Blue-Eyed Hawk – Under The Moon

 [Edition Records, 2014]

Blue-Eyed Hawk - Under the Moon

Εισαγωγή: Δημήτρης Καλτσάς
19 / 01 / 2015

Oι Βlue-Eyed Hawk είναι μία ακόμα πρωτοεμφανιζόμενη μπάντα, η οποία ξεχωρίζει από τις υπόλοιπες πριν ακούσει κανείς έστω μία νότα από τη μουσική τους. Πήραν το όνομά τους καθώς και τον τίτλο του ντεμπούτου τους, “Under The Moon” από ποιήματα του W. B. Yeats (1865-1939), είναι κουρτέτο δύο ανδρών και δύο γυναικών από το Λονδίνο με γυναικεία φωνητικά και παίζουν κάτι μεταξύ art-rock, jazz, jazz-rock και Rock In Opposition σε κάποια σημεία. Η δομή της ορχήστρας των Βlue-Eyed Hawk αποτελεί το κυριότερο όλων των επιχειρημάτων που συνηγορούν στην ιδιαιτερότητά τους. Κιθάρα, εφφέ, τρομπέτα, ντραμς και η πανέμορφη επιθετική jazz φωνή της Lauren Kinsella δεν είναι συνταγή που συναντάται συχνά, μάλλον ακριβώς το αντίθετο.  

Οι ίδιοι δηλώνουν πως η καταγωγή τους προσδίδει μία αυτοσχεδιαστική ευαισθησία στο μελωδικό και πλούσια δομημένο υλικό τους. Η ηλικία των μελών είναι -όπως είναι λογικό, αν όχι και επιθυμητό- αρκετά μικρή, αλλά το ταλέντο τους είναι αδιαμφισβήτητο και η οπτική τους στα είδη που αγγίζουν είναι φρέσκια με την προσθήκη μινιμαλιστικών και ηλεκτρονικών στοιχείων.

Το “Under The Moon” δεν ήταν δυνατόν να μη μας κεντρίσει το ενδιαφέρον. Ανεξάρτητα γούστου και βαθμού εντυπωσιασμού, η προσέγγιση των Βlue-Eyed Hawk συγκεντρώνει όλα τα χαρακτηριστικά της πραγματικής έννοιας του προοδευτισμού… «έστω» με jazz καταβολές.


 

Kάπου πέρα από το ουράνιο τόξο

To prog στερέωμα καλωσορίζει τους Blue-Eyed Hawk με το ντεμπούτο τους “Under The Moon” με τους καλύτερους οιωνούς! Με όνομα και τίτλο επηρεασμένο από τον Ιρλανδό ποιητή  W.B. Yeats προδιαθέτει θετικά τον κάθε «σκεπτόμενο» ακροατή, ότι πρόκειται για μπάντα και έργο που θα τον απασχολήσει για καιρό. Πρόκειται για κουαρτέτο από το Hνωμένο Βασίλειο, αποτελούμενο από τους Lauren Kinsell (φωνητικά), Laura Jurd (τρομπέτα) -η αιχμή του δόρατος όσον αφορά την έκφραση και έμπνευση- με τους Alex Roth (κιθάρες, synthesizer) και Corrie Dick (τύμπανα, πλήκτρα) να συνεισφέρουν ο καθένας με τον δικό του μοναδικό τρόπο. Τα ηλεκτρονικά ηχοτοπία προσδίδουν παραμυθένια ατμόσφαιρα με χαλαρές ενορχηστρώσεις και σπάνια κιθαριστικά ξεσπάσματα διατηρούν τη συνθετική τους ποιότητα σε υψηλό επίπεδο ωριμότητας που βλέπει προς το μέλλον με αξιώσεις. Αξίζει δε η αναφορά στον παραγωγό Leafcutter John (των Polar Bear) o οποίος αφουγκράστηκε με εύστοχο τρόπο την καλλιτεχνική πρόθεση της μπάντας.

