[Prophecy Productions, 2015]
Εισαγωγή: Κώστας Μπάρμπας
02 / 07 / 2015
Οι Arcturus γεννήθηκαν μέσα στην άνθηση του Νορβηγικού black metal και στο ντεμπούτο τους “Aspera Hiems Symfonia” (1996) υπηρέτησαν το συμφωνικό παρακλάδι του. Όντας διαφορετικοί εκ φύσεως, επιστράτευσαν στην κιθάρα τον Malmsteen-ικο συμπατριώτη τους Carl August Tidemann και έδωσαν μια δική τους εκδοχή σε αυτόν τον ήχο, χιλιόμετρα μακριά από τις κακόγουστες μπάντες-κόπιες των Emperor. Με την έλευση του Knut Magne Valle στην κιθάρα, ένα μόλις χρόνο μετά κυκλοφόρησαν τον avant-garde ογκόλιθο “La Masquerade Infernale”, κρατώντας από το black metal παρελθόν τους την ατμόσφαιρα και τις προθέσεις. Για μια ακόμη φορά κέρδισαν το στοίχημα της ανάμιξης των φαινομενικά ανόμοιων, κρατώντας τα συμφωνικά και νεοκλασικά στοιχεία, που απορρέουν από τα πλήκτρα του βασικού συνθέτη Sverd, πάνω στο νέο τους ύφος. Λόγω των πολλών ασχολιών των μελών και της άρνησής τους να εμφανίζονται ζωντανά, διατήρησαν ένα status μεταξύ κανονικής μπάντας και project. Υπό αυτές τις συνθήκες το επόμενο studio album ήρθε πέντε χρόνια μετά. Το “The Sham Mirrors” (2002) τους βρίσκει μουσικά πιο συμπαγείς και κατασταλαγμένους και συνθετικά καλύτερους από ποτέ. Κάπου εκεί, μη θέλοντας να παίξει ζωντανά, ο Garm αποφασίζει να αποχωρήσει και να αφοσιωθεί στους Ulver (με τους οποίους τελικά εμφανίστηκε ζωντανά κάποια χρόνια αργότερα). Ο αρχικός του αντικαταστάτης, Øyvind Hægeland (Spiral Architect, Manitou) παίρνει μέρος στα πρώτα live της μπάντας (για τα οποία επιστρατεύτηκε και ο Tore Moren ως δεύτερος κιθαρίστας). Για το “Sideshow Symphonies” (2005) όμως παίζουν στα σίγουρα, επιστρατεύουν τον γνωστό τους από την guest εμφάνιση στο “La Masquerade Infernale”, Simen Hestnæs (Borknagar, Lamented Souls και βιοπορισμός στους Dimmu Borgir). Ο δίσκος αν και συνθετικά κατώτερος του παρελθόντος, φανερώνει μια υφολογική καταστάλαξη των μελών. Με το DVD “Shipwrecked in Oslo” έγινε σαφές ότι τα κομμάτια των Arcturus λειτουργούν άψογα και live. Κάπου εκεί όμως η μπάντα αποφάσισε να κάνει ένα μεγάλο διάλειμμα. Φέτος, δέκα χρόνια μετά την κυκλοφορία του “Sideshow Symphonies”, επιστρέφουν δισκογραφικά.
Κατασταλαγμένη επιστροφή Αυτό που θαύμαζα πάντα στους Arcturus είναι η ικανότητά τους να δημιουργούν αναμειγνύοντας στοιχεία που στο 99% άλλων περιπτώσεων οδηγούν σε τραγέλαφους. Η τόσο έντονη χρήση του συμφωνικού στοιχείου πάνω σε black metal, avant-garde και progressive metal δρόμους απαιτεί μεγάλα αποθέματα ταλέντου και αισθητικής, ειδικά όταν συνοδεύεται από έντονη την προσωπική σφραγίδα. Αυτό το κεκτημένο προσωπικό ύφος ακούμε στην επιστροφή των Νορβηγών στα μουσικά δρώμενα, με την καινοτομία και τη διαφοροποίηση να μην ανήκουν πλέον στους βασικούς σκοπούς τους. Πατώντας το play ακούμε πάνω-κάτω μια μίξη των δύο προηγούμενων δίσκων, με κάποιες ματιές πιο πίσω και μία ίσως πιο ήπια και πιο “rock” σε σημεία ατμόσφαιρα (αν και hard rock αέρα είχαν πάντα από το “Sham Mirrors” και μετά). Η βασική έκπληξη είναι από την αρχή μέχρι το τέλος η ερμηνεία του Simen Hestnæs, που σε αντίθεση με το “Sideshow Symphonies” μοιάζει πλήρως εναρμονισμένος με την υπόλοιπη μπάντα. Εκτός αυτού χρησιμοποιεί μεγαλύτερη ερμηνευτική γκάμα, πέρα από το trademark φάλτσο του και μας χαρίζει μερικές μνημειώδεις στιγμές όπως το “Game Οver”. Πιθανολογώ ότι σημαντικό ρόλο στην ωρίμανσή του έπαιξε το προσωπικό του album “Storm Seeker”, το οποίο μουσικά ήταν απλά συμπαθητικό, αλλά τον βοήθησε πολύ να εξελιχθεί ως ερμηνευτής. Οι συνθέσεις, όπως είναι λογικό, βασίζονται στα πλήκτρα του Sverd, με τον Knut Magne Valle, μόνο του πλέον στις κιθάρες, να χρωματίζει καίρια, όντας ένας από τους πλέον υποτιμημένους metal κιθαρίστες. Ο δίσκος ξεκινά ιδανικά, με τα πρώτα πέντε κομμάτια να είναι από άψογα έως αριστουργηματικά, όπως συμβαίνει με το προαναφερθέν “Game Οver” και ειδικά με το “Crashland” στο οποίο μας παρουσιάζονται σε όλη τη διαστημική τους τελειότητα. Το “The Arcturian Sign” και το δυναμικό “Angst” δεν υπολείπονται ιδιαίτερα, ενώ στο “Warp” εμφανίζουν μια πιο “pop” -για τα μέτρα τους- διάθεση. Δυστυχώς η συνέχεια δεν είναι τόσο επιβλητική. Το “Demon” έχει ενδιαφέρον ως ιδέα, αλλά συνθετικά δεν εξελίσσεται όσο θα το περίμενες, ενώ το “Pale” είναι μάλλον το χειρότερο κομμάτι που έχουν γράψει, πάρα την προσπάθεια του Simen να το περισώσει. Το “The Journey” στέκει ως εκτεταμένο ιντερλούδιο αλλά ως εκεί, ενώ το “Archer” αν και αξιοπρεπέστατο, μοιάζει με leftover του “Sideshow Symphonies”. Ευτυχώς το “Bane” κλείνει τον δίσκο επιβλητικά, έχοντας κάτι από την ατμόσφαιρα σκοτεινού τσίρκου του “La Masquerade Infernale”. Τέλος, η παραγωγή είναι μεν ικανοποιητική, αλλά δεν καταφέρνει να ανεβάσει τον δίσκο κατά ένα επίπεδο, αναδεικνύοντας περαιτέρω το υλικό. Παρά τις διακυμάνσεις του, το “Arcturian” είναι ένας από τους καλύτερους progressive metal δίσκους που θα ακούσετε φέτος και ειδικά η πρώτη του πλευρά πιστοποιεί ότι η επιστροφή των Νορβηγών εξερευνητών του διαστήματος άξιζε με το παραπάνω την αναμονή.
7.5 / 10 Kώστας Μπάρμπας | Καλώς τους μας κι ας άργησαν Στην είδηση της επανασύνδεσης του διαστημότσιρκου δε μπορώ να πω πως ίδρωσε το αυτάκι μου, καθώς τούτοι οι Νορβηγοί νομίζω πάντα ως ένα super side project υπερταλαντούχων μουσικών υφίστατο, ποτέ σαν normal μπάντα, οπότε διαλύσεις – επανασυνδέσεις θα ήταν εντός προγράμματος. Διαβάζοντας όμως πριν κάμποσους μήνες στα internets, post του «κυβερνητικού εκπροσώπου» πλέον της μπάντας, Simen Heastnaes (aka ICS Vortex), περί εκ νέου επάνδρωσης του σκάφους και νέα «δισκογραφική αποστολή» εντός του 2015, τολμώ να πω, ότι μέσα μου κάτι σκίρτησε ηδονικά. Σκέφτηκα, «δεύτερη σερί πατάτα; Είναι δυνατόν; Και να προσπαθήσουν, δε γίνεται». Ανέμενα στωικά λοιπόν, κάποιο δείγμα από το σχεδόν ομότιτλο album της μπάντας. Η αποκάλυψη ξεκίνησε με το εξώφυλλο του “Arcturian”, το οποίο με άφησε ολίγον τι με το στόμα ανοιχτό, καθώς πρόκειται για το καλύτερο cover artwork της σχεδόν 20ετούς δισκογραφικής ιστορίας τους. Στη συνέχεια, αυτό που ήρθε να μας δώσει λίγο DNA από το νέο τους πόνημα, ήταν το πρώτο κομμάτι του «Arcturian”, το “The Arcturian Sign”, το οποίο με έκανε να δακρύσω από συγκίνηση, καθώς συνθετικά, εμπεριείχε όλα τα στοιχεία που συνετέλεσαν στο να θεωρούνται μια από τις μεγαλύτερες και ιδιαίτερες ηχητικά, prog – avant garde metal μπάντες, των 90’s κυρίως. Μετά από καναδυο μήνες άρχισα την έντονη μελέτη και οι πρώτες γεύσεις ήταν περίεργες, μα νόστιμες. Όσο το ανακάλυπτα, διαφαινόταν δειλά-δειλά το συμπέρασμα. Κυρίες και κύριοι, πρόκειται για αντάξιο album της μακρόχρονης prog διαδρομής τους στην εξώσφαιρα του avant-garde metal, στο οποίο εγώ προσωπικά τους τοποθετώ στη θέση του καπετάνιου, δικαιωματικά. Όντας απογοητευμένος από το “Sideshow Symphonies” καθώς η ανεμπνευσιά είχε χτυπήσει κόκκινα (προσωπικά τους Arcturus θα τους τοποθετώ στο χρόνο, σαν π.G και μ.G – G=Garm) δεν είχα και ιδιαίτερες ελπίδες για κάτι άνω του μετρίου. Κρυφή ελπίδα ίσως η συμμετοχή καλύτερου τραγουδιστή από τον Simen στα lead vocals (κρυφή ελπίδα ήταν ο Λύκος προφανώς). Kαι εδώ εξηγούμαι: ο Simen είναι παραδόξως ένας τραγουδιστής που μ’ αρέσει, δεν το κρύβω. Τα καθαρά του φωνητικά κρύβουν μαγεία, υποκριτική υψηλού επιπέδου αλλά και υπερβολές που ίσως κουράζουν, με τραβηγμένα φαλσέττο και θεατράλε ερμηνείες. Ιδανικός είναι ο Simen όπου είναι συμμετέχων, όχι όπου ηγείται. Στο “La Masquerade Infernale” απογειώνει το album, συμμετέχοντας σε 3 κομμάτια. Ακόμα και στους χαζοχαρούμενους Dimmu Borgir, όσο συμμετείχε, τους ανέβαζε επίπεδο. Στους Borknagar το ίδιο. Στο “Sideshow Symphonies” από την άλλη, πέρα από τη γενικότερη αποτυχία του album, ο ίδιος με κούρασε πολύ. Στο “Arcturian” o Simen σαν lead τραγουδιστής είναι καλός. Είναι θεατρικός, είναι υπερβολικός ακροβατώντας στα όρια του κουραστικού με αυτό το έντονο φαλσέττο του αλλά τουλάχιστον αυτό το album έχει γραφτεί πάνω του. Ακούγοντας πολλές φορές (αμέτρητες για την ακρίβεια) ολοκληρωμένα το δίσκο, συνήθισα τις υπερβολές του, τις κορώνες του και τους μέχρι παρεξηγήσεως θεατρινισμούς του. Ο Sverd είναι σε τεράστια φόρμα. Από τα μέλη του διαστημότσιρκου είναι ίσως ο πιο ανενεργός μουσικός, καθώς πέρα από το παρελθόν του στους The Kovenant δεν είναι και ιδιαίτερα «κοινωνικός». Ήταν, είναι και θα είναι ο βασικός συνθέτης και ηγέτης αυτής της μπάντας και η μουσική του ιδιοφυία φαίνεται σε κάθε νότα του νέου album. Ακροβατεί με χειρουργική μαεστρία ανάμεσα στο old school ύφος της μπάντας – με σαφείς παρελθοντικές αναφορές ακόμα και στο ασύγκριτο ντεμπούτο “Aspera Hiems Symfonia”: τις spacey ατμόσφαιρες – καθαρό trademark της μπάντας, τους παρανοϊκούς αβαντγκαρντισμούς του κατά πολλούς magnum opus τους, του “La Masquerade Infernale”, και σαφείς νεωτερισμούς, βασισμένους ακόμα και σε electro πινελιές. Ο Κnut παίζει όπως πρέπει, τα solos του σε κάποια σημεία θυμίζουν οργιαστικά θέματα μεγάλων prog metal κιθαριστών, ενώ οι μπασογραμμές του Skoll είναι όπως πάντα μελωδικές, τεχνικές και γεμάτες. Ενστάσεις έχω στα τύμπανα και τον ήχο τους και γενικότερα στο θέμα παραγωγής του album. Ενώ σίγουρα είχαν τη γνώση, την ικανότητα και την εμπειρία να έχουν μια μπομπάτη και καλογυαλισμένη παραγωγή, αναδεικνύοντας τις καταπληκτικές συνθέσεις που σκάρωσαν, οι Arcturus επέλεξαν(;) να έχουν μια άδεια, περίεργη, πιο old school αντιμετώπιση στον ήχο τους, που θα ξενίσει σίγουρα. Τα φωνητικά είναι ιδιαίτερα «μπροστά» και τα τύμπανα ως γνωστόν για τις περισσότερες κυκλοφορίες του Hellhammer πλήρως τριγκαρισμένα με αποτέλεσμα να ακούγεται το όλο αποτέλεσμα ίσως λίγο πλαστικό και άδειο. Θεωρώ λοιπόν ότι εδώ ίσως έχει γίνει το λάθος από τον Knut και τον Sverd και το “Arcturian” τουλάχιστον στα δικά μου αυτιά χάνει την ιστορική ευκαιρία να κοιτάξει στα μάτια τα τρία πρώτα, γιατί τον προκάτοχό του τον άφησε εκατομμύρια έτη φωτός πίσω. Δεν έχει ιδιαίτερο νόημα το να αναλύσω κάθε κομμάτι ξεχωριστά, καθώς νομίζω ότι το album έχει τις κορυφώσεις του (βλ. “Warp”, “Crashland”, “Demon”, “Pale”), αλλά γενικά ρέει σαν ολότητα χωρίς να κάνει κοιλιά σε κανένα σημείο του. Είναι συμπαγές και ολοκληρωμένο. Στη μαρμίτα του “Arcturian” ανακατεύτηκαν η ιδιοφυΐα του Sverd και η απαράμιλλη συνθετική του ικανότητα, ο μαγικός τρόπος του να δημιουργεί εικόνες με τα keyboards, η στρατιωτική πειθαρχία στο παίξιμο του Knut, η γιγάντια τεχνική του Skoll, το βιρτουοζιλίκι της καλτ περσόνας του Hellhammer στα drums και η σε σημεία πειστική θεατρικότητα του Simen. Με τον ευσεβή πόθο να κυκλοφορήσει στο μέλλον remastered για να λάβει την αποθέωση που του αρμόζει για ένα από τα καλύτερα albums του 2015, ένα…
8.5 / 10 Βασίλης Κορολής |
Κάντε το πρώτο σχόλιο