[SRM, 2014]
Εισαγωγή: Λίλα Γκατζιούρα
13 / 12 / 2014
Ο συμπαθής Βρετανός κιθαρίστας Steven Rothery γιόρτασε προσφάτως τα 55α γενέθλιά του και φαίνεται πως διανύει μία από τις πιο παραγωγικές περιόδους της ζωής του. Γνωστός μέσα από τη μακρόχρονη πορεία του στους ‘Marillion’ και αν και έχει περάσει αρκετός καιρός από τότε που δημιουργήθηκε η μπάντα το 1979 και την πρώτη studio κυκλοφορία της το 1983, παρέμεινε πιστός στο πόστο του και απ’ ό,τι φαίνεται θα είναι εκεί ως το τέλος. Επιπλέον, έχοντας δημιουργήσει ήδη τους The Wishing Tree, με τους οποίους μετρά δύο κυκλοφορίες, καθώς και κάποιες guest εμφανίσεις σε άλλα σχήματα (π.χ. Mr So & So), απέφευγε έως σήμερα τις solo κυκλοφορίες. Η συνεργασία με τους Mr So & So έφερε κοντά τον Rothery με τον κιθαρίστα Dave Foster και τον ντράμερ Leon Parr και με την προσθήκη των Yatim Halimi στο μπάσο και τον Riccardo Romano στα πλήκτρα, δημιουργήθηκε η Steve Rothery Band με τους οποίους κυκλοφόρησε ήδη δύο live albums, τα “Live in Rome” και “Live in Plovdiv”, ενώ έφτασε η ώρα και για το πολυαναμενόμενο “The Ghosts of Pripyat”.
Pripyat: Η πόλη όπου, μεταξύ άλλων, διέμεναν και οι εργάτες του πυρηνικού εργοστασίου του Τσέρνομπιλ, σε απόσταση αναπνοής από αυτό. Το πυρηνικό ατύχημα με το οποίο συνδέθηκε η μνήμη του εν λόγω εργοστασίου αποτελεί μαύρη σελίδα στην παγκόσμια ιστορία με δυσβάσταχτες περιβαλλοντολογικές, αλλά και κοινωνικές – ανθρωπιστικές συνέπειες (μόνο στην Ελλάδα υπολογίζεται ότι το 1986 έγιναν 2.500 εκτρώσεις από το φόβο επιπτώσεων της ραδιενέργειας σε έμβρυα). Μετά το τραγικό ατύχημα και την τρομακτική σε επίπεδα μόλυνση με ραδιενεργά στοιχεία που προκάλεσαν οι αλυσιδωτές εκρήξεις στο εργοστάσιο, διατάχθηκε η αρχικώς «προσωρινή, ολιγοήμερη» εκκένωση της πόλης, μια ψευδαίσθηση όπως αποδείχθηκε, καθώς η φυγή ήταν τελικά μόνιμη.
Γιατί άραγε ο κ. Steve Rothery αποφάσισε να μιλήσει μέσω της κιθάρας του για αυτή την πόλη – «φάντασμα» και την τραγική ιστορία της;
Φαντάσματα και αθάνατοι Τα νέα είναι πολύ χαρμόσυνα για τους απανταχού μουσικόφιλους. Ο Steve Rothery, κιθαρίστας και βασικός συνθέτης των θρυλικών Marillion επιλέγει το σωτήριον έτος 2014 για να κυκλοφορήσει την πρώτη του προσωπική δουλειά. Κίνηση η οποία μπορεί να δημιουργήσει αρκετές σκέψεις, λαμβάνοντας υπόψιν την αφοσίωση που έχει ο κιθαρίστας για το καταξιωμένο group της Βρετανίας. Με λίγα λόγια έχει ο Rothery τόση παραγωγικότητα (ποιοτικά προσδιορισμένη) που του επιτρέπει να κυκλοφορήσει έναν solo δίσκο; H απάντηση ορθά – κοφτά είναι «ναι», προοικονομώντας τη συνέχεια του κειμένου. Τα φαντάσματα της δύστυχης Ουκρανικής πόλης Pripyat μας βάζουν στο κλίμα. Για τους κακοπροαίρετους δεν πρόκειται το περιεχόμενο του δίσκου να εκφράζει ένα πυρηνικό ατύχημα, αντίστοιχο με αυτό του Τσερνόμπιλ πριν πολλά χρόνια, αλλά ακριβώς το αντίθετο. Μία έκρηξη συναισθημάτων, μία μουσική πνευματικότητα δυσεύρετη και