To “Οyster Τrails” αργό, μελαγχολικό, οπου ο jazz λυρισμός της Kinsell και την α λα Miles Davis τρομπέτα (χαρακτηριστικά που θα συναντήσουμε σε όλα τα μήκη και πλάτη του έργου) ανοίγουν και σηματοδοτούν το ύφος… ενορχηστρώσεις με ηλεκτρονικό ”περιτύλιγμα” ή treatments όπως συνηθίζουμε να συναντούμε στα credits μιας μουσικής παραγωγής, ίσως να ξενίζουν του οπαδούς της vintage προσομοίωσης! Παρόλα αυτά, με ανοιχτό μυαλό και αποδοχή της χρησιμότητάς τους στην διαμόρφωση του ήχου τους, η ακρόαση γίνεται ολοένα και πιο ικανοποιητική. “Somewhere”, με το υπέροχο jazz-rock ξέσπασμα, στίχους με αναφορές στον μάγο του Οζ και η Κinsell να δίνει τον καλύτερό της εαυτό, συνταγή που εγγυάται μια μουσική ωριμότητα που σπάνια συναντάμε σε παρθενικούς δίσκους! Το κομμάτι εκπνέει με την τρομπέτα να παίζει τον σκοπό του “Somwhere Over The Rainbow” στο σημείο που η Judy Garland τραγουδούσε το ”someday i’ll wish upon a star and wake up where the stars are far behind me…” και η συνέχεια δίνεται με το “Aurora 5am”, μπαλάντα βασισμένη σε ακουστική κιθάρα και η τρομπέτα καθοδηγεί ανθεμικά καθώς ακούγεται εφέ από τιτιβίσματα πουλιών. To “Spiderton” ”ζωντανεύει” την κατάσταση με το σχεδόν χορευτικό του σκοπό, ένα πραγματικά πανέμορφο κομμάτι. To “O Do Not Love Too Long” αργό, αισθαντικό, ”σπάει” την ένταση χωρίς αλλαγές, περισσότερο σαν πλατφόρμα για τα φωνητικά και την τρομπέτα που δίνουν έναν δραματικό τόνο.

Στο ίδιο ύφος κυμαίνεται και το “Reflections On The Spiral” που βασίζεται σε Γαλλική ποίηση, ενώ το “Living In The Fast Lane” πιο κιθαριστικό, δείχνει μια διαφορετική πτυχή της προσωπικότητας της μπάντας χωρίς να καταργεί τη μελωδική της διάσταση. Το “For Fathers” λειτουργεί περισσότερο ως εισαγωγικό κομμάτι, με το αρμόνιο να έχει τον πρώτο και τελευταίο λόγο για το “For Tom Αnd Εverything”, στο μοτίβο μιας μοντέρνας jazz μπαλάντας με ουδέτερα αποτελέσματα. Νοσταλγικά ρομαντικό το “Τry To Come Back” με όμορφες μελωδικές εναλλαγές που σε καθηλώνουν από το πρώτο άκουσμα, παρόλο που σαν ύφος είναι ίσως το πιο προσιτό του δίσκου. Το αποχαιρετιστήριο κομμάτι “Valediction με ανάλογη διάθεση, χάρη στα βαρύθυμα περάσματα πιάνου και τη φωνή της Kinsella που τα ακούς να χάνονται σιγά-σιγά σαν καράβι που ξεμακραίνει από το λιμάνι. Υποδειγματικό κλείσιμο για μια μεστή δουλειά που δίνει υποσχέσεις για μια καλύτερη δισκογραφική συνέχεια, αν υπάρξει.

Είναι προφανές ότι οι Blue-Εyed Ηawk έχοντας από νωρίς αντιληφθεί τα μεγάλα ατού τους, έχουν χτίσει τον ήχο και τη μουσική τους ταυτότητα πάνω στα φωνητικά και τρομπέτα τα οποία αξιοποιούν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Στίχοι που βασίζονται σε ποίηση και η χρήση ηλεκτρονικών στοιχείων συνδυασμένα με jazz αισθητική δεν αποτυγχάνει σχεδόν ποτέ, αλλά τείνει σε σημεία να ακούγεται μονοδιάστατο. Υπάρχει ταλέντο και συνθετική ωριμότητα ασυνήθιστα για ντεμπούτο μπάντας, αλλά δίνοντας ίσως περισσότερο χώρο και χρόνο στους υπόλοιπους μουσικούς ίσως να απέδιδε ακόμα περισσότερο. Το στοιχείο της έκπληξης ήταν και θα είναι πάντα συνυφασμένο με το prog και αυτό είναι κάτι που πρέπει να δουλευτεί περισσότερο, γιατί η τάση υπάρχει άλλα δεν εκδηλώνεται. Πιθανόν αυτό να συμβεί εάν υπάρξει δισκογραφικό μέλλον. Προς το παρόν όμως υπάρχει ελπίδα κάπου πέρα από το ουράνιο τόξο. Οψόμεθα λοιπόν.

 

7.5 / 10

Γιάννης Ζαβραδινός

 

Living in the slow and the fast lane 

Παρότι έχουμε περάσει τα μέσα του Ιανουάριου οι παρουσιάσεις δίσκων του 2014 δεν τελειώνουν. Με μεγάλο ενδιαφέρον ας προσεγγίσουμε λοιπόν την περίπτωση του “Under the Moon”. Πρόκειται για το ντεμπούτο των Blue-Eyed Hawk, ενός συγκροτήματος με ξεκάθαρο jazz background, με την κυκλοφορία να έχει επιμεληθεί jazz δισκογραφική εταιρεία. Παρόλα αυτά, το μουσικό αποτέλεσμα είναι φιλικό στα φιλοπρόοδα rock αυτιά και θα μπορούσε να προωθηθεί ακόμα και σε ένα ευρύτερο ακροατήριο.

Περιγράφοντας τη μουσική κατεύθυνση του album, θα μπορούσαμε να τη θέσουμε σε δύο άξονες: την ήπια ατμοσφαιρική jazz πλευρά από τη μία και το avant-rock χωρίς ακραίους πειραματισμούς από την άλλη. Αυτή η δυαδικότητα ακόμα και στο line-up του συγκροτήματος, με την παρουσία δύο άντρων και δύο γυναικών, αποτελεί μέρος της ταυτότητάς τους.

Την πρώτη εντύπωση στον ακροατή την κάνει αδιαμφισβήτητα η φωνή της Lauren Kinsella, μια φωνή που διαθέτει όλα τα απαραίτητα εκφραστικά και συναισθηματικά εφόδια για να ηγηθεί των συνθέσεων. Οι βασικές τις επιρροές αντλούνται από τις μεγάλες κυρίες του Βρετανικού art pop/rock (και trip-hop) και από την jazz παιδεία της, ενώ δε διστάζει να αφεθεί σε κάποιους Björk-ισμούς (στο “Reflections Οn Τhe Spiral”), αλλά και να θυμίσει σε κάποια σημεία, ηθελημένα ή όχι, την Dagmar Krause (Henry Cow, Art Bears, Slapp Happy). Η Lauren αρχίζει να λάμπει από το εναρκτήριο και εξαιρετικό “Oyster Trails”, ένα ατμοσφαιρικό jazz/trip-hop κομμάτι, χωρίς όμως να είναι trip-hop (βγάλτε άκρη…), στο οποίο εντυπωσιάζει επίσης η τρομπέτα της Laura Jurd. Η συνέχεια δίνεται με το “Somewhere”, έναν avant-rock ύμνο, στον οποίο ο κιθαρίστας Alex Roth ανεβάζει την ένταση και φανερώνει της επιρροές του από τον τιτάνα Fred Frith. Το συγκεκριμένο κομμάτι είναι κατά τη γνώμη μου το κορυφαίο της περσινής χρονιάς. Δυστυχώς σχεδόν σε κανένα σημείο του δίσκου από εκεί και πέρα το avant στοιχείο δεν γίνεται τόσο έντονο και είναι κρίμα, γιατί η έμφυτη αίσθηση της σύνθεσης που έχουν θα μπορούσε να κάνει θαύματα πάνω σε τέτοιους δρόμους.

Ωστόσο, ο δίσκος συνεχίζει να μας δίνει εξαιρετικά κομμάτια και συνεχείς εναλλαγές ύφους. Από την υπέροχη μελωδία του “Aurora 5am”, στο up-tempo “Spiderton” με το catchy ρεφραίν και από το “O Do Not Love Too Long” που αρχίζει με μια folk (σχεδόν Balkan) μελωδία, αλλά μετά ηρεμεί, στο σχεδόν straight-rock (ειδικά για jazz αυτιά) “Living Ιn Τhe Fast Lane”. Προς το τέλος όμως η πιο ήπια πλευρά τους παίρνει τα ηνία, λειτουργώντας κάπως αρνητικά για τη ροή του δίσκου και δημιουργώντας υποψία «κοιλιάς», χωρίς όμως ποιοτικά να είναι ακριβώς «κοιλιά» (ξαναβγάλτε άκρη…).

Στη μουσική το θέμα είναι πολλές φορές η οπτική (ή ακουστική;) γωνία του ακροατή. Το “Under Τhe Moon” απευθύνεται σε διαφορετικά ακροατήρια, με διαφορετικές ίσως απαιτήσεις. Το ότι προσωπικά θα το ήθελα λίγο πιο κοντά ηχητικά στη θεματολογία της ιστοσελίδας όπου βρίσκεστε αυτή τη στιγμή, δεν μειώνει την πραγματική του αξία. Πρόκειται για έναν δίσκο που συνδυάζει την jazz με το πειραματικό rock, με έναν -τηρουμένων των αναλογιών- αρκετά ευκολοάκουστο τρόπο και θα είναι κρίμα να μείνει ως «εμπορικό προϊόν» μόνο στους Βρετανούς φίλους της jazz.

 

8 / 10

Κώστας Μπάρμπας

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης