Perfect Beings – Perfect Beings

 [My Sonic Temple, 2014]

 

perfect_beings_cover_art

Εισαγωγή:  Δημήτρης Καλτσάς
03 / 06 / 2014

 

Η απότομη και διαρκής άνοδος του progressive rock σε παγκόσμιο επίπεδο τα τελευταία χρόνια, όπως ήταν φυσικό, συνοδεύτηκε και με την εμφάνιση νέων συγκροτημάτων που μας έδωσαν αξιόλογα (έως εκπληκτικά) full-length ντεμπούτα. Ο συνολικός αριθμός αυτών είναι τριψήφιος και περιλαμβάνει εκπροσώπους από όλο το φάσμα του προοδευτικού rock (και φυσικά και των περισσότερων παρακλαδιών αυτού), metal, fusion και electronic ήχου. Με μια πολύ γρήγορη ματιά στην τελευταία πενταετία, μεταξύ των prog ντεμπούτων που έκαναν αίσθηση ήταν αυτά των: Airbag, Anubis, Argos, Astra, Haken, Periphery, Subsignal, Vektor (2009), Dead Letter Circus, Sky Architect, Wolf People (2010), Caligula’s Horse, Egonon, Herd Of Instinct, Sean Filkins, TesseracT (2011), Headspace (2012), Anciients, Fright Pig, Grand General, Kama Loka, Psicomagia (2013).

Το 2014 δεν ξεφεύγει από το -καθιερωμένο πλέον τα τελευταία χρόνια- πρότυπο των δυναμικών ντεμπούτων. Ενώ βρισκόμαστε μόλις στο μέσον της χρονιάς, οι αντίστοιχες φετινές περιπτώσεις είναι ουκ ολίγες. Ήδη ασχοληθήκαμε με δύο δυναμικά ντεμπούτα σύγχρονου prog metal: το “Thrones” των Alaya (κλικ) και το “A Voice Within” των Intervals (κλικ), καθώς και με την πρώτη δισκογραφική δουλειά των Atomic Ape του Jason Schimmel, με τίτλο “Swarm”, που έλαβε ενθουσιώδεις κριτικές (κλικ).

Οι παρουσιάσεις φετινών full-length ντεμπούτων που έχουν δρομολογηθεί για το προσεχές μέλλον στο ProgRocks.gr είναι πέντε και είναι πολύ πιθανό κάποια από αυτά να μας απασχολήσουν σε μεγάλο βαθμό, όπως επίσης και το ντεμπούτων των Perfect Beings, το οποίο έχει ήδη προκαλέσει αίσθηση στο prog ακροατήριο διεθνώς. Βέβαια, τα μέλη της μπάντας κάθε άλλο παρά πρωτάρηδες είναι. Ο Chris Tristram έχει υπάρξει μπασίστας στη μπάντα του Slash, ενώ ο Dicki Fliszar ήταν drummer στη μπάντα του Bruce Dickinson και όλοι τους έχουν εμπειρία στη δισκογραφία, αλλά κυρίως ως session μουσικοί. Στους Perfect Beings, οι πέντε Αμερικανοί μουσικοί αναζητούν την καταξίωση παίζοντας Βρετανικότατο progressive rock. Το αν θα το επιτύχουν αυτό θα το δείξει ο χρόνος. Ο Νίκος Βέβες και ο Δημήτρης Καστρίτης αναλύουν σε βάθος.


 

Το πιάτο της (χθεσινής) ημέρας

 

Ήδη έχουν ακουστεί πολλά για τους Perfect Beings, έχουν γραφτεί ουκ ολίγες διθυραμβικές κριτικές, έχουν ίσως χυθεί και κάποια δάκρυα συγκίνησης σχετικά με την καινούρια αγαπημένη μπάντα ορισμένων υπερενθουσιωδών ακροατών.

Το πρόβλημα, κυρίες και κύριοι και αγαπημένα παιδιά και χνουδωτά κατοικίδια, είναι πως το prog ανέκαθεν είχε -καλώς ή κακώς- ένα στοιχείο υπερβολής. Μη νομίζετε ούτε για μια στιγμή όμως πως αυτή η υπερβολή περιορίζεται στη μουσική και δεν εκτείνεται μέχρι τις αντιδράσεις μερίδας ακροατών που αν ήτο «μεταλλάδες» ενδεχομένως θα άνηκαν στην κατηγορία «ωωω, τι έβαλε!!!» ακούγοντας χιλιοπαιγμένο μεταλλικό κομμάτι σε γραφικό μεταλλικό στέκι μεταλλάδων που παίζει μέταλ μουσική για μέταλλα.

Και αφού καταλάβατε ποια περίπου θα είναι η ετυμηγορία της παρούσας κριτικής, ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.