ο κλασσικός ήχος μιας κιθάρας που φλερτάρει ανάμεσα σε Genesis και Pink Floyd (με το βάρος να δίνεται στους δεύτερους σε πολλές στιγμές…) είναι τα βασικά χαρακτηριστικά του Ghost Of Pripyat. Τελειώνει όμως η σημειολογία εδώ; Αμ δε… Μία από τις ευχάριστες εκπλήξεις τούτης της κυκλοφορίας είναι οι μουσικοί που καλούνται να συνδράμουν στην έκφραση των ιδεών του Steve Rothery. Και αν η παρουσία του Steven Wilson σίγουρα εντυπωσιάζει, αλλά παρόλα αυτά δεν μας παίρνει και την ανάσα (δεδομένου της κινητικότητας του μεγάλου μουσικού τα τελευταία χρόνια), εκείνη του Steve Hackett μας αφήνει να σταθούμε εμβρόντητοι για πολλή ώρα. Το ακόμα πιο συγκινητικό είναι όταν αυτές οι παρουσίες αποτυπώνονται γλαφυρά και στο μουσικό επίπεδο, κάτι που συμβαίνει αβίαστα στην κυκλοφορία του Rothery. Πηγαίνοντας στην περιγραφή των κομματιών σε αδρές γραμμές (κάτι που είναι δύσκολο καθώς η περίσταση -προσωπικά- με καλεί να αναφερθώ πρώτα στις αίτιες που δημιούργησαν αυτό το αποτέλεσμα), το album ανοίγει με το ονειρικό “Morpheus”. Δε θα ήταν υπερβολή να πω πως ίσως εδώ υπάρχει το καλύτερο solo για το 2014, αλλά η παρουσία του Steve Hackett μου κόβει τη μιλιά. Και πολύ καλά κάνει. Κύριοι, η κατάσταση ζορίζει απότομα και ροή του δίσκου δε βοηθά. Λάβε το “Kendris” αγαπητέ ακροατή και χάσου μετά στο 11λεπτο “The Old Man And The Sea” που θα σου θυμίζει και Porcupine Tree. Δικαίως άλλωστε, αφού ο Steven Wilson αναλαμβάνει και αυτός την εκτέλεση ενός solo εδώ. Για λόγους που σχετίζονται με την έκταση του κειμένου δεν μπορώ να αναφερθώ ισόποσα σε όλα τα κομμάτια. Ίσως η πρόκληση κάπου εδώ ξεκινά, αυτή της ανακάλυψης και της ταύτισης στη στιγμή της συναισθηματικής ευθραυστότητας. Αξίζει τον κόπο. Ο κύριος Rothery μας χάρισε έναν από τους ομορφότερους δίσκους του 2014 χωρίς να το περιμένουμε.
9 / 10 Δημήτρης Καστρίτης | Καλώς τονε κι ας άργησε Σε συνέντευξή του ο Steve Rothery αποκαλύπτει ότι η ιδέα δημιουργήθηκε όταν, σερφάροντας στο διαδίκτυο, έπεσε πάνω σε μία εικόνα από ένα εγκαταλελειμμένο λούνα παρκ της πόλης του Pripyat και κάπως έτσι προέκυψε ο τίτλος του άλμπουμ. Η εκπληκτική και ταυτόχρονα ανατριχιαστική φωτογραφία της πόλης που κοσμεί το εξώφυλλο του δίσκου (δημιουργία του Γάλλου φωτογράφου Yann Arthus-Bertrand με artwork, ύφους vintage, του Lasse Hoile) αποδίδει το δράμα με την απεικόνιση του χειμωνιάτικου τοπίου εγκατάλειψης και προϊδεάζει τον ακροατή για την ατμόσφαιρα του δίσκου. Ακόμα μεγαλύτερης απορίας άξιο είναι το γεγονός ότι πρόκειται για το πρώτο solo studio album και δη instrumental στην 35χρονη καριέρα του Rothery, αφορμή για το οποίο στάθηκε μουσική που έγραψε παρέα με τον Dave Foster για το διεθνές φεστιβάλ κιθάρας του Plovdiv της Βουλγαρίας. Αν και έχει συμμετάσχει σε διάφορα side projects μέχρι σήμερα, πέρα από τη βασική θέση του στους Marillion, όλως περιέργως, είχε διαφύγει της συνήθους ανάγκης των μουσικών για αυτοτελή δημιουργία άνευ περιορισμών συμπαικτών τους. Εδώ, το συνθετικό επίπεδο του δίσκου είναι ανώτερο από εκείνο των «εξωτερικών» αυτών συμμετοχών, ενώ προς μεγάλη μου χαρά και τέρψη, ο ήχος θυμίζει έντονα την πρώιμη «δεύτερη» εποχή των Marillion (βλ. “Season’s End”). Η χρηματοδότηση δεν υπήρξε πρόβλημα, αφού ο γλυκύτατος, ευτραφής κιθαρίστας έχει μάθει το κόλπο εδώ και χρόνια: οι φανατικοί οπαδοί του φρόντισαν για άλλη μια φορά να βγει στο φως το δημιουργικό ταλέντο του αγαπημένου τους καλλιτέχνη μέσω της μεθόδου crowdfunding, η οποία σε σύντομο χρονικό διάστημα έφτασε στο 400% (!) του αρχικού στόχου. Μπορεί ο Rothery να μην συμπεριλαμβάνεται στα κορυφαία ονόματα της έγχορδης θεάς, όμως το συναίσθημα που προκαλεί με αυτήν είναι έντονο και η ατμόσφαιρα μαγική και συγκινησιακή, με μια γλυκιά μελαγχολία, ενώ ο τόσο αναγνωρίσιμος ήχος αποδεικνύει ότι η κιθάρα αυτή έχει και προσωπικότητα και ταυτότητα. Ο «Θεός», όπως αποκαλείται από τους οπαδούς του ανά τον κόσμο, είχε μάλιστα την καλή τύχη και τιμή να συμμετάσχουν στο δίσκο του και δύο άλλα μεγαθήρια της κιθάρας, ο τεράστιος Steve Hackett (στα “Morpheus” & “The Old Man Of The Sea”), ανταποδίδοντας τη συμμετοχή του Rothery στο “The Lamia – Genesis Revisited II”, καθώς και ο χαρισματικός Steven Wilson (στο “The Old Man Of The Sea”). Η σύμπραξη της τριάδας των Steve (!) στο «Γέρο της Θάλασσας» μας χαρίζει το καλύτερο κατ΄εμέ κομμάτι του δίσκου με πραγματικά εκπληκτικά σόλο. Ειδική μνεία πρέπει να γίνει και στο rhythm section των Leon Parr και Yatim Halimi, καθώς και στα πλήκτρα του Riccardo Romano, που πλαισιώνουν επιτυχώς τα κομμάτια, δίνοντας το κατάλληλο background στις πρωταγωνιστικές κιθάρες. Η χώρα μας έχει την τιμητική της στον δίσκο μιας και δύο tracks είναι εμπνευσμένα από μορφές της ελληνικής μυθολογίας. Το “Morpheus”, εναρκτήριο κομμάτι του μουσικού έργου, αναφέρεται στον Μορφέα, γιο του Ύπνου και ένας από τους θεούς των ονείρων. Πρόκειται πράγματι για ένα ονειρικό κομμάτι με πανέμορφη μελωδία, ενώ το “The Old Man Of The Sea”, αφορά τον «Γέροντα της Θάλασσας», τον Πρωτέα. Η ικανότητα του εν λόγω θαλάσσιου θεού να μεταμορφώνεται σε ό,τι ήθελε, αντικατοπτρίζεται από τις συνεχείς αλλαγές στο κομμάτι, αποτυπώνοντας έναν επιτυχή παραλληλισμό. Όσον αφορά τα υπόλοιπα κομμάτια, το “Kendris” είναι το πιο χαρούμενο, ελαφρώς ethnic κομμάτι του δίσκου, το “White Pass” περιέχει ίσως την πιο rock στιγμή του, το “Yesterday’s Hero” είναι μάλλον το πιο αδύναμο κομμάτι με πιασάρικο όμως τελείωμα, το “Summer’s End” παρουσιάζει ενδιαφέρον, ειδικά λόγω του Hammond του Don Airey, ενώ το κλείσιμο του δίσκου με το ομότιτλο κομμάτι ανεβάζει τη διάθεση σε αντίθεση με ό,τι περίμενα. Τα φαντάσματα φαίνεται να μας αποχαιρετούν με χαμόγελο και στην τελική είναι κι αυτό που κρατώ από αυτό το δίσκο. Η ζωή πάντα συνεχίζεται.
9.5 / 10 Λίλα Γκατζιούρα |
Κάντε το πρώτο σχόλιο