Bandit”. Ακόμα κι έτσι όμως, διαθέτει όλα εκείνα τα στοιχεία που θα κάνουν τον ακροατή να το αγαπήσει μέσα από τις όποιες ατέλειές του. Η κατάλληλη μουσική υπόκρουση στα ακουστικά κάποιου, εάν ποτέ βρεθεί επιβάτης στο μονοτροχιόδρομο του Τόκιο ή σε κάποια υπερταχεία της Άπω Ανατολής.
8.5 / 10 Ηλίας Γουμάγιας | Έτσι θα είναι τώρα Οι Jaga Jazzist υπήρξαν από τη δημιουργία τους το πιο φιλικό στον progressive rock ήχο σχήμα της λεγόμενης nu-jazz. Βέβαια, στην περιγραφή της μουσικής τους πάντα χρησιμοποιούνταν πολλοί όροι, όπως post-rock, electronica, jazztronica και experimental. Στην ουσία έχουν δημιουργήσει ένα δικό τους υβρίδιο, που με κάποια δόση υπερβολής θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «η jazz της νέας χιλιετίας». Στο “Starfire” ερχόμαστε αντιμέτωποι για μια ακόμη φορά με ένα πολυπρόσωπο σχήμα (8 μόνιμα μέλη και 11 καλεσμένοι) και με μία πολυσυλλεκτική μουσική πρόταση. Το ύφος τους όπως είναι λογικό έχει εξελιχθεί, μετά τα πέντε χρόνια από την κυκλοφορία της προηγούμενης studio δουλειάς τους, αλλά και τη μετακόμιση του βασικού συνθέτη, Lars Horntveth, από τη Νορβηγία στο Los Angeles. Τα ηλεκτρονικά στοιχεία έχουν πολλαπλασιαστεί, χωρίς παρόλα αυτά να γίνουν μεγάλες εκπτώσεις στις υπόλοιπες διαστάσεις τους. Ήχοι της σύγχρονης electronica έχουν σκορπιστεί σε όλη την διάρκεια, ενώ ο αέρας των ηχογραφήσεων μυρίζει σίγουρα L.A. και αυτή η γλυκόπιοτη αίσθηση που έτσι κι αλλιώς πάντα είχαν στη μουσική τους, εδώ εμφανίζεται πιο έντονη από ποτέ. Οι παλιοί φίλοι της μπάντας δεν χρειάζεται πάντως να ανησυχούν. Οι συνεχόμενες εναλλαγές ρυθμών και η πολυσπερμία μελωδιών και μουσικών θεμάτων δεν θα τους απογοητεύσουν. Ο δίσκος παρόλα αυτά καταφέρνει να είναι εθιστικότατος και σ’ αυτό δεν βοηθάνε μόνο τα πιο χαλαρά σημεία που δίνουν τις απαραίτητες ανάσες (οι ακουστικές κιθάρες αναλαμβάνουν πολλές πρωτοβουλίες). Βοηθάει κυρίως ο τρόπος με τον οποίο εκτελούν οι Jaga, λειαίνοντας τις γωνίες και δίνοντας ροή, συνεπικουρούμενοι βέβαια και από μια εκπληκτική, «πανάκριβη» παραγωγή. Είναι φοβερός ο τρόπος που κουμπώνουν τα έγχορδα και τα πνευστά πάνω στους ηλεκτρονικούς ήχους. Τέλος, αν πρέπει να γίνει αναφορά σε έναν μόνο μουσικό που εμφανίζεται στο album, αυτός δεν θα μπορούσε να είναι άλλος από τον Martin Horntveth στα drums. Χωρίς το παίξιμό του θα υπήρχε μεγάλη πιθανότητα το όλο οικοδόμημα που έχτισε ο αδερφός του να κατέρρεε. Όσες κι αν είναι οι πολλαπλές ακροάσεις που θα σε αναγκάσει να επενδύσεις πάνω του, το “Starfire” επ’ ουδενί δεν μπορεί να χαρακτηριστεί τέλειο. Τα πέντε κομμάτια του δεν είναι σε καμιά περίπτωση ισάξια, ενώ κυρίως στο “Big City Music” υπάρχουν στιγμές που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ανούσιες. Επίσης, το “Prungen” αν και κλείνει τον δίσκο με έναν ανατολίτικο αέρα διαφοροποίησης, είναι παλαιότερη σύνθεση (υπάρχει στο “Live with Britten Sinfonia”) και εκ των πραγμάτων μοιάζει κάπως παράταιρο. Από την άλλη, το άψογο εναρκτήριο ομώνυμο και το πανέμορφο ακουστικό “Shinkansen” που κόβει το album στα δύο, ανεβάζουν τον μέσο όρο. Είναι όμως το δωδεκάλεπτο “Oban” που αποτελεί τον κολοφώνα της κυκλοφορίας. Καθ’ όλη τη διάρκειά του πραγματώνεται στην εντέλεια η νέα μουσική πρόταση της μπάντας και η στιγμή της «συμφωνικής» κορύφωσής του μόνο ως μαγική μπορεί αν χαρακτηριστεί, δικαιολογώντας πανάξια την ονομασία ενός τόσο σπουδαίου ουίσκι. Το “Starfire” είναι ένα album που τολμά το καινούργιο, παραμένοντας 100% Jaga Jazzist. Μια επίκαιρη μουσική πρόταση, εναρμονισμένη με το «τώρα» του μουσικού γενέσθαι, αλλά και λειτουργώντας παράλληλα στον δικό της μικρόκοσμο (όπως οφείλουν να είναι τα έργα κάθε σπουδαίας μπάντας). Αν κατάφερνε να παραμένει συνεπές συνθετικά σε όλη του τη διάρκεια, ο παρακάτω βαθμός θα ήταν σίγουρα μεγαλύτερος.
8.5 / 10 Κώστας Μπάρμπας |
Κάντε το πρώτο σχόλιο