Ντεμπούτο λοιπόν από τους εξ ΗΠΑ ορμώμενους μουσικούς με το υπεροπτικό συλλογικό όνομα και με concept album βασισμένο στο μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας (γκουχ*κλισέ*γκουχ) TJ & Tosc: A Field Guide for Life After Western Culture του Suhail Rafidi, το οποίο σύμφωνα με την επίσημη σύνοψη και σχετικές παρουσιάσεις αποτελεί περισσότερο κριτική της σημερινής κοινωνίας, αλλά με ρομποτικό εξωσκελετό. Και αυτό εξηγεί γιατί οι στίχοι είναι σαν κακό αποσπασματικό σενάριο από επεισόδιο του Black Mirror (αναφορά Ε.Φ. #1) που δε γυρίστηκε ποτέ.

Στα της μουσικής τώρα, είναι απορίας άξιο πώς το CD δεν αρχίζει με τον χαρακτηριστικό ήχο του TARDIS (αναφορά Ε.Φ. #2) ώστε ο ακροατής να προετοιμαστεί για το ταξίδι στον χρόνο. Και παρότι οι προοδευτικοί αναχρονισμοί που διέπουν το εν λόγω έργο δεν είναι απαραιτήτως κακοί, παραμένουν αναχρονισμοί. Τα πλήκτρα σε πολλά σημεία θυμίζουν υπερβολικά τον Rick Wakeman, ο ήχος της ηλεκτρικής κιθάρας είναι αυτός του Steve Howe, υπάρχουν σημεία και ολόκληρα κομμάτια (“Canyon Hill”) που θυμίζουν Beatles τόσο στη σύνθεση αυτή καθ’ αυτή, όσο και στη μίξη.

Όχι πως οι Yes και οι Beatles αποτελούν τις μοναδικές επιρροές στον δίσκο. Υπάρχουν κομμάτια που θα μπορούσαν να υπάρχουν σε δίσκο των It Bites (“Helicopter”) ή σε δουλειά των Umphrey’s McGee. Ωραίες προοδευτικές επιρροές, αλλά δυστυχώς τόσο έκδηλες που δίνουν την ενοχλητική εντύπωση πως δεν έχουν αφομοιωθεί κατάλληλα από τη μπάντα ώστε να είναι λειτουργικές σε επίπεδο σύνθεσης και όχι σε επίπεδο φόρου τιμής.

Και αυτό είναι το έγκλημα. Οι Perfect Beings έχουν πολύ καλή γνώση του προοδευτικού ήχου, πολύ καλές ιδέες (“One of Your Kind”), πολύ καλές φράσεις (“Bees and Wasps”), πολύ καλές μελωδίες (“Remnants of Shields”), πολύ καλές εκτελεστικές ικανότητες, αλλά τις θάβουν στα πλαίσια ενός (ακούσιου;) scavenger hunt που για τους σκοπούς αυτής της κριτικής θα βαφτίσουμε «βρείτε ποιες μπάντες γουστάρουμε».

Οι παραπάνω αρετές είναι που θα κάνουν πολλούς να περιμένουν εναγωνίως την εξέλιξη των Perfect Beings και τον επόμενο δίσκο τους. Μέχρι να κυκλοφορήσει αυτός όμως, πρέπει να αρκεστούμε στο μουσικό αντίστοιχο του Πιάτου της Ημέρας κατά το Restaurant at the End of the Universe του Douglas Adams (αναφορά Ε.Φ. #3): έκανε πολλά για να είναι δελεαστικό, αλλά εν τέλει πετάγεται μέχρι την κουζίνα για να αυτοπυροβοληθεί.

6.5 / 10

Νίκος Βέβες

 

Εμφατική αρχή

 

Ο δίσκος ξεκινά και στα πρώτα αρκετά δευτερόλεπτα του εναρκτήριου κομματιού σκέφτεσαι πως κάλλιστα η σύνθεση θα μπορούσε να είναι του Paul McCartney στις σόλο του στιγμές. Ακολουθεί μια αλλαγή με ελάχιστα ακόρντα και λίγες νότες από πλήκτρα που σου αρκούν για να «αδειάσεις» ολόκληρος, σου θυμίζουν θάλασσα, χαλαρώνεις. Αμφίρροπη η αρχή για τον δίσκο μέχρι τώρα στο μυαλό σου.

Και αν η αρχή ήταν κάπως αμφιλεγόμενη με το “Canyon Hill”, η εισαγωγή του “Helicopter” μοιάζει να μη μου αφήνει και πολλά περιθώρια. Πανέξυπνο ριφφ, που θυμίζει για κάποιο λόγο όντως μια «ελικοειδή» κίνηση που θαρρείς πως δημιουργείται από τις νότες τις κιθάρας που φεύγουν στον αέρα, δυναμικό μπάσιμο και γενικά στοιχεία που σε πιάνουν «από τον λαιμό». Παρόλα αυτά όμως οι αμφιβολίες εμφανίζονται και πάλι, σε πιο μικρό βαθμό, από τη μέση του κομματιού και μετά. Η ψαρωτική εισαγωγή του “Bees And Wasps” δίνει την εντύπωση πως τα πράγματα σοβαρεύουν, και όντως κάπως έτσι γίνεται από την μέση του κομματιού και μετά. Η πρώτη πιστολιά έρχεται και συνειδητοποιώ πως στον τομέα της μουσικής τα πράγματα είναι σοβαρά εδώ. Σόλο, δυνατά περάσματα στα τύμπανα, μπάσο που κάνει την παρουσία του κάτι παραπάνω από αισθητή και όλα αυτά να διαπλέκονται πανέμορφα με την μελωδία χωρίς κάτι από τα δύο να φαντάζει παράταιρο. Το σημείο αυτό είναι νομίζω και το μεγαλύτερο επίτευγμα των Perfect Beings: ότι κατάφεραν δηλαδή να κάνουν κομμάτια που περιέχουν μπόλικη μελωδία και φοβερές δόσεις ενθουσιώδους progressive παρέλασης χωρίς όμως να υπάρχει σε καμία περίπτωση κάποιο «ξεχείλωμα». Πόσοι και πόσοι δεν έχουν πέσει ανά τα χρόνια μέσα σε αυτό το βαθύ πηγάδι άλλωστε. Και αν στο τρίτο κομμάτι του δίσκου αυτό γίνεται εμφανές, τι να πει κανείς και για το “Walkabout” που έχει θέση ως μία από τις κορυφές του δίσκου και θα ήταν πραγματικά αψεγάδιαστο αν εκείνο το drum solo δεν έκρυβε τόσο τη «θέα» σε ένα σημείο που η δυναμικότητά του δεν ταίριαζε και τόσο.

Τα σόλο στην κιθάρα αλλά και η κιθάρα εν γένει είναι από τα πιο δυνατά σημεία του δίσκου θυμίζοντας 70ς αισθητικές μεγάλων μαέστρων του είδους, πράγμα που φαίνεται άριστα στο Removal Of The Identity Chip, ενώ κυριολεκτικά ενθουσιάστηκα όταν αντιλήφθηκα πόσο καλή δουλειά έχει γίνει στον τομέα του μπάσου. Στο «ξέσπασμα» του Program Kid ακούμε ξεκάθαρα το πώς ένα βασικό όργανο όπως αυτό άμα στηθεί σωστά ανεβάζει ραγδαία το συνολικό αποτέλεσμα της προσπάθειας.

Πέρα από τα αυστηρά μουσικά, το μεγαλύτερο προτέρημα των Perfect Beings είναι πως δεν ακούγονται -ή τουλάχιστον αν το κάνουν υπάρχει μεγάλη δυσκολία- σαν Αμερικάνοι. Η σκιά των Porcupine Tree και κυρίως του Steven Wilson είναι άλλωστε κάτι παραπάνω από φανερή σε περιπτώσεις όπως το “Remants Of Shields” για παράδειγμα, ενώ το μόνο αρνητικό για τα γούστα μου μέσα σε όλο το δίσκο είναι το στήσιμο των φωνητικών που προσωπικά θα το ήθελα λίγο πιο δυναμικό και ερμηνευτικό. Κομμάτια όπως το “Fictions” που περιέχουν καυτές μουσικές στιγμές χάνουν σε κάποιο βαθμό από τα φωνητικά που θα προτιμούσα να έχουν διαφορετική τοποθέτηση, χωρίς να είναι άσχημα φυσικά. Καθώς η ακρόαση φτάνει στο τέλος της, ίσως η πιο ωραία μίξη των καλοδουλεμένων στοιχείων τους να αποτελεί το κλείσιμο του δίσκου με τίτλο “One Of Your Kind” που προσωπικά το θεωρώ και το καλύτερό τους κομμάτι, όντως ένα υπόδειγμα σύγχρονης μουσικής προσέγγισης.

Εν τέλει το αποτέλεσμα δεν ήταν καν αμφίρροπο, οι όποιες αμφιβολίες διαλύθηκαν στον άνεμο και οι Perfect Beings μας παρουσίασαν έναν δίσκο που, αν λάβουμε υπόψη πως είναι και ντεμπούτο, βάζει φωτιά στις κυκλοφορίες τις χρονιάς.

 

9 / 10

Δημήτρης Καστρίτης

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης