[InsideOut, 2014]
Εισαγωγή: Χρήστος Μήνος
10 / 11 / 2014
Στις απαρχές των 90s μια νεοσύστατη μπάντα ονόματι Enchant εμφανίζεται στο μουσικό προσκήνιο κυκλοφορώντας το πρώτο της δίσκο με την αρωγή του Steve Rothery των Μarillion. Το “Blue Prints Of The World” του 1993 ήταν ένα ιδεατό δείγμα προοδευτικής μουσικής που σχοινοβατούσε ανάμεσα στο metal και το rock, στους Dream Theater και τους Rush. Ένας εξαιρετικός δίσκος που έγινε σημείο αναφοράς για τους φίλους της μπάντας για τον έκδηλο προοδευτικό του χαρακτήρα και την έκπαγλη ποιότητα των κομματιών του θέτοντας από πολύ νωρίς ψηλά το πήχη για τους Enchant.
Οι δίσκοι που ακολούθησαν κινήθηκαν στο πρότυπο που έθεσε το ντεμπούτο τους με τον ήχο να γνωρίζει μικρές διαφοροποιήσεις έχοντας κύριες επιρροές τους Kansas, Styx, Toto, Marillion και Rush επικαλυμμένες ενίοτε με metal. Τα “Wounded Land”, “Break”, “Juggling 9 Or Dropping 10”, τα καλύτερά τους σύμφωνα με τον γράφοντα, διακρίνονται για τις εκλεπτυσμένες τους μελωδίες και τους υπαρξιακούς τους στίχους, γνωρίσματα που απαντώνται στο σύνολο της δισκογραφίας τους. Δεν είναι τυχαίο πως η μουσική τους παραλληλίστηκε με εκείνη των εμβληματικών Fates Warning κυρίως λόγω της όμοιας αισθητικής και της μελαγχολίας που απέρρεε από αυτή. Εντούτοις, δύσκολα μπορεί να αντιπαραβληθεί το ρηξικέλευθο πνεύμα των Fates με το έργο των συμπατριωτών τους Enchant από το οποίο εκλείπει η διάθεση για πειραματισμό. Το ντεμπούντο τους μας είχε προϊδεάσει για τολμηρές κινήσεις, τις οποίες όμως ουδέποτε επιχείρησαν.
Το “Tug Of War” που κυκλοφόρησε το 2003 έμελλε να είναι το τελευταίο πόνημα για πολλά χρόνια. Έκτοτε ανέστειλαν τη λειτουργία της μπάντας με τον τραγουδιστή Ted Leonard να αποδεικνύεται ο πιο πολυπράγμων συμμετέχοντας στους πολυ καλούς Thought Chamber και δημιουργώντας μαζί με άλλους γνωστούς μουσικούς τους Affector, ενώ τα τελευταία χρόνια εντάχθηκε στο δυναμικό των Spock’s Beard.
Μια δεκαετία αργότερα οι επανασυνδεδεμένοι Enchant αποφασίζουν την επάνοδό τους στα μουσικά δρώμενα με το “The Great Divide” να επισφραγίζει την επιστροφή τους δροσίζοντας τους διψώντες για παραδοσιακό prog rock/metal. Οι Εnchant δηλώνουν και πάλι παρόντες.
Επιστροφή χωρίς εκπλήξεις Ως είθισται, η επιστροφή ενός συγκροτήματος στη δισκογραφία μετά απο μακρά αποχή λειτουργεί αμφίπλευρα για τους μουσικούς που συνιστούν την μπάντα και για το ακροατήριό τους. Η προσμονή οξύνεται σε υπερθετικό βαθμό: οι ακροατές αδημονούν για τον νέο δίσκο και οι μουσικοί συνεπαρμένοι από την ιδέα της επιστροφής τους προσπαθούν να κομίσουν το καλύτερο αποτέλεσμα υπό το γλυκό βάρος των απαιτήσεων που δημιούργησε η παρατεταμένη αποχή τους. Οι Enchant ύστερα από μία δεκαετία αποστασιοποίησης καλούνται να εμφανίσουν ένα δίσκο αντάξιο της αναμονής του. τo “The Great Divide” είναι το αποτέλεσμα των προσπαθειών σύσσωμης της μπάντας συνεχίζοντας το νήμα του “Tug Of War” και της προγενέστερης δισκογραφίας τους εν γένει. Η μπάντα δείχνει να κωφεύει στα κελεύσματα του σύγχρονου prog, η μουσική τους παραμένει σταθερά προσανατολισμένη στον ήχο που σφυρηλάτησαν τότε στις αρχές των 90s. Για άλλη μια φορά επαναλαμβάνουν τον εαυτό τους, αυτό όμως δεν είναι κατ΄ανάγκη κακό. Παραμένουν η μπάντα που αφήσαμε πριν δέκα χρόνια. Οι προσδοκίες για κάποιους δικαιώνονται… Από το εναρκτήριο “Circles” εισαγόμαστε στην ταυτότητα του δίσκου. Τα όμορφα αν και κάπως αναχρονιστικά πλήκτρα του Bill Jeckins συνυπάρχουν με τις καλαίσθητες κιθαριστικές μελωδίες του Doug Ott, ενώ το rhythm section αποτίει φόρο τιμής στους Rush. Η φωνή του Ted Leonard προσφέρει στα κομμάτια την ιδιαίτερη αύρα της. Το “Within An Inch” ξεχωρίζει για το πιάνο που βαδίζει σε jazz ρυθμούς προς το τέλος το κομματιού. Το ομώνυμο τραγούδι είναι η μεγαλύτερη σύνθεση του δίσκου: ένα prog έπος, παλιομοδίτικο μεν, ενδιαφέρον δε μέχρι το τέλος του. Το “All Mixed Up” που έπεται είναι το μικρότερο σε διάρκεια και διαθέτει ίσως το καλύτερο refrain του δίσκου. Ακολουθεί Το μάλλον μέτριο “Transparent Man” το οποίο διασώζεται για το ωραίο κιθαριστικό σόλο, ενώ το “Life In A Shadow” είναι απλώς καλό. Η ένταση κορυφώνεται με το “Deserve To Feel” που είναι η πιο σκληρή στιγμή του δίσκου, ένα δυναμικό τραγούδι με ωραίες εναλλαγές. Το “Ηere And Now”, η κατακλείδα του δίσκου, είναι μελαγχολικό με δυνατά ξεσπάσματα. Το επιμύθιο της ακρόασης είναι πως ο δίσκος σε γενικές γραμμές είναι καλός, αλλά όχι κάτι το πραγματικά αξιομνημόνευτο. Στο δίσκο ακούμε όλα όσα περιμέναμε απο τους Enchant χωρίς ίχνος επιτήδευσης, όμως η έμπνευση σε μερικά τραγούδια είναι κατώτερη των προσδοκιών. Οι Enchant μπορούσαν κάτι καλύτερο, ασυζητητί. Όπως και να έχει, οι νοσταλγοί του αρχέγονου προοδευτικού metal-rock των 90s βρίσκουν το φάρμακο για τη νοσταλγία τους…
6.5 / 10 Χρήστος Μήνος | Πόσα κλισέ; Μπορεί να πέρασαν έντεκα χρόνια για να κυκλοφορήσουν οι Enchant το νέο τους δίσκο, αλλά τα μέλη τους δεν έλειπαν από το χώρο της μουσικής. Ο Ted Leonard πρώτος και καλύτερος με τις συμμετοχές του σε Thought Chamber, Affector, Spock’s Beard και Transatlantic, o Bill Jenkins με τους Sound Οf Contact αλλά και ο Douglas A. Ott που ασχολήθηκε με παραγωγές μικρών τοπικών συγκροτημάτων. Φυσικά, όταν επιστρέφουν στην δισκογραφία σαν Enchant 11 χρόνια μετά σίγουρα κάποια πράγματα αλλάζουν… Από την αρχή του δίσκου η μπάντα κάνει σαφείς τις διαθέσεις της. Στο “Circles” έχουμε πολυφωνίες χτισμένες πάνω στα πλήκτρα του Bill Jenkins και ένα γενικό mid-tempo. Στιχουργικά ξεκινάμε με το κλισέ “Round and round and round we go, and where we stop nobody knows”. Και αυτό κυριαρχεί γενικά στο άλμπουμ, mid-tempo μουσική σε ήχους πιο κλασσικού progressive rock και pop rock, με τα πολλά κλισέ να κυριαρχούν. Οι στίχοι γενικά δημιουργούν ένα πρόβλημα μιας και μπορεί ένα πολύ καλό κομμάτι σαν το “Here And Now” να είναι πάρα πολύ ευχάριστο και μελωδικό, αλλά η χρήση στίχων που έχουν χιλιοχρησιμοποιηθεί την τελευταία δεκαετία δυσκολεύει την 100% ευχαρίστηση. H αίσθηση μεγαλοπρέπειας και το mid-tempo που επικρατεί στα περισσότερα κομμάτια του δίσκου δημιουργεί ένα ευχάριστο μεν σύνολο, αλλά σίγουρα όχι κάτι αρκετά ενδιαφέρον για να κρατήσει την προσοχή του ακροατή. Πολλά σημεία δίνουν την αίσθηση των νεότερων άλμπουμ των Yes. Δεν καταλαβαίνω γιατί μια μπάντα επιλέγει να επηρεαστεί από τους Yes των τελευταίων είκοσι ετών και όχι των πρώτων χρόνων τους. Τα φωνητικά του Ted Leonard είναι πολύ καλά σε όλο το δίσκο, πράγμα που αποδεικνύει για άλλη μία φορά γιατί είναι και τόσο πολυάσχολος τα τελευταία χρόνια. Ακόμα, υπάρχουν μερικές ωραίες ιδέες στα σόλο του Douglas A. Ott, αλλά σε γενικές γραμμές οι Enchant έχουν επιλέξει να το παίξουν safe με την επιστροφή τους στη δισκογραφία. Οι Enchant είναι μια μπάντα που έχει αδιαμφισβήτητο ταλέντο και οι ικανότητες τους φαίνονται και σε αυτό το δίσκο. Είναι καλοπαιγμένος δίσκος με κάποιες καλές στιγμές. Ειδικά σε σημεία όπου ανεβάζουν λίγο στροφές και γίνονται πιο δυναμικοί τα πράγματα βελτιώνονται αισθητά. Όμως οι στιγμές δυναμισμού περιορίζονται στο “All Mixed Up”. Το “The Great Divide” είναι ένας prog rock δίσκος με έμφαση περισσότερο στη μελωδία. Σίγουρα 11 χρόνια μεταξύ δίσκων είναι πολλά και οι οπαδοί του γκρουπ θα ευχαριστηθούν που επιτέλους κυκλοφορεί καινούριο υλικό, όμως υπάρχει μια μικρή απογοήτευση για το σύνολο του δίσκου.
6 / 10 Λευτέρης Σταθάρας |
Κάντε το πρώτο σχόλιο