Jack White: Lazaretto and A Letter Home

 

Από τον Γιώργο Φλωράκη

 

LazarettoΟ Jack White είναι αναμφίβολα μία από τις σημαντικότερες μουσικές προσωπικότητες που εμφανίστηκαν στα zeros. Για πολλούς παραμένει ιδιαίτερα αντιπαθής, καθώς δεν είναι λίγα τα καπρίτσια του. Ακόμη περισσότεροι θεωρούν ότι δεν προσέφερε τίποτα ιδιαίτερο στη μουσική, καθώς οι περισσότεροι δίσκοι των White Stripes ήταν άνισοι, οι Raconteurs δεν έλεγαν πολλά και οι Dead Weather εξαντλήθηκαν στα πρώτα τραγούδια του πρώτου τους album.

Στην πραγματικότητα δε θα διαφωνήσω με τίποτα από τα παραπάνω. Εκείνο όμως που έχει τη μεγαλύτερη σημασία είναι να βρούμε την πλευρά από την οποία θα φωτίσουμε την περίπτωση του μουσικού από το Detroit που τα τελευταία χρόνια έχει εγκατασταθεί στο Nashville. Αν τον δούμε ως αναμορφωτή του σύγχρονου rock ήχου, όπως δοκίμασαν να τον πλασάρουν τα (αγγλικά περισσότερο) μουσικά έντυπα, ένας νέος Cobain, προφανώς τα επιχειρήματά μας δεν θα είναι πολλά. Ο Jack White δεν είναι αυτό, είναι περισσότερο από οτιδήποτε άλλο ένα pop icon. Όπως ενδεχομένως έγινε και ο ίδιος ο Cobain μετά το Nevermind απλώνοντας τη φήμη της μουσικής του αλλά και ολόκληρου του grunge σε ένα κοινό που προτιμούσε να το δει ως ολοκληρωμένη πρόταση μόδας παρά ως μουσικό ιδίωμα. Κι αν ο Cobain δεν προσπάθησε καθόλου να πετύχει κάτι τέτοιο, ο White μοιάζει να σκέφτηκε αρκετά: κόκκινο, μαύρο και λευκό για τους White Stripes, μαύρο και κίτρινο για τους Dead Weather, τόνοι του μπλε για τις προσωπικές του ηχογραφήσεις. Προσεκτικά προκλητικές δηλώσεις, επιμελώς ατημέλητη προσωπική ζωή, όλα στο παιχνίδι του καλού marketing.

recordbooth01Ομολογώντας τις αμαρτίες μου, πρέπει να πω ότι ο White με έψησε άσχημα στο παρελθόν. Παρότι σήμερα αναγνωρίζω ότι οι White Stripes ήταν πάνω-κάτω δεκαπέντε τραγούδια, οι Dead Weather πέντε, οι Raconteurs μόνο η διασκευή του Bang Bang και η solo καριέρα του σχεδόν τίποτα, έχω στο σπίτι πάνω από 40 singles, σχεδόν όλα τα LP και μάλιστα σε αρκετές παραλλαγές (έγχρωμα βινύλια, 13ιντσα, promo, μονοφωνικές μίξεις), πολλές κυκλοφορίες της Third Man Records και αρκετά από τα σκατολοΐδια που έβγαζε: αντάπτορες για επτάιντσα, κουτιά για LP και singles, slipmats κ.τ.λ.

Σήμερα, αν με εκνευρίζει σε κάτι, είναι που δείχνει να πιστεύει ότι μπορεί να επαναλάβει την επιτυχία των White Stripes με τους προσωπικούς του δίσκους, οι οποίοι μπορεί να έχουν αρκετές καλές ιδέες, αλλά στο σύνολό τους είναι αδύναμοι. Από την άλλη πλευρά, γοητεύομαι ιδιαίτερα από την κατά κάποιον τρόπο παιδική πλευρά του: αγαπάει τόσο πολύ το βινύλιο που βρίσκει πολύ ενδιαφέροντες τρόπους στην κοπή των δίσκων. Πέρα από τα πολύ επιτυχημένα δίχρωμα βινύλια που έχει βγάλει στο παρελθόν, το νέο του album είναι πολύ παράξενο: υπάρχουν δύο κρυμμένα τραγούδια στις ετικέτες του δίσκου που το ένα παίζει στις 45 και το άλλο στις 78 στροφές, η μία πλευρά παίζει από μέσα προς τα έξω και το πρώτο τραγούδι του δίσκου ανάλογα με το πού θα πέσει η βελόνα ακούγεται με ηλεκτρική ή ακουστική εισαγωγή ώσπου οι δύο αυτές εισαγωγές ενώνονται όταν μπαίνει το ρεφρέν. (Υποθέτω ότι με κάθε δίσκο που πουλάει μπαίνει μέσα, αλλά έχει βγάλει αρκετά χρήματα ώστε να μην νοιάζεται).

a-letter-homeΩς παραγωγός έχει αρκετές ενδιαφέρουσες ιδέες, αλλά η αίσθησή μου είναι ότι δύσκολα θα μπορούσε να κάνει καλή παραγωγή σε έναν δίσκο, αν του απαγόρευαν να πειραματιστεί με την παλιά τεχνολογία. Πρόσφατα αγόρασε έναν θάλαμο ηχογράφησης της Voice-O-Graph, παραγωγής 1947, που χρησιμοποιείτο περίπου όπως και οι θάλαμοι αυτόματων φωτογραφιών. Μόνο που αντί για φωτογραφία, ο θάλαμος αυτός έκοβε ένα εξάιντσο βινύλιο με συνολική διάρκεια δύο λεπτών. Ο θάλαμος κάνει τα τραγούδια να ακούγονται σαν τις αυθεντικές ηχογραφήσεις του Robert Johnson, γεμάτα scratch αλλά και νοσταλγία. Προφανώς γι’ αυτό και ο Neil Young ηχογράφησε εκεί το νέο του album A Letter Home. Απλούστατο set up, κιθάρα-φωνή, κάποιο πιάνο εδώ κι εκεί, διασκευές τραγουδιών που έχει αγαπήσει και εκείνη η ιδιαίτερη νοσταλγική διάθεση του Young, δημιουργούν ένα αριστουργηματικό ακρόαμα που απευθύνεται κατά κύριο λόγο στους φανατικούς του Καναδού μουσικού.

Ως προς το Lazaretto, έχουμε να κάνουμε με έναν επίσης νοσταλγικό blues δίσκο που ακούγεται ευχάριστα αλλά δεν έχει να προσφέρει πολλά πράγματα ούτε στο είδος, ούτε στον White. Είναι περισσότερο ένα πείραμα παρά ένα album. Όμως τέτοια πειράματα, πιστεύω, πρέπει να περιμένουμε από τον Jack στο μέλλον. Και όσο τα αντιμετωπίζει κι εκείνος ως τέτοια, θα είναι καλοδεχούμενα.

 

 

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης