[Studio Fleisch, 2014]
Εισαγωγή: Δημήτρης Καλτσάς
31 / 12 / 2014
Οι Electric Orange μπορούν δικαιολογημένα να θεωρούνται ως οι σημαιοφόροι της αναβίωσης του krautrock ήχου στη σύγχρονη εποχή. «Σχηματίστηκαν» το καλοκαίρι του 1992 στο Aachen. Τα εισαγωγικά στην παραπάνω πρόταση μπήκαν γιατί ο πληθυντικός χρησιμοποιήθηκε τυπικά, καθώς αρχικά επρόκειτο απλώς για ένα solo project του κημπορντίστα (και όχι μόνο) Dirk Jan Müller με συμμετοχές καλεσμένων μουσικών, μέχρι τον τέταρτο δίσκο τους, το “Cyberdelic” [1996], όταν έγιναν ντουέτο με τον κιθαρίστα (και όχι μόνο) Dirk Bittner, ενώ πέντε χρόνια μετά στο “Abgelaufen!” [2001] ήταν πλέον κουαρτέτο, μια κανονική μπάντα δηλαδή, μορφή που διατηρούν μέχρι σήμερα.
Οι δομικές αλλαγές στις τάξεις των Electric Orange έδρασαν υπέρ της μπάντας και της ζωντανής απόδοσης της μουσικής τους, που απέκτησε έναν χαρακτηριστικό jam χαρακτήρα, ακολουθώντας (πάντα) πιστά την 70s krautock παράδοση των προγόνων τους. Τα καλύτερα albums τους ακολούθησαν στα μέσα των 00s. Το “Fleischwerk” [2005], το “Morbus” [2007] και φυσικά το σχεδόν εμβληματικό για το neo-kraut κίνημα “Krautrock From Hell” [2010] απέδειξαν το υψηλό επίπεδο της μπάντας και σε συνθετικό τομέα, χωρίς να μένουν σε εύκολες λύσεις απλωμένων ατέρμονων «αβύσσων», αλλά προσθέτοντας και τη δική τους άποψη σε αυτό το αγαπημένα όξινο ψυχεδελοπροοδευτικό παρακλάδι.
Το φετινό “Volume 10” βρίσκει τους Electric Orange σε πολύ δημιουργική φάση (τα είχαμε πει για το φετινό ντεμπούτο του project Cosmic Ground του Müller), έτοιμους να αποδείξουν σε συνθήκες και καιρούς όλο και πιο ευνοϊκούς ότι δικαιούνται με το παραπάνω τον σεβασμό που έχουν κερδίσει όλα αυτά τα χρόνια. Ο Κώστας Ρόκας και ο Παναγιώτης Σταθόπουλος επιχειρηματολογούν σχετικά.
[bandcamp width=550 height=120 album=2015150847 size=large bgcol=ffffff linkcol=0687f5 tracklist=false artwork=small]
Αυθαιρεσία vol. 10! Mε γεμάτα 20 χρόνια και βάλε στην πλάτη τους, οι Electric Orange τακτικοί στο ραντεβού τους, έρχονται με το νέο τους όχημα που ονομάζεται “Volume 10” ή «Τόμος 10» αν το προτιμάται. Ο χαρακτηρισμός neokrautrocker που τους προσκόλλησαν στην αρχή του ταξιδιού τους φαίνεται τώρα πια λίγο φτωχός για τον απλούστατο λόγο ότι οι Electric Orange είναι ο ορισμός του krautrock στις μέρες μας, με όλη τη σημασία της λέξεως. Οι Γερμανοί είναι άξιοι συνεχιστές της συγκεκριμένης σκηνής, αφού το έφεραν από δω, το πήγαν από ‘κει, μπήκαν στην καρδιά του θηρίου και έγιναν ένα μαζί του. Αν κάνουμε ένα πέρασμα στη δισκογραφία του συγκροτήματος θα διαπιστώσουμε την διαφορετικότητα του μουσικού περιεχόμενου κάθε κυκλοφορίας. Όποτε προσπάθησαν να επαναλάβουν κάτι πολύ απλά δεν τους βγήκε και αυτό είχε σαν αποτέλεσμα τη δημιουργία μεγάλης ποικιλίας ήχων και ακουσμάτων κυρίως στο δεύτερο μισό της ζωής τους. Στην παρούσα κυκλοφορία τώρα, όπου με μια πρώτη ματιά διαπιστώνουμε τις πανέξυπνες παραφράσεις από τα τραγούδια των Sabbath, αλλά μέχρι εκεί. Μην φανταστείτε τίποτα μεταλλικά riff και επιθετικά φωνητικά. Αυτή είναι και η βασική παγίδα, καθώς όλα μέσα στο “Volume 10” κυλούν αργά και διαολεμένα αφαιρετικά. Την ατμόσφαιρα θα μπορούσαμε άνετα να την χαρακτηρίζαμε doomy, καθώς το ταξίδι σε πολλά σημεία είναι βαρύ και σκοτεινό. Δεν μπορώ να θυμηθώ πότε οι Electric Orange μου ακούστηκαν τόσο πειραματικοί. Κουρελιασμένες κιθάρες, παραισθησιογόνα κρουστά, ξεχασμένο μπάσο, κατατρεγμένο mellotron αποτελούν τα συστατικά αυτής της … αυθαιρεσίας! Με το υλικό σε ελεύθερη μορφή και τα πειραματικά όργια σε έξαρση, αν θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για ένα στρωτό άκουσμα εδώ μέσα, θα πρότεινα το εικοσάλεπτο (!) “Behind The Wall Of Sheep”, όπου τα techno/ambient στοιχεία είναι πιο έντονα και λίγο πιο… νοικοκυρεμένα. Γιατί μέσα σε είκοσι λεπτά η μπάντα μπορεί και κάνει τα πάντα. Ανεβάζει τα beat, παντρεύονται οι Can με τους Tangerine Dream και οι Popol Vuh με τους Kraftwerk και το ταξίδι χαράζει την δικιά του μακρινή και άγνωστη πορεία. Eνδεικτικά, θα αναφέρουμε και κάποιους άλλους τίτλους όπως “A Tuna Sunrise”, “Symptom Of The Moony Nurse”, “Slowbind”. Από χιούμορ και ευρηματικότητα πάντως δεν έχουμε παράπονο. Πρόκειται για ένα πραγματικό krautrock έργο και μάλιστα σε πολύ υψηλό επίπεδο. Oι Electric Orange είναι περίπτωση μπάντας που σε όλη την διαδρομή τους μέχρι και σήμερα, δεν αφήνουν να πέσει τίποτα κάτω. Τα πάντα αποκτούν ύφος, χρώμα και ήχο, με την αστείρευτη φαντασία και το πνεύμα που τους χαρακτηρίζει. Οι Electric Orange με την παρούσα κυκλοφορία τους επιβεβαιώνουν την δυνατή παρουσία τους όλα αυτά τα χρόνια καθώς έχουν βουτήξει για τα καλά στην… χημεία του σύγχρονου kraut ήχου, δίνοντας μας μια άλλη μορφή στα ακούσματα και στις ηχητικές αφαιρέσεις μας.
8 / 10 Κώστας Ρόκας | Πηγαίος και γόνιμος αυτοσχεδιασμός σε έξαρση Περνώντας το κατώφλι του προτελευταίου -μιας και εξέδωσαν ένα ακόμη μέσα στο 2014, με τίτλο “ΧΧ”- άλμπουμ των Electric Orange, διαπιστώνει κανείς ότι παραμένουν ταγμένοι σε αυτόν τον προσανατολισμό με τον οποίο καταπιάστηκαν από την αρχή της πορείας τους, πίσω στο 1992 όταν πάτησαν το “start”. Αυτός δεν είναι άλλος από την αορίστως νοούμενη ψυχεδέλεια και τις παραισθητικές της «ιδιότητες». Στο “Volume 10”, το τετραμελές σχήμα από το Άαχεν της Γερμανίας προτάσσει ένα αμάλγαμα ακουστικών ερεθισμάτων που αποσκοπεί στην δημιουργία ψυχεδελικής ατμόσφαιρας και στην κλιμάκωση της έντασης αυτής (της ψυχεδελικής ατμόσφαιρας). Βέβαια, οι προθέσεις του γκρουπ γίνονται αντιληπτές προτού μεταβεί κανείς στο ηχητικό περιεχόμενο της κυκλοφορίας αυτής, από το εξώφυλλο και, εν γένει, από το εικαστικό μέρος της, με τις παραμορφώσεις (είτε με κυματοειδείς γραμμές, είτε με θαμπάδα και αντανακλάσεις) μιας μορφής που παραπέμπει σε άλογο και η οποία κείτεται σε κόκκινο φόντο. Συνδετικός ιστός, λοιπόν, η ψυχεδέλεια ανάμεσα στα όσα λαμβάνουν χώρα κατά τη διάρκεια του “Volume 10”. Πέρα από αυτή τη διαπίστωση, η επόμενη που εγκαθίσταται στο νου σχετίζεται με τους τίτλους των επιμέρους συνθέσεων του ηχογραφήματος. οι ονομασίες των κομματιών αποτελούν παραφράσεις τίτλων τραγουδιών των Black Sabbath. Αρκεί να αναφέρω τίτλους όπως “Paraboiled” (“Paranoid” το αντίστοιχο των Black Sabbath), Slowbind (αντί για “Snowblind”), “A Tuna Sunrise” (“Laguna Sunrise”)… Αφήνοντας τις πιο προφανείς εντυπώσεις και μεταβαίνοντας στον πυρήνα του LP, σου αποκαλύπτονται τα συστατικά του. Κι είναι γεγονός ότι οι Electric Orange «τρυγούν» από τη μουσική παρακαταθήκη της χώρας τους και πιο συγκεκριμένα από την ηχητική μορφολογία που αρκούντως απροσδιόριστα ονομάστηκε krautrock, μιας και αρχικώς δεν αφορούσε μονάχα καλλιτέχνες που διακρίνονταν για την κοινή τους μουσικότητα σε ύφος, στυλ και άποψη γενικότερα. Οι περισσότεροι από αυτούς (τους καλλιτέχνες), απλώς δραστηριοποιήθηκαν από τα τέλη των ‘60s μέχρι τα μέσα των ‘70s (ίσως η «χρυσή περίοδος» της σκηνής) στη Γερμανία και διακατέχονταν από μια φιλοσοφία ελεύθερου και εκτεταμένου αυτοσχεδιασμού, με την ψυχεδέλεια σε πρώτο πλάνο, μακριά από μιμητισμούς καλλιτεχνικών προτύπων (δυτικών λ.χ., όπως οι αγγλοσαξονικές μουσικές παραγωγές). Στην περίπτωση δε των Electric Orange, θα έλεγα ότι αναλογεί μια παράθεση ονομάτων όπως αυτά των Ash Ra Tempel (της μη ηλεκτρονικής φάσης), Popol Vuh και Amon Düül ΙΙ, Can (λόγω της γκρούβας και μερικών ρυθμικών σκελών) για να κατανοηθεί σε ένα βαθμό ο ηχητικός τους «ορίζοντας». Ορισμένες προσεκτικές ακροάσεις αργότερα, αντιλαμβάνεσαι ότι το “Volume 10”, όπως και όλος ο δισκογραφικός κατάλογος των Electric Orange, μαρτυρά την ύπαρξη μιας αληθινά ιδιοσυγκρασιακής μουσικής φωνής αυτής, ασφαλώς, των Electric Orange. Μιας φωνής που σε περίπου μία ώρα και είκοσι λεπτά ξεδιπλώνεται με εθιστικό τρόπο, περνώντας με προοδευτική οπτική από τη rock στην ψυχεδελική folk, τη jazz, την ambient, την κοσμική ηλεκτρονική μουσική… Μυστικισμός, ρυθμοί και κλίμα που προσιδιάζουν σε παγανιστική τελετή, διονυσιασμός και στοχασμός συγχρόνως, η μελωδία αγκαζέ με το θόρυβο, ο λυρισμός πλάι σε «χύμα» εκτόνωση, η Δύση κι η Ανατολή υπό ενιαίο πρίσμα, το φυσικό και το τεχνητό παρελαύνουν, η ευφορία και η σκεπτικότητα εναλλάσσονται, η νευρικότητα αντικαθιστά τη νηνεμία και τούμπαλιν, το πραγματικό μπλέκεται με το φανταστικό, οι ουτοπικές σκέψεις σμίγουν με τη συνειδητοποίηση, τα ειδυλλιακά τοπία με το ζόφο, οι εξωτικές εικόνες με την ασχήμια, οι επίγειες εμπειρίες με τις διαστημικές περιπλανήσεις… Τι επικρατεί από όλα τα παραπάνω; Η απάντηση είναι… απολύτως τίποτα, αφού όλα τα άνωθεν στοιχεία λειτουργούν ως συγκοινωνούντα δοχεία, καταλαμβάνοντας σημαντικό κομμάτι στη ροή του άλμπουμ και συγκροτώντας μακρόσυρτες συνθέσεις, με μέση διάρκεια τα δέκα λεπτά. Η σύζευξη φυσικών και ηλεκτρονικών οργάνων, υπό πηγαίους και γόνιμους αυτοσχεδιασμούς, είναι η καθ ‘ύλην αρμόδια για το μόρφωμα που παρουσιάζουν στο “Volume 10” οι Electric Orange. Οι Tom Rückwald (κοντραμπάσο, μπάσο, βιόλα), Dirk Bittner (ακουστικές και ηλεκτρικές κιθάρες, phonofiddle, μαντολίνο, banjo, κρουστά), Georg Mohnheim (ντραμς, κρουστά, κύμβαλα, tube wah πετάλι) και Dirk Jan Müller (συνθεσάιζερ, rhodes, mellotron, αρμόνιο, hammond, farfisa, philicorda, φωνητικά), καταθέτουν ένα από τα πλέον αξιομνημόνευτα ηχογραφήματα του 2014.
8.5 / 10 Παναγιώτης Σταθόπουλος |
Κάντε το πρώτο σχόλιο